Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

ΓΙΑΝΝΗ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ : ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ





Περιπέτειες αγριόχοιρου

(ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ)

του ΓΙΑΝΝΗ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ
 
Όλοι ξέρουν πώς τo γλωσσικό μας ζήτημα είναι παλιό. Για πολλά χρόνια χρησιμοποιούσαμε δυο διαφορετικά ελληνικά γλωσσικά ιδιώματα. Το ένα η «επίσημος γλώσσα» η καθαρεύουσα, το άλλο η Δημοτική. Η Πολιτεία, τα Πανεπιστήμια, η Ακαδημία, τα Δικαστήρια και πολλοί άλλοι καταφρονούσαν τη δημοτική. Τη μιλούσαν μόνο οι παρακατιανοί, ο λαός. Κι’ όμως αύτη πρόκοβε και δυνάμωνε σα το άγριο ζώο, πού ζει σε βουνά και δάση, που οι κίνδυνοι και οι δυσκολίες το ζωντανεύουν. Ήταν γερή σαν αγριόχοιρος. Αυτή χρησιμοποιούσαν. Όχι μόνο όλοι όσοι έγραψαν λογοτεχνικά έργα άλλα και αρκετοί σημαντικοί στοχαστές στις φιλοσοφικές ή επιστημονικές μελέτες τους.
Με τον καιρό το χάσμα λιγόστεψε, ήρθε ο δίσεκτος χρόνος πού το κράτος όρισε τη δημοτική επίσημη γλώσσα του. Από την εποχή αυτή αρχίζει η δυσκολία. Ο αγριόχοιρος κατέβηκε στις πολιτείες, μπήκε στα σαλόνια και τα πανεπιστήμια. Πολλοί τον τάισαν λογής - λογής αποφάγια και ορμόνες. Αποτέλεσμα έχασε την υγεία του, χόντρυνε, κατάντησε συνηθισμένος χοίρος, κοινό γουρούνι.
Η μεταβολή δεν εξηγείται μόνο με παρομοιώσεις, το θέμα χρειάζεται κάποια ανάλυση. Ξέρουμε πώς όλοι επιδιώκουν την κοινωνική διάκριση με ότι τρόπο μπορούν. Στον καιρό του γλωσσικού διχασμού πολλοί κατάφερναν να ξεχωρίζουν με τη γλώσσα πού μιλούσαν. Αν ήξεραν ξένη γλώσσα -—ορισμένες ξένες γλώσσες— τις χρησιμοποιούσαν σε κάθε ευκαιρία. Αν δεν ήξεραν, είχαν άλλο εφόδιο για να αποδείξουν την υπεροχή τους· την καθαρεύουσα. Μπορούσαν, να αποδείξουν πώς είναι μορφωμένοι, πώς ανήκουν σε ανώτερη κοινωνική τάξη. Με την αποδοχή της δημοτικής όλα γκρεμίστηκαν, ισοπεδώθηκαν. Ανάγκη πάσα λοιπόν να κατασκευασθεί στα γρήγορα νέα γλώσσα, πού να λέγεται δημοτική, πού να μην την καταλαβαίνει ο λαός, για να συνεννοούνται οι εκλεκτοί μεταξύ τους. Έτσι δημιουργήθηκε σύντομα κι' εύκολα νέα γλώσσα, τάχα δημοτική, αποκλειστικά για τη νέα αριστοκρατία.
Για να πετύχει ο σκοπός οι αριστοκράτες έθρεψαν τον αγριόχοιρο με λογής-λογής αηδίες. Πολλοί αναγκάσθηκαν να τους ακολουθήσουν. Να μερικά από τα μέσα πού χρησιμοποίησαν οι γλωσσοπλάστες.          
Ο Αριστοτέλης διδάσκει πώς αρετή του λόγου είναι η σαφήνεια, πώς στον πεζό λόγο ταιριάζει μόνο η κυριολεξία, ταιριάζουν οι όροι πού συνήθως χρησιμοποιούνται. Οι νέοι αριστοκράτες έπρεπε να είναι το αντίθετο, όσο το δυνατό πιο σκοτεινοί. Αντέστρεψαν λοιπόν τις συνταγές του Αριστοτέλη. Έστειλαν στο διάβολο την κυριολεξία και τα παρόμοια. Έτσι από τότε και ύστερα «δρομολογούνται διαδικασίες» υπάρχει «αμοιβή εθελοντικής κινητικότητας προς θέσεις ευθύνης» ή «αναβαθμίζεται η επαρχία του δημοκρατικού, εκσυγχρονισμού της χώρας». Τέτοια «καθαρά» νοήματα και παρόμοια θα βρείτε σε πολλά γραφτά και ομιλίες των νέων αριστοκρατών.
Επίσης τους ήταν χρήσιμες οι ξένες λέξεις. Τα γκρουπ, τα μητινγκ, τα σενάρια, ο πλουραλισμός, τα ντοκουμέντα, τα πακέτα και μύρια, άλλα ήταν κατάλληλα να νοθέψουν τον ελληνικό λόγο, να τον κάνουν λίγο η πολύ δύσκολο για τον αναγνώστη ή ακροατή πού δεν ξέρει ξένες γλώσσες.
Η Ελληνική γλώσσα έχει αρμονία άλλα και μια αδυναμία: οι λέξεις της έχουν κατά κανόνα πιο πολλές συλλαβές από ότι οι γλώσσες των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, τόσο πού δυσκολεύει τους ξένους να τη μάθουν. Αυτό το πρόσεξαν οι αριστοκράτες μας και κατάφεραν, προσθέτοντας συλλαβές, να κάνουν τα ελληνικά ακόμα πιο δύσκολα για τους 'Έλληνες, πού δεν ανήκουν στη φατρία τους. Η ανάγκη έγινε αναγκαιότητα, η ευθύνη υπευθυνότητα, η μέθοδος μεθοδολογία. Παραμερίσθηκε το σχέδιο και μπήκε στη θέση του ο σχεδιασμός, πού έχει πολλές άλλες έννοιες (βλ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια τόμος ΚΒ σελ. 680) και όχι αυτή πού νομίζουν πώς έχει οι γλωσσοπλάστες μας.
Ανασύρθηκαν   από   τα  λεξικά - λέξεις,   πού λίγοι ξέρουν τη σημασία τους, για να αντικαταστήσουν άλλες ζωντανές. Το ζω λ.χ. έγινε βιώνω. Στραγγάλισαν την πολύ γνωστή λέξη σύμπτωση (τι περίεργο, τί σύμπτωση ! παπαγαλίζαμε πριν λίγα χρόνια). Στη θέση της βάλανε τη «συγκυρία». Μα η συγκυρία υπήρχε πλάι στη σύμπτωση για να εκφράζει άλλες ειδικές έννοιες (Μεγ. Έλλ. Εγκυκλοπαίδεια τομ. ΚΒ σελ. 490). Άλλες λέξεις τις χρησιμοποιούν χωρίς να ξέρουν τη σημασία τους όπως λ.χ. την αντιπαράθεση, πού δε σημαίνει αντιμετώπιση άλλα αντιπαραβολή.
Λέξεις θηλυκού γένους μέ την κατάληξη -ια πού κλίνονται εύκολα όπως η πληροφορία, η φωτογραφία, η συκοφαντία, η αντιστοιχία, και πολλές άλλες μεταμορφώθηκαν, έγιναν πληροφόρηση, φωτογράφηση, συκοφάντηση, αντιστοίχιση, πού κλίνονται δύσκολα στον πληθυντικό. Ας αφήσουμε την παραπληροφόρηση. Υποπτευόμαστε περίπου την έννοια της, μα κανείς δεν ξέρει ακριβώς —τονίζω ακριβώς— τί σημαίνει.
Πήραν από τις ξένες γλώσσες λέξεις με τελείως ειδική έννοια, τις μετέφρασαν στα ελληνικά και τις ανασύρουν για κάθε χρήση και κατανάλωση. Λόγου χάρη το encagement στα γαλλικά σημαίνει πυρά όπλων για να απομονωθεί κάποιο τμήμα του εχθρού. Ο αντίστοιχος εγκλωβισμός πάει κι έρχεται για να εκφρασθούν άλλα πράγματα, για τα όποια υπάρχουν πολλές άλλες κατάλληλες ελληνικές λέξεις. Αφηστε πού έπλασαν και τον «απεγκλωβισμό». Το materializer στα γαλλικά και το αντίστοιχο υλοποιώ έχουν σχέση με τον πνευματισμό - οι πνευματιστές «υλοποιούν» τις άυλες ψυχές των νεκρών. Οι γλωσσοπλάστες μας χρησιμοποιούν τη λέξη με πολλή διαφορετική ούτε καν μεταφορική σημασία. Με τέτοια γνήσια υλικά πλάθει η αριστοκρατία τη νέα Ελληνική γλώσσα.
Αλλά δεν πρέπει να τους πατούμε πολύ τον κάλο, θα αρχίζουν να φωνάζουν πώς είναι ο λαός. Θα μάς απαντήσουν πώς ποτέ δεν πάνε σε συγκέντρωση άλλα μόνο σε μάζωξη, πώς αρνούνται τις προσκλήσεις και δέχονται μόνο καλέσματα, πώς δε συζητούν άλλα κουβεντιάζουν. Κι' ακόμη πώς αυτοί επί τέλους έχουν καταργήσει τα μακρά και τα βραχέα και γι’ αυτό δεν κατεβάζουν ποτέ τον τόνο στην παραλήγουσα όταν η λήγουσα είναι μακρά. Λένε του σταδίου, του γυμνάσιου, του πόλεμου κλπ. Βεβαίως δε δίνουν σημασία που ο λαός λέει πώς ο τάδε είναι κάλτσα του διαβόλου και ο άλλος δε δίνει του αγγέλου του νερό και όχι του άγγελου και του διάβολου. Μα δε πειράζει αυτό, ούτε πώς δεν προσέχουν ότι ο τόνος στην παραλήγουσα είναι πιο εύκολος στην αναπνοή. Και δεν ρωτάνε γιατί το γράφουσι, πίνουσι κλπ. έγιναν γράφουν, πίνουν, γιατί η κάμηλος έγινε καμήλα, η γέφυρα γεφύρι, το άλευρον αλεύρι, το άροτρον αλέτρι, η άσβεστος άσβέστι και άσβεστη. Δεν πειράζει πού δεν άκουσαν ποτέ πώς στα Ιταλικά, μια από τις πιο μουσικές γλώσσες του κόσμου, χωρίς μακρά και βραχέα, οι λέξεις τονίζονται κατά κανόνα στην παραλήγουσα. Καμαρώνουν ακόμη πώς καταργήσανε τη σχολαστική κατάληξη -ως στα επιρρήματα, λένε' άμεσα,, συνεπά, γιατί δεν άκουσαν ποτέ σε καφενείο γκαρσόνι να φωνάζει πώς ο καφές έρχεται αμέσως. Δε σκέφθηκαν πώς τα λάθη καμμιά φορά πληρώνονται ακριβά, όμως το τάδε πλοίο φθάνει στις 8 η ώρα ακριβώς.
Λένε και κάτι άλλο οι γλωσσοπλάστες μας. Η γλώσσα αλλάζει, πλουτίζει. Συμφωνώ, αλλάζει γιατί της άλλαξαν τα φώτα, πλούτισε πού να τη λυπάσαι για τα νέα της πλούτη.
Και να τα πλούτη της.
Οποιοδήποτε κείμενο τους κι’ αν διαβάσετε, οποιαδήποτε ομιλία τους κι' αν αντέξετε θα ακούσετε να επαναλαμβάνονται οι ίδιες πάντα λέξεις, πού δεν έχουν ορισμένη έννοια, πού είναι αντικλείδια για όλες τις πόρτες. Αδύνατο να απουσιάζουν από το λεξικό τους ο χώρος, οι διαδικασίες, η πρόκληση, η επιλογή, ο φορέας, η υποβάθμιση, η αναβάθμιση, ο καθοριστικός, η τριβή, η υλοποίηση, το πρόβλημα, η αντιπαράθεση, η ταυτότητα, η υποδομή το λειτουργώ και μερικά άλλα. Με αυτά τα εργαλεία και λίγα ακόμα κάνουν όλες τις δουλειές τους, μ' αυτές τις λέξεις μιλούν και γράφουν για όλα τα θέματα. Μερικές μάλιστα από αυτές, προ παντός το χώρο, τις διαδικασίες, τις κολλάνε παντού. Έτσι ή ακούμε ή διαβάζουμε πώς «ό ρόλος της πολιτείας στον επικοινωνιακό χώρο εξαντλείται» «πώς το μουσικό πρόγραμμα κινείται στο χώρο της νοσταλγίας» ή πώς «άρχισε η διαδικασία κατάσβεσης της πυρκαγιάς».
Επί πλέον μερικές από τις ίδιες λέξεις χρησιμοποιούνται με διαφορετικές έννοιες, έτσι αχρηστεύονται, λησμονούνται πολλές άλλες, απαραίτητες για κάθε ειδική περίπτωση. Αυτές οι λίγες λέξεις καταντούνε οχιές, φονιάδες του  νεοελληνικού λεξιλογίου.
Την ωραία δημοτική γλώσσα —το γερό αγριόχοιρο— την τρέφουμε με επικίνδυνες τροφές. Πρέπει κάποτε να σταματήσει το κακό.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1990

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου