Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ - ΠΡΩΪ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ




ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
 ΠΡΩΪ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Πρωί στο Άγιον Όρος. Θείο ανοιξιάτικο πρωί...
Η νυχτερινή υπνοβατική και μυστηριώδης ατμόσφαιρα της μονής της Λαύρας έχει διαλυθεί σαν καταχνιά. Όλα είναι φως, ειρήνη και καλωσύνη. Ακύμαντο, κατάχρυσο κι ατέρμονο, κάτω απ' τα πόδια μας, το Αιγαίο. Καταπράσινες, γελαστές και κατάστικτες αγριολούλουδα οι πλαγιές, βαθύς και καταγάλανος ο ουρανός. Κανείς ήχος ζωής δεν ταράζει τη μαγεμένη σιγή. Δεν ακούγεται εδώ ούτε τρουγκάνι προβάτου, ούτε καν η διάτορη κραυγή του πετεινού. Η γαλήνη έχει κάτι το εξώκοσμο. Ο γλυκός πρωινός αέρας δε φέρνει ως τον πανοπτικό εξώστη του ξενώνα μας παρά αρώματα μόνο...
Ποτισμένο φώς, το μεγάλο αιωνόβιο μοναστήρι προσθέτει στη γενική ειρήνη και τη δική του. Οι περισσότεροι μοναχοί, κουρασμένοι από την ολονυχτία στην εκκλησία, θα κοιμούνται ακόμα. Δυό - τρεις μόνο μαύρες σιλουέτες, ακίνητες σαν κουρνιασμένα κοράκια στα ξύλινα μπαλκόνια τους, τα κρεμασμένα έξω από τα τείχη της μονής, κοιτάν το φωτεινό όνειρο τού πελάγου.
Φώς και ειρήνη. Η απέραντη εσωτερική αυλή της μονής είναι εντελώς έρημη. "Έρημη σαν την έρημο. Οι πλάκες της γυαλίζουν στον ήλιο, κι ανάμεσα τους έχουν φυτρώσει χορτάρια. Δε βλέπει κανείς ούτε μια γάτα να τεντώνεται ράθυμα μέσα στο φώς, ούτε ένα πουλί πού να σπαθίζει το φώς με το γοργό του ίσκιο. Στο κέντρο της αυλής, η μικρή βυζαντινή εκκλησία με τους κατακόκκινους τοίχους και τους μολυβένιους τρούλους είναι κλειστή και κοιμισμένη. Στη Φιάλη - το μικρό οκτάγωνο κτίσμα με τους λευκούς κίονες και τη μαρμάρινη στη μέση δεξαμενή, όπου αγιάζονται τα νερά των Επιφανίων - δεν ακούγεται ο παραμικρότερος ψίθυρος τρεχούμενου νερού. Ακίνητες κ’ οι κορφές των δύο πανύψηλων κυπαρισσιών πού φύτεψε, πριν χίλια χρόνια, ο  Άγιος Αθανάσιος, ο ιδρυτής της μονής.
Και όμως, καμιά μελαγχολία σ' αυτή την αταραξία των πάντων. Στις μολυβένιες σκεπές των γέρικων εξαρτημάτων της μονής. ο καιρός έχει αναποθέσει κατάχρυση πατίνα· τα σαθρά ξύλινα μπαλκόνια των κελλιών, πού στηρίζονται με πατάρια στα τείχη και φαντάζουν σαν περιστεριώνες, έχουν γλάστρες με λουλούδια και πράσινα φεστόνια κληματαριάς· απ' την ταράτσα τού ξενώνα κρέμονται τα διακοσμητικά μώβ τσαμπιά των σαλκιμιών· οι μισοσβησμένες βυζαντινές τοιχογραφίες, στην πρόσοψη της αρχαίας Τράπεζας, όπου συνέτρωγαν, άλλους αιώνες, οι μοναχοί, συνθέτουν μπουκέτα ζωηρών πρόσχαρων χρωμάτων. Τίποτε δεν αναδίνει τη θλίψη εκείνη απ' τα γέρικα πράματα πού τα αποσυνθέτει όλο και περισσότερο ο καιρός. Κι αυτοί ακόμα οι πέτρινοι τάφοι των πατριαρχών και των επισκόπων περασμένων εποχών, πού είναι σε μιαν άκρη της αυλής κάτω από μικρές καμάρες, κι αυτοί ακόμα οι τάφοι δέ γεννούν σκέψεις θανάτου. Ή ειρήνη πού περίλουζε, μαζί με το φώς, τα πάντα, είταν εκείνη πού, ξεπερνώντας το θάνατο, σμίγει με την αιωνιότητα...
Όλες τις ώρες πού περάσαμε στη Λαύρα, είταν η ίδια ειρήνη κ' η ίδια σιωπή. Κάποτε - κάποτε βλέπαμε ένα μοναχό πού 'βγαινε να καθήσει στον περιστεριώνα του ή έναν άλλο πού περνούσε αργά κι αθόρυβα την απέραντη χορταριασμένη αυλή. 'Αλλά είταν σα μην είχαν αντιληφθεί την παρουσία μας - ή σα να μην ενδιαφέρονταν γι' αυτήν. Κανείς δε μας πλησίασε να μας μιλήσει, να μας ρωτήσει για τον κόσμο και τη ζωή. Δεν είταν ο κανονισμός πού τους υποχρέωνε - όπως στα μοναστήρια των λευκών Βενεδικτίνων, οπού σ' όλους τους τοίχους, σ' όλες τις πόρτες, παντού, είναι γραμμένη με μεγάλα μαύρα γράμματα η επιταγή: Silentio! Σιωπή!... Αλλά θα 'ταν, φαντάζομαι, η απόλυτη πιο αδιαφορία για τον κόσμο, πού τον είχαν εγκαταλείψει από χρόνια και χρόνια κ' είχαν κόψει μαζί του κάθε δεσμό. Ζώντας σ' ένα στενό κύκλο παμπάλαιων θρησκευτικών τύπων, με αποκλειστική απασχόληση τα ειρηνικά έργα της γης, με μόνο θέαμα τις αλλαγές των εποχών του χρόνου γύρω από το μοναστήρι τους, με μόνα γεγονότα τους θανάτους των γερόντων τους, είταν φυσικό να ‘χουν πια αποξενωθεί από τη ζωή των άλλων ανθρώπων, από τις φροντίδες τους και τα ζητήματα τους. Η σκέψη τους θα 'χε αποκτήσει το νυσταγμένο, το μηχανικό και μονότονο βάδισμα του μουλαριού τού δεμένου σε μαγγανοπήγαδο: θα γύριζε ολοένα γύρω από τα ίδια πράματα πάντα...
Κι αυτοί ακόμα οι προϊστάμενοι της μονής, μ' όλο πού είταν πιο αναπτυγμένοι, δεν είχαν νιώσει - θυμάμαι - την ανάγκη να μας ρωτήσουν τίποτα, όταν, την ώρα πού φθάσαμε, μας οδήγησαν στη μεγάλη αίθουσα του ξενώνα, για να μας τρατάρουν το γλυκό και τον καφέ του καλωσορίσματος. Είχαν καθήσει με σοβαρότητα Ρωμαίων συγκλητικών σε μια σειρά από καθίσματα, μας έβαλαν να καθήσομε σε μιαν άλλη σειρά αντίκρυ τους, κι αφού πληροφορήθησαν τυπικά αν κάναμε καλό ταξίδι και πόσο σκοπεύαμε να μείνομε στη μονή τους, σώπασαν ικανοποιημένοι κι απόμειναν χαϊδεύοντας τις πατριαρχικές γενειάδες τους κ' εξετάζοντας μας με τα μάτια, όπως οι πελάτες ενός γιατρού, πού περιμένουν στον αντιθάλαμο τη σειρά τους, εξετάζουν αυτούς πού μπήκαν και κάθησαν τελευταίοι...
Άρχισε τότε για μας το εξαίσιο ξετύλιγμα των κάβων, των όρμων, των πλαγιών και των μοναστηριών της πλευράς αυτής του Άθω. Ένα - ένα τα μοναστήρια του Καρακάλου, του Φιλόθεου, των Ιβήρων, του Σταυρονικήτα, του Παντοκράτορα, πέρασαν από τα μάτια μας - άλλα στο ύψος καταπράσινων λόφων, άλλα πάνω σε κοκκινόμαυρους βράχους της ακτής, κι άλλα κοντά στις αμμουδιές μικρών γραφικών κόλπων. Βλέπαμε τους μεσαιωνικούς πύργους τους, τους μολυβένιους τρούλους, τ' αναρίθμητα μπαλκόνια των κελλιών τους, τα ψηλά φρουριακά τείχη -την λευκή κι απέραντη γαλήνη τους. Περνούσαν σαν οράματα και χάνονταν πίσω από τους κάβους - πού τους διαδέχονταν άλλοι κάβοι. Διαφορετικά το ένα από τ' άλλο στον όγκο και την αρχιτεκτονική, περικλείνανε τις χαυνωμένες ζωές, τα ίδια παλιά χειρόγραφα, τις ίδιες βυζαντινές τοιχογραφίες, την ίδια ατμόσφαιρα παρελθόντος...
Ή βενζινόβαρκα του Μιαούλη γλιστρούσε ώρες πάνω στη φωτεινή και γαλήνια θάλασσα. Επί τέλους, περνώντας το παραπέτασμα ενός τελευταίου κάβου, είδαμε ν' ανοίγεται ένας μεγάλος κόλπος, πού υψωνόταν στη μέση του ένα πλήθος κόκκινες και μολυβένιες σκεπές, τρούλοι, πύργοι και τείχη: ήταν το Βατοπέδι, η πλουσιότερη και μεγαλύτερη μονή του Αγίου  Όρους.
 «Ταξίδια: Ελλάδα»
Φιλολογική Πρωτοχρονιά




  • O Κώστας Ουράνης (πραγματικό όνομα Κλέαρχος Νιάρχος ή Νεάρχου όπως το άλλαξε ο ίδιος) (Κωνσταντινούπολη 12 Φεβρουαρίου 1890-Αθήνα 12 Ιουλίου 1953) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν γιος του Νικόλαου Νιάρχου από τα Πούλιθρα Κυνουρίας και της Αγγελικής Γιαννούση από το Λεωνίδιο Αρκαδίας. Εκεί ο ποιητής πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Φοίτησε στο γυμνάσιο του Ναυπλίου και αποφοίτησε από το Λύκειο Χατζηχρήστου και τη Ροβέρτειο Σχολή στην Κωνσταντινούπολη.
Στα 1908 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και για κάποιο διάστημα έγραφε στην εφημερίδα Ακρόπολις του Βλάση Γαβριηλίδη. Στη συνέχεια θέλησε να συνεχίσει τις σπουδές του όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Ελβετίας και του Βελγίου αλλά και να ταξιδεύει, όπως του άρεσε, προσβλήθηκε όμως στο Παρίσι από φυματίωση και νοσηλεύτηκε σε σανατόριο του Νταβός της Ελβετίας, όπου γνώρισε την πρώτη του γυναίκα, την Πορτογαλέζα Μανουέλα Σαντιάγκο.
Διορίστηκε στα 1920 και για τέσσερα χρόνια γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισαβόνα. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα και εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά σαν χρονογράφος, συντάκτης, ανταποκριτής ή έκτακτος απεσταλμένος: διευθυντής στον Ελεύθερο Λόγο, συνεργάτης στο Νουμά, τα Γράμματα και τη Νέα Ζωή Αλεξάνδρειας, τη Δάφνη, τον Καλλιτέχνη, τη Μούσα, το Ελεύθερο Βήμα, τον Ελεύθερο Λόγο, τον Εθνικό Κήρυκα της Αμερικής κ.ά. Επίσης διετέλεσε και ανταποκριτής και διευθυντής της μεγάλης εφημερίδας του Καϊρου της Αιγύπτου «Άλ Αχράμ» στην Ελλάδα.
Στα 1930 χώρισε και παντρεύτηκε την συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας Ελένη Νεγρεπόντη, που είχε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος.
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής η υγεία του επιδεινώθηκε. Πέθανε τελικά στα 1953 στο σανατόριο Παπανικολάου από καρδιακή προσβολή.
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου