Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

«ΠΑΡΑΡΛΑΜΑ»





«ΠΑΡΑΡΛΑΜΑ»
Γράφει ο Φώτης Σιμάτος
Μηνύματα... Πολλά μηνύματα... Μηνύματα από το θεό... Μηνύματα από το υπερπέραν.... Μηνύματα στο Facebook... Μηνύματα στο Twitter... Μηνύματα στο ψυγείο με μαγνητάκια... Μηνύματα με ραβασάκια και περιστέρια. ..και πάνω απ' όλα, πολιτικά μηνύματα που πιστεύει ο λαός πως έστειλε στο Σαμαρά και Βενιζέλο με τη ψήφο του...
Κι αυτοί γελούν! Και γιατί, άλλωστε, να μη γελούν; Κι οι δυο, μαζί, υπέκλεψαν, μέσω μιας «φοβικής» ψήφου, ένα μεγάλο μέρος από το συνολικό 31% που τους έδωσε ο Ελληνικός λαός...
Μέσα στο συνολικό ποσοστό του 31% που πήραν Σαμαράς και Βενιζέλος περιέχεται και η «φοβική» ψήφος του τρομοκρατημένου, μέσου ψηφοφόρου. Μέσα σ' αυτή τη ψήφο συνυπάρχει και ενυπάρχει φόβος και τρόμος. Συνυπάρχει ο φόβος για τη σταθερότητα και την ομαλότητα της χώρας που οι ίδιοι και τα παπαγαλάκια των μίντια φόρτωναν ψυχολογικά τον κάθε ανυποψίαστο πολίτη και ενυπάρχει και ο έμφυτος φόβος του ανθρώπου για κάθε τι το καινούργιο, για κάθε τι που τον βγάζει έξω από τα όρια του γνωστού (έστω και άθλιου) κόσμου που έμαθε να ζει, εκείνος ο αρχέγονος φόβος για το τι βρίσκεται έξω από την σπηλιά, μέσα στο σκοτάδι...
Αντί όμως για οποιαδήποτε άλλη ανάλυση, θα παρουσιάσω εν συντομία το διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά, «Παραρλάμα», που μιλάει για εκείνο το εκφοβιστικό «άγνωστο», για «εκείνο το σκοτάδι» που υπάρχει έξω από την «ασφάλεια της σπηλιάς» και που τρομάζει πάντα τους ανθρώπους...
Ο Δημοσθένης Βουτυράς (1872-1958) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και μεγάλωσε στον Πειραιά. Ως μόνιμο θέμα στα γραπτά του κυριαρχεί η ζωή των περιθωριακών (λούμπεν) ομάδων της Αθήνας και του Πειραιά. Έχοντας ζήσει για πολλά χρόνια κοντά τους ο Βουτυράς περιέγραψε τη ζωή και την ψυχοσύνθεση τους με έντονα ζοφερά χρώματα και καταθλιπτικό ύφος.
Στο μικρό του διήγημα, «Παραρλάμα», ο Φάρμας, είναι ο κεντρικός του ήρωας. Τον παρουσιάζει με το παρατσούκλι του κι όχι με το ονοματεπώνυμο του, μια και στο χώρο των περιθωριακών αυτό είναι που μετράει περισσότερο για τη μεταξύ τους αναγνώριση...
Πρόσωπο τραγικό αυτός ο Φάρμας περιθωριοποιημένο ακόμη κι απ' αυτό το ίδιο το περιθώριο όπου μέσα ζει. Ο συγγραφέας δεν μπαίνει καν στον κόπο να κατονομάσει τα αίτια που τον οδήγησαν σ' αυτό το έσχατο σημείο. Δεν τον απασχολούν. Δεν έχουν να κάνουν με το σκοπό του. Αφήνει απλώς τον αναγνώστη να τα εικάσει. Το κάνει μ' έναν περίτεχνο, τρόπο. Με δυο κουβέντες, όλες κι όλες. «Κάποτε του Φάρμα τού ερχόντουσαν και αναμνήσεις», γράφει, « και θυμόταν ότι είχε πατέρα, που φορούσε φέσι και κόκκινο ζωνάρι, και μάνα, της οποίας είχε ξεχάσει και αυτής τη μορφή, που φορούσε τσεμπέρι. Άλλο τίποτα! Όλα τα άλλα τα είχε φάει το γύρισμα της ρόδας (στη φάμπρικα) και έπειτα το κρασί... Τη γυναίκα την είχε λησμονήσει και κανείς δαίμονας δεν καταδεχόταν να του τη φέρει στο νου για να τον πειράξει... Αισθανότανε μίσος, το μόνο ανθρώπινο που του έμενε... Είχε απομάθει να γελά και κανείς ποτέ δεν τον είδε έστω και να χαμογελά...»
Η στόχευση του συγγραφέα βρίσκεται αλλού. Βρίσκεται σ' εκείνο το «άγνωστο» που τρομάζει πάντα τους ανθρώπους και στην επιθυμία της αντεκδίκησης που νοιώθει ο κάθε καταφρονεμένος. Εκεί πάει και στήνει το σκηνικό του.
«Μενέ, Μενέ θεκέλ, ου φαρσίν», άκουσε ο Φάρμας, ένα βράδυ, μέσα στο κρασοπουλειό, να λέει κάποιος πολύξερος στην παρέα του, εξιστορώντας με στόμφο κάποιο χωρίο από την Αγία γραφή.
Εκεί μέσα, στο ίδιο κρασοπουλειό, έμαθε και στη συνέχεια για τον τρόμο, το μεγάλο τρόμο, που 'χαν φέρει αυτές οι ακατανόητες λέξεις στο Βασιλέα καθώς και στην ακολουθία του, μια και κανένας δεν είχε μπορέσει, ποτέ, να τους τις ερμηνεύσει.
«Παραρλάμα», κατέβασε, τότε, κι εκείνου, το κεφάλι.
Λέξη φανταστική. Λέξη που την επινόησε ο δικός του εγκέφαλος.
Την έλεγε και την ξανάλεγε, κι όλο πιο πολύ του άρεσε. Του ηχούσε κάπως περίεργα μα και συνάμα εκφοβιστικά. Ήταν κατάλληλη για να τρομάξει όλους εκείνους που τον είχαν για παρακατιανό και που τον περιγελούσαν εδώ και χρόνια, με πρώτο και καλύτερο το αφεντικό του, που καθημερινά τον είχε του «κλότσου και του μπάτσου».
Το σενάριο στήθηκε, στα γρήγορα, μέσα του... Πρωταγωνιστής το τρομερό και φοβερό «άγνωστο». Εκείνο το «παραρλάμα». Η λέξη που 'γραφε, στα κρυφά, τη νύχτα στους τοίχους της φάμπρικας και το πρωί όλοι προσπαθούσαν τρομαγμένοι να εξηγήσουν το νόημα και την προέλευση της. Το δικό του: Μενέ, Μενέ θεκέλ, ου φαρσίν. Η δική του αιτία για ένα σιωπηρό γέλιο, ύστερα από τόσα χρόνια. Ο δικός του εκφοβισμός με μια λέξη άγνωστη, πέρα κι έξω από τις ερμηνείες των λεξικών, πέρα κι έξω από τα γνωστά και περπατημένα μονοπάτια της ύπαρξης και της γνωστικότητας .του νου...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου