Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Καλικάντζαροι, αερικά και πνεύματα των Χριστουγέννων






Καλικάντζαροι, αερικά και πνεύματα των Χριστουγέννων

Το Άγιο Δωδεκαήμερο, παρά την ιερότητα του, φιλοξενεί σε όλο τον ελλαδικό χώρο, το στεριανό και το νησιωτικό, πλήθος πνευμάτων, αερικών και παραδόσεων, που η προέλευση και η αφετηρία τους χάνεται πολύ βαθιά στους ελληνικούς αιώνες. «Οι Έλληνες ως λαός που έχει μεγάλο και σπουδαίο πολιτισμό», γράφει ο Θάνος Βελλούδιος, «κράτησαν ζωντανές τις αρχαίες παραδόσεις τους με τον πιο εορταστικό και χαριτωμένο τρόπο. Τις πλούτισαν μάλιστα με πολλή ευφυΐα και τις έκαναν πιο παραστατικές. Ήθελαν κι αυτοί πάντοτε, όπως και οι πολύ αρχαίοι πρόγονοι τους, να εξευμενίζουν με ευγένεια τα πονηρά ή άτακτα πνεύματα και με οργιώδη φαντασία που έβλεπε Καβάλους, δαιμόνια και τέρατα, έδειχναν την ευλαβική τους προσήλωση στην αίσθηση του μέτρου του καλού και του ωραίου, που είναι χαρακτηριστικά του πολιτισμού τους» («Αερικά - Ξωτικά και Καλικάντζαροι», εκδ. Γ. Τσιβεριώτη, σελ. 7).
Οι παραδόσεις αυτές είναι τελείως διαφορετικές από τις δυτικές, συνδέονται ασφαλώς με το χειμώνα, αλλά εκφράζουν ένα λαό που ζει στο φως και δημιουργεί σε μια φωτεινή ατμόσφαιρα. Έτσι τα δωδεκαημερίτικα πνεύματα, που βρίσκονται όλο το διάστημα του χρόνου κάτω από τη Γη, βγαίνουν το Δωδεκαήμερο και κάνουν χίλιες δυο αταξίες και διαβολιές, ενοχλούν τις νοικοκυρές, κλέβουν λουκάνικα και τηγανίτες, κάνουν θορύβους, αλλά τα Φώτα, με τον αγιασμό των υδάτων εξαφανίζονται στα έγκατα της Γης.  Όπως σημειώνει ο Βελλούδιος, τα πνεύματα αυτά, που λέγονται γενικά Καλικάντζαροι, «μισοδαιμονικά, καταγίνονται όλο το χρόνο με το χάλασμα τον χοντρού κορμού του Δέντρου, που με τα κλαριά του και τη φυλλωσιά του κρατάει τη φλούδα της Γης. Πάνω σ' αυτήν είναι χτισμένος ο Κόσμος. Θέλουν με κάθε τρόπο να ενοχλήσουν και να πειράξουν τους ανθρώπους, που έχουν αντίθετη γνώμη προς αυτά και σκαρφίζονται για το λόγο αυτό ένα σωρό πράγματα.
Η όλη φαντασία δεν είναι άσχετη από πραγματικές αφετηρίες, όπως η αναγέννηση της φύσης, διάφορα περιστατικά που συμβαίνουν τις ημέρες των γιορτάδων και αποδίδονται στα πνεύματα, ακόμη και από τα φυσικά φαινόμενα και τους θορύβους που τα συνοδεύουν. Σύμφωνα με την περιγραφή του Βελλούδιου, που όντας αξιωματικός στη Ναυτική Αεροπορία - ήταν ο πρώτος που πέταξε στο Αφιόν Καραχισάρ - έστελνε τους άνδρες του να συγκεντρώνουν πληροφορίες για τους Καλικάντζαρους από όλη την Ελλάδα:



«Είναι "εξωτικά όντα" και έχουν μορφή μάλλον ανθρώπου παρά ζώου. Μοιάζουν με πιθηκοειδή χωρίς κέρατα, έχουν μεγάλα αφτιά και ουρά. Το χρώμα τους είναι μαύρο ή σκούρο καφέ και κάπου-κάπου κόκκινο ή μαβί. Τα πόδια τους είναι συχνά αλογίσια ή γαϊδουρινά, τραγίσια, βατραχίσια ή πετεινίσια. Το τρίχωμα τους είναι πολύ πυκνό ή πολύ αραιό, μπορεί όμως και να μην έχουν καθόλου τρίχες. Οι Καλικάντζαροι δεν έχουν δύναμη, δεν πολυφοβούνται το κρύο, δεν θέλουν όμως ούτε τη φωτιά. Τη φωτιά μάλιστα τη φοβούνται όπως ο διάβολος φοβάται το λιβάνι. Εκτός από τη φωτιά, φοβούνται και τους πολλούς ανθρώπους, γι’ αυτό δουλεύουν με τα κοφτερά δόντια και με τα τσεκούρια τους όλο το χρόνο για να κόψουν το Δέντρο που κρατάει τον Κόσμο, ώστε να γκρεμιστεί και να χαθεί και να εκδικηθούν τους ανθρώπους...».
Για να τους απομακρύνουν οι άνθρωποι τα Χριστούγεννα ανάβουν μεγάλες φωτιές. Βέβαια και για να ζεσταθούν αλλά και για να διώξουν τα πονηρά πνεύματα. Τους έχουν φτιάξει και τραγούδι (καταγραφή Θάνου Βελλούδιου):

Δέκα μέρες και δυο!
Οι Καλικάντζαροι!
Οι Κολιτσάνγγαροι!
απ' της γης, στα Γέννα, ερχόμαστε!
λάου, λάου συρτά,
σιγανά και μουντά
ολούθε, παντού, χωνόμαστε!

Τζάκι, στάχτη η φωτιά!
Κρασί λάδ' ή φαγιά!
στο πιθάρι, στ' αλεύρι τρυπώνουμε!
Στα ψηλά, στα βαθειά,
στα κρυφά, στ' ανοιχτά,
Κόσμο, σπίτια 'νω-κάτω φέρνουμε!

Δέκα μέρες και δυο!
Τρέχα, πήδα χορό!
Στη γης, και όπου βρισκόμαστε!
Φώτα σα 'ρθει η Γιορτή
κι ο Χριστός βαφτιστεί,
Ντζουμ, Πριτς!... χανόμαστε...

Ας δούμε πώς λέγονται στις διάφορες ελληνικές περιοχές με βάση πάντοτε τον Βελλούδιο: Στην Ήπειρο: Καλισποΰδες. Στο Βέρμιο: Καρκάλαντζα. Στο Χελμό: Γκατζώνια. Στο Κεραμίδι: Τζόγες. Στην Όσσα: Γκατζόμαροι. Στο Πήλιο: Αρωίτες. Στη Θράκη: Κολιτσάνγγαροι. Στον Παρνασσό: Λυκοτσάρδια. Στην Αττική: Καλκανθρωπίσματα. Στη Μακεδονία: Καλκαντζήδες. Στη Ρούμελη: Καρκαντζέλια. Στη Θεσσαλία: Καρακατζόληδες. Στη Μεσσηνία: Τσαλιτσανγγαρούδια. Στη Μάνη: Τζιλικρωτά. Στη Ναύπακτο: Καρκαντζελούδια. Στα Καλάβρυτα: Γκατζιγέννια. Στην Κυνουρία: Καλκάδες. Στην Αγυιά: Λοκαντζάρια. Στη Σκιάθο: Κρούσματα. Στην Κρήτη: Καρκάντζαλοι. Στην Ικαρία: Καλοί και Αντζαροι. Στα νησιά γενικά: Σκαλκώταδοι και Καλοβρύσηδες Χρυσαφένταδοι. Στη Μήλο: Καλπούσια. Στη Χίο: Κατσικαντάρηδες. Στη Μελίβοια: Κατσουμάροι. Στο Μοριά γενικά: Καλικαντζούδια.
Στον Πόντο τους έλεγαν Καρτσάνγκαλους, στην Πόλη Καλικάντζαρους, στα Δαρδανέλλια Γκαριτζάνγγαρους κ.λπ. Χορευτικό τραγούδι με τον τίτλο «Ο Παγανός», που έχει σχέση με τα πειράγματα των Καλικάντζαρων (καταγραφή Θάνου Βελλούδιου):

Την πίτα που έφαγε ο Παγανός
ήταν κολοκυθένια!
Τζούμ-πα, τζούμ-πα, πά-πα, ραμ!
ράμ-πα, ράμ-πα, ρά-πα, παμ!

Τα χέρια που την έπλασαν
ήταν μαλαματένια!
Τζούμ-πα, τζούμ-πα κ.λπ.

Ο φούρνος που την έψησε
ήτανε μαρμαρένιος
Τζούμ-πα, τζούμ-πα κ.λπ.

Ο Κάλκας πον την έφαγε
ήταν κολοκυθένιος!
Τζούμ-πα, τζούμ-πα κ.λπ.

Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης διηγείται μια ωραία παράδοση των νησιών μας, συμφωνά με την οποία οι Καλικάντζαροι, που τους λένε Καλοβρύσηδες Χρυσαφένταδους, έρχονται μέσα σε καρυδότσουφλες και φέρνουν ευτυχία, γιατί είναι καλά πνεύματα και κουβαλούν για το λόγο αυτό μια αγριοκρεμμύδα Χριστοβασιλίτσα, που πρέπει να μείνει στο σπίτι ως τον άλλο χρόνο... Ο Βελλούδιος ανάγει τη συνήθεια αυτή στην αρχαιότητα σημειώνοντας:
«Ο Πυθαγόρας είχε τοποθετήσει στο υπέρθυρο του μία Σκίλλα αγριοκρεμμύδα σαν σύμβολο ευρωστίας και αναγέννησης. Έτσι και οι Νεοέλληνες, συνεχίζοντας μια ελληνική παράδοση διόμισι χιλιάδων χρόνων, κάνουν το ίδιο και σήμερα. Στο τέλος του Δωδεκαημέρου ρίχνουν την Ασκέλλα στη στέγη του σπιτιού ή σε κανένα ράφι ή συρτάρι, όπου κι αν μένει χωρίς νερό ή περιποίηση, εξακολουθεί να βγάζει νέα φύλλα και άνθη».
Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η δημοτική παράδοση για τους Καλικάντζαρους με τα διάφορα επίθετα που έχει δώσει ο λαός στα άτακτα αυτά πνεύματα του Δωδεκαημέρου, όπως την κατέγραψε ο Θάνος Βελλούδιος:

Να οι Καλκάδες! Να τα Παγανά!

Εδώ 'σαι μωρέ, καλο-Ψιλοβελώνη
ψιλέ και λιγνέ, ωσάν το μακαρόνι;

Εδώ και συ βρε Παρορίτη,
εσύ Μαντρακούκε Ζυμαρομύτη;

Και συ βρε Ανέμη, εσύ Κοψομεσίτη
Κλωστή δεν αφήνεις, βρε, μέσα στο σπίτι;

Εδώ Τραγοποδιάρη Σμυρδάκη μαλαγάνα
Και συ Καρλάφτη μου Πλανήταρε Παγάνα;
Τρίμουρη Τζόγια, κι εσύ Τρικέρη
Σκαλούμπακα, Φαφούτα, Κάλκα ξεφτέρη;

Εδώ Καλισπούδη, Μονόματε Γουρλέ
Κορκόγδη, Μπογλερίτη, Γαβεγδέμπο ζουρλέ;

Πυρπύρη, Ξουρίχτη, Γκιτζίρη, Μπιρμπίνη
Ψοφάτε για μάσα κ' η Μπάμπω σας ρίχνει!

Κι εσύ Ξιφώτη, εσύ Πρισκομούρη
όπου γκαρίζεις ωσάν γαϊδούρι;

Κι εσύ Καρκαλέτσο κι εσύ Καημπίλη
χωμένοι στ' αλεύρι, στο σακί, στο ζεμπίλι;

Εδώ Βουρβούκαλκα, Διπλοτζήτη, Κολυμπάδη
Κατσιά, Αλισκάντζαρε, Ατσίδα ομάδι;

Τρικλοπόδη, Λυκοκάντζαρε και συ Σαφάκα;
Μέτουλα, Σπέρδουλε, σκοινί και χανάκα!

Ξωτικά Παγανά, τ' αγέρα σκορπίσματα
Ουστ! Ουστ! από δω... Καλκανθρωπίσματα!


Η δράση των Καλικάντζαρων δεν περιορίζεται μέσα στα σπίτια, επεκτείνεται και στη φύση. «Μια άλλη παρέα από αυτούς», γράφει ο Βελλούδιος «ξεφυτρώνει από αλλού και πάει στους νερόμυλους, γιατί τους αρέσει να τρώνε βατράχους, νεροφίδες και σαύρες. Πηγαίνουν στις ρεματιές κι εκεί που έχει γεφύρια, πηγαίνουν στα τρίστρατα, χώνονται στα κελάρια. Χορεύουν σαν ανεμοδούρες κάνοντας θόρυβο με σφυρίγματα, σέρνουν τα σιδεροπάπουτσα ή τις πεταλωμένες οπλές τους, κεντρίζουν με τα τσιγγέλια και με τα νύχια τους. Α εν έχουν κέρατα, έχουν όμως ουρά και πιάνονται από την ουρά του ενός ο άλλος, όταν σβήνουν το χορό, χτυπώντας τα σιδεροτσάρουχά τους».

Ι.Μ. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ «ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ»
ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ, ΑΕΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου