Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Όταν η μόδα είναι... τρίχες ή άλλως η ιστορία του μoυστακιού




Όταν η μόδα είναι... τρίχες
Μουστάκι για πάντα
Η πυκνή τριχοφυΐα προσώπου ήταν ο κανόνας σε όλη τη μεσαιωνική Ευρώπη. Ο Καρλομάγνος ήταν ο πρώτος που, επειδή τον ενοχλούσαν οι τρίχες του, φρόντισε τουλάχιστον να ψαλιδίσει κάπως το μούσι και τα μαλλιά του, δίνοντας τους τη γνωστή «α λα Playmobil» φόρμα. Ας κάνουμε λοιπόν μια αναδρομή στην ιστορία της τριχοφυΐας στο ανδρικό πρόσωπο...

Ενας Γάλλος μπλόγκερ έκανε πρόσφατα μια δική του, ανεξάρτητη στατιστική μελέτη, η οποία -αν και εντάσσεται στο φάσμα του υπαρκτού σουρεαλισμού- καταλήγει στο αδιάσειστο συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι ανώτατοι διοικητές των απρόσωπων πολυεθνικών κολοσσών έχουν κατά κανόνα μουστάκι. Μερικά παραδείγματα που ανθολογεί είναι τα αφεντικά των αυτοκινητοβιομηχανιών Porsche και Daimler (η οποία ως γνωστόν περιλαμβάνει και τις Mercedes και Chrysler), της αεροναυπηγικής Dassault Aviation, της γνωστής φίρμας ρούχων American Apparel, της Adidas, που μάλλον δεν χρειάζεται συστάσεις, του ρωσικού κολοσσού εξόρυξης και διακίνησης φυσικού αερίου Gazprom κ.ά. Επίσης, μουστάκι τρέφουν και οι δύο πρίγκιπες του αυτοκρατορικού θρόνου της Ιαπωνίας. Η συνεπαγωγή που προδιαγράφεται από όλα αυτά είναι ότι το μουστάκι -μέχρι να ξαναγίνει μόδα τελευταία- ήταν στυλιστικό γνώρισμα αντρών που, ανεξαρτήτως εθνικότητος και λόγω της θέσεως ισχύος που κατέχουν, «οφείλουν» a priori να έχουν συντηρητική εμφάνιση και πιο ηγεμονικό προφίλ. Και ενώ αυτό απ' ό,τι φαίνεται είναι αλήθεια στον κόσμο των μπίζνες, έχει αποδειχθεί με επανειλημμένες στατιστικές μελέτες ότι δεν ισχύει στην πολιτική. Παντού οι ψηφοφόροι προτιμούν τους αμούστακους υποψηφίους. Γνωρίζοντας αυτήν την τάση, ο περιβόητος Κεν Λίβινγκστον, πριν θέσει για πρώτη φορά υποψηφιότητα για το δήμο του Λονδίνου, το 1999, φρόντισε να ξυρίσει το μουστάκι του.

Αν και σήμερα έχουμε ξεσυνηθίσει τους μυστακοφόρους, η Ιστορία μας πληροφορεί ότι αθροιστικά -από τη νεολιθική περίοδο, που για την «τιθάσευση» των τριχών του προσώπου απαιτούνταν πολύ καλά ακονισμένες πετρούλες, μέχρι σήμερα-, ο άντρας έχει περάσει  πολύ περισσότερο χρόνο στη Γη με γένια και μουστακάρα παρά ξυρισμένος. Πέρα από το ρόλο τους στη διάκριση των δυο φυλών, οι τρίχες του ανδρικού προσώπου έχουν επενδυθεί με ποικίλες συμβολικές αξίες ανά τους αιώνες και τους πολιτισμούς.

Στην αρχαία Αίγυπτο για παράδειγμα, όπου οι άντρες ξυρίζονταν και αποτριχώνονταν για λόγους υγιεινής, τα γένια, και πιο συγκεκριμένα ένα ειδικό «τεχνητό μούσι» (που έμοιαζε με μικρό ραβδί το οποίο προεκτεινόταν από το πιγούνι), ήταν ένα από τα κατεξοχήν σύμβολα της εξουσίας του φαραώ. Φυλασσόταν σαν σκήπτρο σε χρυσό κουτί και το φορούσε σε όλες τις επίσημες ιεροτελεστίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ίδιο έκαναν και όλες οι γυναίκες που βρέθηκαν στο θρόνο.
Για τους αρχαίους προγόνους μας η πλούσια και συμμετρική γενειάδα ήταν σύμβολο δύναμης, ωριμότητας και σοφίας. Γι' αυτό οι θεοί, οι μυθολογικοί ήρωες, οι σπουδαίοι στρατηγοί και οι μεγάλοι φιλόσοφοι αναπαριστώνται πάντα με πολλά, αλλά όμορφα και περιποιημένα γένια. Ωστόσο, ο Μέγας Αλέξανδρος επέβαλε το ξύρισμα στο στράτευμά του με το πρόσχηματο ότι, σε μια μάχη σώμα με σώμα, η γενειάδα μπορεί να χρησιμεύσει στον εχθρό σαν «χειρολαβή» που επιτρέπει μια στιγμιαία, αλλά και κρίσιμη ακινητοποίηση του μαχόμενου στρατιώτη. Η αλήθεια όμως είναι ότι τόσο οι αρχαίοι Έλληνες όσο και οι Ρωμαίοι έβλεπαν το ξύρισμα πρωτίστως ως ακλόνητη απόδειξη της πολιτισμικής ανωτερότητάς τους έναντι των τριχωτών βαρβάρων. Πάντως, και παρά το ότι οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν να ξυρίζονται πολύ νωρίς -ήδη από τον 5ο αι. π.Χ.-, οι αυτοκράτορες τους δεν τήρησαν σταθερή στάση απέναντι στην τρίχα του προσώπου. Άλλος επέβαλε το ξύρισμα κι άλλος το αντίθετο. Η πιο «ακραία» φάση αυτής της περιόδου σημειώνεται στη διάρκεια του 1 ου αι. μ.Χ., όπου αντί του ξυρίσματος γίνεται της μόδας η αποτρίχωση προσώπου. Η τάση αυτή τελειώνει επί Αδριανού, ο οποίος, ως εστέτ αυτοκράτορας που ήταν-και στο όνομα της ελληνολατρίας του-, επανέφερε τη μόδα της γενειάδας, προκειμένου οι κύριοι που είχαν αποκτήσει κάποιες ουλές στο πρόσωπο (όπως εκείνος) να μπορούν, αν θέλουν, να τις καλύψουν.
Για τους Γαλάτες είναι γνωστό ότι έτρεφαν μεγάλα, απλωτά προς τα κάτω, μουστάκια, πολύ πιο περιποιημένα από τα γένια και τα μαλλιά τους. Ήταν τόσο συμμετρικά, που έμοιαζαν σαν να έχει σφηνωθεί κάτω από τη μύτη τους ένα πουλί με τα φτερά ανοιγμένα - π.χ. ένα μεγάλο σπουργίτι. Γενικότερα, η πυκνή τριχοφυΐα προσώπου ήταν ο κανόνας σε όλη τη μεσαιωνική Ευρώπη. Ο Καρλομάγνος ήταν ο πρώτος που, επειδή τον ενοχλούσαν οι τρίχες του, φρόντισε τουλάχιστον να ψαλιδίσει κάπως το μούσι και τα μαλλιά του, δίνοντας τους τη γνωστή «α λα Playmobil» φόρμα. Έκτατε ο όγκος τους μειώνεται προοδευτικά ανά τους αιώνες, μέχρι που η Γαλλική Επανάσταση επιβάλλει αυστηρά το ξύρισμα. Γι' αυτό και λέγεται ότι η γκιλοτίνα έκοψε πολύ περισσότερα μούσια και μουστάκια απ' ό,τι κεφάλια.
Στην άλλη όχθη της Μάγχης, κατά τη χρυσή ελισαβετιανή εποχή, οι άντρες κατέβαλαν φόρο για τη γενειάδα τους κι έτσι οι τρίχες στο πρόσωπο έγιναν προνόμιο της αριστοκρατικής τάξης, που είχε την άνεση να πληρώνει για να τις διατηρεί. Στην Ινδία συνέβαινε το ίδιο, μόνο που οι ανώτερες κάστες δεν πλήρωναν φόρο. Το μουστάκι ήταν τόσο ισχυρό σύμβολο εξουσίας, που, όταν πια η χώρα έγινε μέρος της βρετανικής αυτοκρατορίας και συστήθηκε ινδικός στρατός υπό αγγλική διοίκηση, οι αξιωματικοί αναγκάστηκαν να αφήσουν μουστάκια, προκειμένου να τους υπακούν οι Ινδοί στρατιώτες τους. Έτσι, σύντομα το μουστάκι έγινε υποχρεωτικό στον αγγλικό στρατό. Η σχετική διάταξη καταργήθηκε το 1916, όταν, εξαιτίας του αποδεκατισμού των αντρών στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι νεοσύλλεκτοι ήταν όλοι αμούστακα παιδιά.


Ένας άλλος πόλεμος, ο Β' Παγκόσμιος, είχε ως παράπλευρη απώλεια το μούσι και τα μουστάκια. Οι άντρες, επιστρέφοντας οριστικά στα σπίτια τους μετά το τέλος του, αρχίζουν όλοι -και χωρίς προηγούμενη συνεννόηση- να ξυρίζονται συστηματικά. Κι αυτό γιατί οι τρίχες τους θύμιζαν τις έκ των πραγμάτων επιβεβλημένες αξυρισιές τους στα χαρακώματα και κατ' επέκταση τη φρικωδίατου πολέμου. Έτσι, τα τελευταία 60 χρόνια ξεσυνηθίσαμε τα μουστάκια και γι' αυτό σήμερα που ξαναγίνονται μόδα μάς φαίνονται λίγο παράξενα.
Τα εκατό χρόνια μεταξύ 1840 και 1940 ήταν η χρυσή περίοδος του μουστακιού και της γενειάδας. Ειδικά στο πρώτο μισό εκείνης της περιόδου, αν εμφανιζόταν κάποιος άτριχος, οι γύρω του τον αντιμετώπιζαν σαν να είχε προβεί σε κάποιου είδους απρέπεια. Εκείνη ήταν η κατεξοχήν περίοδος που τον άντρα τον έκανε το μουστάκι του. 

 Γκι ντε Μοπασάν

Το 1883 ο Γάλλος συγγραφέας Γκι ντε Μοπασάν δημοσίευσε ένα αφήγημα με τίτλο «Το μουστάκι». Παρατίθεται με τη μορφή επιστολής, την οποία υποτίθεται ότι γράφει η ηρωίδα Ζαν στη φίλη της Λουσί. Σ' αυτήν περιγράφει πόσο απογοητευμένη είναι από το γεγονός ότι ξαφνικά ο σύζυγος της αποφάσισε να ξυρίσει το μουστάκι του και απειλεί ότι, αν δεν το αφήσει σύντομα να ξαναμεγαλώσει, θα αναγκαστεί να τον απατήσει. Η Ζαν εξηγεί στη φίλη της ότι το μουστάκι «είναι το πιπέρι στο φιλί και χωρίς αυτό τα φιλιά δεν έχουν καμιά γεύση». Στη συνέχεια η Ζαν γίνεται κάπως πιο σκαμπρόζικη και περιγράφει τι σημαίνει ένα
μουστακάτο φιλί στο λαιμό μιας γυναίκας. Στέκεται ιδιαίτερα σ εκείνο το απειροελάχιστης διάρκειας ανεπαίσθητο γαργάλημα από τις τρίχες του μουστακιού στο λαιμό της, πριν τα χείλη αγγίξουν το δέρμα της. Και ομολογεί ότι της προκαλεί ένα απαράμιλλο διεγερτικό ρίγος που διατρέχει ολόκληρο το σώμα της. Ξεκαθαρίζει ότι αυτή η ασύγκριτη αίσθηση δεν θα μπορούσε ποτέ να προκληθεί από γένια, τα οποία βρίσκει μάλλον ενοχλητικά,« βαριά» και μπρούτα σε ό,τι κι αν κάνουν. Εν κατακλείδι, η Ζαν είναι μια φετιχίστρια, για την οποία χωρίς μουστάκι δεν υπάρχει ηδονή.
Θεωρεί ότι αυτό ορίζει την ανδρική φυσιογνωμία, καθώς μπορεί να την κάνει να φαντάζει γλυκιά, τρυφερή, βίαιη, τρομακτική, γλεντζέδικη, πειστική. Αντίθετα, η γενειάδα δεν αποκαλύπτει τίποτα, γιατί καλύπτει τα πάντα. Επιπλέον, η Ζαν εκστασιάζεται με το πόσο φανφαρόνικο, ιπποτικό και γενναίο μπορεί να φαίνεται ένα μουστάκι. Χαίρεται να το βλέπει να τσαλαβουτά σ' ένα ποτήρι με κρασί και πιστεύει ότι μπορεί από μόνο του να χαμογελά διακριτικά και κομψά. Επίσης, έχει εφεύρει μια ολόκληρη σημειολογία ανάλογα με το σχήμα του. Όταν είναι στριφτό, λίγο κατσαρό και κοκέτικο, σημαίνει ότι πριν από οτιδήποτε άλλο αγαπά τις γυναίκες. Αν όμως είναι σουβλερό, προτιμά τον οίνο, τους ίππους και τα ξίφη. Αν πάλι είναι τεράστιο, πέφτει πάνω στα χείλη και γίνεται τρομακτικό, τότε κρύβει έναν θαυμάσιο χαρακτήρα: «μια καλοσύνη που αγγίζει την αδυναμία και μια γλυκύτητα που προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από την ντροπαλότητα».
Η αλήθεια είναι ότι σήμερα, ακόμα κι αν -χάρη στη νέα μόδα-βρεθεί κάποιος άντρας που θα μπορούσε να θρέφει ένα τόσο «ζωντανό» μουστάκι, ίσως να μη βρισκόταν μια Ζαν για να το εκτιμήσει όσο θα του άξιζε. Άλλωστε, και τότε η Ζαν ήταν μια φαντασίωση του Γκι ντε Μοπασάν που την έπλασε και ο οποίος, ως γνωστόν, ήταν πολύ περήφανος για τη θυσανωτή μουστακάρα του. 


ΑΠΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GK


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου