Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

Οι XL φωτογραφίες του Thomas Struth

Ένα από τα γνωστά αστικά τοπία του Τόμας Στρουθ, «Shinju-Ku» στο Τόκιο, 1986.



Οι XL φωτογραφίες του Thomas Struth

 Ο δημοφιλής 55χρονος Γερμανός φωτογράφος που υπήρξε από τους πρώτους που τύπωσε σε μεγάλες διαστάσεις για να καλύψει τους τοίχους εκθέσεων του.


«Συνειδητοποίησα γρήγορα ότι η τοποθέτηση των έργων στο χώρο αποτελεί καίριο στοιχείο της καλλιτεχνικής εμπειρίας. Γι' αυτό αποφάσισα ότι δεν με ικανοποιούσε πια το καθιερωμένο έως τότε μέγεθος φωτογραφιών.»

To 2005, στο Μουσείο Πράδο της Μαδρίτης, ένας ευέλικτος πενηντάρης χειριζόταν με δεξιοτεχνία μια μεγάλη φωτογραφική μηχανή, στερεωμένη πάνω σε ένα τρίποδο με ρόδες. Χάρη σ' αυτές βρισκόταν ταχύτατα στο σωστό σημείο, τη σωστή στιγμή, αποτυπώνοντας τις ποικίλες αντιδράσεις των επισκεπτών μπροστά στον εμβληματικό πίνακα «Λας Μενίνας» του Ντιέγκο Βελάσκεζ. Δεν ήταν άλλος από τον διάσημο Γερμανό φωτογράφο Τόμας Στρουθ - και μια υποψιασμένη μειονότητα του κοινού τον αναγνώριζε αμέσως. «Ένας Ιάπωνας με πλησίασε και με ρώτησε: "Είστε από τη Γερμανία;" Όταν του απάντησα καταφατικά, με ρώτησε αν είμαι ο Τόμας Στρουθ... Τότε ήταν που αποφάσισα ότι πρέπει να παραιτηθώ από την ιστορία με τα μουσεία. Δεν παραμένεις ινκόγκνιτο για πάντα», λέει ο ίδιος στην ιστοσελίδα της Guardian.
Η «Ιστορία με τα μουσεία» είναι η πιο διάσημη σειρά έργων του Στρουθ. Από τη «Σχεδία της Μέδουσας» του Ζερικό στο Λούβρο μέχρι τους επιβλητικούς κίονες της Περγάμου στο Βερολίνο, ο φακός του έχει συλλάβει την επίδραση που μπορεί να έχουν κλασικά έργα τέχνης στους ανθρώπους. Ο ίδιος εξηγεί ότι η συγκεκριμένη σειρά «γεννήθηκε μέσα από την ανησυχία ότι ένα έργο τέχνης μπορεί να πεθάνει ή να πνιγεί μέσα στην ίδια του τη φήμη ή το μεγαλείο. Με το χρόνο, τα έργα τέχνης μετατρέπονται σε εικονίσματα (με την έννοια του αγγλικού icon) και τότε οι άνθρωποι ξεχνούν ότι αυτά δημιουργήθηκαν από καλλιτέχνες γεμάτους ζωντάνια. Έτσι, κατέστρωσα μια "καμπάνια" με σκοπό να δώσω ξανά ζωή σε κάποια από αυτά, στα τέλη της δεκαετίας του '80, οπότε το μουσείο είχε γίνει ξαφνικά της μόδας...». Η «καμπάνια» αυτή διήρκεσε κοντά 20 χρόνια, συγκεκριμένα από το 1989 ως το 2007.
 Στις 16 Ιουνίου 2009, ο Στρουθ βρέθηκε στην Ελλάδα για τα εγκαίνια της έκθεσης του στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, όπου παρουσιάστηκαν 28 έργα του που χρονολογούνταν από το 1997 ως το 2003. Στην Αθήνα, δεν μπήκε στη διαδικασία να φωτογραφίσει κάποιο έκθεμα του μουσείου και τους θαυμαστές του, αφού είχε ήδη από πολύ πριν δηλώσει ότι αυτό το κεφάλαιο της δουλειάς του έχει κλείσει. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι θα προσπερνούσε έτσι απλά τις συλλογές του αθηναϊκού μουσείου και γι' αυτό άλλωστε δήλωνε. «Η κυκλαδική τέχνη είναι εξαιρετικά όμορφη και διαχρονική. Και στην Ιστορία της Τέχνης, η διαχρονικότητα παίζει σημαντικό ρόλο. Τα έργα μου, βέβαια, δεν θα εκτεθούν σε αντιπαράθεση με τις μόνιμες συλλογές του μουσείου, αλλά, σίγουρα, θα υπάρχει το στοιχείο της αναφοράς».

«Συντηρητές στο San Lorenzo Maggiore» στη Νάπολη, 1988.

Πρώτα βήματα
Ο Στρουθ γεννήθηκε το 1954 στο Γκέλντερν, μια πόλη στη νοτιοδυτική Γερμανία, και σε ηλικία 19 χρόνων ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ακαδημία των Τεχνών του Ντίσελντορφ. Πολλοί τον τοποθετούν στην ίδια ομάδα με τους Γερμανούς φωτογράφους Αντρέα Γκούρσκι, Τόμας Ρουφ και Καντίντα Χόφερ, τη λεγόμενη «Σχολή τωνΜπέχερ ». Ο Μπερντ Μπέχερ και η γυναίκα του Χίλα, καθηγητές φωτογραφίας στην Ακαδημία, άφησαν ανεξίτηλο στίγμα στους μαθητές τους, οι οποίοι αφομοίωσαν τη σχεδόν επιστημονική χρήση της κάμερας με τις μετωπικές λήψεις και τις προσεκτικά στημένες φωτογραφίες. Ο Γκούρσκι, για παράδειγμα, είναι γνωστός για τις τεράστιες φωτογραφικές του τοπιογραφίες του σύγχρονου κόσμου. Η Χόφερ αποτυπώνει την ελκυστική πλην απόκοσμη αυστηρότητα στην αρχιτεκτονική ιδρυμάτων, ενώ ο Ρουφ έχει διακριθεί για τα υπερμεγέθη πορτρέτα νεαρών φοιτητών του Ντίσελντορφ: όλα σχετικά αυστηρά, όλα μετωπικά, που ξεχωρίζουν για το μεγάλο τους μέγεθος, την καθαρότητα και την προσεκτική σύνθεση.
Ο Στρουθ, όμως, αντιδρά στην κατηγοριοποίηση αυτή: σύμφωνα με τον ίδιο, κυκλοφορεί μια λανθασμένη εντύπωση παράλληλης και συντροφικής ωρίμασης ανάμεσα στους συγκεκριμένους φωτογράφους.


Από τη σειρά που τράβηξε στο Μουσείο Hermitage της Αγ. Πετρούπολης το 2005 (διαστάσεις 112x140,8 εκ.).

Αν μπορούσε να περιγράψει κανείς με μία λέξη την τέχνη του Στρουθ, αυτή θα ήταν σίγουρα «καθαρή». Ο 55χρονος φωτογράφος εξηγεί ότι «η αποσαφήνιση, η διόρθωση και η βελτίωση είναι σημαντικές έννοιες στη δουλειά μου. Απαραίτητες για να επιτύχω μια "ειδική γλώσσα" στις φωτογραφίες μου». Ο κανόνας είναι ξεκάθαρος: «Οτιδήποτε είναι ασαφές, πρέπει να διαγραφεί».
Και αν η καθαρότητα είναι το πρώτο δυνατό χαρακτηριστικό των φωτογραφιών του, το μέγεθος τους είναι το δεύτερο. Για πολλούς, άλλωστε, ο Στρουθ ήταν αυτός που με την απόφαση του να «φουσκώσει» τις διαστάσεις της φωτογραφίας, κατάφερε να την τοποθετήσει στο επίκεντρο της σύγχρονης τέχνης. «Την πρώτη μου φωτογραφία μεγάλων διαστάσεων την έδειξα το 1989 στο εσωτερικό μιας εκκλησίας. Εκεί ήταν που ένιωσα ότι η φωτογραφία μου χρειαζόταν να αποκτήσει ισχυρή παρουσία στο χώρο. Η γενιά μου είναι γέννημα-θρέμματης μινιμαλιστικής και εννοιολογικής τέχνης, όπου η συνειδητοποίηση του εκθεσιακού χώρου, η τοποθέτηση του έργου μέσα σε αυτόν αποτελούσαν καίρια στοιχεία της καλλιτεχνικής εμπειρίας. Ήμουν, λοιπόν, κι εγώ πολύ συνειδητοποιημένος για την επίδραση της τοποθέτησης των έργων μου στο χώρο, και γι' αυτό αποφάσισα εκείνη τη στιγμή ότι δεν με ικανοποιούσε πια το καθιερωμένο έως τότε μέγεθος φωτογραφιών».
Πόλη, άνθρωπος, φύση
Στις πρώτες, μαυρόασπρες, αστικές λήψεις στα τέλη του '70 -μαυρόασπρες γιατί « δεν είχα χρήματα για χρώμα »- κυριαρχεί η τοπογραφική λεπτομέρεια. Η ανθρώπινη μορφή μπορεί να απουσιάζει από αυτές τις φωτογραφίες, αλλά ο άνθρωπος όχι. Γιατί αυτά τα αστικά τοπία υποχρεώνουν τον θεατή να αναρωτηθεί: πού είναι όλοι; Σε ποιον ανήκει αυτό το περιβάλλον; Ο ίδιος περιγράφει τη συγκεκριμένη σειρά, που τράβηξε σε περίπου 50 ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις, ως «αυτό που μοιραζόμαστε και αυτό που όλοι μαζί ασυνείδητα δημιουργούμε».

Από τη σειρά «Παράδεισος»: άνω, πυκνή βλάστηση στην Αυστραλία (1998) και κάτω, βουκαμβίλιες από το Περού (2003).

Στα μέσα της δεκαετίας του '80, ο Στρουθ στρέφεται στις οικογενειακές φωτογραφίες, οι οποίες αποτελούν ένα «επιστημονικό εργαλείο για τη διερεύνηση της ψυχολογίας». «Τα πορτρέτα αυτά έχουν να κάνουν με τις δυναμικές της οικογένειας, την αναπόφευκτη θέση του καθενός μας μέσα σε αυτήν, το φόβο αλλά και τη χαρά της οικογενειακής ζωής...» λέει. Το επίμονο βλεμμά των μοντέλων του έχει χαρίσει στα συγκεκριμένα έργα μια ποιότητα σχεδόν υπνωτική. Και αργότερα, έρχεται ο «Παράδεισος», μια σειρά από φωτογραφίες από πυκνή ζούγκλα, δροσερή χλωρίδα, με πολύ έντονα χρώματα και σχεδόν ψυχεδελική διάθεση. Στο σύνολο των «παραδείσων» του, ο Στρουθ βλέπει συγχρόνως την «ελπίδα αλλά και την αποτυχία», ίσως τη μόνιμη πλην μάταιη ανάγκη των ανθρώπων για τη φαντασίωση μιας Εδέμ.
Από τα τέλη του '70 έως σήμερα, ο φακός του Στρουθ μοιάζει να μελετά τον άνθρωπο, το περιβάλλον του, την ψυχή του. Σε κάποια επανέρχεται, εξελίσσοντας τα κεφάλαια της δουλειάς του, εξελίσσοντας τη δική του ιστορία, σε έναν αγώνα δρόμου, πριν προλάβουν να με-τατραπούντα δικά του έργα τέχνης σε αυτά τα επικίνδυνα «icons»...  

Από άρθρο της Νέλλης Αμπροβανέλ στο "Κ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου