ΜΙΚΡΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΑΠΟ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΕΥΓΕΝΩΝ
ΟΙ ΕΣΤΙΑΔΕΣ
Οι αγνές ιέρειες στο
ναο της Εστίας
Οι κανονισμοί τους οποίους
έπρεπε να ακολουθήσουν σε όλη την διάρκεια της θητείας τους ήσαν αυστηρότατοι.
Δεσμεύονταν, ιδιαίτερα, στο θέμα της της αγνότητας, με όρκο που έδιναν.
"Αν παρέβαιναν αυτό τον όρκο, θανατώνονταν με τον πιο σκληρό τρόπο:
θάπτονταν ζωντανές. Ο Μέγας Αρχιερέας είχε το γενικό πρόσταγμα. Η προσέλευση των
νεανίδων ήταν εθελοντική, άλλα και
υποχρεωτική.
Οι Εστιάδες εκλέγονταν
μεταξύ μικρών κοριτσιών (δεν έπρεπε να είναι μικρότερα από έξη ούτε μεγαλύτερα από
δέκα χρονών) και κατάγονταν, τουλάχιστον τους παλαιότερους χρόνους, από
ευγενείς οικογένειες. Εν τούτοις, στην εποχή του Αύγουστου άρχισαν να γίνονται
δέκτες και οι κόρες των απελεύθερων. Ήταν πιο εύκολο να βρεθεί μεταξύ των
τελευταίων ένας πατέρας, ο οποίος, παρακινούμενος από φιλοδοξία, θα ήταν ίσως
διατεθειμένος να θυσιάσει μια κόρη. Το να είσαι πατέρας Εστιάδος εθεωρείτο
τιμή, που θα μπορούσε να προκαλέσει τον φθόνο των άλλων γι' αυτόν που μόλις
πριν από λίγο είχε γίνει ελεύθερος.
'Αρχικά, οι δόκιμες
Εστιάδες ήσαν εθελόντριες, αν μπορούμε να τις πούμε έτσι. Γιατί, αναρωτιέται
βέβαια κανείς, πώς ήταν δυνατόν, ένα κοριτσάκι, ενώ οι συνομήλικες του έπαιζαν
με τις κούκλες, να αποφάσιζε να αφιερωθεί στην θεά θυσιάζοντας σκληρά την ζωή
του. Στην πραγματικότητα, οι πατέρες αποφάσιζαν για λογαριασμό τους. Με τον
ίδιο τρόπο γίνονταν απόλυτοι ρυθμισταί της ευτυχίας των θυγατέρων τους, όταν
τις αρραβώνιαζαν χωρίς να ζητήσουν την γνώμη τους.
Σιγά - σιγά όμως οι
«εθελοντικές προσχωρήσεις», δεν μπορούμε βέβαια να τις ονομάσουμε έτσι,
αραίωναν συνεχώς. Για να διορθωθεί λοιπόν ή κατάσταση ορίσθηκε, κατά τον πάπιο νόμο,
ότι αν πέθαινε μία Εστιάδα, για την αντικατάσταση θα διάλεγαν 20 κορίτσια καλής
οικογενείας και απο αυτά στην Εκκλησία θα κληρωνόταν το όνομα ενός.
Η προορισμένη γι' αυτό τον
σκοπό εθεωρείτο «παρμένη» από τον Μέγιστο 'Αρχιερέα και γινόταν Εστιάδα.
Χρησιμοποιούσαν τον όρο «παρμένη», επειδή η κοπέλα είχε αποσπασθεί από τον
πατέρα της, ο οποίος την είχε υπό την εξουσία του, και είχε αρπαχτεί σχεδόν σαν
να ήταν λάφυρο πολέμου. Αυτή ήταν η καθιερωμένη φράση, με την οποία ο αρχιερέας
χειροτονούσε την νέα ιέρεια: «Σε παίρνω,
Αγαπητή, για να εκπλήρωσης εσύ όλο το Ιερό τυπικό, το οποίο πρέπει να
εκπληρώνει μια Εστιάδα προς χάρη του λάου των Κυριτών.
Φαίνεται ότι στην φράση
αύτη η Εστιάδα ονομαζόταν Αγαπητή, γιατί αυτό θα ήταν το όνομα της πρώτης
Εστιάδος η ίσως επειδή η λέξη προέρχονταν από μια άλλη πού σήμαινε παρθένος. Οι
Εστιάδες πράγματι δεσμεύονταν με όρκο αγνότητας. Ήταν φρικτή η τιμωρία, πού
ύφίσταντο, όταν τον παρέβαιναν. Τις έθαβαν ζωντανές.
Αυτό συνέβη στην Ρέα
Σύλβια, την όμορφη κόρη του Νουμίτορος, βασιλιά της Άλβας. Ο Νουμίτωρ ήταν
γενναίος άνθρωπος, αλλά είχε μοχθηρό αδελφό (θα έλεγε κανείς ότι το φαινόμενο
είναι συνηθισμένο στις οικογένειες και η υπόθεση έχει αρχίσει από πολύ παλιά,
από τον Κάιν και Αβελ). Ο μοχθηρός λοιπόν αυτός αδελφός εκθρόνισε τον καλό
αδελφό του και, επειδή του είχαν προφητεύσει ότι οι διάδοχοι της Ρέας Σύλβιας
θα τον έδιωχναν από τον θρόνο, συνέλαβε μια φαεινή ιδέα. Απομάκρυνε την κοπέλα κατατάσσοντας την
μεταξύ των Εστιάδων. Την απομόνωσε, δηλαδή, σε μια χρυσή φυλακή (οι Εστιάδες
είχαν πάρα πολλά προνόμια), αλλά οπωσδήποτε φυλακή, και η Ρέα Σύλβια, εφ' όσον
ήταν Εστιάδα, δεν θα αποκτούσε παιδιά. Από τότε ο Αμύλιος αισθανόταν ήσυχος
στον θρόνο που με τόση δολιότητα είχε αποκτήσει. Λογάριαζε όμως χωρίς την
ανεψιά του. Εκείνη δεν είχε καμιά πρόθεση να γίνει Εστιάδα. Ήταν μια νέα γυναίκα
πού γνώριζε τι ήθελε. Η Ρέα Σύλβια ήθελε απλούστατα να παντρευτεί. Αλλά το να
βρεθεί όμως σύζυγος για μια Εστιάδα δεν ήταν κάτι απλό. Και η κατάσταση γινόταν
ακόμη πιο δύσκολη γιατί οι Εστιάδες ήσαν λίγες, έξη όλες κι όλες, και τίποτε
δεν ξέφευγε από το μάτι της Μεγάλης Έστιάδος.
Μια ημέρα όμως η Ρέα
Σύλβια πήγε στην πηγή των Καμένων να πάρει νερό για τις θυσίες. Ήταν ακόμη ένα
καθήκον πού έπρεπε να εκτελούν οι Εστιάδες, έκτος από την παρασκευή του
αλεσμένου χυλού - ένα μίγμα από αλεύρι και αλάτι, το οποίο έριχναν πάνω στα
σφάγια, πριν τα θυσιάσουν, και την φρούρηση του ιερού πυρός, συμβόλου της
αιώνιας δυνάμεως της Ρώμης. ·
Η πηγή βρισκόταν σε ένα
αλσύλλιο και ανάβλυζε ανάμεσα στην χλόη, όπου η κοπέλα ξάπλωσε να ξεκουραστεί
για λίγο. Το δροσερό όμως μουρμουρητό της πηγής την νανούρισε και αποκοιμήθηκε.
Ξύπνησε, όπως μας διηγείται ο Οβίδιος, με την εντύπωση ενός ονείρου:
"Ήμουν μπροστά στο
Ιερό της Εστίας όταν μου ξέφυγε από το κεφάλι η Ιερή μάλλινη ταινία και μου
έπεσε στον βωμό. Μα ξεπήδησαν από αυτόν - τί θαυμάσιο θέαμα - δυο όμοιες φοινικιές. Η μια
κάπως διαφορετική, ξεπήδησε και με εύφορα κλαδιά, όλη την γη σκίασε και έφθασε
με την κορυφή της τα πιο ψηλά αστέρια,
Και να το όπλο - αν και
τρέμω πού το ξανασκέπτομαι και η καρδιά μου χτυπά δυνατά ανεβάζει στα άστρα τον
θείο μου. Μα ένα χτύπημα, ένα πουλί πολεμικό και μια λύκαινα υπερασπίζονται
τους δίδυμους κορμούς και εξ αίτιας αυτών σώθηκαν οι δύο φοινικιές".
Το όνειρο της Ρέας Σύλβιας
βγήκε αληθινό, γιατί από αυτήν γεννήθηκαν ο Ρωμύλος και ο Ρέμος (κι εδώ ένας
κακός και ένας καλός αδελφός), που ως εκ θαύματος σώθηκαν από τον θάνατο πού
τους ετοίμαζε ο Αμύλιος. Μετά ο Ρωμύλος
σκότωσε τον Ρέμο και αφού αναλήφθηκε στους ουρανούς, λατρεύθηκε με το όνομα του
Κυρίνου. Ο Κυρίνος ήταν πολεμικός θεός. Ήταν σωστό βέβαια να είναι κάτι τέτοιο
αφού πατέρας των διδύμων ήταν ο Άρης.
Η Ρέα Σύλβια διηγήθηκε το
όνειρο της, άλλα δεν είπε ότι στο δάσος είχε συναντήσει τον Άρη. Εν πάση
περιπτώσει όμως πλήρωσε ακριβά το σφάλμα της. Μάταια αποκάλυψε ότι ήταν θεία
βούληση, πού αναγκάσθηκε να παραβεί τον όρκο της αγνότητας. Την κατέβασαν
ζωντανή σε ένα ανοιχτό τάφο. Μέσα στον τάφο αυτό έβαλαν επιπλέον ένα αμφορέα με
γάλα και μια λαμπάδα αναμμένη. Κατόπιν τον έκλεισαν σωρεύοντας επάνω του χώμα.
Ο Άρης φυσικά δεν
ενδιαφέρθηκε για το γεγονός. Η Εστιάδα όμως; Αυτή, όπως μας λέει ο Οβίδιος,
σκέπασε απλά τα μάτια με τα παρθενικά της χέρια.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου