Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΤΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ


 

LE CORBUSIER

Από το δικό του ταξίδι στην Ανατολή πέρασαν 100 χρόνια!
 
Κάποτε στην Ελλάδα δεν έρχονταν οικονομολόγοι, τεχνοκράτες και υποψήφιοι επενδυτές για να πιέσουν τα εισοδήματα και να αναζητήσουν ευκαιρίες, αλλά διανοούμενοι, φιλόσοφοι και ποιητές με σκοπό να επισκεφθούν τα μνημεία και να βρουν έμπνευση. Εκατό χρόνια ολοκληρώνονται φέτος από το μεγάλο ταξίδι που έκανε ο νεαρός τότε αρχιτέκτονας, ο οποίος θα έμενε στην Ιστορία με το όνομα που διάλεξε ο ίδιος για τον εαυτό του: Λε Κορμπιζιέ. Και οι σημειώσεις του απ" αυτό έχουν πολλά ενδιαφέροντα να μας πουν.

ΚΕΙΜΕΝΟ | ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ (dangel@enet.gr)

 
Εφοδιασμένος με τον ταξιδιωτικό οδηγό Baedeker, την καινούργια του φωτογραφική μηχανή Cupido 80 και τον φίλο του Αύγουστο Κλινστάιν, φοιτητή Ιστορίας της Τέχνης, ο αρχιτέκτονας που επηρέασε όσο λίγοι τη δυτική αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα έκανε το 1911, ένα μεγάλο ταξίδι για να μελετήσει από κοντά την αρχιτεκτονική της νότιας και ανατολικής Ευρώπης. Τότε ακόμη λεγόταν Σαρλ Εντουάρ Ζανερέ (το ψευδώνυμο Λε Κορμπιζιέ το υιοθέτησε αργότερα) και ήταν 24 χρονών. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχε αποφοιτήσει από τη Σχολή Εφαρμοσμένης Τέχνης της γενέτειρας του, της ελβετικής πόλης Λα Σο ντε Φον, και στο μεσοδιάστημα είχε ταξιδέψει στη βόρεια Ιταλία και τη Γερμανία, είχε σπουδάσει αρχιτεκτονική στη Βιέννη και είχε κάνει την πρακτική του άσκηση σε σπουδαία αρχιτεκτονικά γραφεία στο Παρίσι και στο Βερολίνο.

Ενιωθε πως η αρχιτεκτονική της βόρειας Ευρώπης δεν τον ενέπνεε. Εκνευριζόταν με την αρχιτεκτονική του Μεσαίωνα, που θαύμαζαν τότε οι περισσότεροι, και διακήρυσσε την προτίμηση του στις σύγχρονες κατασκευές του 18ου και του 19ου αιώνα, τις ρίζες των οποίων αναζητούσε όχι στο σκοτεινό Βορρά, αλλά στη διαύγεια του Νότου και της Ανατολής.

Εξήγησε το σκοπό του ταξιδιού του σ' ένα γράμμα που έγραψε σε φίλες του στο Βερολίνο, θυσιάζοντας το ρεμβασμό μιας νύχτας με πανσέληνο, καθώς το ποταμόπλοιο κατέβαινε το Δούναβη ανάμεσα στη Βουδαπέστη και το Βελιγράδι. Τους έγραψε: «Αυτό το ταξίδι στην Ανατολή, μακριά από τη βασανισμένη αρχιτεκτονική του Βορρά, είναι μια απάντηση στην επίμονη έκκληση του ήλιου· η απέραντη έκταση της γαλάζιας θάλασσας και οι μεγάλοι λευκοί τοίχοι των ναών- η Κωνσταντινούπολη, η Μικρά Ασία, η Ελλάδα, η νότια Ιταλία - θα είναι σαν ένα ιδανικά σχεδιασμένο βάζο απ' το οποίο θα ρέουν τα πιο βαθιά συναισθήματα...».

Το ταξίδι κράτησε έξι ολόκληρους μήνες από τις 6 Μαΐου 1911, ημέρα της αναχώρησης του από το Βερολίνο, μέχρι την 1η Νοεμβρίου, ημέρα της άφιξης του στο Σο ντε Φον. Έγινε με πλοίο, με τρένο, με ζώα και με τα πόδια και περιλάμβανε 35 στάσεις, από τις οποίες ξεχωρίζουν η Κωνσταντινούπολη, στην οποία έμεινε 49 ολόκληρες μέρες, η χερσόνησος του Αθω, όπου έμεινε 14 μέρες, η Αθήνα, όπου έμεινε 23 ημέρες, περνώντας τον περισσότερο χρόνο του πάνω στην Ακρόπολη, κι ύστερα, στο δρόμο της επιστροφής, η Πομπηία και η Ρώμη, όπου έμεινε 10 μέρες.
 
 
ΣΚΑΡΙΦΗΜΑΤΑ

Γέμισε έξι τετράδια με κείμενα, σκίτσα και σημειώσεις, έβγαλε περισσότερες από 400 φωτογραφίες, αγόρασε πολλές ακόμη, ταχυδρόμησε πολλά γράμματα και σουβενίρ και έστελνε ανταποκρίσεις από το ταξίδι σε μια τοπική εφημερίδα της Σο ντε Φον, με αμοιβή 10 λεπτά του ελβετικού φράγκου τη γραμμή.

Το ταξίδι ξεπέρασε τις προσδοκίες του. Στην Ανατολή ανακάλυψε πράγματι τον κανόνα της αρχιτεκτονικής του. Μέχρι να πεθάνει, επανερχόταν αδιάλειπτα στις εικόνες από αυτό το ταξίδι, κάνοντας συχνά λάθος τη χρονολογία (έγραφε 1910), και αντλούσε υλικό για να χτίσει την αρχιτεκτονική θεωρία του.
 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Η ματιά του ήταν η μαγεμένη, επίμονη ματιά του εραστή, όχι η φευγαλέα ματιά του τουρίστα. Μετά την πρώτη απογοήτευση από το αντίκρισμα του Κερατίου και την κακοκαιρία των πρώτων ημερών στην Κωνσταντινούπολη, επέμεινε: «Περίμενα τρεις βδομάδες να ελαφρύνει το βάρος στην καρδιά μου. Έπρεπε να το παλέψω και περισσότερο απ' όλα ήθελα να αγαπήσω αυτό το μέρος». Αγάπησε τα τζαμιά, το παζάρι, τους τάφους στις αυλές, την Αγια-Σοφιά και παρατήρησε ότι το Πέραν, η Πόλη και το Σκουτάρι, μ'όλες τις διαφορές τους, ενώνονται σε μια μεγαλοπρεπή και αδιαχώριστη τριαδική ενότητα.

Στον Άθω, παρά την εξάντληση από τις αγρυπνίες, τη δυσκολία συνεννόησης με τους μοναχούς και τον πυρετό που τον ταλαιπωρούσε σ' όλο το ταξίδι, έζησε μιαν έκσταση μυστικιστική από τη «συνωμοσία των πρωταρχικών στοιχείων», της θάλασσας και του βουνού, με την απροσποίητη αρχιτεκτονική που «ανοίγει στην ψυχή ποιητικούς χώρους».

Συγκρίνοντας εκείνη την αρχιτεκτονική με την αρχιτεκτονική του καιρού του, ένιωσε συντριβή: «Άγια έφεση των αρχαίων κατασκευαστών!» έγραψε. «Χαμένη γνησιότητα των προθέσεων, των προσπαθειών τους! Πειθαρχία άγνωστη πλέον σε μας, τους χαλαστές του σήμερα. Θεέ μου! Πόσο οδυνηρός ήταν ο ενθουσιασμός που μας κυρίευε σ' αυτούς τους ναούς της Ανατολής! Και, αναδιπλωμένος στον εαυτό μου, ένιωθα γεμάτος ντροπή. Ωστόσο, κάποιες ώρες που πέρασα στα σιωπηλά ιερά μού ενέπνεαν ένα νεανικό θάρρος και ειλικρινείς πόθους για να είμαι τίμιος οικοδόμος».


 ΕΝΑ ΣΚΑΡΙΦΗΜΑ ΜΕ ΕΝΤΟΝΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ

Την ίδια συντριβή ένιωσε στην Ακρόπολη. Ύστερα από τον εκστατικό ενθουσιασμό των πρώτων εντυπώσεων, όταν παρατηρούσε ότι «οι ναοί είναι η αιτία αυτού του τοπίου», το μαργαριτάρι που κρύβει η αχιβάδα, έγραψε: «Αυτοί που, ασκώντας την τέχνη της αρχιτεκτονικής, βρίσκονται στην αρχή της σταδιοδρομίας τους, με το νου κενό, με την καρδιά τσακισμένη από την αμφιβολία, μπροστά στο καθήκον να ζωντανέψουν μια νεκρή ύλη (ένα νεκρό υλικό), θα αντιληφθούν τη μελαγχολία των μονολόγων καταμεσής των ερειπίων, των παγερών μου συζητήσεων με τις βουβές πέτρες. Με ένα προαίσθημα να με βαραίνει, εγκατέλειψα πολλές φορές την Ακρόπολη, δίχως να τολμώ ν’ αντιμετωπίσω το βάρος της οφειλής μου στο χώρο της δημιουργίας».

Για τη σύγχρονη Αθήνα, που προσπαθούσε ν'αντιμετωπίσει την επιδημία χολέρας που μάστιζε εκείνη τη χρονιά την ανατολική Ευρώπη, έγραψε ελάχιστα. Σ' ένα κείμενο περιέγραψε την εικόνα ενός φωνόγραφου που γέμιζε τους αθηναϊκούς δρόμους μ' ένα μακρόσυρτο ανατολίτικο τραγούδι. Στο κείμενο για τον Παρθενώνα μίλησε με οργή για τις άθλιες συνθήκες της καραντίνας στο νησί του Αγίου Γεωργίου στη Σαλαμίνα, όπου αναγκάστηκε να μείνει τέσσερεις ημέρες εξαιτίας της επιδημίας χολέρας που έπεσε στην Ανατολή εκείνη τη χρονιά. «Ω παρελθόν, σύντριψε τούτη τη φαύλη εποχή!» έγραψε.

Οι εικόνες από το ταξίδι στην Ανατολή αποτέλεσαν την πρώτη ύλη της αρχιτεκτονικής του, αλλά ο τρόπος που τις επεξεργαζόταν άλλαζε καθώς άλλαζε και ο ίδιος. Από τον ρομαντικό ιδεαλισμό και τον εξωτικό ανατολισμό που τον είχαν επηρεάσει την περίοδο που έκανε το ταξίδι στην Ανατολή, πέρασε στην περίοδο του πουρισμού, όπως εκφράστηκε στο περιοδικό «L'Esprit Nouveau» («Το Νέο Πνεύμα») από το 1918 ως το 1925. «Αντιμετωπίζοντας την άνδρωση αυτής της νεοπλατωνικής αλλά και ρασιοναλιστικής αισθητικής, η ρομαντικο-ιδεαλιστική εμπειρία του Άθω και του Παρθενώνα αναγκάζονται να αυτολογοκριθούν», γράφει ο αρχιτέκτονας Γιώργος Σημαιοφορίδης στην εισαγωγή του στο βιβλίο με επιλογές κειμένων του Λε Κορμπιζιέ «Κείμενα για την Ελλάδα - Φωτογραφίες και σχέδια» (εκδ. Αγρα). Στο «Για μια Αρχιτεκτονική» (μτφ. Π. Τουρνικιώτης, εκδ. Εκκρεμές, 2004), το εμβληματικό έργο που εξέδωσε το 1923, ο Λε Κορμπιζιέ σημείωνε αναλογίες ανάμεσα στις αισθητικές και τεχνολογικές λύσεις του Παρθενώνα μ' αυτές του αυτοκινήτου και έβρισκε ότι η σύγχρονη αρχιτεκτονική υπολειπόταν και από τα δύο. Αφού εγκατέλειψε τον πουρισμό και βρήκε το ιδανικό του στην ανθρώπινη κλίμακα, τον Παρθενώνα τον πλαισίωσαν τα ταπεινά έργα της ανώνυμης αρχιτεκτονικής, ένας φράχτης, ένα χαμόσπιτο, μια ξερολιθιά, οτιδήποτε έκρυβε στο σχεδιασμό του μια σοφή μαθηματική αρμονία.

 ΣΧΕΔΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
 
Ομως το ταξίδι της Ανατολής δεν το ξεπέρασε ποτέ. Το 1933· στο δεύτερο και τελευταίο ταξίδι του στην Ελλάδα, όπου συμμετείχε στο 4ο Διεθνές Συνέδριο Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (ΟΙΑΜ), αναγνώρισε τις οφειλές του: «Αυτή η αλήθεια που την ένιωσα εδώ», είπε στην ομιλία του, «μ' έμαθε ν' αντιστέκομαι, να γίνω αυτός που προτείνει κάτι, κάτι που θα πάρει τη θέση κάποιου άλλου, μέσα στις καθιερωμένες καταστάσεις. [...] Η Ακρόπολη μ' έκανε έναν επαναστατημένο».

Αυτή η φράση συνοψίζει, 100 χρόνια μετά, την επικαιρότητα του ταξιδιού της Ανατολής. Όπως γράφει στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Δομές» ο καθηγητής αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ Παναγιώτης Τουρνικιώτης, το ουσιαστικό ενδιαφέρον του ταξιδιού της Ανατολής βρίσκεται «στον τρόπο που έμαθε να βλέπει με τα μάτια του [ο Λε Κορμπιζιέ] και αυτό οδηγεί σ'ένα μάθημα αρχιτεκτονικής που μένει επίκαιρο και μπορεί να είναι εξίσου ανατρεπτικό».

Με την επιστροφή του, ο Ζανερέ συγκέντρωσε τις ανταποκρίσεις του και ορισμένα κείμενα και τα υπέβαλε για να εκδοθούν με τίτλο «Ταξίδι στην Ανατολή». Ο πρώτος εκδότης απέρριψε το χειρόγραφο, χωρίς να εξηγήσει τους λόγους, και ο Ζανερέ ξαναπροσπάθησε δύο χρόνια μετά, προσθέτοντας δύο κείμενα με τις αναμνήσεις του, ένα για τον Άθω κι ένα για την Ακρόπολη. Μεσολάβησε, όμως, ο πόλεμος και η προσπάθεια έμεινε άκαρπη. Έτσι, το «Ταξίδι στην Ανατολή», το πρώτο βιβλίο που ετοίμασε ο Ζανερέ, ήταν το τελευταίο που εξέδωσε. Υπέβαλε για τελευταία φορά τα χειρόγραφα του λίγες εβδομάδες πριν πεθάνει, τον Αύγουστο του 1965, και το βιβλίο κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του, το 1966.

 ΕΝΑ ΙΣΤΙΟΦΟΡΟ ΠΕΡΝΑ ΤΟΝ ΒΟΣΠΟΡΟ
 
 
 
Ταξίδι στην Ανατολή:
μια... θεσμική υποχρέωση των Βορειοευρωπαίων
 
Το ταξίδι στην Ανατολή του Λε Κορμπιζιέ ήταν μια από τις τελευταίες αναλαμπές ενός θεσμού που σφράγισε τα γράμματα και τις τέχνες στην Ευρώπη από τα μέσα του 17ου αι. ως τις αρχές του 20ού. Το Grand Tour, όπως ονομαζόταν, ήταν ένα ταξίδι πολλών μηνών ή και ετών στους τόπους  της κλασικής αρχαιότητας, που έκαναν οι άνδρες των εύπορων και μορφωμένων τάξεων της Βόρειας Ευρώπης. Ήταν σχεδόν μια τελετουργική διαδικασία που ολοκλήρωνε την περίοδο της μαθητείας τους και τους ενέτασσε στους κύκλους των διανοουμένων.

Γινόταν συνήθως με τη συνοδεία ενός οδηγού και αποτελούσε μοναδική ευκαιρία για τα μέλη της κυρίαρχης τάξης της Ευρώπης, η ηγεμονία της οποίας  δεν ήταν μόνο οικονομική και στρατιωτική, αλλά και πολιτισμική, να δουν από κοντά έργα τέχνης, ν' ακούσουν μουσικά είδη και να γνωρίσουν τις ρίζες του ευρωπαϊκού πολιτισμού που τότε ανακάλυπτε την κλασική αρχαιότητα. Έπαιρναν μαζί τους  αναμνηστικά αντικείμενα, αρχαία και σύγχρονα έργα τέχνης και νομίσματα, και αποτύπωναν αυτά που έβλεπαν σε σκίτσα και κείμενα.

Το ταξίδι περιλάμβανε σχεδόν υποχρεωτικά στάσεις στις ιταλικές πόλεις, ιδίως τη Φλωρεντία, την Πάντοβα, την Μπολόνια, τη Βενετία και φυσικά την Πομπηία και τη Ρώμη, όπου οι ταξιδιώτες  παρέμεναν για μήνες για να μελετήσουν τα έργα της  Αναγέννησης και της κλασικής αρχαιότητας. Αργότερα, όταν το ταξίδι από τη θάλασσα έγινε πιο εύκολο, στο δρομολόγιο προστέθηκαν τα ελληνικά ερείπια της Σικελία; ή και η ίδια η Ελλάδα, την περίοδο που ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδίως αργότερα, όταν ήταν ανεξάρτητο κράτος. Συχνά, γι’ αυτούς που ήθελαν να προσθέσουν στο πιάτο τους ακόμα μια γεύση από την Ανατολή, το ταξίδι τους έφερνε στην Κωνσταντινούπολη και συνεχιζόταν μέχρι την Αίγυπτο, για μια γνωριμία με τον Νείλο και τις πυραμίδες.

Πληκτρολογήστε

http://www.fondationlecorbusier.fr

Η ιστοσελίδα του Ιδρύματος le Corbusier με υλικό για τη ζωή και το έργο του μεγάλου αρχιτέκτονα.

Από το Περιοδικό "Εψιλον"
της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ Τ.1069




Λε Κορμπυζιέ

Μια Συνέντευξη


17 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1953. Ο Λε Κορμπυζιέ επιδεικνύει το έργο του «Γλυπτό», φτιαγμένο από ξύλο και σίδερο, στην Εκθεση Σύγχρονης Τέχνης στο Μουσείο του Παρισιού

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελείται από αποσπάσματα εκτενούς συνεντεύξεως του Λε Κορμπυζιέ που παραχωρήθηκε ένα μήνα πριν από τον θάνατό του, το 1965, στον Υγκ Ντεζάλ και δημοσιεύθηκε το 1979 στο αρχιτεκτονικό περιοδικό «Modulus» της Virginia School of Architecture των ΗΠΑ.



Ο Λε Κορμπυζιέ γεννήθηκε το 1887 με το όνομα Σαρλ Εντουάρ Ζινρέτ στη Λα Σο ντε Φον της Ελβετίας, λίγα χιλιόμετρα από τα γαλλικά σύνορα, τη χρονιά που ξεκινούσε η κατασκευή του πύργου του Αϊφελ στο Παρίσι. Εκπαιδευμένος ως καλλιτέχνης ταξίδεψε το 1907 και το 1911 στην Κεντρική Ευρώπη και στις χώρες της Μεσογείου.
* Εζησε στο Παρίσι από το 1917. Εκεί εργάστηκε στο γραφείο του Ογκύστ Περέ (1908), ειδικού στην κατασκευή κτιρίων από μπετόν, και στο Βερολίνο (1910) με τον Πίτερ Μπέρενς. Διάλεξε το όνομα Λε Κορμπυζιέ στις αρχές της δεκαετίας του 1920.
* Από το 1922 ο Λε Κορμπυζιέ εργαζόταν με τον εξάδελφό του, τον Πιερ Ζινρέτ. Τα πρώτα έργα του ήσαν κυρίως κατοικίες τις οποίες θεωρούσε «μηχανές κατοίκησης» και εφάρμοζαν τα πέντε σημεία-αξιώματα της αρχιτεκτονικής του (πιλοτή, επίπεδη οροφή, ελεύθερη κάτοψη, οριζόντιο παράθυρο, ελεύθερη πρόσοψη).
* Κατά τη διάρκεια του πολέμου μετακόμισε στη Νότια Γαλλία όπου επεξεργάστηκε το σύστημα «Modulor», μια σειρά αριθμητικών αναλογιών που σχετίζουν το κτίριο με τις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος.
* Τα πιο γνωστά του έργα είναι η Villa Savoye (Πουασύ, Γαλλία), το Caprenter Center (στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης), το μοναστήρι της La Tourette, η εκκλησία Notre Dame du Haut (Ronchamp, Γαλλία) και η Unite d' Habitation (Μασσαλία, Γαλλία).
* Η μεταπολεμική αρχιτεκτονική του χρησιμοποίησε πιο αδρά, παραδοσιακά υλικά, όπως το ανεπίχριστο μπετόν, την πέτρα και το εμφανές τούβλο. Στα τελευταία μάλιστα χρόνια εργάστηκε στην Ινδία όπου ολοκλήρωσε μια σειρά έργων μεγάλης κλίμακας.
* Πέθανε το 1965 από ανακοπή καρδιάς ενώ κολυμπούσε στο Καπ Μαρτέν.





 
- Κύριε Λε Κορμπυζιέ, έχετε αφήσει τη σφραγίδα σας στην εποχή μας. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για αρχιτεκτονική στον 20ό αιώνα χωρίς να αναφέρει το όνομα «Λε Κορμπυζιέ»...
 
«Κύριε Ντεζάλ, είστε πολύ ευγενικός... Υπάρχει κάτι πολύ απλό για τη ζωή μου το οποίο μπορώ να σας το πω με πλήρη ειλικρίνεια, και αυτό είναι ότι ποτέ δεν πίστεψα ότι είμαι κάποιος. Απλώς πίστευα ότι δεν ήμουν πιο χαζός από όλους τους άλλους στο σχολείο. Η μητέρα μου πάντοτε έλεγε: "Είσαι συνεχώς στους δρόμους και παίζεις. Θα ήθελα να μάθω πώς συνεχίζεις να έρχεσαι σπίτι με άριστα στους βαθμούς σου. Θα πρέπει να τους κλέβεις!". Εγώ απαντούσα: "Οχι βέβαια". Ηταν μια πολύ απλή ζωή. Είχα κερδίσει δύο χρόνια από τους υπόλοιπους συμμαθητές μου γιατί οι γονείς μου είδαν και απόειδαν μ' εμένα στο σπίτι, οπότε με έβαλαν στο σχολείο από τότε που ήμουν τεσσάρων. Οταν έφυγα από το σχολείο ο πατέρας μου είπε: "Τώρα θα πας σε σχολή καλών τεχνών"  και αυτό έκανα. Ηταν μια σχολή χαρακτικής ρολογιών, κάτι που συνειδητοποίησα αφού είχα μπει σε αυτήν  δεν ήταν καθόλου ευχάριστα. Αναρωτήθηκα: "Τι στο καλό κάνω  εγώ, να χαράζω ρολόγια;". Δεν με ενδιέφερε καθόλου κάτι τέτοιο  πάντως δεν έχω κάτι εναντίον εκείνων που τα χαράζουν. Αλλά θα πρέπει να παραδεχθείτε ότι ήμουν τυχερός, γιατί εκείνο τον καιρό έγινε μια νέα τεχνολογική εφεύρεση, το ρολόι χειρός, το οποίο σήμαινε ότι δεν χρειαζόσουν ρολόγια τσέπης. Συνεπώς δεν υπήρχε και λόγος να διακοσμείς την πίσω πλευρά του ρολογιού, γιατί η πλευρά αυτή ήταν σε επαφή με το δέρμα και κανείς δεν θα την έβλεπε. Αυτή ήταν η πρώτη δήλωση  όχι η δήλωση, αλλά η πρώτη μου επαφή με την απόσυρση της περιττής διακόσμησης. 
 

»Είχα έναν εξαίρετο δάσκαλο που μου άνοιξε τα μάτια για τη φύση. Μας πήγαινε στα λιβάδια, στα δάση, στα λουλούδια και μας έβαζε να ζωγραφίζουμε, όχι τοπία αλλά στοιχεία των φυτών. Μας έσπρωχνε στα συστατικά στοιχεία κάθε πράγματος. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα και εγώ ήμουν η απάντηση στις προσευχές του. Ημουν, χωρίς να το ξέρω, ο αγαπημένος του μαθητής. Το κατάλαβα αρκετά αργότερα όταν με έσπρωξε να φύγω από τη χαρακτική ρολογιών. Μου είπε: "Θα γίνεις αρχιτέκτονας".
»Αρχισα να κτίζω το πρώτο μου σπίτι στην ηλικία των 17 ετών. Βρήκα έναν πολύ ωραίο τύπο, έναν καλό άνθρωπο που ήταν μέλος της επιτροπής της σχολής στην οποία φοιτούσα και του είπα: "Ακουσα ότι θα κτίσεις ένα σπίτι. Θα σ' το κτίσω εγώ". "Είσαι τρελός! " μου απάντησε, για να προκαλέσει μια πεισματική δική μου ανταπάντηση: "Οχι. Θα το κάνω, μα τον Θεό". Λοιπόν, του το έκτισα το σπίτι και μάλιστα με όλες τις χαριτωμένες λεπτομέρειες, ρομαντικές, τέλεια σχεδιασμένες και τέλεια εκτελεσμένες. Ημουν πραγματικός κέρβερος στην οικοδομή. Οι εργολάβοι πίστευαν ότι θα μου την έφερναν, αλλά τους την έφερα εγώ. Οπότε τα κατάφερα μια χαρά...
»Αργότερα [1908] στο Παρίσι πήγα να δω τον Ογκύστ Περέ. Με υποδέχθηκε ευγενικά. Του έδειξα τα σκίτσα που είχα κάνει από το ταξίδι μου στην Ιταλία [1907]. Τον εντυπωσίασαν και με προσέλαβε  αμέσως μάλιστα. Και πώς ξεκίνησα... Χωρίς εμπόδιο βρέθηκα στην καλύτερη δυνατή ατμόσφαιρα που θα μπορούσα να ελπίζω, εκείνη του Ογκύστ Περέ [πνευματικός πατέρας του Λε Κορμπυζιέ, κορυφαίος αρχιτέκτονας και γνωστός για τις κατασκευές του από οπλισμένο σκυρόδεμα], που ήταν ένας καινοτόμος και που, επιπλέον, ήταν νέος (συμβαίνει στον καθένα για ένα μικρό διάστημα). Ούρλιαζε μέσα στο γραφείο του: "Εγώ κάνω μπετόν!". Φαινόταν να είναι κάτι το σκανδαλώδες, κάτι εντελώς αιρετικό, και πραγματικά του άρεσε αυτό το στοιχείο του σκανδάλου: "Εγώ κάνω μπετόν!". Εκεί είναι που έμαθα τη χρήση του μπετόν  κάνοντας τα σχέδια της εκκλησιάς του... Θεέ μου... πού ήταν αυτή η εκκλησία; Μάλλον ήταν στην Αλγερία  δεν θυμάμαι. Οπότε εκεί είναι που έμαθα στ' αλήθεια να σχεδιάζω  τα κατασκευαστικά σχέδια μιας μοντέρνας τεχνικής.
»Υστερα απ' αυτό περιφερόμουν στην Ευρώπη για πέντε ή έξι χρόνια και μετά πήγα στην Ανατολή. Εκανα ένα ταξίδι επτά μηνών, πεζοπορία από τη Βιέννη στη Μικρά Ασία [1911]. Εκεί μου άνοιξαν τα μάτια στα πιο αντιακαδημαϊκά πράγματα: αγροτικά σπίτια, μανδρότοιχοι που ακολουθούσαν την κλίση του εδάφους χωρίς όλες αυτές τις σκάλες που οι αρχιτέκτονες συνήθως κάνουν όταν έχουν ένα επικλινές οικόπεδο, ένα σύστημα που πάντα με εκνεύριζε. Και είδα και τέχνη. Πρώτα είδα την Αγια-Σοφιά στη Μικρά Ασία, μια θαυμαστή τέχνη απίστευτης δύναμης. Είδα βυζαντινή και τουρκική τέχνη και πραγματικά άρχισα να αγαπώ τους Τούρκους, τους βρήκα πολύ φιλικούς.
»Τελικά έφθασα στην Αθήνα και είδα την Ακρόπολη. Εμεινα εκεί επτά εβδομάδες, σε καθημερινή επαφή με τα μνημεία, με μεγάλο πάθος και θέρμη. Ανακάλυψα τότε ότι η αρχιτεκτονική είναι το παιχνίδι των όγκων, το παιχνίδι των περιγραμμάτων, εκατό τοις εκατόν επινόηση, που εξαρτάται αποκλειστικά από τη δημιουργία εκείνου που ζωγραφίζει. Ημουν πια σίγουρος ότι θα απέφευγα τον Βινιόλα, ο οποίος είχε κατευθύνει την αρχιτεκτονική εκπαίδευση για τους τελευταίους δύο αιώνες, τουλάχιστον για όλον τον 19ο αιώνα. Τον άφησα πίσω μου προς μεγάλη έκπληξη όλων αυτών που με γνώριζαν, οι οποίοι έλεγαν "τελικά θα πρέπει να σπουδάσεις τον Βινιόλα". Υστερα από όλα αυτά γύρισα στην πατρίδα μου [σ.σ.: στη Λα Σο ντε Φον της Ελβετίας], όπου ήθελα να φέρω όλη τη νεανική μου γνώση. Μου έκαναν πόλεμο εκεί λέγοντας: "Μας σπας τα νεύρα". Είπα: "Ωραία, φεύγω" και επέστρεψα στο Παρίσι [1917]. Και από εκείνη τη στιγμή άρχισα μια συναρπαστική ζωή, τρώγοντας μία φορά την ημέρα (το οποίο είναι αρκετό όταν είσαι νέος) και, μετά, κάνοντας ό,τι μου άρεσε. Την εκπαίδευσή μου εγώ την πήρα μέσα από τα ταξίδια μου και τα μουσεία που επισκεπτόμουν. Στη συνέχεια πήγα να εργαστώ. Ανοιξα ένα γραφείο και πήρα τις πρώτες μου αναθέσεις. Και έτσι έγινα αρχιτέκτονας χωρίς να διαβάσω ούτε ένα αρχιτεκτονικό βιβλίο, χωρίς ποτέ να έχω σπουδάσει αρχιτεκτονική, χωρίς ποτέ να έχω σπουδάσει τους επτά ρυθμούς της αρχιτεκτονικής. 
 

»Μια μέρα ήμουν στο δωμάτιό μου, στους πρόποδες του λόφου Σαν Μισέλ, στον έβδομο όροφο. Ξαφνικά ακούω έναν φοβερό θόρυβο, βγαίνω από το δωμάτιο και βλέπω το αεροπλάνο του κόμη Ντε Λαμπέρ να πετάει πάνω από το Παρίσι στην πρώτη του φορά. Ηταν ένα σοκ. Βεβαίως του έδωσαν κλήση  δεν επιτρεπόταν να περάσεις πάνω από το Παρίσι αλλά αυτός το έκανε. Και ήταν ένα μεγάλο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η αεροπορία γεννιόταν εκείνη την ώρα και απεδείκνυε την αυθεντικότητά της.
»Ανοιξα το αρχιτεκτονικό γραφείο μου με τον εξάδελφό μου Πιερ Ζινρέτ. Ηταν ωραίος τύπος. Δέκα χρόνια νεότερος από μένα. Φανατικός με τα αεροπλάνα, φανατικός και με τα αυτοκίνητα. Αυτός και ο Αμεντέ Οζενφάν θα αποσυναρμολογούσαν αυτοκίνητα. Ο Οζενφάν είχε ένα αυτοκίνητο που όλον τον καιρό το αποσυναρμολογούσε γιατί, βλέπετε, όλο θορύβους άκουγε από αυτό. Αυτά ήταν αυτοκίνητα που δεν πήγαιναν και πολύ μακριά, γιατί οι οδηγοί τους φοβούνταν τους θορύβους. Τέλος πάντων ήταν όλη αυτή η ιστορία των αυτοκινήτων στη ζωή των ανδρών... Οταν ξεκίνησα το γραφείο μου τα πράγματα πήγαιναν καλά. Τουλάχιστον δεν βγήκα χαμένος  ή έτσι πίστευα. Οι άνθρωποι ήταν πολύ ευγενικοί μαζί μου. Τα λεφτά μόνο δεν ήταν αρκετά. Δεν είχα το όνομα για κάτι περισσότερο. Τέλος πάντων, ήταν δύσκολα χρόνια, πολύ δύσκολα. Τότε ήταν που ο Οζενφάν και εγώ γνωρίσαμε τον ποιητή Πολ Ντερμέ. Μας πρότεινε να εκδώσουμε ένα περιοδικό, το "L'Esprit Nouveau", και από τις πρώτες συναντήσεις που κάναμε συνειδητοποιήσαμε ένα πράγμα, ότι ήταν πολύ σημαντικός ο ίδιος ο τίτλος: "L'Esprit Nouveau"  "το νέο πνεύμα". Μετά την έκδοση των πρώτων δύο ή τριών τευχών, το αναλάβαμε εμείς οι δύο χωρίς τον Ντερμέ, που ασχολούνταν μόνο με θέματα ποίησης. Ο τίτλος του μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο και μόνο από τα άρθρα που γράφαμε ο Οζενφάν και εγώ για τη ζωγραφική. Και τότε ήταν που εμφανίστηκε και ένας κύριος Λε Κορμπυζιέ ο οποίος ξαφνικά βαφτίστηκε από τον Ζινρέτ, εμένα, τον Σαρλ Εντουάρ Ζινρέτ. Ανακοίνωσα: "Αν κάποιος πρέπει να μιλήσει για την αρχιτεκτονική, διατίθεμαι να το κάνω, αλλά όχι με το όνομα Ζινρέτ. Θα πάρω το όνομα από τη γενιά της μητέρας μου  Λε Κορμπυζιέ  και θα υπογράφω τα κείμενα για την αρχιτεκτονική ως Λε Κορμπυζιέ".
»Οπότε μια μέρα έγραψα το πρώτο κείμενο. Είχα περιθώριο δύο ημερών για να το γράψω. Το έγραψα μεμιάς. Το υπέγραψα ως "Λε Κορμπυζιέ". Δημοσιεύθηκε και ξαφνικά αυτό το όνομα έγινε ένα κοινό σημείο αναφοράς, ένα σύνθημα σε όλον τον κόσμο. Δεν είναι πραγματικά αστείο αυτό το άρθρο το οποίο τιτλοφορείτο "Προς μια αρχιτεκτονική: Κάτοψη, τομή, όψη" (ήταν τρία συνεχόμενα άρθρα) να είχε το χάρισμα να προσελκύσει σε άλλες χώρες ανθρώπους που εξέδιδαν άλλα περιοδικά και ενδιαφέροντες καλλιτέχνες που έρχονταν στο Παρίσι και λέγανε: "Θέλουμε να μιλήσουμε στον Λε Κορμπυζιέ"; Εμείς θα απαντούσαμε: "Αυτό το πρόσωπο δεν υπάρχει. Εδώ είναι ο κύριος Ζινρέτ ο οποίος φροντίζει για αυτά τα θέματα". Και μετά από λίγον καιρό ο Λε Κορμπυζιέ αναγκάστηκε να πάρει το όνομα Λε Κορμπυζιέ ακόμη και στα καθημερινά πράγματα, γιατί όταν περνούσε τα σύνορα το διαβατήριό του έλεγε Ζινρέτ και οι υπάλληλοι του τελωνείου δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι. Από τότε είχα με βεβαιότητα βαπτισθεί... Μετά το 1925 με καλούσαν ως «Λε Κορμπυζιέ» σε όλον τον κόσμο να δίνω διαλέξεις, να εξηγώ τις ιδέες μου. Εκεί ανέπτυξα μια δική μου τεχνική που ήταν μοναδική. Ποτέ δεν προετοίμαζα τις διαλέξεις. Είχα μια μικρή κάρτα, διπλή σε μέγεθος από μια επαγγελματική κάρτα. Είχα γράψει τέσσερις ή πέντε γραμμές πάνω σε αυτή την κάρτα και στη συνέχεια αυτοσχεδίαζα. Αυτοσχεδιασμός  ένα φοβερό πράγμα, αλλά θα το έκανα. Ετσι, στην αρχή δούλευα με μια κιμωλία, μια χρωματιστή κιμωλία και έναν μαυροπίνακα  αν έβρισκα έναν. Μερικές φορές αυτό είχε και τα ευτράπελά του. Μια φορά ήμουν σε μια χώρα πολύ ζεστή, δεν θυμάμαι ποια, και αφού έσβησα τον πίνακα από τις κιμωλίες σκούπισα με το πανί και το πρόσωπό μου και όλη η αίθουσα γελούσε. Και εγώ γελούσα...».






- Ποιο ήταν το πρώτο σας κτίριο;
 
«Το πρώτο μου κτίριο ήταν στον δρόμο για το Βουκροσόν, για έναν πελάτη που μου είπε: "Διάβασα μερικά από τα άρθρα σου και μου άρεσαν πολύ. Θα θέλαμε να φτιάξουμε ένα σπίτι εδώ, αλλά δεν έχουμε πολλά χρήματα". Του είπα "εντάξει, θα το κάνω για σας" και το κτίσαμε [σ.σ.: Βίλα Μπεσνούς, 1922. Κατά την προσφιλή του τακτική ο Λε Κορμπυζιέ «διαγράφει» την πρώτη περίοδο των έργων του στην Ελβετία, επειδή τα θεωρεί «διακοσμητικά»]. Την ίδια χρονιά έκανα ένα σπίτι για τον Οζενφάν και σχεδίαζα μια κατοικία για τον Ραούλ Λα Ρος, ο οποίος έγινε μεγάλος συλλέκτης κυβιστικών πινάκων... Γύρισα και είπα σε αυτόν τον νέο που ήταν φίλος μου: "Θα σου κάνω κάτι φανταστικό... Είσαι εργένης, μπορεί να έχεις πίνακες εκεί, γιατί σου αρέσει η ζωγραφική. Θα σου κάνω λοιπόν έναν τρομερό αρχιτεκτονικό περίπατο"  και αυτό έγινε».

- Ζει ακόμη εκεί αυτός ο άνθρωπος;
«Α, ναι, βέβαια, βέβαια».

- Δεν έχετε μιλήσει για τα άλλα σας έργα πριν από τον πόλεμο. Υπερασπιστήκατε τη λειτουργική αρχιτεκτονική;
«Ο.Κ... λειτουργική αρχιτεκτονική... Ο.Κ... αυτή είναι μια δημοσιογραφική έκφραση».

- Κατάλαβα...
«Ναι, γιατί είναι πλεονασμός. Η αρχιτεκτονική είναι λειτουργική εξ ορισμού. Αν δεν είναι λειτουργική, τι είναι; Σκουπίδια. Την αρχιτεκτονική την όρισα ως το "επιδέξιο, σωστό και συναρπαστικό παιχνίδι των μορφών κάτω από το φως"...».
 
- Και πώς, κύριε Λε Κορμπυζιέ, τοποθετείσθε απέναντι στην ελληνική αρχιτεκτονική;
«Την ελληνική;».

- Ναι, μετά από αυτόν τον ορισμό της αρχιτεκτονικής που δώσατε.
«Οταν πήγα στην Ακρόπολη στην ηλικία των 20, ή των 21 ετών, όταν πέρασα επτά εβδομάδες μπροστά από τον Παρθενώνα, είδα ότι οι Ελληνες είχαν κάνει κάτι συναρπαστικά παράδοξο: αυτό ήταν μάρμαρο σμιλεμένο σαν ζάχαρη, ένα φανταστικό κατασκεύασμα που από ξύλινες κολόνες είχε γίνει μαρμάρινο με τα τρίγλυφα και όλες αυτές τις λεπτομέρειες  είχε γίνει με τόση τέχνη που μπορούσες μόνο να βγάλεις το καπέλο σου. Μπορεί να πει κανείς ότι ο Παρθενώνας δεν είναι λειτουργικός  αλλά αυτό δείχνει πόσο περιοριστική είναι η έννοια του λειτουργικού. Και ο Παρθενώνας είναι σίγουρα ένα από μεγαλύτερα έργα της ανθρωπότητας».

- Οπότε πιστεύετε ότι ο Παρθενώνας είναι λειτουργική αρχιτεκτονική.
«Οχι, όχι, να το θέσω αλλιώς: είναι λειτουργικός γιατί μας συγκινεί».

- Μπορούμε να πούμε ότι είναι διακοσμητική αρχιτεκτονική;
«Οχι, με τίποτα».

- Γιατί όχι;
«Γιατί απλώς δεν μπορούμε».

- Τότε τι είναι;
«Είναι απλή και καθαρή αρχιτεκτονική».

- Σας έχει επηρεάσει άλλη αρχιτεκτονική πέρα από την ελληνική;

«Οχι. Μελέτησα πολύ τη γοτθική αρχιτεκτονική. Για έναν χρόνο είχα  ήμουν για έναν χρόνο στο Παρίσι  ένα σετ κλειδιών από την Παναγία των Παρισίων, παραχωρημένα τότε από το υπουργείο στους νέους που ήθελαν να μελετήσουν αυτόν τον ναό. Θα τριγύριζα εκεί, θα ανέβαινα στους πύργους, σε κάθε δυνατή γωνία του κτιρίου. Ο Καθεδρικός της Παναγίας των Παρισίων είναι καταπληκτικός, είναι ένα πολύ όμορφο πράγμα  μόνο που η καρδιά μου είναι στην Ελλάδα και όχι στο γοτθικό. Γιατί το γοτθικό είναι προϊόν μιας σκληρής, σχεδόν επιθετικής νοοτροπίας σε σύγκριση με... Μιλώ για ένα ελληνικό αίσθημα και για ένα γοτθικό αίσθημα. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Η Γαλλία ήταν καθ' έξιν σεμνή και σνομπ. Το όλο κίνημα της αρχιτεκτονικής αναγεννήθηκε στη Γαλλία του 19ου αιώνα. Φθάσαμε στον Περέ και στον Φραϊσινέ, ο ένας να είναι αρχιτέκτων και ο άλλος μηχανικός, οι δυο τους να βρίσκουν τις ίδιες αρχές σύνθεσης. Η αρχιτεκτονική ως το επιδέξιο, σωστό και συναρπαστικό παιχνίδι των όγκων κάτω από το φως. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει κανείς να διαθέτει γλυπτικές ικανότητες και να είναι ποιητής και την ίδια στιγμή να γνωρίζει σε βάθος την κατασκευή...».


Ο Μέμος Φιλιππίδης είναι αρχιτέκτονας ΕΜΠ, με μάστερ αρχιτεκτονικής από το Yale University

http://www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=141199




Τα πέντε σημεία της αρχιτεκτονικής





Σπίτι στο Μπαουχάους συγκρότημα κατοικιών Βάισενχοφ

 
Η βίλα Σαβογιέ (Villa Savoye, 1929-1931) θεωρείται πως συνοψίζει περισσότερο ικανοποιητικά τα πέντε σημεία της αρχιτεκτονικής του, όπως τα είχε εκθέσει ο ίδιος στο περιοδικό L'Esprit Nouveau και τα οποία ξεκίνησε να αναπτύσσει από τις αρχές της δεκαετίας του '20. Πρώτα, ο Λε Κορμπυζιέ ανύψωσε τον όγκο της κατασκευής από το έδαφος, που υποστηριζόταν από τις πιλοτές, με ενισχυμένες στύλες. Αυτές οι πιλοτές, σε ότι αφορά την παροχή της δομικής υποστήριξης για το σπίτι, του επέτρεψαν να τονίσει δύο ακόμα σημεία: μια ελεύθερη πρόσοψη, δηλαδή με τοίχους χωρίς υποστήριξη, που θα μπορούσαν να σχεδιαστούν όπως ο αρχιτέκτονας επιθυμεί, και ένα ανοικτό σχέδιο ορόφων, που σημαίνει ότι ο χώρος κάθε ορόφου ήταν ελεύθερος να διαμορφωθεί σε δωμάτια, χωρίς ανησυχία για την υποστήριξη των τοίχων. Το δεύτερο πάτωμα της βίλας Savoye περιλαμβάνει μακριές λωρίδες παραθύρων που επιτρέπουν τη θέα του περιβάλλοντος κήπου, στοιχείο που αποτελεί το τέταρτο σημείο της αρχιτεκτονικής του. Μια κεκλιμένη ράμπα που ανέρχεται από το επίπεδο του εδάφους στην ταράτσα του τρίτου ορόφου (το πέμπτο σημείο) επιτρέπει έναν «αρχιτεκτονικό περίπατο» μέσα στο κτίριο. Το άσπρο σωληνοειδές κιγκλίδωμα υπενθυμίζει το σχεδιο κρουαζιερόπλοιου που ο Λε Κορμπυζιέ θαύμαζε πολύ.

ΒΙΚΙΠΕΔΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου