Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ : «Δεν είναι χίμαιρα να καβαλάμε τ’όνειρο»

Άγγελος Σικελιανός
Την μνήμη του τιμούν στον "ομφαλό της γης"



ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ :
«Δεν είναι χίμαιρα να καβαλάμε τ’όνειρο»
Η ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ
Η ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ, ΒΑΡΔΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΗΡΥΚΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΣΗΣ
Αντρειωμένος του πνεύματος, μέγιστος και ολόφωτος ποιητής, μύστης και ιεροφάντης, βάρδος και απόστολος του ελληνισμού, ο Άγγελος Σικελιανός τιμάται πάντοτε για το μεγάλο Δελφικό έργο του.
Τον Ιούλιο του 1997 με την συμπλήρωση εβδομήντα χρόνων από τις πρώτες Δελφικές εορτές διοργανώθηκε ένας επετειακός εορτασμός από το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών με την συμμετοχή του Τρίτου προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και με προβολή του στίχου από ποίημα του Σικελιανού «Δεν είναι χίμαιρα να καβαλάμε τ’ όνειρο. Με αφορμή το γεγονός αυτό η ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ απευθύνθηκε τότε στην  Άννα Σικελιανού*  και της ζήτησε να θυμηθεί για τους αναγνώστες της εφημερίδας το μεγάλο ποιητή και σύντροφο της.
 70η Επέτειος Δελφικών Εορτών, 1927-1997 (16-20 Ιουλίου 1997)

Δελφικές Εορτές

Ποίον αντίλαλο από τις Δελφικές Εορτές έχετε στις αναμνήσεις σας;
«Εκείνο που απασχολούσε περισσότερο τον Αγγελο ήταν η "Δελφική προσπάθεια". Αυτό προείχε. Οι Δελφικές Εορτές έπονταν».
Ανοίγοντας μια παρένθεση ας πούμε εδώ πως η «Δελφική προσπάθεια» ήταν για τον Σικελιανό προσπάθεια εφαρμογής στην πράξη της κοσμοθεωρίας που εξέφραζε ως τότε με την ποίηση του.
Στο ιερό των Δελφών, που οι αρχαίοι το θεωρούσαν «ομφαλό της Γης», εκεί όπου το ελληνικό πνεύμα επιχείρησε την πρώτη σύζευξη του διονυσιακού και του απολλώνιου στοιχείου, ο Σικελιανός οραματίσθηκε να ιδρύσει μια νέα, παγκόσμια πνευματική αμφικτυονία, μια «Δελφική ένωση» και ένα «Δελφικό Πανεπιστήμιο», από όπου να ξεκινήσει στην πράξη η πνευματική ανεξαρτησία και η ψυχική λύτρωση των λαών.
Μια ενοποίηση πέρα από το κατατμημένο άτομο και πάνω από τις εφήμερες πολιτικές θρησκείες του καιρού μας.

 Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ «ΙΚΕΤΙΔΩΝ» ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΣΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΔΕΛΦΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ ΤΟΥ 1927



Τον Μάιο του 1927, λοιπόν, οργανώθηκαν οι πρώτες Δελφικές Εορτές, με κεντρική εκδήλωση την παράσταση του «Προμηθέα Δεσμώτη» και παράλληλα με έκθεση λαϊκής τέχνης, γυμνικούς αγώνες στο στάδιο, λαϊκούς χορούς και πανηγύρια.
Οι εορτές επαναλήφθηκαν το 1930 με τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου.

 Β' Δελφικές Εορτές (1930)
 Ψυχή της όλης εκτέλεσης στάθηκε η γυναίκα του, Αμερικανίδα στην καταγωγή, Εύα Σικελιανού-Πάλμερ. Δίνοντας μορφή πιο συγκεκριμένη στους ασαφείς -κατά τον Λίνο Πολίτη- οραματισμούς του ποιητή και μυημένη στο πνεύμα του χορού από τη μεγάλη Ισαντόρα Ντάνκαν, η Εύα Σικελιανού συνέλαβε τις κρυφές αντιστοιχίες ανάμεσα στην αρχαία τραγωδία, τη βυζαντινή μουσική και το σύγχρονο λαϊκό πολιτισμό και προσπάθησε να συνθέσει όλα αυτά στη σκηνική της ερμηνεία.
Η μουσική των χορικών βασίστηκε στους ιδιαίτερους τρόπους της βυζαντινής μελωδίας, τα κοστούμια τα ύφανε η ίδια πάνω σε λαϊκά πρότυπα, η κίνηση του χορού ήταν εμπνευσμένη από τη μελέτη των αρχαίων μνημείων. Ήταν, σχολιάζει ο Λίνος Πολίτης, η πρώτη σοβαρή και αποκαλυπτική προσπάθεια να παρασταθεί η τραγωδία στο φυσικό της χώρο του αρχαίου θεάτρου, με την αρχαία σκευή και με το χορό πραγματικά να «χορεύει».
Οι παραστάσεις της Εύας Σικελιανού ήταν το θετικό στοιχείο και αυτό που απέμεινε από τις Δελφικές Εορτές. Η «Δελφική προσπάθεια» απέτυχε κατά τον Λίνο Πολίτη. Άλλωστε, και οι Εορτές κατέληξαν σε οικονομική καταστροφή. Η Εύα έφυγε, σχεδόν αυτοεξορίστηκε στις ΗΠΑ, απ' όπου δεν γύρισε παρά το 1952 στην Ελλάδα. Την ίδια χρονιά πέθανε και τάφηκε στους Δελφούς.
Η Δελφική ιδέα, δηλαδή η συναδέλφωση όλης της ανθρωπότητας μέσα από τον ποιητικό λόγο και γενικότερα μέσα από το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, στον «ομφαλό της Γης» που είναι ο Δελφοί είναι το κλειδί που ανοίγει τις πόρτες του έργου του Σικελιανού.


Δεν απέτυχε
Ας ξαναγυρίσουμε στη συνομιλία μας με την Άννα Σικελιανού:
«Όχι, δεν απέτυχε η "Δελφική προσπάθεια" του Αγγέλου. Όλοι οι διεθνείς οργανισμοί που λειτουργούν σήμερα προέκυψαν από το αμφικτυονικό πνεύμα των Δελφών. Αυτό δείχνει την ανάγκη που έχουμε από αυτή την ιδέα. Πρέπει να υπάρξει συνεννόηση και συναδέλφωση μεταξύ των εθνών. Αυτή ήταν η ιδέα του οραματιστή Σικελιανού».
Η εικόνα του Σικελιανού , ως πνευματικού εργάτη και ως ανθρώπου, «κουβαλητή ομορφιάς» καθώς τον αποκαλείτε στο βιβλίο σας «Η ζωή μου με τον Άγγελο», συμπίπτει πάντα με τον Σικελιανό όπως τον τιμούν οι διάφοροι φορείς;
«Όχι. Δεν τιμάται πάντα ο Άγγελος ως δημιουργός ή ως ο άνθρωπος που γνώρισα... Άλλωστε, εγώ δεν θα ξεχώριζα τον ποιητή από τον άνθρωπο, που αποτελούν μια ενότητα».
Τα στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητα του Σικελιανού, έτσι όπως τα ξέρουμε από τα μελετήματα γι' αυτόν, είναι η μοναξιά, η λαϊκή ψυχή, η απλή ζωή στην ύπαιθρο, η ονειροπόληση και τα βιβλία. Καταβρόχθιζε τα βιβλία, έσκιζε, μάλιστα, σελίδες για να τις πάρει μαζί του και να τις διαβάζει στο δρόμο...
«Ήταν όλα αυτά. Όσο για τα βιβλία, σε πολλά από τα βιβλία του, βιβλία τρίτων που διάβαζε, βρίσκουμε ποιήματα του ή παραλλαγές δημοσιευμένων ήδη γραπτών του, γραμμένες στο περιθώριο των βιβλίων...».


Το βιβλίο του Αγγέλου Σικελιανού «Γράμματα στην Άννα» περιλαμβάνει πύρινες ερωτικές επιστολές. Σ' εμάς τους κοινούς θνητούς φαίνεται συνταρακτικό να είστε παραλήπτρια τέτοιων εξομολογήσεων...
«Ναι, είναι υπέροχο. Έτσι ήταν ο Άγγελος και στην καθημερινή μας ζωή. Η ώρα η μετά το βραδινό φαγητό ήταν ώρα συμποσίου. Πίναμε λίγο και κυρίως εκείνος μιλούσε πολύ. Αισθανόταν την ανάγκη να μιλήσει θερμότατα για τον άνθρωπο του, έστω κι αν ήταν πέρα από την πραγματικότητα όσα έλεγε για μένα...».
Θ' ανοίξουμε και εδώ μια παρένθεση για να παραθέσουμε δείγματα από τα γράμματα αυτά. Πρώτα μια σημείωση της Άννας Σικελιανού.
«Όποιος δεν έχει γνωριστεί με την προσωπικότητα και το έργο του Αγγέλου και διαβάσει αυτά τα γράμματα, μπορεί να τα θεωρήσει υπερβολές ενός ερωτευμένου άνδρα και τότε θα πρέπει ν’αναβάλει αυτή την ανάγνωση ώσπου να πεισθεί πως ό,τι έγραφε τότε το υπαγόρευε το ήθος του και η πίστη του στον Έρωτα ή η ξεχωριστή του Μοίρα».

 Το σπίτι του Σικελιανού στους Δελφούς
25.5.1939, Σαλαμίνα.
Θρησκεία μου Πύρινη, Λατρεία μου, Πάθος μου, Αποκάλυψη του μακρινότερου βαθιά μου και στον κόσμο Μυστικού, ΙΕΡΕ ΜΟΥ ΓΑΜΕ!
Είμαι στα πόδια Σου και σ' τα φιλώ και σ' τα φιλώ και σ' τ' αναπνέω και πάλι ακόμα σ' τα φιλώ και σ' τα ζητώ και σ' τα πιθώνω απάνω μου και τα καλώ στα βλέφαρα μου, στο λαιμό μου, στα ρουθούνια μου, στους ώμους μου, στο στήθος μου, πάνω στην ίδια μου καρδιά και Σου ζητώ συχώρεση. Σε πόνεσα, Σας πόνεσα θεϊκά μου σπλάχνα, ανάσα μου, Ύφος μου, Βυθέ μου, Λυτρωμέ μου, Σας επόνεσα γλυκύτατα μου στήθη!
Ξαναγυρνάμε στην κυρία Άννα Σικελιανού.
Οι ώρες του σπιτιού ήταν σπουδαίες για τον Σικελιανό...
«Ιερές. Στην Κατοχή ταλαιπωρηθήκαμε πολύ, όπως και εκατομμύρια Έλληνες. Η φτώχεια, φτώχεια, αλλά το τραπέζι στρωνόταν σαν να επρόκειτο να φάμε. Με τραπεζομάνδιλο, πετσέτες και όλα τα μαχαιροπίρουνα, έστω και για να φάμε... λαχανίδα! "Πρέπει να στρώνουμε τραπέζι όπως στης Μάνας", έλεγε ο Άγγελος».
Είχε χολωθεί που δεν έγινε ακαδημαϊκός;
«Κάθε άλλο. Τον ανακούφισε η άρνηση της Ακαδημίας. Και μου παραπονέθηκε για το γεγονός πως εγώ επέμεινα να μπει στην Ακαδημία. Ήταν θέμα ψωμιού. Ζούσαμε εκείνη την εποχή φτωχικά, σαν τα πετεινό τ' ουρανού. Πρέπει να πω εδώ ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε ζητήσει από την Ακαδημία να κάνει αριστίνδην μέλη της τον Καζαντζάκη, τον Παρθένη, τον Βλαχογιάννη και τον Σικελιανό. "Θα τους κάνουμε εμείς ακαδημαϊκούς" του απάντησε η Ακαδημία. Ο Παπανδρέου χάρηκε και το δέχθηκε. Αλλ' η Ακαδημία δεν τήρησε το λόγο της».

Η ράτσα μας
Μπαλώνατε μια πετσέτα της κουζίνας, μια μέρα στην Κατοχή και ο Σικελιανός έσκυψε, τη φίλησε και είπε: «Αυτός είναι ο πολιτισμός της ράτσας μου, ο πολιτισμός της Μάνας μου και όλων των δικών μου.»
«Ήταν κοινή η αντίληψη μας για το λαϊκό πολιτισμό. Μ' αυτόν ζήσαμε στα χρόνια της σκλαβιάς. Ο λαϊκός πολιτισμός τον έτρεφε και τα βιώματα του τα ξαναζωντάνευε, όχι μόνο στο έργο του παρά και στην καθημερινή ζωή με τους απλούς ανθρώπους, τους ξωμάχους και τους ψαράδες, τους λαϊκούς τύπους στ' απόμακρα καφενεδάκια που σύχναζε μ' ένα βιβλίο στο χέρι και όπου έβρισκε τον ελληνικό λαό, με το ήθος, την τάξη και τη φιλοξενία που γνώρισε στη Λευκάδα, κοντά στους δικούς του».
Τι θα λέγατε ότι επιζεί σήμερα περισσότερο από τον Σικελιανό;
«Η ενότητα ζωής και έργου. Συναντώ εκδηλώσεις αγάπης από λαϊκό κόσμο. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Από πού τον ξέρουν; Από την ποίηση του; Δεν νομίζω. Από το σχολείο; Ούτε».


*  Η Άννα Σικελιανού (Αθήνα, 1900 ή 1904 - 26 Μαΐου 2006) ήταν η δεύτερη σύζυγος του ποιητή Άγγελου Σικελιανού. Η Άννα Καμπανάρη, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, παντρεύτηκε τον Άγγελο Σικελιανό στις 17 Ιουνίου του 1940. Ο πρώτος της γάμος ήταν με το γιατρό Γιώργο Καραμάνη, ιδρυτή του πρώτου σανατόριου στην Ελλάδα. Το 1938 γνώρισε το Σικελιανό και έπειτα από ανταλλαγή ερωτικών επιστολών, παντρεύτηκαν. Από το θάνατό του ποιητή, η Άννα Σικελιανού για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα έμαθε να δουλεύει τον αργαλειό και ύφαινε κατά παραγγελία. Έγραψε τα βιβλία «Η ζωή μου με τον Άγγελο» (εκδόσεις Εστία), "Γράμματα στην Άννα" (περιλαμβάνει τις επιστολές που αντάλλασσαν με τον ποιητή) και «Ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός» (2002). Πέθανε πλήρης ημερών και κηδεύτηκε από το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.
Από άρθρο του Βαγγέλη Ψυρράκη στην Απογευματινή της Κυριακής 13.6.1997


Ο Θ. Κρίτας θυμάται στιγμές από την προσωπική γνωριμία του με την Εύα και τον Άγγελο Σικελιανό
Η ιέρεια και ο θεός
Δύο ξεχωριστά πρόσωπα που γνώρισα στα νεανικά μου χρόνια είναι η Εύα και ο Άγγελος Σικελιανός. Βάζω μπροστά το όνομα της Εύας από του Αγγέλου, γιατί για μένα η Εύα υπήρξε ο «πυρήνας» του χαρισματικού ζευγαριού. Ο Άγγελος βέβαια ήταν η μεγάλη «μορφή». Όμως η Εύα ήταν η ψυχή. Και η ψυχή, κατά τη γνώμη μου, μετράει περισσότερο. Μόνο που η Εύα εκτός από την ψυχή της είχε καταθέσει και την περιουσία της ολόκληρη.
Στις πρώτες Δελφικές Εορτές του 1927, η Εύα ξόδεψε το σύνολο σχεδόν της προσωπικής της περιουσίας. Για δε τις δεύτερες, που έγιναν το 1930 η Εύα και ο Άγγελος είχαν απευθυνθεί σε πλούσιους Έλληνες που ζούσαν το Παρίσι και το Λονδίνο από τους οποίους ζήτησαν οικονομική υποστήριξη.
Όταν το 1933 ο Άγγελος θέλησε να παρουσιάσει σε θεατρική μορφή τον «Διθύραμβο του Ρόδου», η Εύα κατέφυγε αυτή τη φορά στον αδελφό της, στη Βοστώνη, και τον παρακάλεσε να την βοηθήσει. Τα χρήματα που ήρθαν από την Αμερική δεν ήσαν αρκετά ώστε να επαρκέσουν στο υψηλό κόστος του ανεβάσματος του «Ορφικού Διθυράμβου».
Το πρόβλημα, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω ο ίδιος, ήταν περισσότερο αισθητό κρίνοντας από την εξαιρετικά χαμηλή, σχεδόν συμβολική, αμοιβή που προσέφερε η Εύα σε μένα, αλλά και στους άλλους ηθοποιούς των οποίων είχε ζητήσει τη συμμετοχή στην παράσταση. Αλλά και στον Γιώργο Παππά που του πρότεινε τον ρόλο του Ορφέα, του προσέφερε τόσο λίγα χρήματα που εκείνος τα αρνήθηκε. Έτσι, αναγκάστηκε να καταφύγει, για την ερμηνεία του Ορφέα, σε έναν ερασιτέχνη, τον φιλόλογο Μανώλη Ζορμπαλιά. Σε μένα έδωσε το μέρος του πρώτου κορυφαίου του Χορού. Ο άλλος κορυφαίος ήταν ο μουσικολόγος Σίμος Καρράς, ο οποίος έγραψε και τη μουσική του έργου, χρησιμοποιώντας τη Βυζαντινή μονοφωνική εκφορά του λόγου.
Το κοστούμι το δικό μου ήταν από ύφασμα που το ύφανε στον αργαλειό με τα δικά της χέρια. Η Εύα ήταν μοναδική σε αυτού του είδους τα υφαντά υφάσματα. Ήξερε την τέχνη του αργαλειού ίσως όσο καμία άλλη Ελληνίδα. Την εποχή δε που προετοίμαζε τις παραστάσεις των Δελφικών Εορτών, στην Αράχοβα, έφτιαχνε τα ρούχα και δίδασκε ταυτοχρόνως στις κοπέλες στα χωριά του Παρνασσού την τέχνη της υφαντικής.

Εύα Πάλμερ και Αγγελος Σικελιανός

Το σενάριο ήταν της Εύας
Σχετικά με τον «Διθύραμβο του Ρόδου», θα πω κάτι που δεν νομίζω ότι το γνωρίζουν πολλοί: Ότι η ιδέα, το «σενάριο», ήταν της Εύας, η οποία προσέφυγε σε ιστορικές πηγές και στοιχεία που συνέλεξε μελετώντας τον μύθο του Ορφέα σε βιβλιοθήκες και ιστορικά αρχεία. Το πόνημα όλης αυτής της μελέτης και έρευνας το έγραψε τελικά η Εύα στα Γαλλικά. Ήταν η γλώσσα που, παρ' ότι Αμερικανίδα, χρησιμοποιούσε προκειμένου να εκφραστεί ποιητικά. Αυτό το κείμενο πήρε ο Άγγελος ως βάση για να γράψει τον «Διθύραμβο».
Οι δοκιμές γίνονταν σε ένα κτήμα στην οδό Σερίφου, που βρισκόταν μεταξύ των οδών Αχαρνών και Πατησίων. Σ' αυτό το κτήμα είχε στήσει και τους αργαλειούς που ύφαιναν τα κουστούμια της παράστασης. Αργαλειούς είχε στήσει και στο σπίτι της φίλης της Αγγελικής Χατζημιχάλη, στην Πλάκα, που είναι σήμερα Μουσείο Λαϊκής Τέχνης. Υποθέτω ότι στην Εύα και τον Άγγελο θα με είχε συστήσει η Κούλα Πράτσικα, καθηγήτριά μου της Ρυθμικής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Η Εύα είχε αγαπήσει την Ελλάδα μέσα από τον Άγγελο. Η αγάπη της για τον ποιητή υπήρξε παθολογική. Αυτό είναι γνωστό. Στο πρόσωπο του Αγγέλου έβλεπε τον εκφραστή των υψηλών ιδανικών της ελληνικής αρχαιότητας. Βαθύτατα φιλοσοφημένη, ευαίσθητη και άδολη ύπαρξη, απέραντης μόρφωσης και ψυχικής ομορφιάς σπάνιας για να συγκριθεί με τα γνωστά καθιερωμένα σημερινά πρότυπα, λάτρεψε στο πρόσωπο του Άγγελου, έναν αρχαίο θεό! Του τα έδωσε όλα. Και δεν πήρε τίποτα, εκτός από τη χαρά που της έδωσε η ολόψυχη αφιέρωσή της σε κείνον, τον μοναδικό, όπως έλεγε και πίστευε.


«Τα θεία μου ελαττώματα»
Το περίεργο είναι ότι και ο Άγγελος κατέληξε να πιστέψει και ο ίδιος ότι θα πρέπει να είχε κάποια θεϊκή υπόσταση.
Έλεγε, π.χ., «Τα θεία μου ελαττώματα!». Ίσως και να το πίστευε ότι όπως οι αρχαίοι θεοί του Ολύμπου έτσι και εκείνος είχε το δικαίωμα στο αμάρτημα. Αυτό του το συναίσθημα είναι σίγουρο πως του το υπέθαλπε και του το συντηρούσε η ίδια τη Εύα, η οποία του συγχωρούσε τις ερωτικές... αταξίες, που δεν ήταν δα και λίγες.
Η παράσταση του «Διθυράμβου του Ρόδου» δόθηκε στη νότια πλευρά του λόφου του Φιλοπάππου. Το κοινό που προσήλθε αθρόα χωρίς να πληρώσει εισιτήριο χάρη στη γενναιοδωρία της Εύας, καθισμένο στα βραχάκια και στους θάμνους, και ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης και οι άλλοι υπουργοί επίσης σταυροπόδι. Η κυκλική σκηνή στην οποία είχε στηθεί η παράσταση είχε τοποθετηθεί στις υπώρειες του λόφου, περίπου στο σημείο εκείνο όπου βρίσκεται σήμερα το θέατρο της Δώρας Στράτου. Μικρόφωνα δεν χρησιμοποιήθηκαν και γι' αυτό αμφιβάλλω αν όλα τα υπέροχα λόγια του «Διθυράμβου» ακούστηκαν ως απάνω στην κορυφή του λόφου. Οι θεατές όμως που κάθονταν εκεί ψηλά, που δεν είχαν πληρώσει άλλωστε εισιτήριο, δεν θυμάμαι να είχαν διαμαρτυρηθεί ότι δεν άκουγαν. Ο Τύπος την άλλη μέρα αφιέρωσε θερμά, επαινετικά σχόλια για την παράσταση, γεγονός που ικανοποίησε βαθύτατα την Εύα.
Τον Αύγουστο του 1933 η Εύα φεύγει στην Αμερική. Ο Σικελιανός μένει στην Αθήνα, ενώ κρατά τακτική επαφή με την Εύα, την οποία συνεχώς προτρέπει να βρει χρήματα για την αναβίωση των Δελφικών Εορτών.
Εν τω μεταξύ ο Άγγελος έχει δημιουργήσει δεσμό με την Άννα Καραμάνη, την οποία παντρεύεται το 1950 με τη συγκατάθεση της Εύας.

 Στην κηδεία του Κ. Παλαμά το 1942
Η ομιλία για τον Παλαμά
Το 1942, η πάνδημη κηδεία που επεφύλαξε σύσσωμος ο λαός της Αθήνας στον Κωστή Παλαμά μού έδωσε την ιδέα να απευθυνθώ πρώτα στον Σπύρο Μελά και ευθύς μετά στον Άγγελο Σικελιανό και να τους προτείνω να μιλήσουν για τον μεγάλο εθνικό ποιητή που χάθηκε. Πρόθυμα δέχθηκαν την πρότασή μου. Οι δύο αυτές ομιλίες στάθηκαν το ξεκίνημα μιας σειράς από διαλέξεις για εξέχοντες έλληνες ποιητές που δεν υπήρχαν πια στη ζωή, τις οποίες οργάνωσα εκείνον τον καιρό στο θέατρο «Κυβέλη», με εισιτήριο που η αξία του ήταν η μισή του θεατρικού εισιτηρίου.
Ήταν τόσο ζωηρό το ενδιαφέρον και τόσο αθρόο το πλήθος που παρακολούθησε την πρώτη διάλεξη του Μελά, ώστε την επαναλάβαμε τρεις φορές. Πήγα και βρήκα τον Σικελιανό στο σπίτι όπου έμενε τότε, στην Κηφισιά. Με υποδέχθηκε ο Άγγελος με ανοιχτή αγκαλιά, όπως το συνήθιζε. Του είπα τα καθέκαστα και τον ρώτησα αν ήθελε να χρησιμοποιήσει απαγγελέα, όπως είχε κάνει και ο Μελάς στη δική του διάλεξη.
«Εγώ δεν χρειάζομαι απαγγελέα», μου είπε, «γιατί θα τα απαγγείλω ο ίδιος. Να 'σαι βέβαιος ότι το κοινό θα το εκτιμήσει πολύ περισσότερο».
Έτσι και έγινε. Έφθασε η μέρα που θα μιλούσε ο Σικελιανός και το θέατρο είχε γεμίσει από νωρίς. Μέγα πλήθος μάλιστα είχε μείνει απ' έξω. Τόση ήταν η αγάπη με την οποία περιέβαλλε το ελληνικό κοινό τον Άγγελο Σικελιανό, που μετά τη μεγάλη επιτυχία που είχαν οι Δελφικές Εορτές τον θεωρούσαν ­ ευθύς μετά τον Παλαμά ­ ως τον πιο μεγάλο έλληνα ποιητή.
Όταν έφθασε Σικελιανός και βρέθηκε μπροστά σ' αυτήν τη μεγάλη κοσμοσυρροή, συγκινήθηκε βαθιά. Μόλις εμφανίστηκε στη σκηνή, το κοινό κυριολεκτικά τον αποθέωσε. Ακολούθησε σιγή γεμάτη σημασία. Ένας μεγάλος, εθνικός ποιητής θα μιλούσε για τον μέγιστο, μετά τον Σολωμό, εθνικό ποιητή μας, τον Κωστή Παλαμά. Η ολύμπια μορφή του Σικελιανού ήταν εκεί, μπροστά τους. Ανάσα δεν έβγαινε. Όλοι περίμεναν με έκδηλη ανυπομονησία να αρχίσει η ομιλία.
Ο Σικελιανός φάνηκε σαν κάτι να τον απασχολεί. Και αυτό το κάτι ήταν ότι δεν είχε αρκετό φως η πλατεία του θεάτρου, ώστε να μπορεί να διακρίνει τα πρόσωπα στα οποία θα απευθυνόταν. Γύρισε το κεφάλι του προς το ηλεκτρολογείο και παρήγγειλε με την καθαρή, βροντερή φωνή του: «Ηλεκτρολόγε, άναψε όλα τα φώτα του θεάτρου. Θέλω να τους δω και να με δούνε!». Ένα ζεστό χειροκρότημα σφράγισε τα λόγια του ποιητή.


Μετά τον πόλεμο στη Νέα Υόρκη
Όταν τελείωσε ο πόλεμος και βρεθήκαμε εγώ και η Βασούλα στη Νέα Υόρκη αναζήτησα την Εύα. Από το σπίτι του αδελφού της μάς είπαν ότι έμενε στο εξοχικό που είχε νοικιάσει για το καλοκαίρι στο Κονέκτικατ. Της τηλεφώνησα. Τα ελληνικά της στο τηλέφωνο ακούγονταν καθαρά και σωστά όπως και τότε που την είχα πρωτογνωρίσει. Τόνιζε την κάθε λέξη με σιγουριά και αυθόρμητη εγκαρδιότητα που μονάχα στην κουβέντα των ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου συναντούμε. Μας καλωσόρισε, λέγοντάς μας πως θα της έδινε μεγάλη χαρά να περνούσαμε λίγες μέρες κοντά της.
Πήραμε το τρένο και κατεβήκαμε, όπως μας είχε ορμηνέψει στον σταθμό του Νιου Χέιβεν. Από 'κεί ρωτώντας τραβήξαμε έναν δρόμο που μέσα από ολάνθιστους κήπους και γραφικά εξοχικά σπιτάκια οδηγούσε σε μια ακτή. Δεν ήταν ένας ανοικτός γιαλός. Μια λωρίδα θάλασσας ήταν που έμπαινε βαθιά μέσα στη στεριά και σχημάτιζε έναν κερατοειδή κολπίσκο. Ακουμπισμένο εκεί πέρα σε μια κατάφυτη από πυκνή βλάστηση όχθη ήταν το σπιτάκι όπου έμενε η Εύα Σικελιανού. Μας στιχταγκάλιασε. Τη Βασούλα της ήξερε από τις ερμηνείες της στο θέατρο, αλλά προσωπικά συναντιόντουσαν οι δυο τους για πρώτη φορά.
Μείναμε μαζί με την Εύα τρεις εβδομάδες. Στο διάστημα αυτό κανένας σχεδόν δεν την επισκεπτόταν εκτός από τον γείτονα, τον μίστερ Γκέιτς, που ήταν και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που είχε νοικιάσει. Ο μίστερ Γκέιτς είχε μια βάρκα που μας τη δάνειζε όταν δεν πήγαινε για ψάρεμα. Δεν περνούσα μέρα όπου ο ταχυδρόμος, που διένειμε τα γράμματα με το ποδήλατό του να μην της φέρνει δύο - τρεις επιστολές από την Ελλάδα. Οι περισσότερες ήταν παλιών της φίλων από την Αράχωβα, τους Δελφούς, την Ιτέα, την Άμφισσα και από τα χωριά του Παρνασσού. Τη βοηθούσαν να ταξινομήσει και να απαντήσει. Της τα έστελναν απλοί άνθρωποι που τους είχε γνωρίσει την εποχή των Δελφικών Εορτών. Είχε συνδεθεί μαζί τους. Τους περισσότερους είχε βαφτίσει κάποιο τους παιδί ή τους είχε παντρέψει. Οπωσδήποτε δε τους είχε συμπαρασταθεί στη φτώχεια τους. Τους είχε χαρίσει αργαλειό και είχε μάθει στις νέες κοπέλες πώς να υφαίνουν. Της έγραφαν για τα μπλεξίματα που είχαν με τη χωροφυλακή, η οποία θεωρούσε ότι υπέθαλπαν και τροφοδοτούσαν αντάρτες. Είχε αρχίσει για τα καλά ο εμφύλιος.



Θερμές επιστολές


Έπαιρνε γράμματα και από τον Σικελιανό που την παρακαλούσε να του συμπαρασταθεί αξιοποιώντας κάθε διεθνή γνωριμία της στην υποστήριξη της υποψηφιότητάς του για το Νομπέλ. Και εκείνη έστελνε θερμές επιστολές σε διακεκριμένους φίλους της πνευματικούς ανθρώπους και επιστήμονες που είχαν μεγάλη, διεθνή ακτινοβολία. Γιατί η Εύα είχε εξέχοντες φίλους πανταχού στη γη, που την εκτιμούσαν και την θαύμαζαν. Ξυπνούσε πολύ πρωί, χαράματα σχεδόν, για να κάνει το μπάνιο της στη θάλασσα. Πολλές φορές παίρναμε πρωινό μονάχοι εγώ και η Βασούλα, γιατί η Εύα ήταν ακόμη στη θάλασσα. Όταν έβγαινε από το νερό οι μακροί κοκκινόχρωμοι βόστρυχοι της κολλούσαν στη γυμνή της πλάτη.
Ένα πρωί πάθαμε το σοκ της ζωής μας. Η Εύα βγήκε από το νερό με γουλί το κεφάλι. Είχε κόψει αποβραδίς τα μαλλιά της και είχε κουρέψει το κεφάλι της με την... ψιλή! Τώρα έμοιαζε με εκείνους τους θιβετιανούς μοναχούς. Τη ρωτήσαμε γιατί το 'κανε. Και μας απάντησε απλά: «Γιατί με ενοχλούσαν όταν κολυμπούσα».
Κάποτε έφθασε η μέρα να γυρίσουμε στη Νέα Υόρκη. Μας ξεπροβόδισε ως την καγκελόπορτα του κήπου. Νιώθαμε μεγάλη λύπη που την αποχωριζόμασταν.
Κάποια μέρα του χειμώνα μας τηλεφώνησε από τη Νέα Υόρκη. Μας είπε πως έμενε στο σπίτι του αδελφού της και μας προσκαλούσε να πάμε να τη δούμε. Μας υποδέχθηκε με ανοιχτή αγκαλιά. Μας κάθησε κοντά στο αναμμένο τζάκι. Πάνω από το τζάκι ήταν κρεμασμένη η φωτογραφία του Άγγελου. Μας είπε πως ήταν πολύ στενοχωρημένη, ότι είχε αρρωστήσει που δεν δόθηκε το Νομπέλ στον Άγγελο. Κατηγορούσε δε ανοιχτά τον Σπύρο Μελά και τους «δεξιούς» Έλληνες λογοτέχνες που, όπως την πληροφόρησαν, είχαν κάνει το παν για να μην πάρει το Νομπέλ ο Άγγελος. Θα μπορούσα να της πω ότι ήσαν φήμες που ενδεχομένως να μην ήσαν εντελώς ακριβείς. Δεν της το είπα όμως γιατί την είδα τόσο πολύ ποτισμένη με αυτή την εκδοχή, που σκέφτηκα πως δεν θα 'ταν ούτε σωστό ούτε ευγενικό από μέρους μου να τη στενοχωρήσω. Η Εύα είχε τον Άγγελο ολόκληρο μέσα της. Είχε φωλιάσει στο είναι της και δεν υπήρχε κανένας τρόπος να απαλλαγεί απ' αυτή την έμμονη ιδέα.
Όσον αφορά εμένα, ποτέ δεν πίστεψα ότι ο Μελάς, που τον γνώριζα και τον αγαπούσα, θα κατέβαινε τόσο χαμηλά.
Υπήρχε, όμως, και το γεγονός ότι ευθύς μετά που έφυγαν οι Γερμανοί από την Αθήνα, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, σε έκτακτη συνεδρίασή της, προεδρεύοντος μάλιστα του Άγγελου Σικελιανού, προέβη στην ομόφωνη διαγραφή του Σπύρου Μελά. Η κατηγορία ήταν ότι ο Μελάς, όταν μπήκαν οι Γερμανοί, έγραψε μια σειρά φιλογερμανικού περιεχομένου άρθρα στην «Καθημερινή». Χαρακτηρίσθηκε σαν συνεργάτης, και γι' αυτό τον διέγραψαν. Μετά τα Δεκεμβριανά, που είχε αλλάξει το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα, μια άλλη συνεδρίαση τον... ξαναέγραψε. Του Μελά, όμως, του είχε μείνει η πίκρα της διαγραφής του, για την οποία θεωρούσε υπεύθυνο τον Άγγελο Σικελιανό. Και γι' αυτό τον λόγο ίσως στράφηκαν στον Μελά οι υποψίες για την συκοφάντιση του Σικελιανού στη Σουηδική Ακαδημία.
Ο Μελάς τότε δημοσίευσε επιστολή με την οποία διέψευδε τις φήμες ότι πήγε να σαμποτάρει την υποψηφιότητα του Σικελιανού, «αν και άβυσσος τον χωρίζει από τον Σικελιανό».
Η Εύα όμως είχε εξαντλήσει τα προσωπικά της αποθέματα. Τώρα πια ζούσε με τη φιλευσπλαγχνία τους αδελφού της, στην οποία κατέφευγε κάθε φορά που έφταναν οι εκκλήσεις από την Ελλάδα. Ήταν μεγάλη ψυχή η Εύα. Είχε λατρέψει τον Άγγελο, και μέσω αυτού την Ελλάδα. Και όταν ο Άγγελος πέθανε, το 1951, έπειτα από λίγο καιρό έφυγε και εκείνη από τη ζωή, με τη σκέψη της ίσως προς ένα θεό που πήγαινε να συναντήσει.
Το κείμενο αυτό είναι το πρώτο από μια σειρά οκτώ πορτρέτων γνωστών προσωπικοτήτων που ο κ. Θ. Κρίτας έγραψε ειδικά για «Το Βήμα» επιστρατεύοντας τις προσωπικές του αναμνήσεις.
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=89772

1 σχόλιο: