Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Ηλία Μαγκλίνη : Άσκοπος



Η δική του η Μόρα είναι στην Αθήνα. Και τον έχει ήδη ξε­φλουδίσει σαν κρεμ­μύδι τον σμηνίτη της. Η δική του η Μόρα θα πίνει κάπου στον "Ένοικο" με κάποιον άλλο, κάποιον που δεν διατρέχει κίνδυ­νο όπως αυτός.



Άσκοπος
Όταν η απόσταση και η νύχτα φέρνουν σκέψεις που είναι επικίνδυνο να κάνεις μόνος σου.
Από τον Ηλία Μαγκλίνη
«Όλα καλά;»
Ο αξιωματικός περιπόλου, ένας ντόπιος έφεδρος σμηνίας, τον κοίταξε ψαρωτικά. Η πρώτη του σκοπιά, «γερμανικό» στη μέση του πουθενά.
«Όλα καλά;»
Δεν ήξερε τι να πει, αν θα 'πρεπε ν' αναφερθεί πριν απαντήσει ή αν μπορούσε ν' απαντήσει όπως ένας πολίτης.
«Όλα καλά, νέος;»
Κούνησε το κεφάλι του. Όλα καλά. Υπέροχα. Όνειρο. Τέσσερις με επτά το πρωί στη Σ12, στο μαύρο σκοτάδι, με ολόκληρη την Τρίπολη να έχει καλυφθεί απ' το χιόνι και την Εύη, κάπου στην Αθήνα, να έχει πάρει τους δρόμους ποιος ξέρει με ποιον. Διότι με κάποιον είναι - δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Το είδε στο βλέμμα της, στην άδεια της ορκωμοσίας. Σ' αγαπάω, αλλά δεν πάει άλλο, κάτι έσπασε μέσα μου, θέλω να μείνω μόνη, να τα βρω με τον εαυτό μου, δεν ξέρω τι μου συμβαίνει· κι εσύ μετά να φοράς το δίκοχο και να αισθάνεσαι σαν γελωτοποιός. Κλόουν με στολή.
Θέλει να τα βρει με τον εαυτό της. Γιατί δεν λέει ότι θέλει να τη βρει με κάποιον άλλο, ότι την έχει ήδη βρει με κάποιον άλλο; Στο θάλαμο των σκοπών, ξαπλωμένος με τη στολή και τα άρβυλα, σ' εκείνα τα άθλια κρεβάτια με το μουσαμά στο κάτω μέρος, ειδικά για τα άρβυλα -διότι ως σκοπός δεν επιτρέπεται να τα βγάλεις-, είχε αποφασίσει ότι στην επόμενη δόση που θα τους πήγαιναν για τηλέφωνο (ούτε κινητά ούτε καρτοτηλέφωνα υπήρχαν όταν αυτός, στα είκοσι δύο του, αποφάσισε να σπάσει την αναβολή και να παρουσιαστεί), θα την έπαιρνε και, αν την έβρισκε σπίτι, θα τη ρωτούσε ευθέως: Πες την αλήθεια, υπάρχει άλλος, έτσι δεν είναι; Πες το, γιατί δεν το λες; θα με βοηθήσει αν μου το πεις. Θα με... αλλά όχι, μετά από ένα δίωρο με το Τζι Τρία στην αγκαλιά του, το διπλό κράνος, τη χλαίνη και τους θερμικούς πάτους μέσα στα άρβυλα, φρουρώντας το τίποτα μέσα στη μέση του πουθενά πάντα, πήρε την απόφαση ότι δεν θα της κάνει τη χάρη. Τελείωσε, αυτό ήταν. Τελείωσε η Εύη κι εσύ τώρα έχεις 639 ημέρες θητείας μπροστά σου, είκοσι ένα μήνες ακριβώς, και τον υποσμηνία να σου φωνάζει: «Δεν θα χάσουμε τη Μακεδονία εξαιτίας σου, στραβογαλά»! Όνειρο. Όνειρο. Οπτασία.
Ο σμηνίας υπέγραψε στο χαρτί αναφοράς και του το επέστρεφε. «Κουνήσου λίγο, θα παγώσεις. Η θερμοκρασία θα πέσει κι άλλο. Ακούς, σκυλόψαρο;»
«Θα τον φάει η Μόρα τον ψάρακα», άκουσε τον «παλιό » που συνόδευε τον σμηνία να μουρμουρίζει, σβήνοντας το τσιγάρο στο λασπωμένο χιόνι. «Την ξέρεις τη Μόρα, ρε στραβόγαλο; Κάνε τσιγάρο».
Το τσιγάρο απαγορεύεται στη σκοπιά. Εξάλλου δεν καπνίζει. Έσφιξε το Τζι Τρία στο στήθος του.
«Σταφίδες; Τσάι; Τίποτα; Τι 'σαι συ, ρε!»
Ανακούφιση στη σκέψη ότι έχει μια σοκοφρέτα στην τσέπη της χλαίνης.
«Πού να την ξέρετε τη Μόρα εσείς οι Αθηναίοι. Πες του, ρε σειρούλα, τι παθαίνει ο στραβογαλάς άμα του την πέσει η Μόρα».
Ο παλιός έκανε ένα βήμα μπροστά, βυθίζοντας κι άλλο το πόδι του στο χιόνι. «Η Μόρα, φίλε, δεν τη βλέπεις», άρχισε να λέει. «Είναι αόρατη. Είναι στοιχειό η Μόρα. Λένε ότι είναι δαίμονας. Άλλοι λένε ότι είναι το φάντασμα μιας κοπέλας, ντόπιας, από δω χάμω, που ερωτεύτηκε έναν σμηνίτη κάποτε, αυτός τη γκάστρωσε και μετά την έκανε γι' αλλού. Το κορίτσι απ' την καψούρα τα τίναξε κι από τότε την πέφτει στους σκοπούς. Δεν την πέφτει στο κέντρο του Πεζικού, σ' εμάς μόνο. Έρχεται από πίσω σου και σε κουκουλώνει και τα κάνεις πάνω σου. Εδώ γύρω τριγυρνάει και την πέφτει - ειδικά στους νέους. Όσο περισσότερο προσπαθείς να κουνηθείς, τόσο περισσότερο τυλίγεται γύρω σου και σε πνίγει. Να χεις το νου σου: αν έρθει, μην κάνεις κιχ. Στο πόστο σου».
«Μάλιστα».
«Μάλιστα, τι;» έκανε αγριεμένα ο σμηνίας.
«Μάλιστα, διατάξτε!»
Τους είδε να απομακρύνονται και να χασκογελάνε. Ύστερα χάθηκαν στο σκοτάδι.
Τον είχαν κουράσει οι ιστορίες της περιοχής. Όπως εκείνη που έλεγε πάλι ένας ντόπιος αξιωματικός για «το αίμα των σκοτωμένων απ' τον Εμφύλιο που σκούζει τα βράδια ζητώντας εκδίκηση».
Η Μόρα. Η δική του η Μόρα είναι στην Αθήνα. Και τον έχει ήδη ξεφλουδίσει σαν κρεμμύδι τον σμηνίτη της. Η δική του η Μόρα θα πίνει κάπου στον "Ένοικο"  με κάποιον άλλο, κάποιον που δεν διατρέχει κίνδυνο όπως αυτός. Αν κάνει κι εμφανιστεί η Μόρα, θα της την ανάψει με το Τζι Τρία.
Είναι αποφασισμένος. Η αϋπνία και το κρύο του έχουν θολώσει το μυαλό, αλλά ξέρει πώς θ' αντιδράσει σε περίπτωση που ο εχθρός διεισδύσει στο στρατόπεδο. Απασφαλίζει και βγάζει την ξιφολόγχη από τη θήκη. Πέντε και τέταρτο. Τα μάτια του κλείνουν. Δεν θα χάσουμε τη Μακεδονία εξαιτίας σου, σκυλόψαρο! Μου λείπεις. Είσαι καλά; Μου λείπεις, σου λέω. Και μένα μου λείπεις. Μάλιστα, διατάξτε! Τι περιμένεις για να μου το πεις; Περπατώ εις το δάσος και ακούω φωνές/ εξακόσιες και σήμερα είναι πολλές; Πέντε και τριάντα. Παίρνω μετάθεση στις 4 του άλλου μήνα. Άραξο, 116 Πτέρυγα Μάχης. Εκεί τουλάχιστον θα φυλάω τα Ε-104. θα περάσω όμως πρώτα από Αθήνα - θα βρεθούμε; Δεν έχουμε τίποτα να πούμε, ό,τι ήταν να πούμε το είπαμε. Έτσι νομίζεις- όταν περάσει το εξάμηνο και έρθω σε κάποια μονάδα στην Αθήνα, θα έρθω να σε βρω, μ' ακούς; Μ' ακούς; Πρωινή γυμναστική. Τρίτη ήτανε θαρρώ/ που με πήραν στο στρατό/ μπήκα μες στη διμοιρία/ ήταν σκέτη αηδία. Έξι ακριβώς. Ακούει βήματα πάνω στο χιόνι. Ή το ονειρεύεται. Όχι, ονειρεύεται το τετράστιχο που διάβασε πάνω στο στρώμα του, στο θάλαμο. «Ήμουνα στην πύλη/με βρήκαν δυο πουλάκια/το ένα μου είπε γεια χαρά/το άλλο, δυο χρονάκια». Ακούει ακόμα εκείνο τον τυπάκο από την Αμαλιάδα, λίγο πριν τους περάσουν απ' τους γιατρούς. «Α, ρε Ρίγκαν, λάθος Τρίπολη βομβάρδισες!»
Φωνές, σκέψεις, βλέμματα, χάδια, χειρονομίες, αγγίγματα, φιλιά, δάκρυα και σιωπές, όλα μπερδεύονται μέσα του, γίνονται ένα. Αλλά εκείνη πάντα λείπει. Και θα λείπει για πάντα από δω και πέρα. Εσύ εδώ, με το όπλο αγκαλιά, εκείνη εκεί, με τον δικό της αγκαλιά. Διότι σίγουρα υπάρχει κάποιος άλλος. Τι πάει να πει να βρει τον εαυτό της; Να μείνει μόνη της; Μόνη της ήταν από τις 12 Ιανουαρίου που παρουσιάστηκε, τι άλλο ήθελε; Ήθελε απλώς ελεύθερο χώρο για να κινηθεί όπως γουστάρει. Φυσικά και υπάρχει άλλος. Βάλε τώρα την ξιφολόγχη στη θέση της και ασφάλισε σαν καλό παιδί. Είπαμε, έμεινες μπουκάλα, μη φας και κανένα αεροδικείο στο κεφάλι.
Ο διμοιρίτης τους έλεγε σε κάθε ευκαιρία: «Ο σκοπός είναι ο άρχοντας του στρατοπέδου». Πράγματι. 

GK ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου