Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

ΒΑΣΙΛΗ ΡΩΤΑ : ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΗΡΩΩΝ




ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΗΡΩΩΝ

του Βασίλη Ρώτα*

"Αχ, χρόνια και ζαμάνια! "Αχ μαύρη μοίρα των θνητών, πώς σου βαστάει και παίρνεις από τη ζωή τέτοια παλικάρια; Που τις πας, μωρέ χάρε τέτοιες λεβεντιές; Πού είσαι καημένε ανθυπολοχαγέ Μπλατσάρα, Γιώργη Μπλατσάρα, με τις αρίδες σου σαν κατάρτια, με τις χερούκλες σου σαν κουπιά, με την γενιάδα σου σαν σημαία; Πού άρπαζες τέσσερα γουρουνόπουλα από τα δώδεκα της γουρούνας πού τα βύζαινε στο αχούρι και τάριχνες ζωντανά - μ' όλα τα τσιριχτά τους και τις λαχτάρες τους - στην κατακόκκινη θρακιά, τάφερνες δύο - τρεις βόλτες στά φλογερά κάρβουνα, ώσπου να καλοψοφήσουν τσιτσιρίζοντας, κι ύστερα στρωνόσουν και τάτρωγες και τα τέσσερα, με τα καψαλισμένα τους τομάρια και τ' αχνιστά τ΄  άντερα, σαν νάτρωγες τέσσερα λουκούμια; Πού γιόμιζες απ' το κοκκινέλι απ' την κατώγα την καραβάνα ξέχειλη τρεις φορές και την κατέβαζες και τις τρεις κι ύστερα έπαιρνες ανάσα; Πού είσαι και συ ανθυπολοχαγέ Χρίστο Παλιατσόπουλε, με το παρατσούκλι Αράπη, στραβοσουγιά, ξερακιανέ γυφτάραπα, μάνα καημένη στις γυναίκες, στο πλιάτσικο και στα κλέφτικα τραγούδια; 'Αμ εσύ, ξεσκολισμένε μάγκα της πένας και της γλώσσας, εσύ τρελόπαιδο, ανθυπολοχαγέ Βασίλη Ρήγα, χορευταρά, εσύ το πιο ατρόμητο μπαγάσικο του τρίτου λόχου, πού να βρίσκεσαι; Σε ποια γωνιά ζαρωμένος θα βήχεις φασκιωμένος με ξεφτισμένα τσόλια, σαν φελί μπακαλέος διπλωμένο σε στρατσόχαρτο; Κι εσύ ποντικομαμή, ανθυπασπιστή Προβιά, κρυφή, πληγή, μουλωχτό πρόβατο του θεού, πού διάβαζες συλλαβιστά εφημερίδα για να ξυπνήσεις κι έβαζες σκάνταλα σ' όλες τις πιο ειρηνικές στιγμές και τις έκανες μπουρλότο, σέ ποιόν καφενέ θα βόσκεις, διαβάζοντας πια με ματογυάλια, μα πάντα συλλαβιστά, το «κύριο άρθρο»; Μα ας αφήσουμε τα μάταια μοιρολόγια. Τέτοια είναι ή μοίρα τού κόσμου, να γερνάει και να ζαρώνει. Τότες η γης ήταν θεόρατη και φρέσκια, άγνωστη, μόλις έφτανε στα σύνορα της Ελλάδας ο κόσμος. Τώρα ζάρωσε όλη η πλάση κι έγινε χούφταλο. Μας ζύγωσαν οι Φιλανδίες και τα Μοντεβίδεα. Κάνουμε τον περίπατο μας στις Γροιλανδίες και την έξοχη μας στο Νότιο Πόλο; Πώς να χωρέσουν πια, πώς να κουνηθούν και ν' ανασάνουν ηρωικά κορμιά μέσα σ' αυτά τα φουμωμένα στενορύμια της ζαρωμένης σφαίρας;
Να τη, λοιπόν, πούφτασε κι η παραμονή των Χριστουγέννων, άγια μέρα, χρονιάρα μέρα, πού πώς αλλιώς να τη θυμηθείς, αν όχι τουλάχιστον με καλό φαγοπότι; Νάτοι κι οι τέσσεροι μας ήρωες, τα καλά παιδιά, αποκλεισμένοι απ' τη χιονούρα μέσα σε μια καλύβα, πού όλο και κουκουλωνότανε με χιόνια, στοίβες χιόνια, σαν γρηά κάτω από παπλώματα, για να μην την βρει και την πάρει ό χάρος. Δυό μέρες τώρα χιόνιζε χωρίς ανασαμό. Χιόνιζε, είν' ένας λόγος γιατί δεν έριχνε χιονίδες, το πέτουρο πού γνωρίζουν στο Μοριά και στα Νησιά, είτε επιτέλους κοκορόβι, παρά πεπλομαντήλες καί ποκάρια απανωτά πού τάκουγες πλάφ - πλάφ να πέφτουν και να στοιβάζωνται στοίβα στη στοίβα, όσο πού η πεισματωμένη αυτή άσπρη θεομηνία τα κουκούλωσε όλα και δεν έβλεπες τίποτ' άλλο από ασπρίλα. Τα Καλά Παιδιά είναι μέσα στην καλύβα. Ποιος ξεμυτίζει με τέτοια θεία οργή έξω, κι αν είναι θεότρελος, πού ό κάθε ξωμάχος ζεσταίνει τις φτέρνες του στο τζάκι κι ως και τ' αγρίμι λουφάζει τρυπωμένο; Βέβαια, οι στρατιωτικοί είναι οι ξωμάχοι των ξωμάχων. Μα πού να πάνε τα Καλά Παιδιά; Στο λόχο; Και δεν είναι εκεί ό επιλοχίας, ό τετράγωνος Καραμπογιάς, πού τα κανονίζει όλα στην τρίχα; Και δεν τους έστειλε διαταγή ο Θανασάκης, όπως τον έλεγαν χαϊδευτικά το γίγαντα το λοχαγό τους, πώς δεν τους χρειάζεται, παρά να κάτσουν μέσα; Μέσα στο τζάκι, όλο πείνα, στεναχώρια και νεύρα Τα μεταγωγικά όλο τα περίμεναν κι όλο δεν ερχόντουσαν, Το λόγο πάνω στην κατάσταση τον είχε ό ανθυπολοχαγός ο Ρήγας, ξαπλωμένος στο παραγώνι απ' τη μεριά σαν αρχαιότερος. Στην άλλη μεριά ήταν ξαπλωμένος «άρτου - πλάτου» ο Μπλατσάρας Καί μπροστά παραγώνια καθόντουσαν σε κούτσουρα οι άλλοι δυό καί ψειριζόντουσαν.
- Σας λέω, παιδιά, πώς δεν κάνουμε καλά πού καθόμαστε μέσα. Λεχώνες είμαστε ή αξιωματικοί;
-  Και πού να πάμε; Είπε ο Παλιατσόπουλος, πού σαν γύφτος κι αράπης έτρεμε απ' τό κρύο και δε μπορούσε ούτε μπροστά σε τόση φλογερή θρακιά να νιώσει ζεσταμένο το πετσί του. Μα ο Ρήγας ο ρήτορας τού απάντησε με τη σβέλτη του γλώσσα:
-  Να βγούμε έξω, να ξεχλιάνουμε, να ξεμουδιάσουμε. Να πεταχτούμε ως τα φυλάκια. Να ιδούμε τί γίνονται κι εκείνες οι ψυχές. "Όποιος κάθεται βρωμάει κι όποιος περπατεί μυρίζει. Να βρούμε και τίποτα να μασήξουμε. Να οργανώσουμε μιά περιπολία και να βγούμε παγάνα για κάνα λαγό, κάνα ζαρκάδι, καμιά αρκούδα. Εδώ μέσα θα ψοφήσουμε της πείνας. Στέγνωσαν τα κορμιά μας από την αφαγία. "Αν βαστάξει αυτή ή κατάσταση κάνα δυό μέρες ακόμα θ' αποκλειστούμε ολότελα απ' τον κόσμο και μόνο την άνοιξη θαρθούν να μας βρούνε εδώ ξυλιασμένους σαν ρέγκες καπνιστές.
- "Αχ! μη μού θυμίζεις, τον αντίκοψε με την φωνή του τη βαθειά ο Μπλατσάρας γουρλώνοντας τα βαθουλωμένα απ' την πείνα μάτια του.
- "Ε ρε, και νάχα κάνα - δυό ντουζίνες! και τράβηξε τα γένια του απελπισμένα. Τότε ξαναμίλησε ο Παλιατσόπουλος κι είπε με τη γαλιάντρα του τη φωνή:
-  Κάλλιο τόχω να αποστεγνώσω απ' τη ζεστασιά, παρά να καρκανιάσω απ' την παγωνιά. Μωρέ τόπο πού βγήκε να μας ρίξει η μοίρα μας! Στο άγριο το μέρος, όλο τραχώνι! Εδώ νερό δε στέκει πουθενά, πώς βαστάει τώρα τόσο χιόνι; Πού είναι σα να κοσκίνησε ο Θεός τη γης κι εδώ νάριξε τα σαρίδια. Λοιπόν σας το λέω, για να μη βλαστημήσω άσκημα μέρα πούρχεται, να το κάμει αυτό το μέρος ο Θεός Παράδεισο, θα προτιμήσω τήν Κόλαση!
-  Πού θες να βγούμε να πάμε; Να θαφτούμε μια ώρα αρχήτερα ζωντανοί; Σ' αυτό τού απάντησε ο Ρήγας, ο ρήτορας:
-  Μήπως εδώ δεν είμαστε θαμένοι ζωντανοί; Τι περιμένουμε άλλο απ' το να ψοφήσουμε; Κι ο Αράπης τούπε με τη γλυκεία του γλώσσα:
-  Δεν ψοφάμε όσο έχουμε ζεστασιά. Ευτυχώς πού η τρακάδα τα ξύλα είναι ακόμα βουνό στην αυλή. Έ θαρρείς; Μια ζεστασιά είναι ο άνθρωπος. Ή θα πάμε με τη γνώμη του Μπλατσάρα, πού θαρρεί πώς ο άνθρωπος είναι φαγοπότι, κι άμα νοιώσει λίγο ξενοίκιαστα τ' ανώγια και κατώγια της κοιλιάς του ξελιγώνεται σαν πρωτοστέφανη γυναίκα και χασμουριέται σαν παλιάλογο;»
Ο Μπλατσάρας δεν τού απάντησε, μόνο μούγκρισε με τη βαθειά του φωνή, πού αντήχησε κούφια σα νάβγαινε από σπηλιά, τόσο άδειο ήταν μέσα το κορμί του.
Τότε πια ό Βασίλης ο ρήτορας, πού καμιά πείνα και καμιά αγκούσα δεν τού στόμωνε ποτέ τη γλώσσα, είπε λόγια γλήγορα κι απανωτά, λες και το στόμα του ήτανε στόμα πολυβόλου, όταν ρίχνει απάνω στον εχτρό, πού φεύγει. _
- "Ένα μυαλό είν' ο άνθρωπος, Αράπη, ένα μυαλό και μια επιδέξια ορμή. Πασκίζει ο άνθρωπος και παιδεύεται και μοχτεί και μόνο έτσι πετυχαίνει. Σηκωθείτε απάνω όλοι, να ορμήσουμε έξω στη χιονούρα, είμαστε τέσσεροι άντρες, και άλλοι τέσσεροι οι στρατιώτες μας οχτώ. Να πάμε τουλάχιστον ως το λόχο. Τι μας παράγγειλε ό λοχαγός να κάτσουμε μέσα; Η θέση μας είναι εκεί, ανάμεσα στις χακένιες ψυχές, τους αντρειωμένους φαντάρους μας. Κι ό,τι μάς βρει, να μας βρει όλους μαζί...»


(*) ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ
Γεννήθηκε στις 23 Απριλίου / 5 Μαΐου του 1889 στο Χιλιομόδι Κορινθίας. Φοίτησε στο γυμνάσιο της Κορίνθου και αποφοίτησε από το Α΄ Βαρβάκειο Γυμνάσιο Αθηνών. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών (1906-1910). 
Το 1910 φοίτησε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας. Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) σαν ανθυπολοχαγός, στις μάχες Κιλκίς, Ναλμπάγκιοϊ, Τζουμαγιά, Ουράνοβο, Σέτε Βρατς, Στενά της Κρέσνας, Σιμιτλί. Στη διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, στα 1916, υπηρετούσε ως αξιωματικός στο Δ΄ Σώμα Στρατού, στην Καβάλα. Ολόκληρο το Δ΄ Σώμα Στρατού μεταφέρθηκε στο (Γκέρλιτς) της Πολωνίας, σε μια ιδιότυπη αιχμαλωσία, μέχρι το 1919. 
Πήρε μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία και για δύο χρόνια (1921-1922) υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία του Βερολίνου. Το 1921 παντρεύτηκε την παιδική του φίλη Κατερίνη Γιαννακοπούλου, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά: τον Ρένο (γιατρό), την Μαρούλα (ηθοποιό) και τον Νικηφόρο (συνθέτη). Αποστρατεύτηκε στα 1926 με το βαθμό του συνταγματάρχη και από τότε αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, τη μετάφραση και το θέατρο. 
Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. 
Από το τέλος της δεκαετίας του 1940 συντρόφισσά του ήταν η συγγραφέας Βούλα Δαμιανάκου, με την οποία έζησε από το 1954 στη Ν. Μάκρη Αττικής. Πέθανε το 1977 στην Αθήνα σε ηλικία 88 ετών.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου