Τρίτη 24 Μαΐου 2016

ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ : Μια μεγάλη εθνική περιπέτεια



Χαλκογραφία του 1842 όταν στο Θησείο στεγαζόταν το Αρχαιολογικό Μουσείο (η σκηνή παραπέμπει σε λαϊκό, πασχαλινό μάλλον, γλέντι). Ο περιορισμένος χώρος για τις αρχαιότητες γέμισε γρήγορα ασφυκτικά και τα αρχαία αποθηκεύονταν ατάκτως ως πλίνθοι και κέραμοι, όπου υπήρχε δημόσιος χώρος.

 ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Μια μεγάλη εθνική περιπέτεια

Η φετινή χρονιά είναι καθ' όλα εμβληματική για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Πριν απ' όλα, βεβαίως, για τη συμπλήρωση 150 χρόνων από τη θεμελίωση ενός από τα σπουδαιότερα στον κόσμο. Αλλά και για έναν ευρύτερο λόγο. Καθώς η μακρόσυρτη πορεία, από τις πρώιμες ιδέες για να ιδρυθεί, να υλοποιηθεί και να λειτουργήσει, αποτυπώνουν την οδύσσεια του αφηγήματος της εθνικής Ιστορίας από την προεπαναστατική περίοδο έως τα επαναστατικά χρόνια και από τις προσπάθειες συγκρότησης του κράτους έως τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Ένας από τους πρώτους εκπροσώπους του νεοελληνικού Διαφωτισμού, που παθιάζεται με την ιδέα για «Ελληνικόν Μουσείον», είναι ο Αδαμάντιος Κοραής. Προτείνει τη συγκρότησή του από το 1807 ακόμη, υποδεικνύοντας συγκεκριμένες  λύσεις. Στα προλεγόμενα της έκδοσης του Ισοκράτη ασχολείται αναλυτικά με το ζήτημα, αφού πρώτα εξαπολύει κεραυνούς εναντίον όσων γύμνωσαν και γυμνώνουν τη χώρα «απ΄ όλα σχεδόν της αρχαίας αυτής δόξης τα μαρτύρια και λείψανα». Εναντίον Ελλήνων που τα διασκορπίζουν και αλλοεθνών που τα συγκεντρώνουν.
Στους τελευταίους αναγνωρίζει κάποια χάρη «επειδή έσωσαν τας αποδείξεις της προγονικής ημών δόξης, τας οποίας ενδεχόμενον ήτο ν΄ αφανίσωμεν ολότελα, εάν έμειναν εις ημάς. Ναι! Χάριν πρέπει να τους γνωρίζωμεν δι΄ όσα μέχρι της σήμερον επήραν ... αγοράζοντες, ως σοφοί, σοφών ανδρών πονήματα από χείρας αναξίων ανθρώπων να τα κρατώσιν».
Για εκείνους οι οποίοι τα πουλούν «αντί αργυρίου» είναι αδυσώπητος και τους προσκαλεί ν΄ αναφωνήσουν ότι από 'δώ και πέρα «μήτε χαρίζωμεν, μήτε πωλώμεν πλέον τα πατρογονικά κτήματα». Αυτή η στάση, σημειώνει, είναι ο καλύτερος τρόπος για να κλείσουμε «τα στόματα των κατηγόρων του γένους». Διακήρυξη της πίστης μας για την αναγέννηση της Ελλάδας.

 Η είσοδος του Ορφανοτροφείου - Μουσείου στην Αίγινα. Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες το κτίριο λειτουργούσε ως φυλακή. Με ιδιαίτερη... επίδοση στους πολιτικούς κρατούμενους.

Τα λόγια για τις αρχαιότητες πρέπει να γίνουν πράξεις υπογραμμίζει «τόσον γρηγορώτερα, όσον οι αλλογενείς, αισθανόμενοι την αναγέννησιν της Ελλάδος, και προβλέποντες ότι ο καιρός δεν είναι μακράν, όταν από την Ελλάδα να επάρη τις αντίγραφον (χειρόγραφο) Ελληνικόν θέλει είσθαι αδύνατον, έγιναν και εις την έρευναν επιμελέστεροι, και εις την δαπάνην αφειδέστεροι...» (πιο «γενναιόδωροι»). Έτσι απευθύνει πρόταση για συγκρότηση μουσείου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο - τη μόνη υπάρχουσα «αρχή». Ζητά να εκδοθεί εγκύκλιος και αν χρειαστεί να απειληθούν με «επιτίμια» (αποκλεισμός από τα εκκλησιαστικά μυστήρια, ακοινωνησία) όσοι δίνουν ή πουλούν σε οποιονδήποτε αρχαία λείψανα.
Εκπλήσσουν οι λεπτομέρειες της πρότασης του Κοραή για τον τρόπο συγκέντρωσης και καταγραφής των αρχαιοτήτων, για τον τόπο και το κτίριο του «Μουσείου», για τη χρηματοδότηση και την εποπτεία του. Ακόμη και για τον μισθό των αρχαιοφυλάκων προνοεί. Υποδεικνύει ότι μπορεί να ανεγερθεί στην Κωνσταντινούπολη ή τη Χίο.
Πρωτίστως ενδιαφέρεται, βεβαίως, για τα αρχαία χειρόγραφα, αλλά και όλα τα άλλα λείψανα: «Έξω των αντιγράφων οι επιστάται και προστάται του Μουσείου να συναθροίζωσιν, με όχι ολιγωτέραν επιμέλειαν, αρχαία Ελληνικά νομίσματα, αγγεία, σκεύη, λίθους πολυτίμους, κίονας και στήλας ή κλάσματα στηλών, όπου ευρίσκονται Ελληνικαί επιγραφαί, και απλώς ό,τι άλλο λείψανον Ελληνικής τέχνης ή ιστορίας ευρεθή...».

Οργιάζει η αγοραπωλησία-λεηλασία

Βιβλίο καταγραφής των αρχαιοτήτων το 1843. Ο Κ. Πιττάκης μόλις έχει αναλάβει έφορος και σε 28 σελίδες «χωρά» τα υπάρχοντα «λείψανα» στο Θησείο και αλλού.

Ως προς τη συγκέντρωσή τους βλέπει ότι αυτό μπορεί να γίνεται με τη φιλοπατρία όσων κατέχουν αρχαία, αλλά και με εξαγορά τους από το ίδιο το μουσείο. Την εποχή αυτή από την Κωνσταντινούπολη έως την Αθήνα και από τον Άθω έως την Πάτμο οργιάζει η αγοραπωλησία-λεηλασία αρχαιοτήτων. Όχι σπάνια με τη σύμπραξη κληρικών. Ο Κοραής οικτίρει σε μια άλλη επιστολή του προς τον Ι. Ορλάνδο περισσότερο από τους Άγγλους και τον Ελγιν, που γδύνουν την Ακρόπολη, τους «απαιδεύτους Αθηναίους, οι οποίοι δεν είναι ικανοί να φυλάξωσιν τα προγονικά των κτήματα...». Οι προτάσεις του Κοραή για το «Ελληνικό Μουσείον» δεν εισακούστηκαν.
Τελάληδες εξακολουθούσαν πριν από την έκρηξη της Επανάστασης να περιέχονται τα χωριά της Αττικής αναζητώντας αρχαία. Ήδη, όμως, είχε αρχίσει η αντίσταση «με λόγο και έργο» στην καταστροφή και αρπαγή, ως στοιχείο της εθνικής συνείδησης. Φυσικά, με τα αρχαία ντουβάρια και σπίτια έχτιζαν και όταν έβρισκαν κάποιο «καλό κομμάτι μαρμάρου» το τοποθετούσαν «ως υπερθυρίδα στο ανώφλι του σπιτιού τους». Πολλοί ξένοι μάλιστα σίγουροι ότι τα αθηναϊκά σπίτια είχαν χτιστεί με αρχαία κομμάτια «και οι τοίχοι έκρυβαν μέσα στην αχυρόλασπή τους θραύσματα από έργα του Φειδία ή Νόμους του Σόλωνα χτυπούσαν όλες τις πόρτες, ζητούσαν να σκαρφαλώσουν πάνω στις στέγες...».
Η αλλαγή θα είναι ριζική με την έκρηξη της Επανάστασης και στα χρόνια του Αγώνα. Εννοείται ότι καταστράφηκαν και αρχαία τότε. Αλλά συνολικά η στάση των αγωνιστών του 1821 ήταν παραδειγματική για τους απογόνους τους. Τουλάχιστον εκείνοι ό,τι «χάλασαν» το έκαναν χάριν της ελευθερίας...



Ο Κοραής ψάχνει χρηματοδότες

«Δεν ευρίσκεται κανείς σήμερον όστις δεν ήθελε μετά χαράς υποφέρει τόσον ευτελή δαπάνην διά τόσον ένδοξον εις την πατρίδα του έργον (υπολογίζει ότι χρειάζονται 10.000 γρόσια)... Ο τρόπος αυξήσεως (της χρηματοδότησης του Μουσείου) είναι πολύτροπος: και οι πραγματευταί (έμποροι) δύνανται να υποχρεωθώσιν εκουσίως να πληρώνωσιν, επιβάλλοντες π.χ. εις εκάστην πάλλαν (δέμα) βαμβακίου ή άλλης πραγματείας (κάποια μικρή επιβάρυνση)... Και οι γράφοντες διαθήκην να ενθυμώνται ότι αφήνουσιν εις τους κληρονόμους αυτών όχι μόνον κτήματα, αλλά και την δόξαν ή αδοξίαν της κοινής πατρίδος...»
(Αδ. Κοραής)


ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ
Στην Αίγινα η πρώτη στέγαση αρχαιοτήτων
«Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια - φαίνονταν οι φλέβες. Τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρον, τάχαν πάρει κάτι στρατιώτες και εις το Αργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων. Χίλια τάλαρα γύρευαν... Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα. Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουν να μην το καταδεχτήτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι' αυτά πολεμήσαμεν».
Με αυτήν τη λιτή αποστροφή, σαν δωρική κολώνα, δείχνει ο Μακρυγιάννης τη στάση των επαναστατών απέναντι στ' αρχαία «χαλάσματα». Την περίοδο αυτή την ιδέα για τη συγκρότηση εκφράζει ο Παπαφλέσσας, με την ιδιότητα του «υπουργού» Εσωτερικών. Καθιστά υπεύθυνους το 1825 τους δημογέροντες και δασκάλους για την τύχη των αρχαίων. Προστάζει να μαζεύονται τα αρχαία στα σχολεία «διά ν' αποκτήσει, με τον καιρόν, παν σχολείον το Μουσείον του, πράγμα αναγκαιότατον διά την ιστορίαν...».
Πριν από την απελευθέρωση, με το νέο πολίτευμα που εγκρίθηκε στην Τροιζήνα το 1827 απαγορεύτηκε ρητά η εξαγωγή και πώληση μνημείων. Η ίδια διάταξη επικυρώθηκε και στην επόμενη εθνοσυνέλευση του Άργους το 1829.
Τότε ιδρύεται από τον κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια στην Αίγινα το πρώτο μουσείο εν μέσω των ερειπίων που άφησε πίσω του στη χώρα ο Αγώνας: «Η κυβέρνησις... διέταξε την σύστασιν ενός Εθνικού Μουσείου, εις το οποίον κατά το παρόν να συλλεχθώσιν όσα λείψανα εκινδύνευαν να διαφθαρώσιν ή να γένωσιν έρμαιον των ξένων, φυλαττομένη να ζητήση από την γην όσα αυτή οικτείρουσα καλύπτει εις τον κόλπον της, άμα παύσουν η ένδεια του ταμείου και άλλαι ανάγκαι μάλλον επικείμεναι και κατεπείγουσαι». Ο Καποδίστριας, λίγους μήνες μετά την άφιξή του στην Αίγινα (Ιανουάριος 1828), την πρώτη πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους, απαγορεύει την πώληση και εξαγωγή των αρχαιοτήτων, καθώς και τη διενέργεια ανασκαφών χωρίς κρατική άδεια. Με εγκυκλίους ζητά από τους κατά τόπους κρατικούς ανώτατους υπαλλήλους να επαγρυπνούν ώστε να μη φυγαδεύονται αρχαιότητες και συγχρόνως να φροντίζουν για την καταγραφή και περισυλλογή τους.
Το μουσείο στεγάζεται σε χώρο επιβλητικό για την εποχή του. Το Ορφανοτροφείο, το πρώτο δημόσιο κτίσμα.
Για τη σύσταση και λειτουργία του (Οκτώβριος 1829) πρωτοστατεί ο αδελφός του, Βιάρος. Προϊστάμενος, όπως και των άλλων εκπαιδευτικών - πνευματικών ιδρυμάτων που στεγάζονταν εκεί, ορίζεται ο Ανδρέας Μουστοξύδης.


Κατηγορίες κατά Μουστοξύδη
Μετακαλείται από την Ιταλία, όπου διαπρέπει ως ιστορικός και αναδεικνύεται σε ψυχή τόσο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας όσο και του Μουσείου, με επιμελητή τον αρχιμανδρίτη Λεόντιο Καμπάνη. Στο μουσείο συγκεντρώνονται αρχαία από διάφορα σημεία της απελευθερωμένης Ελλάδας. Τα περισσότερα από τη Ρήνεια (το νεκροταφείο της Δήλου).
Τα διάφορα μέτρα που εισηγήθηκε ο Μουστοξύδης στον κυβερνήτη για τις αρχαιότητες παρουσιάζουν σε καίρια σημεία ομοιότητες ακόμη και με τη σημερινή ισχύουσα σχετική νομοθεσία.
Αργότερα μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και την παραίτηση του Μουστοξύδη [και οι δύο κατηγορήθηκαν από τους πολιτικούς αντιπάλους του κυβερνήτη για αδιαφορία, καταστροφή, ακόμη και υπεξαίρεση αρχαιοτήτων(!)] τα περισσότερα θα μεταφερθούν στην Αθήνα. Στο Ορφανοτροφείο θα παραμείνουν λιγοστά (κυρίως από την ευρύτερη περιοχή) για μια περίοδο, ενώ το κτίριο θα μετατραπεί σε φυλακή.


ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ
Στο Θησείο και σε αποθήκες στην Αθήνα
Πριν ακόμη από τη μεταφορά της πρωτεύουσας (από το Ναύπλιο στην Αθήνα) από τη βαυαρική Αντιβασιλεία διορίζονται δύο έφοροι Αρχαιοτήτων για την περισυλλογή των αρχαιοτήτων: «...Επειδή δεν προκαλούν το μεγάλον ενδιαφέρον μόνον των ιστορικών και των αρχαιοδιφών. Εχουσιν, προπαντός διά το Βασίλειον της Ελλάδος μεγίστην πολιτικήν σημασίαν. Διότι η ελληνική αρχαιότης είναι εκείνη, η οποία διήγειρεν το μεγάλο ενδιαφέρον ολοκλήρου της Ευρώπης υπέρ του αγώνος των Νεοελλήνων ηρώων... Εις το μέλλον πρέπει να αποτελέσει τον μαγνητικόν δεσμόν δι΄ ευρωπαϊκήν μόρφωσιν και ευρωπαϊκόν πολιτισμόν...».
Εκδίδεται διάταγμα «...περί ανακαλύψεως και διατηρήσεως των αρχαιοτήτων και της χρήσεως αυτών» και τον Οκτώβριο του 1834 το Κρατικό Μουσείο Αίγινας μετονομάζεται σε Κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο, μ΄ επικεφαλής τον Γερμανό αρχαιολόγο Λ. Ρος (πρώτος καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο).
Στην Αθήνα ορίζονται δύο περιοχές (Ακρόπολη και κέντρο της πόλης) για τη φύλαξη των αρχαιοτήτων. Μετά την τελετή στέψης του Όθωνα στο Θησείο (εκκλησία Αγίου Γεωργίου, δηλαδή στον σηκό του ναού του Ηφαίστου) το μνημείο εκεί ανακηρύσσεται σε πρώτο Κεντρικό Μουσείο της πρωτεύουσας. Το 1836-37 μεταφέρθηκαν εκεί και οι αρχαιότητες της Αίγινας. Ήδη, όμως, ο χώρος, είχε γεμίσει ασφυκτικά. Έτσι άρχισαν να καταχωνιάζονται και αλλού μνημεία. Στη Στοά Αδριανού, στον Πύργο των Ανέμων (1843), αργότερα στην εκκλησία της μεγάλης Παναγιάς, στον Κεραμεικό, σε αίθουσες του Πανεπιστημίου κ.α.
Στον πρώτο αρχαιολογικό νόμο (1834) ορίζεται ρητά η ίδρυση και ανέγερση στην πρωτεύουσα Κεντρικού Δημόσιου Μουσείου για τις αρχαιότητες. Ο Γερμανός αρχιτέκτονας Λέο φον Κλέντσε, τροποποιώντας το πολεοδομικό σχέδιο των Κλεάνθη - Σάουμπερτ για την Αθήνα, συντάσσει το πρώτο σχέδιο για μια Εθνική Πινακοθήκη στο νοτιοανατολικό άκρο του βράχου της Ακρόπολης (εκεί όπου χτίστηκε αργότερα το Μουσείο Ακρόπολης). Δύο χρόνια αργότερα (1836) παρουσίασε νέο επιβλητικό σχέδιο για το μουσείο -Παντεχνείον το ονόμαζε- στον λόφο του Αγίου Αθανασίου (Κεραμεικός). Στην ίδια θέση που πρότεινε να χτιστούν τα βασιλικά ανάκτορα. Το σχέδιο λόγω οικονομικού κόστους ναυαγεί. Η περιπέτεια της ανέγερσης μουσείου μπαίνει σε μια νέα φάση που θα «κλείσει» το 1866, όπως θα δούμε στη επόμενη συνέχεια.
Νόμος ορίζει την ίδρυση μουσείου
Με τον πρώτο αρχαιολογικό νόμο (1834) ορίζεται η ίδρυση και ανέγερση στην Αθήνα Κεντρικού Δημόσιου Μουσείου για τις αρχαιότητες. Ο Γερμανός αρχιτέκτονας Λέο φον Κλέντσε συντάσσει το πρώτο σχέδιο για μια Εθνική Πινακοθήκη στο νοτιοανατολικό άκρο του Βράχου της Ακρόπολης.

Τ. Κατσιμάρδος
ΕΘΝΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου