Περί δημοψηφισμάτων και άλλων δημοκρατικών δεινών
Η αρχαία ελληνική δημοκρατία –η πιο άμεση που υπήρξε ποτέ στην ιστορία– ήταν διαρκώς παρούσα στις συζητήσεις των πατέρων του αμερικανικού έθνους για το νέο Σύνταγμα των ΗΠΑ. Το αθηναϊκό πολίτευμα ήταν το ιδανικό· οι πολίτες αποφάσιζαν στην Εκκλησία του Δήμου αδιαμεσολάβητα για όλα τα θέματα της πόλης. Μόνο ένα πράγμα στοίχειωνε αυτό το ιδανικό· ο Αλκιβιάδης. Ηταν ο Αθηναίος δημαγωγός που παρέσυρε τους συμπολίτες του στη Σικελική Εκστρατεία, με συνέπεια την καταστροφή της ίδιας της Δημοκρατίας. Γι’ αυτό κι έβαλαν νερό στην άμεση δημοκρατία. Ακόμη και στην αντιπροσωπευτική. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν εκλέγεται απευθείας από τον λαό. Τον εκλέγουν οι εκλέκτορες που ψηφίστηκαν από τον λαό, ως ένα τελευταίο φίλτρο για να μην υπάρξουν καταστροφικές εκπλήξεις.
Κάθε σύγχρονη δημοκρατία είναι αντιπροσωπευτική. Κατ’ αρχήν για τεχνικούς λόγους. Σε μια πόλη μπορούν να μαζευτούν 10.000 πολίτες ώστε να αποφασίσουν για τα κοινά· υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι έχουν δούλους που ασχολούνται με την παραγωγή. Αυτό είναι αδύνατον να γίνει σε μια χώρα 10 εκατομμυρίων κατοίκων, παρά τα σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία. Οι ηλεκτρονικές τηλεψηφοφορίες, για παράδειγμα, έχουν πρόβλημα αξιοπιστίας.
Από την άλλη, τα θέματα γίνονται όλο και πιο πολύπλοκα, με αποτέλεσμα ούτε οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι –που έχουν μόνο αυτή τη δουλειά και επιστημονικούς συνεργάτες– να μην τα βγάζουν πέρα. Πολλές φορές, νόμοι δεν εφαρμόζονται, επειδή ακριβώς είναι ιδεαλιστικοί προς τους στόχους και αδύνατοι στην εφαρμογή. Αλλες φορές έχουν δευτερογενείς επιπτώσεις που δεν εξετάστηκαν και δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνουν. Ο μόνος αμεσοδημοκρατικός θεσμός που επιβιώνει στη σύγχρονη εποχή είναι τα δημοψηφίσματα. Κι εδώ βρίσκεται το τρίτο πρόβλημα της άμεσης δημοκρατίας. Παρά τις δοξολογίες και τα θυμιατά, οι πολίτες μοιάζει να αδιαφορούν γι’ αυτή. Σύμφωνα με τον καθηγητή Θανάση Διαμαντόπουλο, «από τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο έως σήμερα, σε όλες τις χώρες όπου έχουν διεξαχθεί δημοψηφίσματα, η μέση συμμετοχή του λαού σε αυτά είναι αισθητά κατώτερη –σε κάποιες χώρες έως και 30 εκατοστιαίες μονάδες(!)– της μέσης συμμετοχής του λαού στις εκλογικές διαδικασίες για ανάδειξη κοινοβουλίων ή προέδρων της δημοκρατίας. Μάλιστα συχνά, εκεί όπου τα συντάγματα θέτουν ως προϋπόθεση της ισχύος ενός δημοψηφίσματος την εκλογική συμμετοχή τουλάχιστον του 50% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, αυτά συχνά κηρύσσονται άκυρα, επειδή δεν αγγίζεται το συγκεκριμένο ποσοστό».
Ο κ. Διαμαντόπουλος στη μικρή μελέτη περί δημοψηφισμάτων στέκεται αρκετά επιφυλακτικός. Τα ονομάζει «το πυρηνικό όπλο της Δημοκρατίας», που πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ. «Χωρίς κανείς να μπορεί να αμφισβητήσει ότι η άμεση προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία–διαιτησία, υπό συγκεκριμένες θεσμοθετημένες διαδικασίες και σε πολύ ειδικές πολιτικές συγκυρίες, είναι δυνατόν να λειτουργήσει προωθητικά και λυτρωτικά για μια χώρα, να διευκολύνει την απεμπλοκή μιας κοινωνίας και ενός πολιτικού συστήματος από κάποιο αδιέξοδο ή ακόμη και να αποτρέψει αλλιώς ανυπέρβλητες κοινωνικές συγκρούσεις, ωστόσο ο εξωραϊσμός του συγκεκριμένου θεσμού βασίζεται σε μια σειρά από μύθους: ούτε ουσιαστική αναβίωση της άμεσης δημοκρατίας συνιστά, ούτε αυθεντική έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί, ούτε συμβάλλει (πάντοτε τουλάχιστον) στη λειτουργική υπέρβαση κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων και αγκυλώσεων».
Κι αυτό για μια σειρά λόγων γράφει ο κ. Διαμαντόπουλος: «Πρώτον, γιατί το θέμα επί του οποίου καλείται να αποφανθεί το εκλογικό σώμα, δεν το επιλέγει ούτε το επιβάλλει η κοινωνία. Συνήθως το επιλέγει και το επιβάλλει το πολιτικό σύστημα, συχνά επιδιώκοντας να εκτρέψει την προσοχή της κοινωνίας από άλλα ζητήματα. Εναλλακτικά δε, στα λεγόμενα ”δημοψηφίσματα λαϊκής πρωτοβουλίας”, που προκηρύσσονται με τη συγκέντρωση ενός αριθμού υπογραφών πολιτών, το επιβάλλει εκείνο το οργανωμένο και συμπαγές κοινωνικό υποκείμενο, όπως η Εκκλησία ή κάποια κίνηση με συγκεκριμένο αντικείμενο (π.χ. την προστασία των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, την ανάδειξη μιας περιβαλλοντικής ευαισθησίας κ.λπ.) που διαθέτει την οργανωτική υποδομή και τη δύναμη, ώστε να κινητοποιήσει τους σχετικούς μηχανισμούς συλλογής υπογραφών.
»Δεύτερον, γιατί τα δημοψηφίσματα προσφέρονται μόνον για συνολική τοποθέτηση, δηλαδή πλήρη αποδοχή ή απόρριψη ενός ζητήματος. Και υπάρχουν, βέβαια, ερωτήματα (όπως π.χ. η προσχώρηση ή όχι μιας χώρας στη Ζώνη του Ευρώ, η Σουηδία για παράδειγμα διεξήγαγε τέτοιο δημοψήφισμα), ωστόσο σε πολλά άλλα ζητήματα, τα οποία τίθενται υπό την άμεση κρίση του λαού, η κοινωνία θα προτιμούσε μια σύνθεση, ένα συμβιβασμό, μια ενδιάμεση λύση, κάτι που το υποδηλώνει και η ίδια η έκβαση της λαϊκής ετυμηγορίας.
»Τρίτον, εάν το πολιτικό σύστημα θεωρεί πως το δημοψηφισματικό “όχι” της κοινωνίας οδηγεί σε μείζονες εμπλοκές, εσωτερικές ή διεθνείς, συνήθως βρίσκει τρόπους υπέρβασης της αντίστασής της. Π.χ. όταν οι πολίτες της Δανίας απέρριψαν το 1992 τη συνθήκη του Μάαστριχτ, κλήθηκαν σε ελάχιστους μήνες να ξανααποφανθούν για το ίδιο ζήτημα.
»Τέταρτον, πάρα πολύ συχνά η θέση του ερωτήματος ή η απάντηση σε αυτό είναι προσχηματική και υποκρύπτει άλλου είδους στοχεύσεις. Από τη μία, οι φορείς της πολιτικής εξουσίας, ζητώντας κοινωνική κατάφαση σε ένα θεσμικοπολιτικό ερώτημα, εν πολλοίς ακατανόητο από μέρος του λαού, αναζητούν διά του “ναι” πολιτική τους ενδυνάμωση και αγορά πολιτικού χρόνου (plebiscite ή “προσωπικό δημοψήφισμα”). Από την άλλη, οι λαοί απαντούν αρνητικά, όχι διότι απορρίπτουν το ερώτημα που τους τίθεται, αλλά για να εκφράσουν τη γενικότερη αποδοκιμασία τους στους εξουσιαστές.
»Πέμπτον, συχνά αναφέρονται οι (αυτο)καταστροφικές επιλογές στα δημοψηφίσματα των λαών, οι οποίοι συνήθως αγνοούν τις συνέπειες, οικονομικές, διεθνοπολιτικές κ.λπ., της ψήφου τους: π.χ. οι Ελληνες, επαναφέροντας το 1920 στον θρόνο τον Κωνσταντίνο, ίσως δεν είχαν πλήρη συνείδηση σε τι βαθμό θα αποξένωναν από συμμάχους τη χώρα μας, οδηγώντας την έτσι στη Μικρασιατική Καταστροφή. Αυτή η ένσταση, ωστόσο, με όρους “δημοκρατικής αξίας” του δημοψηφίσματος είναι αδιάφορη, διότι οι λαοί, κατά το νόημα της δημοκρατίας, έχουν “δικαίωμα στο λάθος τους” (έστω και αν το 1922 μια από τις “νομικές βάσεις” της καταδίκης των “έξι” ήταν η ίδια η προκήρυξη του δημοψηφίσματος για τον Κωνσταντίνο, η οποία μετέφερε την ευθύνη της σχετικής επιλογής στον λαό, αφαιρώντας από τους έως τότε συμμάχους μας τη δυνατότητα να την καταλογίσουν μόνο στην κυβέρνηση)».
Πάσχος Mανδραβέλης
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_13/11/2011_1296807
Ενδιαφέρον άρθρο αλλά με μια μικρή ιστορική ανακρίβεια. Ο Αλκιβιάδης είχε κινήσει το θέμα για τη σικελική εκστρατεία, αλλά ζητούσε 30-40 τριήρεις να τις οδηγήσει προσωπικά σε μια τυχοδιωκτική κίνηση για να φτιάξει μάλλον την υστεροφημία του. Μια κίνηση μικρού ρίσκου για τον αθηναικό στόλο. Στη διάρκεια λοιπόν των δημηγοριών αυτών πήρε το λόγο ο Νικίας και προέβλεψε πως για να επιτύχει η σικελική εκστρατεία χρειάζονται 150 τριήρεις, 5000 στρατός, ιππικό, τοξότες κλπ. Αυτά βέβαια τα είπε για να καταδείξει το αδύνατο των στόχων του Αλκιβιάδη, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη η εκκλησία του δήμου του τα ενέκρινε και έθεσε αρχηγούς για την εκστρατεία τον ίδιο, το Λάμαχο και τον Αλκιβιάδη. Ο τελευταίος ως γνωστόν δεν πήγε ποτέ στη Σικελία. Ο Νικίας όμως ήταν στρατιωτικά ανεπαρκής. Μετά την καταστροφή στις Επιπολές αν δεν κάνω λάθος όπου φάνηκε ότι η σικελική εκστρατεία απέτυχε, ο Νικίας αν και θα μπορούσε να πάρει τον αθηναικό στόλο και να φύγουν, ταπεινωμένος μεν, με τον αθηναικό στόλο ανέπαφο δε, αποφάσισε να ζητήσει ενισχύσεις από την Αθήνα. Άλλες 70 τριήρεις και άλλους 5000 άνδρες υπό τον Δημοσθένη τον καλύτερο Αθηναίο στρατηγό της εποχής. Η συνέχεια γνωστή. Η Αθήνα έχασε το στόλο της και τον καλύτερο στρατηγό της. Ο Νικίας εκτελέστηκε εκεί και αν θυμάμαι καλά οι Αθηναίοι δεν επέτρεψαν ποτέ να θαφτεί το πτώμα του στα όρια της Αττικής. Ο Αλκιβιάδης υπήρξε ο μεγαλύτερος τυχοδιώκτης του αρχαίου κόσμου, αλλά η μετριοπάθεια του Νικία κατέστρεψε την Αθήνα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια όσους βλέπουν το δημοψήφισμα ως εξαιρετικά σημαντική εκδήλωση της θέλησης του λαού, αντιγράφω από τη Βικιπαίδεια και παραθέτω
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΙΝΑΚΑ ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΗΜΑΣ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΩΝ :
Το δημοψήφισμα του 1920 : Το δημοψήφισμα διενεργήθηκε από την κυβέρνηση Δ. Ράλλη στις 22 Νοεμβρίου (παλ. ημερ) / 5 Δεκεμβρίου 1920. Στο δημοψήφισμα δεν πήραν μέρος οι Φιλελεύθεροι. Η επάνοδος του εξόριστου βασιλιά εγκρίνεται με 99%. Στις 6 Δεκεμβρίου (παλ. ημερ) / 19 Δεκεμβρίου ξαναγύρισε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α'. Μετά από αυτή την κατάληξη οι συμμαχικές δυνάμεις παύουν να υποστηρίζουν την Ελλάδα και δίνουν την υποστήριξή τους στην Τουρκία με επακόλουθο την Μικρασιατική καταστροφή.
Το δημοψήφισμα του 1924. Η Μοναρχία καταργήθηκε στις 25 Μαρτίου 1924 και προκηρύχθηκε δημοψήφισμα για την επικύρωση της απόφασης της Συντακτικής. Υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας ψηφίζει το 69,95% των ψηφοφόρων και κατά το 30,05%.
Το δημοψήφισμα του 1935 και έμεινε στην ιστορία σαν Νόθο δημοψήφισμα. Διενεργήθηκε από την δικτατορική κυβέρνηση του Γεωργίου Κονδύλη. Εκείνοι που ψήφισαν στο δημοψήφισμα ξεπερνούσαν τους ψηφοφόρους του 1936 κατά 250.000. Από τους αριθμούς προκύπτει καθαρά η μεγάλη νοθεία που έγινε αλλά και από πολλούς "Ηρακλείς του Στέμματος" που για πολλές εβδομάδες μετά το δημοψήφισμα καμάρωναν που είχαν ψηφίσει από τρεις και τέσσερις φορές ο καθένας. Αποτελέσματα : 97,88 υπέρ – 2,12 κατά.
Το δημοψήφισμα του 1946 : Το δημοψήφισμα διενεργήθηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη την 1 Σεπτεμβρίου 1946, σύμφωνα με το από 27/30 Ιουνίου 1946 Δ΄ Ψήφισμα της Βουλής, "δι΄ ού ελευθέρως θέλει αποφανθή ο Λαός περί της επανόδου της Α.Μ. του Βασιλέως Γεωργίου Β΄. Επαν-επανήλθε ο Γεώργιος με 69%.
Το Δημοψήφισμα του 1968 : Υπήρξε το πρώτο από τα 2 δημοψηφίσματα-παρωδίες που διενέργησε η Χούντα των Συνταγματαρχών. Διεξήχθη την Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 1968 και το εκλογικό σώμα κλήθηκε να εγκρίνει με «Ναι» ή «Όχι» σχέδιο συντάγματος. Υπέρ : 92%.
Το Δημοψήφισμα του 1973 : σκοποί του ήταν: Να εγκριθεί από το εκλογικό σώμα σχέδιο ψηφίσματος με τον τίτλο «Περί τροποποιήσεως του από 15ης Νοεμβρίου 1968 Συντάγματος» Η εκλογή προέδρου και αντιπροέδρου της Δημοκρατίας (Γεώργιος Παπαδόπουλος και Οδυσσέας Αγγελής αντίστοιχα) για θητεία 8 ετών. Να εγκριθεί η πολιτειακή αλλαγή, δηλαδή να εγκριθεί η κατάργηση της μοναρχίας. Υπέρ : 78%.
Το Δημοψήφισμα του 1974 : Για τη μορφή του πολιτεύματος για την επιλογή βασιλευόμενη ή αβασίλευτης δημοκρατίας. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν 69,2% υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας.