Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια να ξαναεμφανιστούν υδροπλάνα στον ελληνικό ουρανό και να εξυπηρετούν τουριστικούς προορισμούς. Η εμφάνιση όμως υδροπλάνων στους ελληνικούς αιθέρες δεν είναι κάτι το καινούργιο. Δεν ξέρω αν γνωρίζετε πως το 1928
στην Ελλάδα υπήρχαν υδροπλάνα που εξυπηρετούσαν μάλιστα την αεροπορική συγκοινωνία της χώρας μας με το εξωτερικό. Αδιάψευστη μαρτυρία το παρακάτω κείμενο που υπάρχει στο ημερολόγιο του ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη με ημερομηνία 8 Μαρτίου 1928. Την ημέρα εκείνη ο ποιητής και τότε διπλωματικός
υπάλληλος αναγκάστηκε να κάνει, για υπηρεσιακούς λόγους, το πρώτο του αεροπορικό του ταξίδι,
και μάλιστα όχι με αεροπλάνο, αλλά με υδροπλάνο, πηγαίνοντας από το Φάληρο στο Μπουγιουκ Ντερέ της Τουρκίας. Νομίζω
ότι αξίζει να διαβάσετε την εμπειρία του όπως αυτή περιγράφεται στο
ημερολόγιο του.
Ταξιδεύοντας με υδροπλάνο
Σάββατο, 8 Μαρτίου 1928
Πρώτο μου ταξίδι με αεροπλάνο. "Έπρεπε να
πάει κάποιος ταχυδρόμος στην Πόλη. Δεν ήταν κανείς πού να το ήθελε στο Υπουργείο.
Δέχτηκα από αδιαφορία.
Με συνόδεψε ως το Φάληρο η Ιωάννα. Ξεκίνημα στις
9.30. Κάθομαι πίσω και δεξιά στην καμπίνα, κοιτάζοντας από το μικρό παράθυρο
του υδροπλάνου· μου έρχεται ως τα γόνατα. Βρέχει σιγά. Κρύο. Άξαφνα, κοντό και βραχνό
σφύριγμα, και οι δυνάμεις της μηχανής άρχισαν να συντάσσουνται. Το βουητό του
έλικα, σαν το βουητό ενός δυνατού orgue που θα τα’ άκουγες από πολύ κοντά, αγκάλιασε το
κεφάλι μου με τα βουλωμένα αυτιά. Το μηχάνημα ολόκληρο πετάριζε σαν καρδιά
πουλιού μέσα στη φούχτα σου, ή θάλασσα άφρισε· τρέχουμε κυκλικά. Η παραλία πέρασε δυο τρεις φορές μπροστά μου.
Το βουητό - λέει εκείνο το ταγκό που με
ξεθέωσε - πελεκά την ακοή μου, με μεγάλες
φράσεις, καμπύλες, σπασμένες από μια συγκοπή: «Tu sais les mots câlins et tendres...» . Ξεκολλήσαμε. Ανεβαίνουμε σαν ένας
αθλητής στον τσίρκο πού πιάνεται από κρίκους, ζυγιάζεται μια στιγμή, μέτρα την ορμή του και αρπά τους
παραπάνω. Βλέπω την Καστέλα να χάνεται, σα να την έβαλε στην τσέπη του ένας
ταχυδακτυλουργός.
Ώρα 10, ύψος 500 μ. Φαίνουνται
καλά οι δερματικές αρρώστιες της γης. Οι γλάροι πετούν απίστευτα πιο χαμηλά από
μας. Βουλιαγμένη· παρακολουθώ το μηχανισμό των κυμάτων: μια απλή φουσκάλα που την
ξανακαταπίνει η θάλασσα. Ένα ακρωτήριο
ρυτιδωμένο στην άκρη· ένα πόδι ελέφαντα μέσα στο νερό.
10 και 10', 650 μ. Λαύριο,
στρίβουμε κατά το βοριά. Μικρά σύννεφα από κάτω σαν αραιό μπαμπάκι στο ποτήρι. Δε
νιώθει κανείς πώς τρέχει, μόνο πώς ανεβαίνει, όταν ανεβαίνει.
10.30', 800 μ. Τρυπούμε ένα μεγάλο στρώμα σύννεφα. Η
γης δε φαίνεται παρά σπάνια, μέσα από τις λίγες σκισμές, σαν μέσα από όνειρο.
Στρίβουμε. Να ένα λοφάκι. Αρνιά πού βοσκίζουν. Ξαφνικά, τρέχουνε· ίσως
φοβήθηκαν το μεγάλο πουλί. "Ένα περιβόλι σαν τη χούφτα μου. Τί ευγενικιά και
όμορφη πού είναι η γης. Ακράτητη θλίψη: ό,τι αγαπώ, ό,τι έχω αφήσει, ό,τι βλέπω
κάτω, το γελοιοποιεί η κατάσταση μου. Λίγα λεπτά σκοτάδι πίσσα, και ξάφνου η
θάλασσα η απέραντη και ανίδεη. Τώρα όλα είναι άπλα.
Η Σκύρος και παραπάνω Ο Άγιος Ευστράτιος. Τα Νταρντανέλια, Η κίτρινη γης.
Τζαμιά. Έφτασα στο Μπουγιούκ Ντερέ στίς
3.
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
ΜΕΡΕΣ Α’ (1925-1931)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου