Το
παρακάτω κείμενο έρχεται να υπενθυμίσει την μεγάλη πολιτιστική καταστροφή που
έφερε το υπό δημιουργία Ισλαμικό κράτος τόσο στις χώρες της Μεσοποταμίας όσο
και στην παγκόσμια πολιτιστική
κληρονομιά.
Αρχαιολογικές προσπάθειες αιώνων, έργα τέχνης και ολόκληρες αρχαίες πόλεις καταστράφηκαν σε μια στιγμή από απολίτιστους φανατικούς εξαιτίας ενός παράλογου και επικίνδυνου θρησκόληπτου μένους.
Αρχαιολογικές προσπάθειες αιώνων, έργα τέχνης και ολόκληρες αρχαίες πόλεις καταστράφηκαν σε μια στιγμή από απολίτιστους φανατικούς εξαιτίας ενός παράλογου και επικίνδυνου θρησκόληπτου μένους.
Στο
κείμενο που ακολουθεί θα παρακολουθήσετε τις προσπάθειες γενεών αρχαιολόγων να
φέρουν στο φως τους ανεκτίμητους θησαυρούς της Μεσοποταμίας
Kursobad ( Dur-Sharrukin ) πρωτεύουσα της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ
ΘΑΜΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ
- H εποποιία των αρχαιολόγων, που ξέθαψαν από τους αμμόλοφους τα λείψανα των χαμένων πολιτειών της Μεσοποταμίας με οδηγούς την Άγια Γραφή και λίγες πανάρχαιες επιγραφές.
- Πολιτισμοί πού δεν είχαν ιστορική συνέχεια και λαοί χωρίς διαδοχή αποκαλύπτονται από τους επίμονους ιχνηλάτες επιστήμονες και παραδίδονται στην ανθρωπότητα.
ΜΙΑ από τις ωραιότερες
κατακτήσεις της Αρχαιολογίας είναι η ανεύρεση πολιτισμών που είχαν θαφτεί εδώ
και πολλές χιλιετηρίδες στην άμμο. Πολιτισμοί πού είχαν εμφανιστεί και ανθήσει
στις αχανείς περιοχές τις διασχιζόμενες από τον Τίγρη και τον Ευφράτη ποταμό,
μεταξύ της έρημου της Συρίας και του οροπεδίου του Ιράν και μεταξύ των βουνών της Αρμενίας προς Βορρά
και του Περσικού Κόλπου προς Νότο. Αύτη είναι η Μεσοποταμία η οποία σήμερα,
κατά το μεγαλύτερο μέρος της, αποτελούσε την επικράτεια του Ιράκ.
Η αρχαιολογία της
Μεσοποταμίας γεννήθηκε την ήμερα που ο Π. Ε. Μποττά, Γάλλος πρόξενος στην Μοσούλη,
μετά από μια άκαρπη προσπάθεια η οποία διήρκησε από τον Δεκέμβριο του 1842 ως τον
Μάρτιο του 1843 στην τοποθεσία Κουγιουντζίκ (Νινευΐ), έφερε στο φως, στα τέλη
Μαρτίου 1843, ένα μνημειακό σύμπλεγμα διακοσμημένο με ανάγλυφα και επιγραφές
στο τέλλ (λόφο αποτελούμενο από αλλεπάλληλα
στρώματα ερειπίων διαφόρων
εποχών) του Χορσαμπάντ, καμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα βορειότερα. Αύτη η
ανακάλυψη δεν πέρασε απαρατήρητη στο Παρίσι. Τους επόμενους μήνες δόθηκε στον ανασκαφέα
χρηματική ενίσχυση και, κατόπιν επιθυμίας του, του έστειλαν ένα συνεργάτη από την
Γαλλία να σχεδιάσει τα ευρήματα, από τα οποία μερικά καταστρέφονταν αμέσως μόλις
έβγαιναν από το χώμα. Για να πούμε "την αλήθεια δεν ήταν η πρώτη φορά που
οι αρχαιολόγοι προσπαθούσαν να βρουν σε αυτούς τους χαρακτηριστικούς λόφους της
Μεσοποταμίας μία απάντηση στο αίνιγμα που είχαν θέσει. Ο Μποττά είχε προκατόχους.
Ο Άβας ντε Μπωσάν το 1786 και ο Αγγλος Ρ. Μίνιαν, που διέσχισε τον Τίγρη με
πλοίο το 1827, είχαν κάνει μερικές βολιδοσκοπήσεις, άλλα τα ευρήματα τους, κυρίως
κάτι κύλινδροι και σμαλτωμένες ή γραπτές πλίνθοι, δεν επέτρεπαν τον ισχυρισμό ότι
οι ανασκαφές μας βοηθούσαν να γνωρίσουμε την αρχαία Ανατολή.
Ο Μποττά δεν ήταν ειδικός,
άλλα δεν ήταν ούτε τυχαίος ερασιτέχνης και, μολονότι η τύχη τον ευνόησε, η
πρώτη ανακάλυψη δειγμάτων της ασσυριακής τέχνης ήταν απλό αποτέλεσμα της τύχης.
Ευτυχώς αυτή η ανακάλυψη δεν συνάντησε πλήρη αδιαφορία. Η Ανατολή βρισκόταν,
κατά κάποιο τρόπο, στην ημερησία διάταξη και μολονότι τα ακριβή δεδομένα ήσαν
σπάνια, δεν μπορούμε να πούμε ότι η άγνοια ήταν ολοκληρωτική.
Από τα μέσα που διέθεταν οι
πρώτοι ερευνητές για να γνωρίσουν την αρχαία Ανατολή, το πιο σημαντικό ήταν η
Αγία Γραφή. Η Παλαιά Διαθήκη, που αντικατοπτρίζει την ιστορία του Περιούσιου
Λαού, ήταν πλούσια πηγή πληροφοριών.
Έκτος από την Αγία Γραφή υπήρχαν
και οι ελληνολατινικές πηγές, που βοηθούσαν στην γνώση της αρχαίας Ανατολής. Πρόκειται
για διηγήσεις ταξιδιών. Από τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα ως τον Ρωμαίο Ιστορικό
Αμμιανό Μαρκελλίνο (μέσα του 4ου αί. μ. Χ) σώζεται ολόκληρη σειρά μαρτυριών για
τις αρχαίες χώρες και πόλεις. Με την βοήθεια παλαιοτέρων μαρτυριών και μυθικών αφηγήσεων
συνετέθη ένας αριθμός ιστοριών που έγιναν γνωστές από μεταγενέστερες
ανθολογίες. Έτσι, μέσω του Διόδωρου του Σικελιώτη διασώθηκαν κείμενα της
ιστορίας των Ασσυρίων και των Μήδων, που γράφηκαν περίπου τον 5ο αί. π.Χ από τον
Κνίδιο Κτησία. Χάρη στην «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» του Ιουδαίου ιστορικού Ιώσηπου
(1ος αί. μ.Χ) και στην Ιστορία των Χαλδαίων, Ασσυρίων και Περσών του Ευσεβίου, Επισκόπου
Καισαρείας, γνωρίζομε στοιχεία των τριών «Βαβυλωνιακών» του Βηρωσσού, Βαβυλώνιου
Ιερέα, του 4ου - 3ου αί π.Χ. Τέλος γεωγραφίες, που είναι κάτι περισσότερο από
άπλες ταξιδιωτικές διηγήσεις, έρχονται να συμπληρώσουν αυτό το σύνολο. Πρόκειται
κυρίως για τα «Γεωγραφικά» του Στράβωνα (περίπου 58 π.Χ - 25 μ.Χ) και για
γεωγραφικές περιγραφές της Μεσοποταμίας του Κλαύδιου Πτολεμαίου, τον 2ο αί.
μ.Χ.
Στην πραγματικότητα, αυτό που
ενδιέφερε την ελληνολατινική αρχαιότητα περισσότερο από μια βαθειά γνώση του
μεσοποταμιακού κόσμου ήταν η ανεκδοτολογική παρά η μυθική όψη του. Περίγραφες
της Βαβυλώνας, ανάμνηση θρύλων αναφερομένων στην Σεμίραμη και στους φημισμένους
κρεμαστούς κήπους της, κατάλογοι βασιλέων μυθικών και μη, αυτή είναι η ουσία αυτής
της προσφοράς. Έλληνες και Λατίνοι οδηγήθηκαν σε σχέση με την Μεσοποταμία, όπως
θα το έκαναν για την Αίγυπτο. Μία επίφαση εξωτισμού αρκούσε για να ικανοποίηση
την περιέργεια τους. Αυτή η στάση όσο απογοητευτική κι αν είναι, μπορεί να εξηγηθεί
κατά κάποιο τρόπο. Οι αρχαίοι δεν είχαν συνηθίσει να θεωρούν τους «βαρβάρους» σαν
αντικείμενα άξια ενδιαφέροντος, έκτος από δευτερεύοντα σημεία.
Επί πλέον οι Έλληνες, και αργότερα
οι Λατίνοι, είχαν σχέσεις μόνο με τον ετοιμοθάνατο πια πολιτισμό της
Μεσοποταμίας. Είτε το τέλος αυτού του πολιτισμού ήταν η κατάληξη της Βαβυλώνας από
τον Κύρο, το 539, η κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας από τον Αλέξανδρο είτε
η διάδοση του Χριστιανισμού εκείνοι δεν γνώρισαν άλλο ανατολικό πολιτισμό έκτος
από τον Περσικό. Τότε η παράδοση της Μεσοποταμίας είχε κιόλας «γεράσει» και ήταν
αδύνατη η ανανέωση της. Όποια και αν ήταν η λάμψη της Νεοβαβυλωνιακης
Αυτοκρατορίας, η τέχνη της αποκαλύπτει μια επιστροφή στην αρχαιότητα και δεν
εμφανίζει καμιά πρωτότυπη δημιουργία. Η αυτοκρατορία αυτή κατέρρευσε σχεδόν
χωρίς αντίσταση μπροστά στην περσική επίθεση. Η νέα αυτοκρατορία που γεννήθηκε
σε τριάντα χρόνια εμπνεύσθηκε από τον πολιτισμό της Μεσοποταμίας, στον οποίο
κυρίως οφείλει το σύστημα γραφής. Η καθυστερημένη όμως άφιξη της στο «προσκήνιο»
της Ανατολής και η καταγωγή της την εμπόδιζαν να συγχωνευτεί εντελώς με αυτό
τον κόσμο χωρίς να φέρει βαθιές αλλαγές. Εξ άλλου το κέντρο βάρους της νέας
αυτοκρατορίας βρισκόταν πιο μακριά, προς την Ανατολή.
Έτσι λοιπόν οι αρχαίοι Έλληνες
και οι Λατίνοι, είχαν σχηματίσει μια ιδέα που δεν ταίριαζε πολύ με την πραγματικότητα
της Μεσοποταμίας. Όμως η Δύση είχε ανατραφεί με τις αρχαίες πηγές και με την
Αγία Γραφή. Ταξιδιώτες επισκέφθηκαν την Ανατολή, αν όχι με τα κείμενα στα
χέρια, τουλάχιστον όμως με τις αναμνήσεις τών περιγραφών του Ηροδότου. Τον 19ο
αιώνα, χάρη στις πληροφορίες του Κλαύδιου Πτολεμαίου, σχεδιάσθηκαν χάρτες της
αρχαίας Μεσοποταμίας.
'Έκτος από την Αγία Γραφή
και τους Ελληνολατίνους συγγραφείς, υπήρχαν στις αρχές του 19ου αι. αφηγήσεις
Δυτικών ταξιδιωτών. Ο πρώτος γνωστός, ο ραβίνος περιηγητής Βενιαμίν ο εκ
Τουδέλης, σε κάποιο ταξίδι του, που διήρκεσε δεκατρία χρόνια (1160 - 1173) πήγε
από την 'Ισπανία ως την Περσία αναζητώντας τις εβραϊκές κοινότητες, και το 1165
μπόρεσε νά ταύτιση την Νινευή με μία σειρά λόφων κοντά στην Μοσούλη. Του αξίζει
κάθε έπαινος, γιατί, αν και βοηθήθηκε από τους τοπικούς θρύλους και τα
τοπωνύμια (βορείως του λόφου Κουγιουντζίκ, τον περασμένο αιώνα ένα χωριό ονομαζόταν
Νινιούα) κανένα εμφανές μνημείο δεν δικαιολογούσε αυτό το συμπέρασμα. Η διήγηση
του ταξιδιού του Βενιαμίν δημοσιεύθηκε μόλις τον 16ο αί. όταν πια η Ανατολή
άρχισε να θέλγει και άλλους ταξιδιώτες.
Τον 17ο αί. νέα φάση
αρχίζει μέ τον Ρωμαίο Πιέτρο ντε λά Βάλλε. Όταν γύρισε από ένα ταξίδι δώδεκα
ετών (1614-1626) έφερε μαζί του από την Μεσοποταμία εγγεγραμμένες πλίνθους που
είχε βρει, κυρίως στις τοποθεσίες της Βαβυλώνας και του Μονταγιάρ (Ούρ). 'Έκτος
από τις πλίνθους έφερε μαζί του και επιγραφές από την Περσέπολι, που τις είχε
αντιγράψει προσεκτικά. Για πρώτη φορά — το γεγονός είναι σημαντικό — τα ερείπια
του πολιτισμού της Μεσοποταμίας φθάνουν στην Ευρώπη και τίθενται στην διάθεση των
ερευνητών. 'Ενώ η αποκρυπτογράφηση της φοινικικής και της αραμαϊκής γραφής από
τον άββα Βαρθολομαίο έδειχνε τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθηθεί, καινούργια
στοιχεία προσετίθεντο: επιγραφές από την Περσέπολη, που είχε φέρει ο Δανός μαθηματικός
Νίμπουρ, ένα τουντουρού (στήλη με ανάγλυφα και επιγραφές θρησκευτικού χαρακτήρα)
ή χαλίκι του Μισώ (από το όνομα αυτού που το ανακάλυψε) και ένα κείμενο του
Ναβουχοδονόσορα. Για πολύ καιρό όλα αυτά τα στοιχεία ήσαν ένα αίνιγμα. Οι
ερμηνείες και οι μεταφράσεις που δημοσιεύθηκαν ήσαν κάτι παραπάνω από
φανταστικές. Το σπουδαίο όμως είναι ότι η ώθηση είχε δοθεί. Ασυναίσθητα, χωρίς να
το καταλάβει κανείς, η ασσυριολογία είχε αρχίσει να γεννιέται.
Στις αρχές του 19ου αί.
νέες πνευματικές τάσεις δημιουργούνται στην Ευρώπη. Σε συσχετισμό με το μεγάλο
κίνημα του ρομαντισμού, οι μορφωμένοι άρχισαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για
την σπουδή του παρελθόντος. Όλες οι ιστορικές επιστήμες γνωρίζουν αξιοσημείωτη
ανάπτυξη. Η μελέτη του εθνικού παρελθόντος των διαφόρων χωρών, η αποκρυπτογράφηση
των Ιερογλυφικών από τον Σαμπολιόν (1822) και η θεμελίωση της επιστήμης της
προϊστορίας (1838) από τον Μπουσέ ντε Πέρτ, ήσαν οι βασικές κατευθύνσεις των
νέων ερευνών. Και όμως, οι πνευματικές ανησυχίες δεν ήσαν το μόνο κίνητρο για
την ανάπτυξη της ασσυριολογίας. Και οι οικονομικοί λόγοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο.
Η εκστρατεία του Βοναπάρτη στην Αίγυπτο είχε δημιουργήσει φόβους στους Άγγλους ως προς την διατήρηση του δρόμου προς
την Ινδίες. Μια καλύτερη γνώση των χερσαίων οδών ήταν απαραίτητη. Βλέπομε να πολλαπλασιάζονται
οί αποστολές Άγγλων εξερευνητών προς την Ανατολή και η ασσυριολογία επωφελήθηκε
από αυτή την συρροή των συμπτώσεων.
Παρά το μέγεθος της
προσπάθειας, άνθρωποι σοφοί έσκυψαν στα λίγα ευρήματα που γνώριζε η Ευρώπη.
Μελετώντας μια τρίγλωσση σφηνοειδή επιγραφή, που είχε φέρει ο Νίμπουρ από την
Περσέπολη, έφθασαν προοδευτικά στην αποκρυπτογράφηση και των τριών κειμένων. Στηριζόμενοι
στην υπόθεση αφ' ενός μεν ότι το κεντρικό κείμενο ήταν περσικό, διότι η ίδια η
θέση του βεβαίωνε μια υπεροχή προς τα δυο άλλα, αφ' έτερου δε ότι το σύστημα γραφής
ήταν αλφαβητικό, επέσπευσαν την αποκρυπτογράφηση. Από δυο διαφορετικούς και
ανεξάρτητους δρόμους, στα χρόνια
που προηγήθηκαν της πρώτης ανασκαφής της Μεσοποταμίας, οι επιστήμονες έφθασαν
σε ένα πρώτο αποτέλεσμα. Ο Γκροτεφεντ, ο Μπύρνουφ καί ο Λάσσεν ανασύστησαν
γράμμα - γράμμα το περσικό αλφάβητο, ενώ ο Ρολινσον επέτυχε, το 1838, να
διάβαση και να μετάφραση την αρχη της επιγραφής του Δαρείου που βρήκε στον
βράχο του Μπεχιστούν, χωρίς νά γνωρίζει όλα τα συμπεράσματα των Ευρωπαίων επιστημόνων.
Είχε γίνει ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Η σημασία των ευρημάτων της
Μεσοποταμίας προκάλεσε πραγματικό ενθουσιασμό στο καλλιεργημένο κοινό και του «αποκάλυψε»,
όπως λέει ο Α. Παρρο, τον ασσυριακό κόσμο. Επί σαράντα ολόκληρα χρόνια, η Ασσυρία
κράτησε αποκλειστικά την προσοχή του κοινού. Κατά την πρώτη φάση των
αρχαιολογικών ανασκαφών της Μεσοποταμίας, υπάρχουν δυο περίοδοι δραστηριοτήτων που
χωρίζονται από μια παρατεταμένη διακοπή των εργασιών. Από το 1843 ως το 1855 οι
Γάλλοι Π. Ε. Μποττά, Β. Πλάς, Φ. Φρενέλ
και Ζ. Οππέρ,
Β.Κ. Λοφτους, ησαν οι πρωταγωνιστές
των ερευνών. Το ασσυριακό τρίγωνο τραβούσε κυρίως την προσοχή μετά τις
ανακαλύψεις του Μποττά: Χορσαμπάντ (Ντουρ-Σαρρουκέν), Κουγιουντζίκ (Νινευή),
Νιμρούδ (Καλάκ), Καλαάτ - Σεργάτ (Άσσούρ). Οι έρευνες διακοπήκαν για δεκαοκτώ χρόνια.
Ξανάρχισαν από το 1873 ως το 1882 με τον Τζ. Σμιθ και τον Χ. Ράσσαμ. Η
πυρετώδης δραστηριότητα τους αφορούσε τόσο τους προηγουμένους τόπους όσο και μια
σειρά άλλων τοποθεσιών, όπως το Άμπου - Χαμπά (Σιππάρ), πράγμα που δείχνει την γεωγραφική
εξάπλωση των εξερευνήσεων. Από το 1882 οι περιοχές της Μεσοποταμίας τραβούσαν
τά βλέμματα όλων. Ο Ράσσαμ όμως γύρισε στην Αγγλία και σταμάτησε τις ανασκαφές.
Έτσι μια καινούργια σελίδα της αρχαιολογίας της Μεσοποταμίας είχε γυρίσει.
Kursobad
Κατά την εξερεύνηση αυτών των
τόπων και από την εποχή της ερμηνείας της αρχαίας περσικής από τον Ρολινσον το
1838, η αποκρυπτογράφηση της σφηνοειδούς γραφής είχε πολύ προοδεύσει. Ο Ε.
Χίνκς απέδειξε το 1846 ότι δεν επρόκειτο για αλφαβητικό άλλα για συλλαβικό
σύστημα. Έδωσε έναν αριθμό σημείων και την ερμηνεία τους συγκρίνοντας τα κύρια ονόματα
με αυτά του περσικού κειμένου. Ο Ρολινσον προσδιόρισε και αυτός έναν αριθμό
σημείων και την σημασία τους και δημοσίευσε το 1851 το ασσυροβαβυλωνιακό
κείμενο της επιγραφής του Μπεχιστούν με την μετάφραση της πρώτης στήλης και 246
σημεία. Την ίδια εποχή οι ανασκαφές έφεραν στο φως σημαντικές ποσότητες
πινακίδων, κυρίως χάρη στην ανακάλυψη της βιβλιοθήκης του ανακτόρου του
Άσσουρμπανιπάλ στην Νινευή. Από τότε οι έρευνες εντάθηκαν. Εν τω μεταξύ πολλοί
άνθρωποι, και μεταξύ τους πασίγνωστοι επιστήμονες, αμφέβαλλαν για την αξία των
επιγραφικών ανακαλύψεων και κυρίως για την γλώσσα. Είναι αλήθεια ότι είχαν δοθεί
πολλές φανταστικές ερμηνείες. Η μια προερχόταν από τον κόμη Α. ντέ Γκομπινώ,
τον συγγραφέα της «Μελέτης πάνω στην ανισότητα τών ανθρωπίνων φυλών». Αυτός πρότεινε
ένα σύστημα πολύπλοκο για την ανάγνωση και την ταξινόμηση των 650 σημείων,
περιφρονώντας τον συλλαβισμό. Βεβαίωνε ότι η γλώσσα των πινακίδων ήταν αραβική,
ότι όλα τα κείμενα δεν ήσαν παρά ένα και μόνο, πλήρες ή όχι ανάλογα με την
περίπτωση, ότι ήταν μία προσευχή στον Θεό που γινόταν κατάρα αν διαβαζόταν
ανάποδα. Εν τω μεταξύ όμως είχαν ανακύψει πολλά προβλήματα. Ο Οππέρ μπόρεσε να προσδιορίσει
την αρχή της πολυφωνίας του σημείου και τα ποικίλα χαρακτηριστικά της γλώσσας.
Έχοντας αποδείξει τον σημιτικό της χαρακτήρα διετύπωσε την πρώτη μεγάλη αντιγνωμία
της ασσυριολογίας, διότι ο Ερνέστο Ρενάν αρνιόταν να θεώρηση την ασσυριακή σημιτική
γλώσσα. Χρειάσθηκε να περιμένουν οι επιστήμονες ως το 1872 για να γίνει ομοφώνως
δεκτό ότι επρόκειτο για έναν νέο κλάδο της σημιτικής. Οι σοφοί έψαξαν τότε να αποκαταστήσουν
την καταγωγή αυτού του τύπου γραφής. Αυτή υπήρξε η αιτία της δεύτερης μεγάλης
μάχης.
Κατά το τέλος αυτής της περιόδου
των σαράντα χρόνων, πρέπει να παραδεχθούμε την εκπληκτική έκταση των επιτευχθέντων
αποτελεσμάτων. Όχι μόνο μπορούσαν από τότε νά διαβάζουν και να καταλαβαίνουν μια
καινούργια γλώσσα, ένα σύστημα γραφής άγνωστο ως τότε, άλλα η σπουδαιότητα των
ερειπίων που βρέθηκαν και μεταφέρθηκαν στα ευρωπαϊκά μουσεία, ήταν τέτοια, ώστε
να μη γίνεται κάν λόγος εδώ για μια περιγραφή τους, ακόμα και σύντομη. Παρά την
έλλειψη πείρας των ανασκαφέων και την κατεύθυνση των ερευνών, ο ασσυριακός κόσμος
ξεπρόβαλε μέσα από τα μνημεία και τά έργα τέχνης: ανάκτορα, ζιγκουράτ (πύργοι που
χρησίμευαν την εποχή εκείνη σαν αστεροσκοπεία), ναοί, μνημειώδη ανάγλυφα, aνδροκέφαλοι, φτερωτοί ταύροι, στήλες,
αγάλματα και πολλά άλλα.
Στην αρχή, από την χαρά των
ανακαλύψεων, δεν προβληματίζονταν. Πολλά όμως από τα συμπεράσματα των πρώτων
ανασκαφών ήσαν πολύ βιαστικά και δημιούργησαν την ανάγκη αναθεωρήσεως. Έτσι, ανασκαφές που έγιναν από το 1928 ως το
1935 στο Χορσαμπάντ από το Ινστιτούτο 'Ανατολικών Σπουδών του Σικάγου έγιναν η αιτία
να αναθεωρηθούν ορισμένες ερμηνείες του Β. Πλάς.
Εντυπωσιακό είναι επίσης
το ενδιαφέρον του κοινού για όλες αυτές τις ανακαλύψεις. Το 1872 ο νεαρός αρχαιολόγος
Τζ. Σμίθ, που εργαζόταν στο Βρετανικό Μουσείο, ανακάλυψε μια κολοβή πινακίδα με
την βαβυλωνιακή εκδοχή του Κατακλυσμού, ανακάλυψη που αναστάτωσε σε τέτοιο
σημείο το κοινό ώστε η αγγλική εφημερίδα, «Νταίηλυ Τέλεγκραφ», πρόσφερε τα
απαιτούμενα χρήματα στον Σμιθ για να πάει στην Νινευή και να ψάξει να βρει τα
κομμάτια τα οποία έλειπαν από την πινακίδα. H προσπάθεια ήταν τολμηρή. Και όμως ο Σμιθ βρήκε
μια άλλη σπασμένη πινακίδα που συμπλήρωνε εν μέρει εκείνη του Βρεταννικου
Μουσείου. Το πλήθος των ευρημάτων επέτρεψε να επιβεβαιωθούν ο πολεμικός χαρακτήρας,
ο γλωσσολογικός τύπος, τα τεχνικά θέματα και η εξάπλωση αυτού του πολιτισμού,
άλλα δεν επέτρεψε να ερμηνευθούν οι προϋποθέσεις της δημιουργίας του.
Αντίθετα με αυτό που
συνέβη για την Ασσυρία, τίποτε δεν ήταν γνωστό για την Σουμερία. Αργότερα η ύπαρξη
της αποδείχθηκε τόσο από την φιλολογία όσο και από την αρχαιολογία. Ποτέ ίσως
δεν αποδεδείχθηκε καλύτερα ο συμπληρωματικός χαρακτήρας αυτών των δύο επιστημών
από ό,τι σε αυτή την περίπτωση εφ' όσον η ανακάλυψη της Σουμερίας ήταν το αποτέλεσμα
διπλής έρευνας.
Μερικοί ταξιδιώτες είχαν
ταξιδέψει αρκετά στην Κάτω Μεσοποταμία αλλά δεν ήσαν πολλοί, γιατί αυτός ο τόπος
δεν διέθετε τίποτε περισσότερο από τα φυσικά του θέλγητρα. Η επιθετικότητα των
φυλών, ειδικά των ξενόφοβων, και το άσχημο κλίμα έκαναν πολλούς ταξιδιώτες και αρχαιολόγους
να γυρίσουν πίσω. Αυτό όμως δεν αρκεί για να εξηγήσει την φανερή αργοπορία των
ανασκαφών. Στην πραγματικότητα, λίγο μετά την ανακάλυψη της Ασσυρίας, κινήθηκε
το ενδιαφέρον των επιστημόνων για την Κάτω Μεσοποταμία. Ο Άγγλος σερ Α.Χ.
Λάγυαρντ (1817-1894) κατά την διάρκεια μιας διερευνήσεως το 1850, καθυστέρησε
στο Νίφερ (Νιπουρ) και άρχισε εκεί έρευνες. Ο τόπος του φαινόταν ότι υποσχόταν
πολλά, άλλα δεν είχε καταλάβει ότι έπρεπε να ψάξει πιο βαθιά από ό,τι στην Νινευή,
και συνηθισμένος στις εύκολες επιτυχίες γύρισε γρήγορα πίσω. Ο σερ Γ. Κ. Λόφτους
εντόπισε το Ουάρκα και το Σενκερέ, ο Τζ. Ταίυλορ ταύτισε τον λοφο Μουκαγιάρ με
την πολη Ούρ, γνώστη από την Παλαιά Διαθήκη σαν πατρίδα του Αβραάμ. Κανείς όμως
δεν μπόρεσε να αντιληφθεί την αρχαιότητα των ανευρισκομένων αντικειμένων. Αυτοί
οι λόφοι φαίνονται πολύ φτωχοί στους «παραχαϊδεμένους» από τον πλούτο των
ασσυριακών λόφων αρχαιολόγους.
Πριν από τις ίδιες τις
ανασκαφές η μάλλον προτού ακόμα μπορέσουν να ερμηνεύσουν τα αποτελέσματα των
ανασκαφών, μερικοί επιγραφολόγοι έθεταν προβλήματα τα οποία έδιναν νέα
κατεύθυνση στις έρευνες. Πρώτος ο Χίνκς, το 1850, παρατήρησε ότι οι Ασσύριοι
κατείχαν μεν μια σημιτική γλώσσα, άλλα το συλλαβικό σύστημα γραφής δεν
συμφωνούσε με την ίδια την φύση της γλώσσας. Ήταν πολύ παράξενο το ότι οι Ασσύριοι
δημιούργησαν αυτό το ελάχιστα πρακτικό σύστημα. Πιθανότερο ήταν να είχαν δανειστεί
από ένα άλλο λαό το σύστημα της γραφής τους και να το είχαν προσαρμόσει στην γλώσσα
τους χωρίζοντας την σε συλλαβές. Από την στιγμή εκείνη το πρόβλημα είχε τεθεί σωστά.
Δεν έμενε πια παρά να βρεθούν οι εφευρέτες αυτής της γραφής. Ένα καινούργιο
δεδομένο παρουσιάσθηκε με την ανακάλυψη αλφαβηταρίων και λεξικών στην Βιβλιοθήκη
της Νινευή. Επρόκειτο για στοιχείο καθοριστικό. Ο Ζ. Οππέρ μελέτησε αυτά τα
αλφαβητάρια και το 1859, στην «Επιστημονική Αποστολή στην Μεσοποταμία», εξήγησε
τον μηχανισμό ο οποίος κατέληξε στην περιπλοκή του ασσυριακού συστήματος γραφής:
«Όταν οι Σημίτες δανείσθηκαν το σημείο που αντιπροσώπευε το κεφάλι, δέχθηκαν την
ίδια εποχή τον ήχο ΣΑΓΚ που σήμαινε γι' αυτούς (τους Συμερίους)
"κεφάλι", άλλα προσέθεσαν τον ήχο ΡΙΣ που στα ασσυριακά σήμαινε
κεφάλι».
Μία άλλη λογική σχέση του
έδειχνε ότι έπρεπε να ψάξει έξω από την Μεσοποταμία για την καταγωγή του λαού που
είχε επινοήσει αυτή την γραφή. Παρατήρησε ότι το λιοντάρι, συνηθισμένο ζώο στην
Ανατολή, δεν είχε ένα ειδικό σημείο και ότι γραφόταν με το σύμπλεγμα UR -MAX που
σήμαινε «μεγάλος σκύλος». Οι Συμέριοι λοιπόν προέρχονταν από έναν τόπο όπου δεν
υπήρχαν λιοντάρια. Η υπόθεση της αλλογενούς καταγωγής του λαού αυτού ήταν ακροφανής.
Χρειαζόταν όμως ακόμα να προσδιοριστεί αυτός ο λαός. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα
ήταν διπλό. Από το ένα μέρος έπρεπε να καθαρισθεί και να δοθεί ένα όνομα στον λαό
αυτό, από το άλλο να προσδιοριστεί η πραγματική του καταγωγή. Το 1855, ο Ρολινσον
έκανε λόγο για την Ακκαδία, άλλα ο Οππέρ, το 1869, πρότεινε για πρώτη φορά την
ονομασία Σουμερία εξ αιτίας των παλαιών επιγραφιών που μιλούσαν για έναν
«Βασιλιά της Σουμερίας και της Ακκαδίας. Ταύτιζε λοιπον τους Σουμερίους μέ τους
Τουρανίους (όρος πραγματικά ευρύς και ελάχιστα επιστημονικός, όπως πίστευε ο
Ρενάν), τους Ακκαδίους με τους Σημίτες.
Το εκπληκτικό είναι ότι
κατά την φάση αυτή έγινε μια μεθοδική έρευνα επί του θέματος. Αμέσως έγινε ομόφωνα
δεκτή η μη σημιτική καταγωγή του συστήματος γραφής και δεν δημιουργήθηκε καμιά
διαμάχη επάνω στο θέμα αυτό. Το 1874 όμως ο Ζ. Άλεβύ με τις «Κριτικές παρατηρήσεις
επί των υποτιθεμένων Τουρανίων της Βαβυλώνας», άρχισε την δεύτερη μεγάλη μάχη
της ασσυριολογίας αρνούμενος την μη σημιτική καταγωγή της γραφής. Βεβαίωσε
πρώτα ότι τα σουμεριακά κείμενα ήσαν ιδεογραφικά και ότι η Βαβυλώνα είχε
γνωρίσει μόνο σημιτικούς λαούς. Μπροστά
στις αντιρρήσεις που συνάντησε,
άλλαξε την θεωρία του η οποία έγινε, το 1885, θεωρία της «ιδεοφωνίας». Επί
είκοσι πέντε χρόνια και πλέον ο Αλεβύ οδήγησε την διαμάχη σε ένα «ιερό πόλεμο».
Αυτή η διαμάχη είχε σαν αποτέλεσμα να αργήσει να έλθει η στιγμή που το κοινό θα
μπορούσε να δεχθεί την βεβαιότητα της υπάρξεως των Σουμερίων. Το δίτομο «Λαρούς
γιά όλους», που εκδόθηκε το 1907, δίνει τον έξης ορισμό: «Σουμέριοι = συνώνυμο
τού Ακκάδων. Ακκάδιοι: όνομα ενός πρωτόγονου λαού της Κάτω Χαλδαίας». Ανακρίβεια
που αποδεικνύει άριστα την φανερή αβεβαιότητα, στην οποία βρίσκονταν οι επιστήμονες,
αν σκεφθούμε ότι στην Ασσυρία είχαν αφιερώσει μισή στήλη.
Μόνο χάρη στην επίμονη του
Αλεβύ μπόρεσε να εκλείψει αυτή η αβεβαιότητα, γιατί ήδη η αρχαιολογία είχε επικυρώσει
τα δεδομένα της φιλολογίας. Ο έπαινος ανήκει στον υποπρόξενο της Γαλλίας στην Βασόρα
Έ. Ντε Σαρζέκ. Έχοντας ακούσει να λένε ότι ενεπίγραφα αγάλματα από διορίτη
βρίσκονταν στην θέση Τέλλο, και ενθυμούμενος ότι ο Ζ. Οππέρ είχε σημειώσει την σπουδαιότητα
της περιοχής, την επισκέφθηκε και μετά άνοιξε ένα μονοπάτι. Είχε ελευθερία κινήσεως
διότι μπόρεσε να διενεργήσει ανασκαφές ως το 1900. Χάρη στα ενεπίγραφα
αγάλματα, κυρίως, μπόρεσε να ταυτίσει την τοποθεσία εκείνη με την πόλη Λαγκάς.
Επιπλέον, ο λόφος δεν ήταν καλυμμένος από σύγχρονες οικοδομές. Από την αρχή της
ανασκαφής ο Σαρζέκ βρέθηκε μπροστά στην νεοσυμεριακη περίοδο. Αυτό τού επέτρεψε
να μην αποθαρρυνθεί όπως οι προηγούμενοι ανασκαφείς. Υποστηριζόμενος από τον Λ.
Έζέ, μπόρεσε να πραγματοποίηση τέσσερις αποστολές ως το 1881. Τότε, σε μια
διάλεξη που έδωσε στην Ακαδημία των Επιγραφών αποκάλυψε την σπουδαιότητα των
ανακαλύψεων του. Εν συνεχεία, και ενώ ο Σαρζέτ συνέχιζε τις ανασκαφές, άλλοι τόποι
εξερευνήθηκαν για να φέρουν στο φως περισσότερα στοιχεία αυτού του νέου
πολιτισμού. Ο Γερμανος Κολντεβαϋ, που έγινε διάσημος χάρη στις ανασκαφές του
στην Βαβυλώνα, ανέσκαψε, αργότερα, το 1886, είκοσι χιλιόμετρα περίπου ανατολικά
τού Τέλλο: δυο λοφους·. τον Σουργκούλ και τον Ελ - Χίμπα. Η τοποθεσία Νίφφερ, που
ο Οππέρ ταύτισε μέ την αρχαία Νιππουρ επελέγη από μια αμερικανική αποστολή. Αργότερα
το 1894, ο πατέρας Σέιλ δούλευε στο Άμπου Χάμπα (Σιππάρ). Αυτή υπήρξε η αρχή της
επεκτάσεως των ερευνών στην χώρα των Σουμερίων, που έθεσε νέα προβλήματα στους αρχαιολόγους.
Στις αρχές τού 20ου αιώνα, ο επιστημονικός κόσμος πείσθηκε για την ύπαρξη των
Σουμερίων. Και όμως επάνω σ' αυτούς σκύβει η σύγχρονη αρχαιολογία. Πάντοτε λοιπόν
θα υπάρχει ένα πρόβλημα, εφ' όσον οι άνθρωποι ψάχνουν να καθορίσουν την ίδια
τους την καταγωγή.
JEAN - CLAUDE MARGUERON
Η
απόλυτη ισοπέδωση μίας αρχαίας πόλης
Λεηλασίας
έργων τέχνης από το Ισλαμικό Κράτος
Το μένος τους σε έργα τέχνης, καταστρέφοντας ιστορικά
μνημεία, συνεχίζουν να βγάζουν οι τζιχαντιστές.
Το Ισλαμικό Κράτος έδωσε στη δημοσιότητα βίντεο το
οποίο καταγράφει τους μαχητές της ενώ διαλύουν τα έργα τέχνης στην αρχαία
ασσυριακή πόλη Νιμρούντ, στο Ιράκ, προτού ανατινάξουν την ιστορική τοποθεσία.
Οι εικόνες- η ημερομηνία μαγνητοσκόπησης των οποίων δε
διευκρινίζεται- αποκαλύπτει πως το Νιμρούντ έχει ισοπεδωθεί. Η καταστροφή των
μνημείων είχε γνωστοποιηθεί πριν από ένα και πλέον μήνα- και η UNESCO είχε
καταγγείλει ένα «έγκλημα πολέμου»- όμως δεν είχε μέχρι σήμερα καταστεί γνωστό
το εύρος των ζημιών που είχαν προκαλέσει οι τζιχαντιστές.
«Από τη στιγμή που μπορούμε να καταστρέψουμε τα
σύμβολα της ειδωλολατρίας και να επεκτείνουμε το μονοθεϊσμό, θα το κάνουμε»
υπόσχεται ένας εξτρεμιστής στο τέλος του βίντεο.
Στις εικόνες που μεταδόθηκαν, τζιχαντιστές καταστρέφουν,
χρησιμοποιώντας τσεκούρια, ανάγλυφες παραστάσεις και αγάλματα. Κατόπιν
τοποθετούν βαρέλια που έχουν γεμίσει με πυρίτιδα σε ένα μνημείο όπου
απεικονίζονται ασσυριακές θεότητες και τελικά μια τεράστια έκρηξη σημειώνεται
και ένα σύννεφο σκόνης καλύπτει τα πάντα στην ιστορική τοποθεσία.
iefimerida.gr
http://www.iefimerida.gr/news/201082/i-apolyti-isopedosi-mias-arhaias-polis-neo-vinteo-leilasias-ergon-tehnis-apo-islamiko#ixzz3Z17Tgvho
TO IΣΛΑΜΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΘΗΣΑΥΡΟΥΣ ΤΩΝ ΑΣΣΥΡΙΩΝ ΣΤΟ ΙΡΑΚ
To
Iσλαμικό Κράτος δημοσίευσε ένα νέο βίντεο στα κοινωνικά δίκτυα όπου
εμφανίζονται μέλη του να καταστρέφουν αρχαιολογικές συλλογές του
μoυσείου της Μοσούλη στο Ιράκ .Πολιτιστική κληρονομιά 3000 ετών
καταστράφηκε.Γλυπτά του μεσοποταμιακού πολιτισμού των Ασσυρίων
κατεδαφίζονται με κόφτες, αλυσοπρίονα. βαριοπούλες. Είναι τέτοιο το
μένος τους που ακόμη και τα ριγμένα στο έδαφος αγάλματα τα τεμαχίζουν
και τα ακρωτηριάζουν με κομπρεσέρ.
Το σχόλιο που συνοδεύει τις εικόνες της
βεβήλωσης και σίλησης αρχαιότατων ευρημάτων επεξηγεί ότι πρόκειται για
μια ενέργεια σεβασμού στην επιθυμία του προφήτη Μωάμεθ που επιστρέφοντας
από την Μέκκα ζήτησε από την κοινότητά του να αποσύρει τα αγάλματα που
βρίσκονταν κοντά στην Kaaba γιατί αποτελούσαν αντικείμενο λατρείας.
Αιώνες
Ιστορίας καταστράφηκαν σε λίγα λεπτά όπως οι φημισμένοι φτερωτοί ταύροι
που ήταν οι φύλακες στην είσοδο του παλατιού για την φύλαξή του αλλά
και στις εκατοντάδες πύλες της πόλης. Αποκαλούνται Shêdu ή lamassu και
είναι ανθρωπόμορφοι ταύροι.Κάποιοι από αυτούς φυλάσονται στο Λούβρο.
Tζιχαντιστής που εμφανίζεται στο βίντεο αναφέρεται στην σουράτα 37 του κορανίου και λέει ότι ο προφήτης Ιμπραήμ έσπασε τα είδωλα στο Ιράκ και στη Μεσοποταμία.
Δεν
είναι η πρώτη που φορά που οι ισλαμιστές επιδίδονται σε αντίστοιχες
ενέργειες.Το 2012 χρησιμοποιήθηκαν αντίστοιχες πρακτικές στο Tombouctou
που προκάλεσαν την έντονη ανατίδραση της διεθνούς κοινότητας αφού
αρχαίοι τάφοι και μαυσωλεία καταστράφηκαν.Οι εξτρεμιστές αναφέρονται στο
πρώτο κεφάλαιο sourate του Κορανίου όπου αναφέρεται ΄ότι «δεν υπάρχει
άλλος θεός πλην του Αλλάχ » και επομένως καμιά άλλη οντότητα δεν μπορεί
να γίνεται αντικείμενο λατρείας και να δέχεται τις προσευχές των πιστών.
(Lalibre 26.2.15)
dimpenews.com
Ιράκ: Πληροφορίες για καταστροφή και τρίτου αρχαιολογικού χώρου από την ISIS
Η κυβέρνηση του Ιράκ
ερευνά πληροφορίες ότι ο αρχαιολογικός χώρος του Χορσαμπάντ στο βόρειο Ιράκ
δέχθηκε επίθεση από μέλη του Ισλαμικού Κράτους.
Ο Αντέλ Σιρσχάμπ, υπουργός
Τουρισμού και Αρχαιοτήτων του Ιράκ, είπε στο Associated Press ότι υπάρχουν
ανησυχίες ότι τζιχαντιστές θα πάρουν αρχαία αντικείμενα και θα καταστρέψουν τον
αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται 15 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μοσούλης.
Ο Σαΐντ Μαμουζίνι, κούρδος
αξιωματούχος από τη Μοσούλη, δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων -επικαλούμενος
αυτόπτες μάρτυρες- ότι ένοπλοι ξεκίνησαν την καταστροφή του Χορσαμπάντ την
Κυριακή.
Εάν οι πληροφορίες
επιβεβαιωθούν, τότε θα πρόκειται για τον τρίτο αρχαιολογικό χώρο που
καταστρέφεται μέσα σε διάστημα τριών ημερών. Την Παρασκευή τζιχαντιστές
κατέστρεψαν την 3.000 ετών Νιμρούντ και το Σάββατο κατέστρεψαν με μπουλντόζες
την 2.000 ετών Χάτρα.
Ο ΓΓ του ΟΗΕ έχει
αποκαλέσει την καταστροφή ως «έγκλημα πολέμου». Σε ανακοίνωσή του που διάβασε
εκπρόσωπός του την Κυριακή, ο Μπαν Γκι-Μουν εξέφρασε την οργή του «για τη
συνεχόμενη καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς στο Ιράκ».
Η Χορσαμπάντ υπήρξε
πρωτεύουσα των Ασσυρίων που ίδρυσε ο Σαργών Β΄ το 717 π.Χ. λίγο μετά την άνοδό
του στην εξουσία. Η πόλη εγκαταλείφθηκε μετά τον θάνατό του το 705 π.Χ.
Η πόλη αποτελεί δείγμα
ασσυριακής τέχνης και αρχιτεκτονικής. Πολλά από τα γλυπτά που βρέθηκαν στην
πόλη εκτίθενται σήμερα σε μουσεία του εξωτερικού.
Τζιχαντιστές έχουν
καταστρέψει αγάλματα στο Μουσείο της Μοσούλης, ενώ το Ισλαμικό Κράτος έχει
κάψει εκατοντάδες βιβλία από τη βιβλιοθήκη και το Πανεπιστήμιο της Μοσούλης,
ανάμεσά τους και πολλά σπάνια χειρόγραφα.
Το Ιράκ έχει ζητήσει
έκτακτη σύνοδο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την αντιμετώπιση της κρίσης
στο Ιράκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου