ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ
ΣΑΛΟΝΙ
MANΑ ME ΛΕΝΕ… -
MANΑ ME ΛΕΝΕ… -
της- ΜΑΡΙΟΝ ΜΙΝΤΣΗ
Με συγκλόνισες καλή μου απόψε, με την κραυγή του πόνου σου να μου αδειάζει την ψυχή. Mπροστά στα σενάρια που γράφει η ζωή, κι η πιο προικισμένη πένα, πρέπει να κρατήσει ενός λεπτού σιγή!
Με συγκλόνισες καλή μου απόψε, με την κραυγή του πόνου σου να μου αδειάζει την ψυχή. Mπροστά στα σενάρια που γράφει η ζωή, κι η πιο προικισμένη πένα, πρέπει να κρατήσει ενός λεπτού σιγή!
‘’Γράψτο’’, μου είπες.
- Πώς; Το μελάνι μου σταλάζει αίμα, στης έμπνευσης το δάκρυ!
Δεν μοιράζει δίκαια η ζωή, σ΄άκουσα να λες, όχι δεν μοιράζει .Όσο ήταν ανύπαντρος ο γυιός μου, ήμουν γι΄αυτόν η Άγια Μάνα, γιατί έβλεπε ότι για κείνον είχα σταυρωθεί. Μα σαν έβαλε στεφάνι, έγινα το άχρηστο κουφάρι, η πεθερά η περιττή. Οι υπαινιγμοί και τα υπονοούμενά τους, γκρέμιζαν ολημερίς από τη στέγη, την ύποπτη σιωπή.
Ώσπου κάποια μέρα, μου έσκασαν το μυστικό.
-Ε, μα, έτσι είναι μάνα! Τα παιδιά πρέπει να μένουν μόνα τους, όταν ανοίγουν το δικό τους σπιτικό.
Πάγωσα. Θλιβερές εικόνες άρχισαν να ξετυλίγονται μπροστά μου. Ήμουν τόσο νέα,
όταν ο πατέρας του πέταξε για το στασίδι της αθανασίας και το παιδί τόσο πολύ
μικρό στον μεγάλο μου αγώνα, μέχρι να το αναστήσω.
Τα χρόνια πέρασαν με την πίστη βιδωμένη στην ελπίδα, ότι μόνο ο μονάκριβός μου, δεν θα μου έβαζε αγκάθι στην ψυχή. Και να που τώρα έβλεπα την αγνωμοσύνη, να μαστιγώνει τη ντροπή.
Χλόμιασα. Στεγνό πηγάδι η φωνή μου. Μέσα απ΄την περηφάνια την αλύγιστη, μια στάλα υπόκωφης λαλιάς, κύλησε μονάχα.
Τα χρόνια πέρασαν με την πίστη βιδωμένη στην ελπίδα, ότι μόνο ο μονάκριβός μου, δεν θα μου έβαζε αγκάθι στην ψυχή. Και να που τώρα έβλεπα την αγνωμοσύνη, να μαστιγώνει τη ντροπή.
Χλόμιασα. Στεγνό πηγάδι η φωνή μου. Μέσα απ΄την περηφάνια την αλύγιστη, μια στάλα υπόκωφης λαλιάς, κύλησε μονάχα.
-Να φύγω! Από πού; Από το ίδιο μου το σπίτι;
-Α, μη σε νοιάζει μάνα, είπαν κι οι δυο τους με ένα στόμα. Η γυναίκα μου κι εγώ, σου βρήκαμε ένα μεγάλο σπίτι, που θα είσαι παρέα με συνομήλικους μαζί.
Οίκος Ευγηρίας, λέγεται, μου είπε με καμάρι. Ξέρεις τι πάει να πει αυτό;
Αν ήξερα; Χρόνια ατέλειωτα, όταν γονατιστή ανεβοκατέβαινα τις σκάλες του, ο χαμογελαστός μου ιδρώτας, μου έγνεφε μέσα απ΄το σφουγγάρι, ότι το δικό μου το παιδί, δεν θα με ξεφόρτωνε ποτέ εκεί.
Έτσι, κάποια νύχτα, του Επιταφίου ήτανε θαρρώ, φόρτωσα στα βλέφαρα της απόγνωσης την πίκρα, κρέμασα στα στήθια την ταπείνωση και κίνησα για του Γολγοθά μου τον καημό.
-Άντε μάνα, στο καλό, μου είπαν, δεν θα είσαι μόνη σου εκεί.
Χαμογέλασα μέσα από την πίκρα των χειλιών μου, που τα είχε ποτίσει η χολή.
Μόνη; Μα είχα πάρει μαζί μου το κρυφό μου μοιρολόι, που με συντρόφευε τις νύχτες της αθέατης κραυγής.
Και κει που άρχισα να συμφιλιώνομαι με την ιδέα, ότι ο πόνος είναι στοιχείο της ζωής, ‘’σαν την ταυτότητα, που επιβεβαιώνει την ύπαρξή σου’’ γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί.
Και τότε… με ξαναθυμήθηκαν.
-Έλα μάνα, σου κάναμε εγγόνι, ποιος θα μας μεγαλώσει τώρα το παιδί; Κι ύστερα... το σπίτι είναι δικό σου, τι νομίζεις, ότι το ξεχάσαμε ποτέ εμείς;
Αχ βρε μάνα, αν δεν ήσουνα εσύ,
έλεγε ο γυιος μου
κι Έρμες Μάνες να μην γεννιόντουσαν ποτέ,
έψελνα εγώ στη ‘’ζωή εν τάφω’’, που μου δολοφονούσε τη μήτρα της ψυχής.
Όμως, της γέννας σου ο λώρος, κρύβει πάντα το δικό σου το παιδί και ‘’του παιδιού σου το παιδί, δυο φορές παιδί’’ που μόνο,Η Μεγαλοσύνη της ΜΑΝΑΣ, ξέρει να το Συγχωρεί!!!
Από το Λογοτεχνικό Σαλόνι,
ελάτε παιδιά, να της το ψιθυρίσουμε στο αυτί,
όπου κι αν Εκείνη βρίσκεται!
Στην καρδιά μας Μάνα ,
θα είσαι πάντα
η Μοναδική Γιορτή!!!!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου