Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Τρεις αξιόλογοι νοτιοαμερικανοί λογοτέχνες




Λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία
Τρεις αξιόλογοι νοτιοαμερικανοί λογοτέχνες
Κοντά στα μεγάλα και γνωστά ονόματα των συγγραφέων και ποιητών της Λατινικής Αμερικής, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι εξίσου μεγάλοι τους οποίους αξίζει να γνωρίσουμε. Πρόκειται για τον Αργεντινό Ντοστογιέφσκι τον  Ρομπέρτο Αλτ , την παθιασμένη με την γη της και  την ποίηση Χιλιανή Γκαμπριέλα Μιστράλ και τον «Λατινοαμερικανό», όπως συστηνόταν, Ρομπέρτο Μπολάνιο.


Ρομπέρτο Αλτ
Ένας Ντοστογιέφσκι από την Αργεντινή
Ένας πρωτότυπος, σκοτεινός και βίαιος συγγραφέας
Απελπισμένοι, αμοραλιστές, τέρατα της Φύσης (ακόμη και στα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά), οι αντιήρωες του Αρλτ επιδίδονται σε παραληρηματικούς και διαυγείς μονολόγους.
Της Έφης Γιαννόπουλου
Στην «Τεχνητή αναπνοή», ο Εμίλιο Ρένσι, κεντρικός ήρωας και alter egoτου συγγραφέα Ρικάρντο Πίλια, δηλώνει πως ο Μπόρχες είναι ο καλύτερος Αργεντινός συγγραφέας του 19ου αιώνα και πως ο μοναδικός μοντέρνος συγγραφέας της Αργεντινής είναι ο Ρομπέρτο Αρλτ. Η δήλωση ακούγεται ως παραδοξολογία όταν μιλάει κανείς για μια λογοτεχνία που με κεντρικές μορφές τον Μπόρχε και τον Κορτάσαρ θεωρείται από τις πλέον μοντέρνες στον ισπανόφωνο χώρο, αλλά και παγκοσμίως.
Ποιος είναι όμως ο Ρομπέρτο Αρλτ, συγγραφέας άγνωστος μέχρι πρόσφατα στην Ελλάδα; Γιος μεταναστών, γεννιέται στο Μπουένος Άιρες το 1900 και πεθαίνει το 1942. Ο Γερμανός πατέρας του και η ιταλόφωνη Τυρολέζα μητέρα του δεν θα αποκτήσουν ποτέ πραγματική ευχέρεια στα Ισπανικά. Οι οικονομικές δυσκολίες σφραγίζουν τη ζωή της οικογένειας του, αλλά και τη δική του ενήλικη ζωή.  Πάντα θα προσπαθεί να ξεφύγει από την ένδεια, αναζητώντας την τύχη του ακόμη και σε εξωφρενικές εφευρέσεις (για πολύ καιρό προσπαθεί να κατασκευάσει γυναικείες νάιλον κάλτσες που δεν θα σκίζονται!).
Με περιορισμένη εγκύκλιο παιδεία, αν και αδηφάγος αναγνώστης, ο Αρλτ θα περάσει από πολλά βιοποριστικά επαγγέλματα πριν καταλήξει στη δημοσιογραφία. Μια ζωή υπό το άχθος της καθημερινής στήλης, συνηθισμένος να γράφει τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα ή τα θεατρικά του στις θορυβώδεις αίθουσες σύνταξης των εφημερίδων.
Τον αποκάλεσαν «Αργεντινό Ντοστογιέφσκι» και πράγματι σε πολλές από τις σελίδες των «7 τρελών» αντηχεί η φωνή του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα. Ο μονόλογος του Ερδοσάιν, του κεντρικού ήρωα, στο κεφάλαιο «Το έγκλημα ως τρόπος για να υπάρξεις», φέρνει αναπόφευκτα στον νου τον Ρασκόλνικοφ και η μυστική οργάνωση του Αστρολόγου μια παρανοϊκή εκδοχή των «Δαιμονισμένων».
Δύσκολα συνοψίζεται η πλοκή αυτού του κορυφαίου μυθιστορήματος του Αρλτ. Πρόκειται για μια ζοφερή απεικόνιση του Μπουένος Άιρες των αρχών του 20ού αιώνα, όταν ο πληθυσμός του υπερδεκαπλασιάζεται λόγω της μετανάστευσης, η βιομηχανία αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς, μιας μητρόπολης που γεννιέται σε συνθήκες μοντερνισμού (τη χρονιά που εκδίδονται οι «7 τρελοί», στο Μπουένος Άιρες δίνει τις περίφημες διαλέξεις του ο Λε Κορμπιζιέ). Και ταυτόχρονα μιας κοινωνίας όπου ανθεί η πορνεία, η πιο χυδαία εκμετάλλευση, ο πόθος για κοινωνική άνοδο και η συχνότατη ματαίωση του. Ως απάντηση σ' αυτά, η μυστική οργάνωση του Αστρολόγου στοχεύει στην ανατροπή της παγκόσμιας τάξης, βασισμένη στην ιδεολογική σύγχυση και στη διάδοση μολυσματικών ασθενειών, ενώ για τη χρηματοδότηση της σχεδιάζει ένα δίκτυο καλά οργανωμένων πορνείων. Απελπισμένοι, αμοραλιστές, τέρατα της Φύσης (ακόμη και στα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά), οι αντιήρωες του Αρλτ επιδίδονται σε παραληρηματικούς και διαυγείς μονολόγους.  Πότε μιλούν σαν νιτσεϊκοί υπεράνθρωποι και πότε αφήνονται να τους λιώσουν σαν σκουλήκια. Βαθιά μεταφυσικοί, παλεύουν ενάντια στην πλήξη, την απουσία νοήματος και την υπαρξιακή αγωνία. Και ενώ ονειρεύονται μια ανέφικτη αγνότητα, βυθίζονται στην άβυσσο του Κακού. Για τον Αρλτ, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί στον πρόλογο της η μεταφράστρια, η παραβατικότητα και η λογοτεχνία αποτελούν τις μοναδικές πράξεις εξέγερσης στο σύγχρονο κόσμο. Καταλήγουν και οι δυο σε αδιέξοδο, ανίκανες να προσφέρουν τόσο στον συγγραφέα όσο και στους ήρωες του την ευτυχία.
Ο Αρλτ αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό τόσο στην εποχή του όσο και στα πρώτα χρόνια μετά το θάνατο του. Λίγοι από τους συγχρόνους του αποτίμησαν θετικά το έργο του, με κυριότερο ίσως τον Κορτάσαρ. Τον κατηγόρησαν κυρίως για το άτεχνο ύφος του και τον κατέταξαν σ' εκείνους τους «πρωτόγονους» συγγραφείς που έχουν πολλά να πουν αλλά δεν ξέρουν ή δεν νοιάζονται για το πως. Πολύ σωστά ωστόσο ο Ρικάρντο Πίλια ταυτίζει μορφή και περιεχόμενο του έργου του. Το υλικό του Αρλτ, λέει, είναι το ίζημα της γλώσσας, μια μάζα εν βρασμώ, όπως ακριβώς και το περιεχόμενο της λογοτεχνίας του είναι ο κοχλάζων όχλος των μεταναστών του Μπουένος Άιρες. Ο Αρλτ γράφει ενάντια στα «σωστά Ισπανικά» που άλλοι συγγραφείδ της εποχής του προσπαθούν να επιβάλουν προκειμένου να σβήσουν το πλήγμα που επιφέρει στη γλώσσα η μετανάστευση. Μιλάει με τη γλώσσα που της ταιριάζει για μια κοινωνία που σχηματίζεται ακριβώδ στην εποχή του και χρησιμοποιεί το γλωσσικό υλικό του νεογέννητου Μπουένος Αϊρες για να κατασκευάσει ένα αμιγώδ λογοτεχνικό ιδίωμα.
Παρά την κεντρική του σημασία για την αργεντίνικη λογοτεχνία, που του αναγνωρίζεται μετά τη δεκαετία του 70, κατά βάθος ο Αρλτ δεν είναι εξαγώγιμος ακόμη και όταν μεταφράζεται, δεν καταφέρνει να συναγωνιστεί τη λάμψη άλλων Λατινοαμερικάνων συγγραφέων. Και όμως, η λογοτεχνία του αναδεικνύεται εξαιρετικά επίκαιρη σε έναν κόσμο όπου ο υβριδισμός και η επιμειξία τείνουν να γίνουν τα βασικά του χαρακτηριστικά.
Η Δήμητρα Παπαβασιλείου είχε να αντιμετωπίσει ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο. Η γλώσσα του Αρλτ θα μπορούσε να θεωρηθεί έως και αμετάφραστη ή τουλάχιστον η μεταφορά της απαιτεί βαθιά μελέτη, γνώση και έμπνευση. Κοπίασε και, παρόλο που δεν κατάφερε να αντισταθεί στον πειρασμό της ωραιοποίησης του κειμένου, η μετάφραση της εισάγει τον αναγνώστη στο εκθαμβωτικά σκοτεινό σύμπαν του Αρλτ, ενός συγγραφέα που ήθελε η λογοτεχνία του να έχει τη «βία ενός κροσέ στο σαγόνι».
Ρομπέρτο Αρλτ «Οι 7 τρελοί» Μετ. Δ. Παπαβασιλείου. Εκδ. Ροές
.
 Η Γκαμπριέλα Μιστράλ δίνει συνέντευξη στον Γουίλιαμ Χάλεϊ, γενικό διευθυντή του ΒΒC. 
20/1/194
ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΑ ΜΙΣΤΡΑΑ
Ποίηση σαν προσευχή
Ανθολογία από το έργο της σημαντικότερης Λατινοαμερικανίδας ποιήτριας
Τη Μιστράλ την έφερε στην ποίηση ο θάνατος και ο πόνος. Το μέταλλο της φωνής της όμως σφυρηλατήθηκε από την αντίληψη της πως «ό,τι είναι η ψυχή για το σώμα, είναι κι ο ποιητής για το λαό του» - φράση που είναι χαραγμένη στον τάφο της.
Της Τιτίκας Δημητρούλια
Στο «Χορό της νίκης» του Αντόνιο Σκάρμετα, η νεαρή Βικτόρια λατρεύει την Γκαμπριέλα Μιστράλ (1889 -1957) και εμπνέεται τη χορογραφία της από τα «Σονέτα του θανάτου»  τα ποιήματα δηλαδή που έκαναν πολύ νωρίς διάσημη τη Μιστράλ στη χώρα της, τη Χιλή, αλλά και σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Ένα νεαρό κορίτσι στις αρχές του 21ου αιώνα συνομιλεί με τη μεγάλη κυρία των λατινοαμερικάνικων Γραμμάτων, πιστοποιώντας τη ζωντάνια και την εμβέλεια του ποιητικού της λόγου: ο καλύτερος φόρος τιμής που ένας συγγραφέας θα μπορούσε να αποδώσει σε έναν άλλον. Και ειδικότερα στη Μιστράλ, καθώς τη συνδέει με τη νιότη, ως συνέχεια, αλλαγή και ανατροπή, με την ίδια νιότη που η Μιστράλ, η Λουσίλα Γκοντόι Αλκαγιάμπα όπως ήταν το πραγματικό όνομα, η πρώτη Χιλιανή - Λατινοαμερικανή νομπελίστα (1945), υπηρέτησε με συνέπεια τόσο ως δασκάλα όσο και εκείνο το μέρος της ποίησης της που απευθυνόταν στα παιδιά - και στην οποία δεν εντάσσονται προφανώς τα «Σονέτα του θανάτου», που περιλαμβάνονται στην πρώτη της συλλογή, την «Ερήμωση» (1922).
Μεγαλωμένη χωρίς πατέρα, ο οποίος τους εγκατέλειψε όταν η ίδια ήταν τριών ετών, αφού πρώτα της έφτιαξε, όπως λέγεται, έναν υπέροχο κήπο, μέσα στον οποίο η μικρή Λουσίλα συνομιλούσε με τα λουλούδια και τα φυτά, η Μιστράλ έζησε την προδοσία και την αυτοχειρία του αγαπημένου της Ρομέλιο Ουρέτα το 1909, την οποία θα ακολουθήσει αργότερα η αυτοκτονία του λατρεμένου της ανιψιού τον οποίο είχε μεγαλώσει (1943). Προοδευτική, ριζοσπαστική που δεν μασούσε τα λόγια της, η Μιστράλ δημοσίευε σε όλη της ζωή της ποικίλα κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά, κείμενα που όσο αγαπούσε άλλο τόσο την εξαντλούσαν - αφού από αυτά συχνά βιοποριζόταν.
Ξεκίνησε τη μακρόχρονη εκπαιδευτική σταδιοδρομία της στα δεκαπέντε της χρόνια, στις άγριες και αφιλόξενες Άνδεις. Ανύπαντρη και άτεκνη αλλά αξεπέραστη μητρική μορφή, διαπαιδαγώγησε γενιές παιδιών, προσφέροντας τους απλόχερα την αγάπη της - ανάμεσα τους και ο έφηβος Πάμπλο Νερούδα, τον οποίο μύησε στην ευρωπαϊκή ποίηση. Συνταξιοδοτημένη στα τριάντα έξι της χρόνια, ασχολήθηκε στη συνέχεια ενεργά, και επί σειρά ετών αμισθί, με την προβολή των λατινοαμερικανικών Γραμμάτων, τόσο στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Εθνών όσο και ως πρέσβειρα της χώρας της.
Έχοντας κληρονομήσει το ταλέντο του χαμένου πατέρα της, που ήταν δάσκαλος και στιχουργός, κακή μαθήτρια και ατίθασο παιδί για τους δασκάλους της που την έδιωξαν όπως λέγεται από το σχολείο, η Μιστράλ δημοσίευσε τα πρώτα της ποιήματα την ίδια εποχή που άρχισε να διδάσκει, τιμώντας με το ψευδώνυμο της τον Φρεντερίκ Μιστράλ και τον Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο. Το 1924, αφήνει την πατρίδα της για να βοηθήσει στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στο Μεξικό. Αυτή θα είναι η απαρχή μιας μακράς αποδημίας. Η Μιστράλ θα γυρίσει τον κόσμο, θα ζήσει στις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Βραζιλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Φίλη του Μπερξόν, της Μαντάμ Κιουρί, των Τσβάιχ, θα προασπίσει μαχητικά τόσο τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία όσο και την ιδιαιτερότητα της γης που τη γέννησε. Ανεξάρτητη και μοναχική, θα γίνει σύμβολο του φεμινιστικού κινήματος, αλλά και της φυλής της, «Μιγάς μητέρα του έθνους», με το βασκικό και ινδιάνικο αίμα της.
Τη Μιστράλ την έφερε στην ποίηση ο θάνατος και ο πόνος. Το μέταλλο της φωνής της όμως σφυρηλατήθηκε από την αντίληψη της πως «ό,τι είναι η ψυχή για το σώμα, είναι κι ο ποιητής για το λαό του» - φράση που είναι χαραγμένη στον τάφο της.
Η συνάντησή της με τα μεγάλα κείμενα της παγκόσμιας γραμματείας ήταν ο καταλύτης: το αίσθημα, η μουσικότητα, η ανοιχτή ματιά στον αληθινό κόσμο, με τα ταπεινά υλικά και τους ευθραύστους ανθρώπους, όλα αυτά γίνονται η μαγιά για μια μεγάλη ποίηση, που πρώτη φορά τη διαβάζουμε συγκεντρωμένη στα Ελληνικά - σε μια μετάφραση που συνειδητά αποδίδει πολύ πιστά το λόγο της Μιστράλ. Βαθιά θλιμμένη στην «Ερήμωση», αναζητά το πρόσωπο του άλλου, την ψυχή της, παρηγοριά στη φύση, έχοντας μάθει πολύ νωρίς ότι τον έρωτα τον «ακλουθάς υπνωτισμένος παρ' όλο που βλέπεις/ πως ο δρόμος πάει στον Άδη!». Η γη είναι αυτή που δέχεται το δάκρυ και το σώμα, την αγά πη και την εκδίκηση στα «Σονέτα», όταν το φως γίνεται ζόφος: «θα ξημερώσει μαύρο φως στου ριζικού τα μέρη' /θα μάθεις πως η σχέση μας είχε αστρικά σημάδια/κι αφού εκόπηκε ο δεσμός έπρεπε να πεθάνεις...». Η ιδέα του θανάτου δεν θα σταματήσει ποτέ να τη στοιχειώνει, στο πλαίσιο όμως ενός χριστιανικού ανιμισμού και μιας αντίληψης που αντιλαμβάνεται το δίπολο της ζωής και του θανάτου στη διαλεκτική τους ενότητα. Το εκφράζει θαυμάσια στο ποίημα της «Δύο άγγελοι», όπου ο ένας της χαράς και ο άλλος της αγωνίας «πέταξαν μια φορά μόνο/με ενωμένες φτερούγες:/τη μέρα του έργα, /την ημέρα των Επιφανίων.//Οι δυο αντίθετες φτερούγες/έσμιξαν κι έγιναν μία/κι έδεσαν τον κόμπο/του θανάτου και της ζωής.»
Η ποίηση της Μιστράλ είναι σκοτεινή και μαζί ηλιόφωτη, επειδή είναι γεμάτη αγάπη. Αγάπη για τα παιδιά, για τον άλλον, για τους άλλους, για τη γη της, τη σταθερή αναφορά της ποίησής της, μια συνιστώσα που όσο περνούν τα χρόνια ενισχύεται. Πάντα λυρική, η Μιστράλ μοιάζει να διευρύνει το στίχο και την οπτική της, να αγκαλιάζει όλο και περισσότερο τα πράγματα, τα απλά πράγματα, όπως απλή πρέπει να είναι και η γλώσσα του ποιητή. «Με γλώσσα άξεστη, φλεβιασμένη, σκληρωτική, με γλώσσα λερωμένη από βιομηχανικά λάδια, με καθαρή λάσπη και λάσπη βρόμικη, μιλάει τουλάχιστον το τριάντα τοίς εκατό κάθε λατινοαμερικάνικου λαού ή οποιουδήποτε άλλου λαού της γης. Αυτή είναι η πιο ζωντανή γλώσσα που ακούγεται...» σημειώνει στο κείμενο της «Η περιπέτεια της γλώσσαδ» (1947), που παραθέτει ο Πέδρο Λάστρα στην εισαγωγή του.
Αντιρητορική, αντιεμφατική η ποίηση της μιλάει για την πρώτη ύλη της ζωής, το ψωμί του κόσμου που έχει όμως τη μυρωδιά της μάνας και του τόπου της, τη γεύση των αγαπημένων νεκρών· το αλάτι των δακρύων, το νερό της παιδικής ηλικίας, του ποταμού και της θάλασσας, ο αέρας που τον παίρνει στην αγκαλιά της «κυνηγώ, ψαρεύω πάλλοντας,/ τυφλή από φτερά και χέλια/του Αγέρα...». Οι ύμνοι στην Αμερική, το τραγούδι στη «ρίζα του ουρανού», τον «θεραπευτή των λογχισμένων ινδιάνων», τον Ήλιο, στο ζωντανό τοπίο μέσα στο οποίο της αρέσει να κρύβεται, να χάνεται, θυμίζουν πλάγια το «Κάντο Χενεράλ» σε μια γυναικεία, μητρική όσο και περήφανη εκδοχή, που αναδέχεται το κενό, την απουσία, τη νοσταλγία και τη διάψευση.
Η φωνή της σφυρηλατείται από το εντόπιο και το οικουμενικό, το διχασμό και τη φλόγα. Οι εικόνες της στο πέρασμα του χρόνου γίνονται όλο και πιο πολύπλοκες, μοντερνιστικές, διατηρώντας όμως όλη τους τη διαύγεια, ο στόχος της ποικίλλει. Η Μιστράλ αναδιπλασιάζεται και σκοτώνει την άλλη που κρύβει μέσα της, η λέξη είναι εξηρμένη πλέον και παντοδύναμη, και η ποιήτρια θέλει να της πετάξει σπόρους βροχή ή να την κομματιάσει σαν οχιά, κι ας είναι κι η ίδια ένα απλό κομμάτι, μια φέτα της ζωντανεμένης αυτής λέξης.
Είτε θρηνεί είτε δοξάζει, ωστόσο, η ποίηση της Μιστράλ έχει πάντα μια χροιά προσευχής, που πότε τονίζεται και πότε σβήνει. Αντιγόνη και Ηλέκτρα, πάντα ευθυτενής σαν κυπαρίσσι, όπως λέει, η Μιστράλ συνεχίζει ως σήμερα να βαδίζει μες στις ομίχλες των Άνδεων με τις οποίες ξεκινά και κλείνει η ζωή και το έργο της, στους δρόμους της «σκοτεινής πατρίδας» της, που δεν είναι μόνο η Λατινική Αμερική, αλλά και η ίδια η ποίηση. Ας σπεύσουμε προς συνάντηση της.
Gabriela Mistral /Τα καλύτερα ποιήματα της /Ανθολόγηση-πρόλογος: pedro Lastra/ Μετάφραση-σημειώσεις-επίλογος Ρήγας Καππάτοw Εκδ. Εκάτη


Παθιασμένος, εξεγερμένος, υπέροχος
Διηγήματα εξορίας του Ρομπέρτο Μπολάνιο, ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς του καιρού μας
Όπως στον Καβάφη, έτσι και στον Μπολάνιο οι νέοι κυριαρχούν, ως μνήμη και ως ιδεώδες: παθιασμένοι, εξεγερμένοι, υπέροχοι, ποιητές, εξόριστοι, να παλεύουν με το κακό μέσα και έξω από αυτούς.
Της Τιτίκας Δημητρούλια
Γεννημένος στη Χιλή, έχοντας περάσει κάμποσα χρόνια στο Μεξικό και έπειτα -τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του- στην Καταλωνία, ο «Λατινοαμερικανός», όπως συστηνόταν, Ρομπέρτο Μπολάνιο (1953 - 2003) έζησε μέσα στην αληθινή βία που «δεν μπορεί να την αποφύγει κανείς, όχι εμείς τουλάχιστον που γεννηθήκαμε στη Λατινική Αμερική στη δεκαετία του '50» - όπως δηλώνει στο «Σίλβα το μάτι», το εναρκτήριο διήγημα της συλλογής διηγημάτων που έχουμε σήμερα στα χέρια μας, σε ωραία μετάφραση της Εφης Γιαννόπουλου.
Έρχεται σε επαφή αρχικά με τη βία της ανέχειας στη Χιλή και λίγο αργότερα, στα δεκαπέντε του, με τη βία της καταστολής στο Μεξικό όπου έχει μεταναστεύσει η οικογένεια του ξαναζητώντας καλύτερη ζωή: ζει τη σφαγή του Τλατελόλκο, της Πλατείας των Τριών Πολιτισμών, όταν οι μεξικανικές αρχές άνοιξαν πυρ εναντίον δέκα χιλιάδων διαδηλωτών, φοιτητών και εργατών, εγκλωβισμένων στην πλατεία, λίγες μέρες πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων και μετά ένα θερμό καλοκαίρι διαδηλώσεων και συγκρούσεων με την αστυνομία. Εξεταστική επιτροπή για το γεγονός θα συστηνόταν το 1997...
Είναι η στιγμή που ο Μπολάνιο εγκαταλείπει το σχολείο και αποφασίζει να γίνει ποιητής. Αυτός θα είναι ο ένας και μοναδικός σκοπός της ζωής του, από τον οποίο δεν θα παρεκκλίνει παρά μόνο επιφανειακά: η πρόζα του διατρέχεται φανερά και υπόγεια όχι από ποιητικότητα, αλλά από καθαρή ποίηση, που καταγράφει με τρόπο που παραπέμπει ευθέως στον Ρεμπώ το ανέφικτο του απόλυτου και το παρανάλωμα που συνιστά η λογοτεχνία καθαυτή.
Πέντε χρόνια αργότερα διατρέχει ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής ηπείρου για να επιστρέψει στη Χιλή και να στηρίξει τον Αλιέντε. Φτάνει λίγες μέρες πριν από το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Η βία εισβάλλει και πάλι στη ζωή του με τον πλέον αληθινό και άμεσο τρόπο: στο μπουντρούμι όπου τον κρατούν για μια εβδομάδα, παρότι δεν βασανίζεται, ακούει τις οιμωγές των άλλων και συμπληρώνει με τη φαντασία του το ανείπωτο της φρίκης.
Όταν επιστρέφει στο Μεξικό, ολόκληρη η προηγούμενη λογοτεχνία του φαίνεται συμβατική και λίγη για να περιγράψει την πραγματικότητα. Μαζί με φίλους του ιδρύει το ποιητικό ανατρεπτικό «υπορεαλιστικό κίνημα», που παραπέμπει ευθέως στους υπερρεαλιστές των αρχών του αιώνα, τόσο με το όνομα όσο και με τις πρακτικές του έναντι των καταξιώσεων λογοτεχνών: ο Μπολάνιο και η παρέα του μπορεί να μην τα βάζουν με τον Ανατόλ Φρανς, αλλά κάνουν ό,τι μπορούν για να δυσκολέψουν τη ζωή του Οκτάβιο Πας. Εμπνευστές και οδηγοί τους οι εξεγερμένοι και οι καταραμένοι όλων των εποχών, Ρεμπώ, Λωτρεαμόν, υπερρεαλιστές και ντανταϊστές αλλά και οι Αμερικανοί μπητ και η «Ωρα μηδέν», ένα ριζοσπαστικό περουβιανό ποιητικό κίνημα. Τζουσικός και μπορχεσιανός, αρνητής του μαγικού ρεαλισμού και εισηγητής μιας υφολογικής απλότητας που ξεγελάει, ο Μπολάνιο μιλάει σε όλα τα βιβλία του -και στο «Πουτάνες φόνισσες»- για την ποίηση και τους ποιητές.
Στο εν πολλοίς αυτοβιογραφικό διήγημα «Τα τελευταία δειλινά της γης» δεν είναι τυχαία η αναφορά στον Γκι Ροζέ, τον υπερρεαλιστή που εξαφανίζεται καθώς προσπαθεί να περάσει στην Αμερική για να ξεφύγει από τους Ναζί. Είχε συνηγορήσει το 1933 μαζί με άλλους υπερρεαλιστές υπέρ της φόνισσας Βιολέτ Νοζιέρ, που ο Πεταίν θα της μειώσει την ποινή σε δώδεκα χρόνια -την ώρα που ο Ροζέ θα χάνεται για πάντα- ενσαρκώνοντας τη μοίρα των ποιητών, όπως την περιγράφει ξανά και ξανά ο Μπολάνιο σε ολόκληρο το έργο του.
Στο μανιφέστο του υπορεαλισμού που διαβάζει δημοσίως το 1976 σε ένα βιβλιοπωλείο, ο τίτλος Dejenlo Todo, nuevamente προέρχεται από ένα ποίημα του Αντρέ Μπρετόν, δημοσιευμένο την εποχή της διαμάχης του με τον Τζαρά και της διαφοροποίησής του από τον ντανταϊσμό:
«Σας διαβεβαιώ ότι με όλα αυτά γελώ και σας ξαναλέω:
Αφήστε τα πίσω όλα.
Αφήστε το Νταντά.
Αφήστε τη γυναίκα, τη φιλενάδα σας.
Αφήστε τις προσδοκίες και τους φόβους σας.
Τα παιδιά σας σκορπιστέ στο δάσος.
Αφήστε την ουσία και κυνηγήστε τη σκιά.
Αφήστε στην ανάγκη μια βολεμένη ζωή,
όσα σας δίνουνε για μια αποκατάσταση μελλοντική.
Τους δρόμους πάρτε.»

Αυτοί οι ανοιχτοί δρόμοι ήταν και το θέατρο της ποίησης για τους υπερρεαλιστές, που διάβαζαν ποιήματα παντού, σε ανοιχτούς χώρους και στο μετρό, στους δρόμους, στα καφέ -όπως το Λα Αβάνα- όπου συγκεντρώνονταν. Το ίδιο «το ποίημα είναι ένα ταξίδι και ο ποιητής είναι ο ήρωας που αποκαλύπτει τους ήρωες», λέει ο Μπολάνιο που την ίδια χρονιά εκδίδει την «Επανεπινόηση του έρωτα», την πρώτη του ποιητική συλλογή. Θα ακολουθήσει μια ανθολογία έντεκα Λατινοαμερικάνων ποιητών, στην οποία συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό του και τον στενό φίλο του Μάριο Σαντιάγο, βαθιά επηρεασμένο από τον Απολλιναίρ. Όπως ο ίδιος ο Μπολάνιο περιέρχεται τις αφηγήσεις του, ως ήρωας ή παρατηρητής, ως Μπ., όπως στα «Τελευταία δειλινά» ή ως Αρτουρο Μπελάνο στις «Φωτογραφίες», έτσι και ο Σαντιάγο τον συντροφεύει σε τόσα κείμενα, όπωδ στους ποιητέδ - «Αγριουδ Ντετέκτιβ» που είναι ποιητές και ελπίζουμε ότι σύντομα θα προστεθεί στα ελάχιστα έργα του που διαθέτουμε στα ελληνικά (εκτός από την παρούσα συλλογή, κυκλοφορεί η «Τελευταία νύχτα στη Χιλή», εκδ. Μεταίχμιο και το «Μακρινό αστέρι», εκδ. Καστανιώτη).
Ακολουθεί ένα μικρό διήγημα με τίτλο πολύ χαρακτηριστικό: «Ένας θαυμαστής του Τζιμ Μόρισον συμβουλεύει έναν φανατικό του Τζόυς», το οποίο έγραψε μαζί με τον Καταλανό Α. Τζ. Πόρτα. Έπειτα, δέκα χρόνια σιωπή - κατά το παράδειγμα ίσως του Ρεμπώ, στον οποίο παραπέμπει και ο Αρτουρο Μπελάνο; Διάφορες δουλειές, του ποδαριού συχνά. Ένας έρωτας, ένα παιδί και η δεκαετία της ωριμότητας: από το 1993 ώς το 2003 που πεθαίνει από ασθένεια του ήπατος θα γράψει τα αριστουργήματα του, διηγήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια. Ένα βιβλίο περίπου τον χρόνο. Ενδιαμέσως, έχει γίνει πρόσωπο μυθιστορηματικό, και όχι μόνο στους «Στρατιώτες της Σαλαμίνας» του Θέρκας, όπου το σύντομο πέρασμα του είναι καταλυτικό για τη λύση του αινίγματος. Οι νεότεροι συγγραφείς τον λατρεύουν σαν τον νέο Κέρουακ και κυκλοφορεί στα βιβλία τους.
Ο Μπολάνιο σε όλα τα βιβλία του σκόρπισε τις ιδέες, τις αισθητικές και πολιτικές αντιλήψεις του, όπως προέτρεπε ο Μπρετόν να κάνουν οι ποιητές με τα παιδιά τους στο δάσος. Αφηγείται τη μυστική ιστορία για την οποία μιλάει στον «Οδοντίατρο», εκείνη «που δεν θα μάθουμε ποτέ, αυτή που ζούμε κάθε μέρα, ενώ σκεφτόμαστε ότι ζούμε, ενώ σκεφτόμαστε ότι τα έχουμε όλα υπό έλεγχο, ότι δεν μας διαφεύγει τίποτα ιδιαίτερα σημαντικό. Όμως όλα είναι σημαντικά, γαμώτο! Το ζήτημα είναι πως δεν το αντιλαμβανόμαστε. Πιστεύουμε ότι η τέχνη προχωράει σ' αυτό το πεζοδρόμιο και η ζωή, η ζωή μας, προχωράει στο άλλο, και δεν αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό είναι ψέμα.» Η ζωή του Μπολάνιο διαλύεται μέσα στη λογοτεχνία του, οι διακοπές με τον πατέρα του, στα «Τελευταία δειλινά», οι συγγραφείς που αγαπάει, οι εμμονές του, αυτά που είναι και όσα θα μπορούσαν να είναι. Η φόρμα του διηγήματος συστέλλεται και διαστέλλεται για να αναδεχθεί θραύσματα ζωής και ποίησης που συντήκονται: οι «Φωτογραφίες» διαβάζουν μια ανθολογία με κείμενα και φωτογραφίες σύγχρονων Γάλλων ποιητών· η «Λίστα χορού» διατρέχει σε 69 σημεία τη σχέση αγάπης και μίσους του Μπολάνιο με τον Νερούδα και μέσα από αυτήν με την παιδική ηλικία, τη νεότητα του και την καλλιτεχνική παράδοση· η «Συνάντηση με τον Ενρίκε Λιν», μιλάει για τις «έξι τίγρεις» της Χιλιανής λογοτεχνίας το 2000, τους νεότερους ποιητές που δεν πρόλαβαν να δημιουργήσουν, μέσα από ένα μετέωρο κείμενο ανάμεσα στο φανταστικό και το ρεαλιστικό - τη συνήθη τονικότητα των κειμένων του.
Όπως στον Καβάφη, έτσι και στον Μπολάνιο οι νέοι κυριαρχούν, ως μνήμη και ως ιδεώδες: παθιασμένοι, εξεγερμένοι, υπέροχοι, ποιητές, εξόριστοι, να παλεύουν με το κακό μέσα και έξω από αυτούς. Ευνουχισμένα αγόρια και εκδικητικές πουτάνες, νεκρόφιλοι και εγκληματίες γιοι πορνοστάρ, έφηβοι διηγηματογράφοι σε αφιλόξενα τοπία, βία παλιωμένη που στοιχειώνει καινούργιο αίμα, τρελά βασανιστήρια και θάνατοι από λύπη, μοναξιά των δρόμων όπου φλέγονται τα ποιήματα του μέλλοντος, σαν τα χέρια της Νατζά, και βιβλία, πολλά βιβλία, διότι «δεν σταματά ποτέ κανείς να διαβάζει, ακόμη κι όταν τα βιβλία τελειώνουν, με τον ίδιο τρόπο που δεν σταματά κανείς να ζει, ακόμη κι αν ο θάνατος είναι ένα βέβαιο γεγονός» («Οδοντίατρος»). Ένας πρωτοποριακός συγγραφέας που σφραγίζει ήδη τη λογοτεχνία του μέλλοντος.
Roberto Bolano/ Πουτάνες φόνισσες/Μετ. Εφη Γιαννόπουλου Εκδ.Αγρα
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΒΙΒΛΙΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου