Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Ρέα Γαλανάκη : Μεγαλώνοντας κοντά στην Κνωσό




Προσωπική αρχαιολογία

ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ 
 
Μεγαλώνοντας κοντά στην Κνωσό

Η συγγραφέας Ρέα Γαλανάκη γράφει για την εμπειρία της να ζει δίπλα στον αρχαιολογικό χωρο, με αφορμή το διεθνές συνέδριο της Γαλλικής Σχολής Αθηνών Cretomania
Γεννήθηκα και έζησα στο Ηράκλειο της Κρήτης σταθερά, από τη γέννηση μου το 1947 μέχρι το 1965, όταν έφυγα για να σπουδάσω Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Δεν σταμάτησα όμως να επιστρέφω έστω και για λίγο, δημιουργώντας έτσι μέσα στον χρόνο ένα παλίμψηστο εντυπώσεων και συγκινήσεων από τον γενέθλιο τόπο.
Έτσι έτυχε να μεγαλώσω κοντά στην Κνωσό, κοντά στο πιο γνωστό, αν όχι το πιο σημαντικό ανεσκαμμένο ανάκτορο του μινωικού πολιτισμού. Αυτό το γειτόνεμα θα μπορούσε να μην έχει την παραμικρή σημασία. Στη δική μου περίπτωση, ενός ανθρώπου δηλαδή που θα γινόταν συγγραφέας, φαίνεται ότι απέκτησε ένα βαθύτερο, και μέχρι σήμερα ανεξάντλητο, νόημα. Ο καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου R. Beaton ανίχνευσε σε κάποια από τα μυθιστορήματα μου τα σχετικά αποτυπώματα. Υπενθυμίζω ότι και ο ίδιος είναι συγγραφέας του καλού μυθιστορήματος Τα παιδιά της Αριάδνης, που στηρίχτηκε στην αινιγματική μορφή του Αρθούρου Έβανς και την πρόσφατη ιστορία της Κρήτης.
Στον βαθμό που επιτρέπεται σε έναν συγγραφέα μια πιο προσωπική προσέγγιση, θα προσπαθήσω να εντοπίσω κάποια άλλα ίχνη. Δηλαδή ίχνη ζωής και γεγονότων τέτοια που βοήθησαν να εγγραφεί κατά την παιδική και την εφηβική μου ηλικία η Κνωσός στο υποσυνείδητο μου, και αργότερα να σπουδάσω Ιστορία και Αρχαιολογία στην Αθήνα. Αποδείξεις φυσικά δεν υπάρχουν για κανένα στάδιο της λογοτεχνικής δημιουργίας. Θα μιλήσω για ορισμένες μνήμες, ορισμένες επιρροές και αποφάσεις, ένα κάποιο κλίμα, φήμες αλλά και συναντήσεις στο Ηράκλειο του '50 και του '60. Θα προσπαθήσω να ξαναδώ το πέρασμα μου μέσα από μιαν εποχή που μοιάζει σήμερα πολύ μακρινή. Θα αναφερθώ επίσης στις διαφορετικές αντιλήψεις που υπήρχαν, ιδιαίτερα στο Ηράκλειο, για τη γειτονική Κνωσό και τον μινωικό πολιτισμό. Όπως καλά γνωρίζουν οι αρχαιολόγοι, οι ιστορικοί, οι φιλόλογοι και οι συγγραφείς, μια εποχή που σχηματικά ονομάζουμε «μακρινή» μπορεί να αγγίξει το παρόν μας, μπορεί επιπλέον να μας οδηγήσει σε καινούργιες αφηγήσεις για το παρελθόν. Άλλωστε, ο λόγος ενός συγγραφέα, όσο κι αν φαίνεται προσωπικός, αφορά πάντα περισσότερους ανθρώπους.
Στην παιδική μου ηλικία η Κνωσός λειτούργησε σαν παραμύθι. Το παράξενο μ,' αυτό το παραμύθι ήταν ότι βρισκόταν δίπλα σου: μπορούσες να πας με το λεωφορείο, γιατί δεν υπήρχαν πολλά ιδιωτικά αυτοκίνητα, με το σχολείο ή με τους γονείς σου στο ίδιο το παλάτι, να περπατήσεις στα ερείπια του, να αγγίξεις έναν τοίχο, να βρεθείς στα δωμάτια μιας βασίλισσας θαυμάζοντας τις ζωγραφιές με τα γαλάζια δελφίνια στους τοίχους της. Η παιδική φαντασία συμπλήρωνε τα ερείπια ή φανταζόταν ολόκληρες σκηνές ζωής, συμμετέχοντας καμιά φορά στα δρώμενα. Μεγάλη εξοικείωση με τον χώρο της Κνωσού διασώζεται σε οικογενειακές φωτογραφίες όχι μόνο μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, αλλά και ακριβώς απ’ έξω, όπου, κατά το έθιμο της Καθαρός Δευτέρας, οι οικογένειες καθισμένες καταγής στην εξοχή έτρωγαν το πρώτο, μετά τις Απόκριες, νηστίσιμο φαγητό και τα παιδιά πετούσαν τους μεγάλους χαρταετούς που είχαν φτιάξει μόνα τους. Η Κνωσός, με ένα-δυο καφενεία απέναντι στην είσοδο και όχι πολλούς τουρίστες, ήταν μια από τις συνηθισμένες και πολύ αγαπητές εκδρομές των Ηρακλειωτών και των σχολείων της πόλης.

Συγκροτημένη αφήγηση
Το παραμύθι της Κνωσού, επιπλέον, διέθετε όλα τα στοιχεία για να είναι συναρπαστικό. Είχε βασίλισσες και βασιλοπούλες, πολύ προκλητικά ντυμένες βέβαια για την εποχή, αλλά αγέρωχες, ωραίες και κομψές. Είχε πρίγκιπες μισόγυμνους που, τι περίεργο, στολίζονταν με κρίνα και φτερά. Είχε προπάντων έρωτες, χωρισμούς, μυστήριο, φρίκη, αίμα, αλλά φυσικά στο τέλος επικρατούσε πάντα το καλό, αφού ο Θησέας σκότωνε τον αιμοβόρο Μινώταυρο. Περιττό να πω ότι η ιστορία του Θησέα, της Αριάδνης και του Μινώταυρου υπήρξε η πιο συγκροτημένη αφήγηση που μας μάθαιναν τότε για τον μινωικό πολιτισμό, προσπερνώντας γρήγορα το ότι ο Μινώταυρος ήταν γιος μιας βασίλισσας και ενός ταύρου-θεού, αφήνοντας όμως να εννοηθεί ότι αυτή η ένωση σχεδόν δικαιολογούσε την τιμωρία του Μινώταυρου. Με άλλα λόγια, το παραμύθι της Κνωσού έδινε ένα άμεσο και απλό παιδαγωγικά συμπέρασμα: το καλό νικούσε πάντα το κακό.
Από τους δασκάλους
Όσα ήξερα τότε για την Κνωσό τα είχα μάθει από τους δασκάλους στο σχολείο ή από τους γονείς μου, που και οι δυο τους ήταν γιατροί στο Ηράκλειο. Εκείνα τα χρόνια, που η Ελλάδα έβγαινε από την δεκαετία της Κατοχής της Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου - όχι όμως μόνο εξαιτίας αυτών των δεινών, αλλά και επειδή έτσι ήταν δομημένες οι παραδοσιακές κρητικές κοινωνίες - μεγάλη ήταν η ανάμειξη του αστικού και του αγροτικού χαρακτήρα σε κάθε οικογένεια, των εγγράμματων και των αγράμματων μελών τους, των πλουσιότερων και των πιο φτωχών συγγενών. Γι' αυτό μπορώ να αναφερθώ σε μια εκ των υστέ­ρων παρατήρηση, που αφορά τους λαϊκούς και αγράμματους ανθρώπους, αγρότες κυρίως, που περιστοίχισαν την παιδική μου ηλικία και με δίδαξαν πάρα πολλά και σημαντικά πράγματα με τον δικό τους τρόπο.

Κάτι λίγο ήξεραν κι αυτοί οι αγράμματοι για τον βασιλιά Μί­νωα, την Αριάδνη, τον Θησέα, τον Μινώταυρο, το παλάτι της Κνωσού; ακόμη και για τις ανα­σκαφές. Οι λίγες γνώσεις τους ήταν καθαρά προφορικές, από στόμα σε στόμα, από φήμες και διηγήσεις. Τότε δεν υπήρχε τηλε­όραση και ραδιόφωνο είχαν μόνο οι πλούσιοι και τα καφενεία στα χωριά. Ασφαλώς δεν είχαν ακού­σει τίποτε για τον μινωικό πολιτισμό ούτε και από την Εκκλησία, η οποία καθόριζε την πνευματι­κή τους διάσταση. Μπορεί πο­τέ τους να μην είχαν σκεφτεί να πάνε στα ερείπια της Κνωσού ή στο Μουσείο, αλλά είχαν μιαν επι­γραμματική σχεδόν αντίληψη για τον μινωικό πολιτισμό. Επιπλέον σεβόντουσαν πάρα πολύ εκείνο που σεβόντουσαν οι μορφωμένοι και ισχυροί της κοινωνίας. Ένα πα­ραπάνω όσοι είχαν δουλέψει σαν εργάτες στις ανασκαφές.

Η εφηβεία αλλάζει τα πράγ­ματα. Το παραμύθι παύει να εί­ναι τόσο παραμύθι, η Κνωσός όμως ασκεί μιαν άλλη γοητεία, εξίσου ισχυρή. Ήταν τα χρόνια που η ζωή στο κέντρο των πό­λεων δεν είχε ακόμη διαλυθεί και μπορούσες κάνοντας περί­πατο στην κεντρική πλατεία να διασταυρωθείς τυχαία με τους «σοφούς» της πόλης, ίσως με τον Νικόλαο Πλάτωνα, σίγουρα με τον Στυλιανό Αλεξίου και την όμορφη σύζυγο του, τη φιλόλογο Μάρθα Αποσκίτου-Αλεξίου. Η αίσθηση ότι η Κρήτη είχε ένα λαμπρό τοπικό παρελθόν κατά τη μινωική εποχή, αποδεδειγμέ­να λαμπρό, αφού χιλιάδες πλέον ξένοι άρχιζαν να έρχονται από τα πέρατα του κόσμου για να δουν το Μουσείο και την Κνωσό, δη­μιουργούσε στους Ηρακλειώτες ένα αίσθημα υπερηφάνειας.

Αυτή η υπερηφάνεια εξισορρο­πούσε κατά κάποιον τρόπο τον αιώνιο ανταγωνισμό του κέντρου και της περιφέρειας, δηλαδή της Αθήνας και του Ηρακλείου, της Ελλάδας και της Κρήτης. Ας μην ξεχνάμε ότι φέτος, το 2013, γιορτάζεται η επέτειος των εκατό μόλις χρόνων από την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, επομένως η συνεί­δηση μιας ξεχωριστής εντοπιότητας ήταν πολύ πιο έντονη πριν από μισό αιώνα στην Κρήτη.

Υπήρχε όμως κάτι επιπλέον. Ο μινωικός πολιτισμός βοήθησε την Κρήτη να αποκτήσει μια διαφορε­τική εικόνα. Εννοώ οπ οι συνεχείς επαναστάσεις των Κρητών εναντί­ον της Οθωμανικής Αυτοκρατορί­ας, μετά τη δημιουργία του νεότε­ρου ελληνικού κράτους το 1828 μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, δημιούργησαν κυρίως στην Ελλάδα μιαν εικόνα, μια καρικατούρα μάλλον του Κρητικού σαν ενός σκληρού και άξεστου πολεμιστή. Ο μινωικός πολιτισμός, ωστόσο, χάριζε στην Κρήτη ένα παρελθόν εκλεπτυσμένο, μοναδικό, με ισοτιμία μάλιστα ανδρών και γυναικών. Ένα παρελθόν απολύτως ειρηνικό, όπως πίστευαν τότε οι αρχαιολόγοι από τα ευρήματα, και ο πολύς κόσμος από την επιθυμία του ίσως για ειρήνη, μετά τον πόλεμο.


Αντίδοτο στο δηλητήριο
Όσο μακρινό ή αποσπασματικό κι αν ήταν εκείνο το μινωικό παρελθόν, υπήρξε όντως ένα κάποιο αντίδοτό στο δηλητήριο της καρικατούρας. Η Κνωσός ήταν η Ακρόπολη, το μεγάλο παρελθόν της Κρήτης. Ας μη γελιόμαστε όμως. Ο μινωικός πολιτισμός έγινε ευρύτερα αποδεκτός στα χρόνια της εφηβείας μου για λόγους οικονομικούς. Η έκρηξη του μαζικού τουρισμού οφειλόταν φυσικά στη μεγάλη αλλαγή και ανάπτυξη των κοινωνιών του δυτικού κόσμου. Η Κρήτη άρχιζε να έχει, εκτός από φήμη, και πολύ σημαντικό κέρδος από το μινωικό της παρελθόν. Αυτό ενίσχυσε αντιστοίχως τη μαζική αποδοχή του μινωικού πολιτισμού από τους λαϊκούς κυρίως ανθρώπους ή από όσους είχαν άμεσα οφέλη, παρ' όλο που οι γνώσεις τους δεν αυξήθηκαν με τον ίδιο ρυθμό.
Δεν άργησαν να φανούν κάποιες σκοτεινές έως και καταστροφικές συνέπειες. Λόγου χάριν, τότε αναπτύχθηκε ραγδαία και η αρχαιοκαπηλία, που προϋπήρχε ήδη από τον 19ο αιώνα. Ο κόσμος πίστευε πως όποιος πλούτιζε στο Ηράκλειο σίγουρα είχε βρει «τη χρυσή γουρούνα με τα γουρουνάκια της», δηλαδή χρυσά μινωικά αντικείμενα, τα οποία είχε πουλήσει στους αρχαιοκάπηλους. Η λαϊκή αυτή φαντασίωση συνόδευε και τους, συνήθως φτωχούς και έντιμους, αρχαιολόγους της εποχής, μάλλον ως απήχηση κάποιων πρακτικών του Εβανς ή και άλλων επιφανών Ηρακλειωτών ασχολούμενων με αυτά. Προσωπικά, μου έχει τύχει να πείσω γνωστό μου χωρικό να παραδώσει, έναντι της νόμιμης αμοιβής, ένα ωραίο ελληνιστικό ασημένιο νόμισμα στο Μουσείο, όπου πήγαμε μαζί – χωρίς φυσικά να μάθω αν είχε κι άλλα αντικείμενα στην κατοχή του. Και μου έχει τύχει να ακούσω εκείνα τα χρόνια ιστορίες μεθοδικής λαϊκής αρχαιοκαπηλίας, όσο και τις άκαρπες συχνά προσπάθειες των αρχαιολόγων να καταστρέψουν τα κυκλώματα. Χρόνια αργότερα, όταν διάβασα το περίφημο κείμενο του Γιάννη Σακελλαράκη για τις τρεις γενιές γνωστών αρχαιοκαπήλων της ίδιας λαϊκής οικογένειας στην Κρήτη, η αίσθηση ότι ο αρχαιοκάπηλος ήταν τότε «ο άνθρωπος της διπλανής μας "πόρτας» εδραιώθηκε.
Κρατώντας ακόμη τη συγκίνηση που της ταιριάζει, ανακαλώ την εξής εικόνα από μια εκδρομή μου σε κάποια, απρόσιτη τότε, παραλία της νότιας Κρήτης: λίγα χαμηλά σπίτια στη σειρά, μπροστά τους μια σειρά από μεγάλα αλμυρίκια, μπροστά από αυτά τα δέντρα μια πλατιά παραλία με τα βότσαλα του Λιβυκού, τραβηγμένες πάνω στα βότσαλα δυο-τρεις ψαρόβαρκες που είχαν φέρει στο μοναδικό καφενείο λίγα ψαράκια για τηγάνισμα. Λίγο πιο πέρα ξεμύτιζαν από την τομή ενός λόφου, κομμένου κάθετα, χιλιάδες θραύσματα αρχαίων αγγείων και δίπλα τους, στην όχθη ενός ξεροπόταμου, κείτονταν δυο μονολιθικές κολόνες από γκρίζο μάρμαρο. Σ' αυτό το θεϊκό σκηνικό ζούσε, σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας όπως και όλοι στον παραθαλάσσιο οικισμό - δεν ξέρω αν στην περίπτωση του η φτώχεια ήταν απλώς βιτρίνα -, ένας πασίγνωστος στην Κρήτη αρχαιοκάπηλος, είχε μάλιστα παντρευτεί μια λαϊκή γυναίκα που γνώριζα καλά. Σήμερα στο ίδιο μέρος βρίσκεται ένας τεράστιος παράνομος οικισμός από αυθαίρετα τσιμεντένια κουτιά, ταβέρνες, μπαρ, disco, μαγαζιά και μαγαζάκια, κι ένα ψηλό τσιμεντένιο λιμάνι που κρύβει από τον οικισμό τη θέα της θάλασσας. Δεν ξέρω τι απέγιναν τα αρχαία, πάντως έχουν εξαφανιστεί.
Μια άλλη αρνητική συνέπεια ήταν ότι η Κρήτη ταυτίστηκε αποκλειστικά με τον μινωικό πολιτισμό, ιδίως με τα μεγάλα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού και των Μαλίων (το ανάκτορο της Ζάκρου ανακαλύφθηκε από τον Νικόλαο Πλάτωνα προς το τέλος της εφηβείας μου, θυμάμαι μάλιστα ότι παρακολούθησα την πρώτη του διάλεξη στο Ηράκλειο όπου έδειξε και τις διαφάνειες των περίφημων αγγείων)· Έτσι δεν υπήρχε σχεδόν κανένα ενδιαφέρον για τα απομεινάρια των υπόλοιπων ιστορικών περιόδων, π.χ. ελληνικής, ρωμαϊκής και ενετικής ή οθωμανικής.


«Μίνωας» και Λότζια
Και ενώ χτιζόντουσαν το ένα μετά το άλλο δεκάδες, εκατοντάδες ξενοδοχεία, θυμάμαι πολύ καλά την περίφημη Λότζια στη βενετσιάνικη πλατεία του Ηρακλείου όλα αυτά τα χρόνια σε ερείπια, τη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Μάρκου δίπλα της σαν κινηματογράφο με το όνομα Μινώα, ενώ είχα ακούσει από μορφωμένους ανθρώπους ότι έπρεπε να γκρεμιστούν τα ενετικά τείχη της πόλης, μέρος των οποίων ήταν ήδη γκρεμισμένο, για να παίρνει αέρα η πόλη, η οποία βέβαια ούτε πολλά αυτοκίνητα ούτε πολυκατοικίες είχε τότε. Με το ίδιο λίγο-πολύ σκεπτικό λίγο αργότερα, στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, γκρεμίστηκε, όχι χωρίς κάποιες αντιδράσεις, μια τεράστια βενετσιάνικη εκκλησία που τη θυμάμαι, ως Βαλιδέ τζαμί, να στεγάζει για πολλά χρόνια ένα δημόσιο σχολείο μέσης εκπαίδευσης για κορίτσια.
Στο Μουσείο ελάχιστος χώρος είχε διατεθεί για τις ελληνικές, ελληνιστικές και ρωμαϊκές αρχαιότητες. Όσο για μερικά λαμπρά απομεινάρια του οθωμανικού πολιτισμού, την  τύχη τους καλύτερα να μην τη θίξουμε καθόλου.
Με αυτό το κλίμα να επικρατεί στον τόπο, ηρωικοί υπήρξαν οι κάθε είδους φωτισμένοι πολίτες του Ηρακλείου, με προεξάρχοντες αρχαιολόγους και φιλόλογους, που προσπάθησαν να διασώσουν, να μελετήσουν και να γράψουν, να ιδρύσουν θεσμούς, να ενημερώσουν τον κόσμο, ακολουθώντας την προϋπάρχουσα παράδοση μορφωμένων και ανοιχτόμυαλων Ηρακλειωτών. Για μένα ήταν ένα δώρο της ζωής το ότι γνώρισα μερικούς από αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους. Θα αναφερθώ σε ορισμένους, που ενδεχομένως με έχουν επηρεάσει. Ήδη από την εφηβεία μου είχα γνωρίσει τον Στυλιανό Αλεξίου και τη γυναίκα του, και συχνά τα τελευταία χρόνια τους συναντούσα, ιδιαίτερα τον Αλεξίου, όταν πήγαινα στο Ηράκλειο. Εν μέρει του οφείλω την κατοπινή μου απόφαση να στραφώ προς  τη λογοτεχνία, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Σε μια από τις συχνές επισκέψεις μου, φοιτήτρια πια, στη βιβλιοθήκη του Μουσείου, γνώρισα τον ζωγράφο Θωμά Φανουράκη, που δούλευε ως ζωγράφος εκεί πριν τον απομακρύνει απ’ αυτή τη θέση η δικτατορία. Ο φιλόλογος όμως που καθόρισε την πορεία μου και, χρόνια αργότερα, υπήρξε σταθερός φίλος και συνομιλητής ήταν ο Μενέλαος Παρλαμάς. Αυτός που, όσο ζούσα ακόμη στο Ηράκλειο, μαζί με τον Ν. Πλάτωνα, τον Ανδρέα Καλοκαιρινό και μερικούς ακόμη, ίδρυσε την Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, διοργανώνοντας τα περίφημα Κρητολογικά Συνέδρια και εκδίδοντας τα Πρακτικά τους.

"ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου