Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

Παλαιά Ομαδικά παιχνίδια





For the Record:
Παλαιά Ομαδικά παιχνίδια

Είναι κρίμα που τα περισσότερα από αυτά τα παιχνίδια τείνουν προς εξαφάνιση..
Γράφει ο Γιώργος Μεγαλομάτης

 Αγαλματάκια
Τα αγαλματάκια παίζονται από τρία παιδιά και πάνω. Ένα παιδί «τα φυλάει» και κλείνει τα μάτια. Κρατά κλειστά τα μάτια του και λέει τη φράση: «Αγαλματάκια αγαλματάκια, ακίνητα κι αγέλαστα, μέρα ή νύχτα;». Όσο λέει τη φράση και κρατά κλειστά τα μάτια, τα άλλα παιδιά κινούνται. Όταν τα ανοίξει όλοι πρέπει να είναι ακίνητοι. Αν κάποιο παιδί εκείνη τη στιγμή που ανοίγει τα μάτια του κινηθεί, «τα φυλάει» εκείνο.


 Βαλμάς

-Βαλμά, Βαλμά!
- Ορίστε, αφέντη Παλαμά.
- Πού τα’ χεις τ’ άλογα;
- Στη βοσκή.
- Πού;
- Στο Καστρί.
- Και συ τι κάνεις εδώ;
(ακολουθεί κυνηγητό γιατί ο Βαλμάς άφησε μόνα τα άλογα).


 Γαϊτανάκι
Το γαϊτανάκι αποτελείται από ένα ξύλινο κοντάρι. Στην κορυφή του είναι πιασμένες αρκετές πολύχρωμες κορδέλες, που είναι μακριές. Κάθε κορδέλα την κρατάει ένα παιδί και τραγουδώντας κάποιο τραγούδι γυρνάει γύρω γύρω. Το ένα παιδί περνάει τη μια φορά μέσα και την άλλη από έξω από το άλλο παιδί και έτσι οι κορδέλες πλέκονται πολύχρωμες πάνω στο κοντάρι δημιουργώντας διάφορα χρωματιστά σχέδια.

Μπούφος

Μία γυναίκα ντύνεται μπούφος. Φοράει στεφάνι από κλαδί ελιάς και υποδύεται τον μπούφο που κυνηγά να πιάσει τις κότες (άλλες γυναίκες και κοπέλες).

Το “Χάσκω”

Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, το βράδυ, ο πατέρας ή ο μεγαλύτερος της οικογένειας έκρυβε ένα αυγό μέσα στο γιαούρτι. Το αυγό ήταν βρασμένο και τρυπημένο σε δύο σημεία απ’ όπου περνούσε ένα σχοινί. Ο πατέρας μετακινούσε το αυγό με το σχοινί μέσα στο γιαούρτι. Όποιο μέλος της οικογένειας εντόπιζε το αυγό (μετά από αρκετό γιαούρτωμα), ήταν νικητής.

Βόλοι ή μπίλιες

(αυτοσχέδιες κατασκευές από κερί ή χώμα, αργότερα από γυαλί)

Έβαζαν σε μια σειρά ο καθένας τη μπίλια του σε μια γραμμή. Στη συνέχεια προσπαθούσαν να παρασύρουν τις μπίλιες από τη γραμμή πετώντας από κάποια προκαθορισμένη απόσταση μια άλλη μπίλια που είχε ο καθένας. Όποια παρέσερνε από τη γραμμή την έπαιρνε.

Γ(ου)ρούνα

 

 
(Το) Κορόιδο

Για να παιχτεί αυτό το παιχνίδι χρειάζονται 3 παιδιά και μια μπάλα. Τα δυο παιδιά κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλο και στη μέση ο τρίτος («το κορόιδο»). Τα δυο παιδιά πετούν ο ένας τη μπάλα στον άλλο και ο τρίτος προσπαθεί να την πιάσει. Αν καταφέρει να την πιάσει, παίρνει τη θέση του αυτός που την πέταξε.

Κλέφτες κι αστυνόμοι

Παίζουν όσα παιδιά θέλουν και χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η μία είναι οι κλέφτες και η άλλη οι αστυνόμοι. Οι αστυνόμοι προσπαθούν να πιάσουν τους κλέφτες, ακουμπώντας τους στην πλάτη. Αυτοί για να προφυλαχτούν, ακουμπούν με την πλάτη κάτω ή στον τοίχο. Αλλά και οι κλέφτες προσπαθούν συγχρόνως να ακουμπήσουν στην πλάτη τους αστυνόμους. Όποιον τον ακουμπήσουν στην πλάτη, βγαίνει από το παιχνίδι. Νικητής είναι όποια ομάδα μείνει με τα περισσότερα παιδιά.
   

Κυνηγητό

Το απλό αυτό παιχνίδι παιζόταν σε πολύ ανοιχτό χώρο. Απαιτούσε ταχύτητα, επιδεξιότητα ελιγμών και μεγάλη αντοχή. Ένα παιδί με κλήρο γινόταν κυνηγός. Με την έναρξη του παιχνιδιού τα υπόλοιπα παιδιά σκορπίζονταν μακριά, άλλα εδώ και άλλα εκεί. Ο κυνηγός έτρεχε να πιάσει ένα απ’ όλα τα παιδιά και φυσικά διάλεγε για την περίσταση, όποιο πίστευε, πως ήταν αδύνατο στο τρέξιμο και νόμιζε πως είναι «του χεριού του». Τ’ άλλα παιδιά προσπαθούσαν να τον παραπλανήσουν και να τραβήξουν το ενδιαφέρον του προς το μέρος τους για να γλιτώσουν από τα χέρια του το παιδί, που ’βαλε «στο μάτι». Τέλος, όποιο παιδί έπιανε ο κυνηγός, έπαιρνε αμέσως τη θέση του και το παιχνίδι συνεχιζόταν.


Κρυφτό

Παίζεται με αρκετά παιδιά. Ένα από αυτά με κλήρωση, «τα φυλάει», κλείνει τα μάτια του και μετρά, λ.χ. ως το είκοσι. Τα υπόλοιπα παιδιά, στο διάστημα αυτό, κρύβονται. Όταν το παιδί που «τα φυλάει» τελειώσει το μέτρημα, ψάχνει να βρει τους συμπαίκτες που έχουν κρυφτεί. Αν βρει κάποιον, λέει «φτου, σε βρήκα!». Αν όμως προλάβει κάποιο παιδί και φτάσει στο χώρο που «τα φυλάνε» και πει «φτου, ξελεφτερία!», τότε ελυθερώνονται όλοι από τις κρυψώνες και ο συμπαίκτης που «τα φύλαγε», «τα ξαναφυλάει».


Μήλα ή μηλάκια


Παίζεται από δύο ομάδες 4-6 ατόμων η καθεμια. Χαράζουν στο έδαφος δύο παράλληλες γραμμές σε απόσταση 10 περίπου μέτρων η μία από την άλλη. Πίσω από αυτές στέκονται οι παίχτες της μιας ομάδας ισομοιρασμένοι. Ανάμεσα στις γραμμές στέκονται τα παιδιά της άλλης ομάδας. Σκοπός της ομάδας που είναι έξω από τις γραμμές, είναι να χτυπήσει με μια μπάλα τους παίχτες της ομάδας που είναι μέσα. Όποιον χτυπάει η μπάλα τον αποσύρουν από το παιχνίδι. Όταν μένει ένας μόνο μέσα και καταφέρει να μείνει ακτύπητος σε 10 μπαλιές, η ομάδα του είναι νικήτρια και οι συμπαίκτες του ξαναμπαίνουν μέσα. Εάν όμως χτυπηθεί, οι ομάδες αλλάζουν θέσεις. Αν κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού κάποιος από αυτούς που είναι μέσα στις γραμμές, κατορθώσει να πιάσει τη μπάλα χωρίς να πέσει κάτω, λέμε ότι έχει ένα «μήλο». Το «μήλο» αυτό χρησίμευε για να ισοφαρίσει κάποιο χτύπημα και να μη βγει απ' το παιχνίδι.

Μπιζ!
 

Μαζεύονταν πολλά παιδιά, έως και 15. Κάποιο απ' αυτά γυρνούσε την πλάτη του στα υπόλοιπα για να μην μπορεί να τα βλέπει. Στη συνέχεια, κάποιος «βαρούσε» (χτυπούσε) την ανοιχτή παλάμη τού γυρισμένου και εκείνος έπρεπε να βρει ποιος τον «βάρεσε».

Μότσιος

Δύο ομάδες παιδιών και στο κέντρο ο Μότσιος, δηλαδή ένα μεταλλικό κουτί που κάθε ομάδα επιχειρεί να ρίξει κάτω. Όταν στοχεύει η μία ομάδα, η άλλη καραδοκεί για να πιάσει την πλάκα (πέτρα) και να αποκτήσει το πλεονέκτημα, να ρίξει εκείνη το Μότσιο.

Παπαδιά καβάλα (= μακριά γαϊδούρα)
 

Παιζόταν μόνο από αγόρια.

Υπάρχουν δύο ομάδες και μια «μάνα», που είναι ο αρχηγός και διαιτητής του παιχνιδιού. Η "μάνα" στέκεται όρθια με την πλάτη στηριγμένη στον τοίχο. Ο πρώτος παίχτης της μιας ομάδας σκύβει, χωρίς να λυγίσει τα πόδια του, και πιάνεται από τη μέση της «μάνας». Κατά τον ίδιο τρόπο σκύβει και πιάνεται από τη μέση του πρώτου ο δεύτερος, από τη μέση του δεύτερου ο τρίτος, κ.ο.κ. Τα παιδιά της άλλης ομάδας πηδούν με τη σειρά πάνω στις ράχες των παιδιών της πρώτης ομάδας και ο αρχηγός τους απαγγέλλει κάποιους στίχους, δείχνοντας με τα δάκτυλά του έναν αριθμό που πρέπει να τον μαντέψει εκείνος που το κρατάει στην πλάτη του. Αν δεν τον μαντέψει, το παιχνίδι επαναλαμβάνεται κατά τον ίδιο τρόπο, αλλιώς οι δύο ομάδες αλλάζουν ρόλους.

Πατώ (ή Κουτσό)

Παιζόταν συνήθως από κορίτσια.

Τα παιδιά χωρίζουν ένα μεγάλο τετράγωνο σε οκτώ μικρότερα. Έχουν μια πλατιά πέτρα που τη λένε «ομάδα» ή «αμάδα». Πετάνε την «ομάδα» στο πρώτο τετράγωνο. Κατόπιν, στηριζόμενα στο ένα πόδι και κλοτσώντας την «ομάδα», προσπαθούν να πάνε μέχρι το όγδοο τετράγωνο, χωρίς ν' ακουμπήσουν τις γραμμές, ούτε με το πόδι ούτε με την «ομάδα». Όταν φτάσουν στο όγδοο κουτάκι, πρέπει να ξαναγυρίσουν στο πρώτο.
  

Πεντόβολα

Οι συμμετέχοντες φέρουν ο καθένας από 4 στρογγυλά πετραδάκια. Στο κέντρο τοποθετείται μία μεγαλύτερη πέτρα, ο «κούκος». Καθένας προσπαθεί, ρίχνοντας ταυτόχρονα στον αέρα το πεντόβολό του και τον «κούκο» να τα πιάσει και τα δυο, αλλιώς χάνει τη σειρά του και τα πεντόβολα.

«Πετάει, πετάει»

Το παιχνίδι αυτό παιζόταν από αγόρια και κορίτσια. Η «μάνα» οριζόταν με κλήρο, έβαζε το δείκτη του δεξιού χεριού της πάνω σε ένα πέτρινο πεζούλι ή σε μια μεγάλη ίσια πλάκα ή σε τραπέζι και, με τη σειρά τους, όλα τα παιδιά μαζεύονταν γύρω της σε κύκλο κι έκαναν το ίδιο.
Η μάνα άρχιζε το παιχνίδι λέγοντας: «Πετάει, πετάει ο αϊτός» και συγχρόνως σήκωνε ψηλά το δεξί της χέρι σε ένδειξη πως πραγματικά πετούσε. Οι παίχτες έκαναν ακριβώς το ίδιο. Η μάνα για να παραπλανήσει τα παιδιά ανέφερε εκτός από τα πουλιά που πετούν και ζώα ή πράγματα που φυσικά δεν πετούν. Λέει π.χ. «πετάει, πετάει το γεράκι» κι αμέσως μετά «πετάει, πετάει το κεράκι». Οι παίχτες παρασύρονταν από το ομοιοκατάληκτο των λέξεων και το σήκωμα του χεριού της «μάνας» και σήκωναν το χέρι τους όχι μονάχα στην λέξη γεράκι που πετάει αλλά και στην λέξη κεράκι που όμως δεν πετάει. Η «μάνα» φυσικά είχε το δικαίωμα από τους κανόνες του παιχνιδιού να σηκώσει το χέρι της και για όσα δεν πετούν. Τα παιδιά που σήκωναν το δεξί τους χέρι στην λέξη «κεράκι», φερ’ειπείν, έχαναν και συγχρόνως δέχονταν να κάνουν τον ήχο του ζώου π.χ. γαϊδάρου.

«Περνά, περνά η μέλισσα»


Τα παιδιά εκλέγουν δύο αρχηγούς. Αυτοί οι δύο ονομάζονται με κάτι γλυκό ή σπουδαίο ή καλό (εγώ είμαι διαμάντι λέει ο ένας, εγώ ζαφύρι λέει ο άλλος). Τότε στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλον και τα υπόλοιπα παιδιά κάνουν μία ουρά και τα δύο παιδιά χτυπούν τα χέρια τους ψηλά σαν αψίδα να περάσουν οι άλλοι από κάτω τραγουδώντας: «Περνά, περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα και με τα παιδόπουλα, παιδόπουλα». Σταματούν σ' ένα παιδί που περνάει εκείνη τη στιγμή κάτω από την αψίδα και του λένε μυστικά στ' αυτί τις δυο λέξεις που διάλεξαν και το παιδί πρέπει να επιλέξει μια από τις δυο. Όποια λέξη από τις δυο επιλέξει πάει με το παιδί που διάλεξε αυτή τη λέξη. Έτσι γίνεται και με τους υπόλοιπους. Όποιος πάρει τους περισσότερους, κερδίζει..

Πηδητό
 
Δύο παιδιά βάζουν τις παλάμες των χεριών τους ως εμπόδιο στα άλλα για να πηδήξουν. Στην αρχή μία παλάμη, μετά δύο, τρεις… Όποιος πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο άλμα πάνω από τις παλάμες είναι ο νικητής.

   * Πινακωτή

Τα παιδιά χωρίζονταν σε δύο ομάδες. Κάποιος ήταν η μάνα (πινακωτή) και κάποιος ο βασιλιάς. Πήγαινε λοιπόν ο αρχηγός της μιας ομάδας και της έλεγε "Κυρά Πινακωτή είπε ο βασιλιάς να μου δώσεις το πιο καλό αρνί", και αυτή του απαντούσε "Διάλεξε όποιο Θέλεις". Τότε αυτός πήγαινε στην άλλη ομάδα και προσπαθούσε να πιάσει τα παιδιά τα οποία έτρεχαν. Όσα παιδιά έπιανε τα έβαζε στον τοίχο και τα έδινε στο βασιλιά. Αυτό γινόταν και με την άλλη ομάδα. Κέρδιζε η ομάδα που έπιανε όλα τα παιδιά πιο γρήγορα.

 
Ποταμάκι

Τα παιδιά σχεδιάζουν ένα λαβυρινθώδες ποταμάκι στο χώμα, το οποίο χωρίζουν με κάθετες γραμμές ανά μέτρο (κουτάκια). Κρατούν το καθένα μικρά κομμάτια ξύλου, τα πετούν από την αφετηρία του ποταμού και επιχειρούν να μείνουν εντός του ποταμού και όσο πιο μακριά μπορούν. Όταν ακουμπήσουν γραμμή ή βγουν εντελώς «έξω», παίρνουν «τζίφες» (αρνητικοί πόντοι) και χάνουν τη σειρά τους.

 
Σαΐτα
 
Η σαΐτα ήταν μικρή κι απλή στην κατασκευή καθώς γινόταν από μια κόλλα χαρτί τετραδίου. Το χαρτί αυτό διπλώνονταν στα δυο, σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και ξαναπλωνόταν αντίστροφα στα τέσσερα, για να πάρει το σχήμα της γνωστής σαΐτας που τα παιδιά εξακόντιζαν με τους δείκτες των χεριών τους. Το ορθογώνιο τμήμα του χαρτιού, που περίσσευε, κοβόταν με το χέρι σε μια μακριά στενή λωρίδα που αποτελούσε την ουρά της σαΐτας. Οι δυο άκρες ενός ράμματος δένονταν στης δυο τρύπες των τριγωνικών αυτιών τις που γίνονταν με ένα τρίτο μικρό αντίστροφο δίπλωμα του χαρτιού. Το ράμμα αυτό ήταν ίσιο στο μήκος με τις δυο πλευρές τις σαΐτας που ξεκινούσαν από τις δυο τρύπες των αυτιών τις και κατέληγαν στην κορυφή της. Από τη μέση ακριβώς του ράμματος αυτού δενόταν το ράμμα που κάθε παιδί κρατούσε και πετούσε με αυτό την σαΐτα .Έτσι επιτυγχάνονταν τα ζύγια της με την ισόμετρη διαίρεση του ράμματος στα δυο και το ανάλογο μήκος της ουρά στης, ώστε να μην βαϊζει, αλλά ναζυγιάζεται.
 
Σβούρα

Η σβούρα ήταν πολύ διαδεδομένο παιχνίδι αλλά χρειαζόταν και τεχνική. Τις σβούρες τα παιδιά ή τις αγόραζαν ή τις κατασκεύαζαν με ξύλο ή ακόμη και με κερί γύρω από έναν λεπτό ξύλινο άξονα. Τις τοποθετούσαν μέσα σ' έναν κύκλο. Χρησιμοποιώντας μιαν άλλη σβούρα που είχε κορδόνι, προσπαθούσαν να τις βγάλουν από τον κύκλο. Όσες έβγαζαν, τις κέρδιζαν.

Σκλέντζα

(Μόνο αγόρια)

Σκάβεται μια μικρή τρύπα στο έδαφος πάνω από την οποία τοποθετείται το «σκλεντζούρι», ένα μικρό κομμάτι ξύλο. Κάθε παίκτης προσπαθεί με τη «σκλέντζα», ένα μακρύ και μεγαλύτερο ξύλο, να πετάξει μακριά το «σκλεντζούρι», δίχως όμως να το πιάσει η άλλη ομάδα που στέκεται απέναντι.

Σημείωση1: στην περιοχή, αποκαλείται «σκλεντζούρι» ο ισχνός, ο πολύ αδύνατος.
Σημείωση 2: σε άλλες περιοχές της Ελλάδας το παιγνίδι αποκαλείται «τσιλίκι» και το «σκλεντζούρι», «τσιλικόβεργα». Στο παίξιμό του έμοιαζε με το αμερικάνικο παιχνίδι «μπεηζμπωλ».

Σπασμένο τηλέφωνο

 
Το παιχνίδι παίζεται με πολλούς παίχτες. Κάθονται στη σειρά και ο πρώτος λέει μία λέξη στο αυτί του δεύτερου, ο δεύτερος στον τρίτο, ... έτσι ώστε να φτάσει στον τελευταίο. Αν ο τελευταίος βρει την αρχική λέξη, τότε πηγαίνει μπροστά και λέει τη δική του.

Τζαμί

Οι παίκτες χωρίζονται σε δυο ομάδες. Παίρνουν πολλά κομμάτια από κεραμίδια ή πλάκες και τα τοποθετούν το ένα πάνω στο άλλο. Ενώ η πρώτη ομάδα πετάει το μπαλάκι της για να γκρεμίσει τα κεραμίδια, «το τζαμί», η άλλη πρέπει να προλάβει να το ξαναστήσει για να πάρει τομπαλάκι.

Τόπι

Αυτοσχέδια μπάλα. Κατασκευαζόταν από τα ίδια τα παιδιά με μπαλόνι (φούσκα) και πολύχρωμα νήματα (γνέματα).

Τρυπούλες

Τα παιδιά σκάβουν στο χώμα μικρές τρύπες, τόσες όσες και ο αριθμός των συμμετεχόντων, και επιχειρούν τοποθετήσουν το καθένα το μικρό του τόπι (μπαλάκι) σε κάποια τρυπούλα. Νικητής, αυτός του οποίου το τόπι μπήκε και στην τελευταία τρυπούλα.

Τρίτσα

Εγκεφαλικό παιγνίδι. Παίζεται με δύο παίκτες ή με δύο ομάδες παικτών. Σχεδιάζεται σε λείο έδαφος ή με κιμωλία ή κάρβουνο σε πέτρα ένα τετράγωνο, ένας σταυρός εντός του τετραγώνου καθώς και πλάγιες γραμμές που ενώνουν όλες τις γωνίες του τετραγώνου. Ο ένας παίκτης παίζει με τρία ξυλάκια, ο άλλος με τρία χαλικάκια. Νικητής, κάθε φορά αυτός που κάνει «τρίτσα», δηλαδή πετύχει να τοποθετήσει σε ευθεία και τα τρία πιόνια του. Τελικός νικητής, αυτός που σημείωσε τις περισσότερες «τρίτσες».
  
Τριχοπούλα (= Σχοινάκι)


Παιζόταν συνήθως από κορίτσια.

Παίζουν όσα παιδιά θέλουν. Δύο παιδιά βγαίνουν έξω και γυρνάνε το σχοινάκι. Τα παιδιά πηδούν. Όποιο μπερδευτεί στο σχοινάκι, χάνει, βγαίνει έξω και γυρνάει το σχοινί. Το παιδί που γυρνούσε, μπαίνει μαζί με τα άλλα παιδιά και έτσι το παιχνίδι συνεχίζεται.

Τσούκες (μόνο αγόρια)

Τα παιδιά στήνουν την «τσούκα», δηλαδή ένα βουναλάκι από «πλάκες» (πέτρες) και το καθένα κρατεί τη δική του πλάκα. Επιχειρούν όλα από το ίδιο σημείο να πετύχουν την τσούκα, να ρίξουν τουλάχιστο μία ή όλες της πλάκες της.

Σημείωση: από το παιγνίδι αυτό προέκυψε και η έκφραση που απαντά στην περιοχή «θα παίζουμε τσούκες;», εννοώντας θα προσπαθούμε επί ματαίω, θα χασομεράμε;
 Τυφλόμυγα

Τα παιδιά δένουν τα μάτια του συμπαίκτη που υποδύεται την τυφλόμυγα με ένα μαντήλι. Αυτός που έχει τα μάτια δεμένα, προσπαθεί να πιάσει τους άλλους που βρίσκονται γύρω του και να τους αναγνωρίσει. Εάν καταφέρει να αναγνωρίσει αυτόν που έπιασε, τότε εκείνος, με τη σειρά του, φοράει το μαντήλι.

Φωλογύρα

Παίζεται με ένα «κότσαλο» καλαμποκιού το οποίο κρύβει κάποιος πάνω του. Το κυνηγητό έχει ως στόχο τον εντοπισμό αυτού που το κρύβει. Αν δεν προλάβουν να τον εντοπίσουν, αυτός τους χτυπά με το «κότσαλο» και τους βγάζει από το παιγνίδι.

Φωτιά

Χαλικάκι (= Πούν’ το το δαχτυλίδι)

- Πού’ ν’το, πού’ ν’το το χαλικάκι;

- Ψάξε, ψάξε, δε θα το βρεις.

Παίζεται με 3-4 παιδιά, συνήθως κορίτσια. Ένα παιδί έχει στα χέρια του ένα χαλικάκι ή ένα δαχτυλίδι και το περνάει από τα χέρια των άλλων παιδιών. Κάποια στιγμή το αφήνει σε κάποιον συμπαίκτη, χωρίς να το πάρουν είδηση τα άλλα παιδιά. Πρέπει να βρουν σε ποιον έχει αφήσει το χαλικάκι ή το δαχτυλίδι. Όποιος το βρει, το παίρνει και ξαναρχίζει το παιχνίδι. Όση ώρα περνάνε το χαλικάκι ή το δαχτυλίδι από χέρι σε χέρι λένε και ένα τραγούδι: «Πούν’το, πούν’το το δαχτυλίδι, νάτο νάτο δε θα το βρεις. Το δαχτυλίδι που φορείς, δε θα το βρεις, δε θα το βρεις».

http://www.itistime.gr/2015/03/for-record_7.html

1 σχόλιο:

  1. Pavlos Papadimitropoulos η "μακρυά γαϊδούρα" είχε και εναν ακόμα κανόνα : Επρεπε ολη η ομάδα που πηδούσε να σταθεροποιηθεί επάνω στην σκυμένη ομαδα και αν καποιος δεν χωρούσε η δεν μπορούσε να κρατηθεί, τότε αλλαζαν οι ρόλοι. Κατα συνέπεια οταν το παιχνίδι το επαιζαν πάνω απο περίπου 12-14 ατομα (7-8 σκυμένοι), τότε επιλεγονταν "ικανοί" αλτες που πηδούσαν πρώτοι ωστε να πάνε οσο δυνατόν πιό κοντά στον πρώτο και για να υπάρχει χωρος για τους υπόλοιπους. Στην ομάδα μου ημουν ο "πρώτος" αλτης (καταφερνα και καθωμουν στο σβέρκο του πρώτου στην σειρά)

    ΑπάντησηΔιαγραφή