Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Νίκου Αμμανίτη : Ο «χρυσούς αιώνας»




ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα στον χρόνο
Ο «χρυσούς αιώνας»
Η ζωή ξαναρχίζει για μας πιο χαρούμενη τώρα...
Tου Νίκου Αμμανίτη
Δεν θα ήταν υπερβολή αν, κοιτάζοντας τα περασμένα, ισχυριζόμασταν πως η δεκαετία από τα τέλη του 1950 μέχρι τα τέλη του 1960 υπήρξε ο σύγχρονος «χρυσούς αιώνας» των Αθηνών.
Ύστερα από τα δεινά του πολέμου, την Κατοχή και τον εσωτερικό σπαραγμό, άρχισαν να ορθοποδούν οι Έλληνες και να ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους. Το τραγουδάκι της Βέμπο «Η ζωή ξαναρχίζει για μας πιο χαρούμενη τώρα…» απεικόνιζε απόλυτα την πραγματικότητα. Η Αθήνα, ασθμαίνουσα, προσπαθούσε να γίνει κοσμοπολίτισσα. Βέβαια οξύ παρέμενε πάντοτε το πρόβλημα της ανεργίας, που προσπαθούσαν να αμβλύνουν με τη μετανάστευση. Οδηγούμενοι από το ανεξίκακο περασμένα-ξεχασμένα, προστρέξαμε στον χθεσινό δυνάστη Γερμανό, που μετεβλήθη εν μία νυκτί σε καλοκάγαθο εργοδότη. Άνοιξε τις στοργικές του αγκάλες και προσέφερε, με το αζημίωτο βέβαια, ψωμί σε χιλιάδες φουκαράδες Έλληνες, που ήρθαν σε επαφή με την άγνωστή τους προηγμένη τεχνολογία.


 ΟΔΟΣ ΣΤΑΔΙΟΥ

Παράλληλα, εδώ, στην Ψωροκώσταινα, άρχισαν να συμβαίνουν πράματα και θάματα. Ξύπνησε μέσα στον Ρωμιό ο επιχειρηματίας και άρχισε να πουλάει οικόπεδα σε μέρη που έως τότε θεωρούνταν η άκρη της γης. «Οικόπεδα με μία πεντάρα, πέντε λεπτά από την Ομόνοια», διακήρυσσε η σχετική διαφήμιση και άρχισε η εκτός σχεδίου παράνομη οικοδόμηση από αυτοσχέδιους εργολάβους. Δουλειές και δουλίτσες του ποδαριού στήνονταν εκ των ενόντων και το καρβέλι έβγαινε.
Ο κερδώος Ερμής ανασκουμπώθηκε. Η απόκτηση αγαθών με δόσεις γενικεύτηκε κι έγινε της μόδας. Πολλοί δοσατζήδες πλούτισαν πουλώντας ρολόγια και ειδικά την πολυδιαφημισμένη τότε μάρκα Venus. Άλλοι πουλούσαν βιβλία και εγκυκλοπαίδειες και άλλοι, πιο μερακλήδες, γυναικεία ρούχα και εσώρουχα. Ο ονειρεμένος ηλεκτρικός οικιακός εξοπλισμός, με κουζίνες, ψυγεία, ραδιόφωνα και διάφορα άλλα ηλεκτρικά είδη, αποκτήθηκε χωρίς λεφτά με τις δόσεις, που κυρίευσαν και τα πιο φτωχικά νοικοκυριά. Άρχισαν να κατασκευάζονται αυτοκινητόδρομοι Τα σπίτια απέκτησαν τηλέφωνο και έπαψε να εξαρτάται η τηλεπικοινωνία τους από την ΕΒΓΑ της γειτονιάς. Όλο και λιγότερο ακουγόταν στη γειτονιά η στεντόρεια φωνή του Εβγατζή: «Κυρία Μερσίνα, τηλέφωνο»…

 ΧΑΛΚΙΔΑ ΓΕΦΥΡΑ ΕΥΡΙΠΟΥ 1950

Οι απολαβές συνεχώς βελτιώνονταν και η απόκτηση ΙΧ έπαψε να είναι άπιαστο όνειρο. Η πρώτη αουτοστράτα που κατασκευάστηκε ήταν η Αθήνα - Χαλκίδα και έκανε πανεύκολη μια σύντομη εκδρομή με το κουρσάκι σου, για ένα ουζάκι παρά θίν’ αλός, απολαμβάνοντας τα νερά του Ευρίπου να πηγαινοέρχονται. Τα σαλόνια του ανεγερθέντος στην προκυμαία της μεγάλου πολυτελούς ξενοδοχείου «Λούσυ» έγιναν πόλος έλξεως της κοινωνίας.
Η οικοδόμηση στις πόλεις και τα χωριά θέριευε και οι κάτοικοι ξεκίναγαν κάθε λογής επιχειρήσεις. Έπαψαν και τα παιδιά της υπαίθρου να ψυχαγωγούνται… πετροβολώντας τα διερχόμενα αυτοκίνητα, ενώ βενζινάδικα και service station της Shell, της Mobil, της BP και άλλων γνωστών εταιρειών πετρελαίου άρχισαν να ξεφυτρώνουν για την εξυπηρέτηση των τουριστών. Η καθιέρωση ferry boat στη γραμμή Ηγουμενίτσα - Μπρίντεζι συνέδεσε την Ιταλία με την Ελλάδα και έκανε τη μετάβαση στην Κεντρική Ευρώπη παιχνίδι.
Διαρκούσε ελάχιστες ώρες το ταξίδι και ήταν αρκετή μια πολυθρόνα στο σαλόνι του ferry. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία οι συμπατριώτες μας και βγήκαν από τα σύνορά μας. Γνώρισαν άλλους τόπους, άλλα ήθη, άλλα έθιμα, άλλους ανθρώπους. Είδαν για πρώτη φορά στη ζωή τους τηλεόραση και μπήκαν για πρώτη φορά σε σούπερ μάρκετ. Χάζεψαν ατέλειωτες ώρες μπροστά σε βιτρίνες θαυμάζοντας φανταστικά μπιχλιμπίδια. Αγόρασαν μπόλικα σουβενίρ για να φέρουν δώρα στους δικούς τους και πλήρωσαν πανάκριβα, λες και ήταν γκουρμέ, τις μακαρονάδες, οι οποίες στα μαγέρικα του τόπου μας ήταν για να στουπώνουν πληρώνοντας φραγκοδίφραγκα οι πεινάλες.

 Ο «Ευβοϊκός» αποπλέει από το Παλιό Λιμάνι. Σε δεύτερο πλάνο το Υ/Κ «Βασίλισσα Φρειδερίκη» με τα σινιάλα της Home Lines του Ευγενίδη

Φάγανε σνίτσελ στην Αυστρία, δοκίμασαν το ξινό λάχανο στη Γερμανία και προτίμησαν -για οικονομία- τις κρέπες στη Γαλλία. Κυρίως, όμως, σε κάποια ασήμαντη trattoria κάποιας ασήμαντης ιταλικής πόλης, γεύτηκαν για πρώτη τους φορά μια γνήσια ιταλιάνικη πίτσα. Λιγοστό ήταν το συνάλλαγμα που δικαιούταν ο ταξιδιώτης και οι έλεγχοι στα σύνορα ήταν αυστηρότατοι.
Όμως η δραχμή μας, η δραχμούλα μας, ήταν περιζήτητη και ο Έλληνας ήταν παντού ένας καλοδεχούμενος αριστοκράτης. Επιστρέφοντας δεν ένιωθε να είναι ο φτωχός συγγενής των Ευρωπαίων, καθώς αντίκριζε να συντελείται παντού πρόοδος. Μοντέρνα εστιατόρια άνοιγαν. Στα θέατρα κυριαρχούσε το ποιοτικό ρεπερτόριο και η Επίδαυρος ήταν στις μεγάλες δόξες της. Και σε παγκόσμιο καλλιτεχνικό γεγονός εκεί τραγούδησε η Μαρία Κάλας όπερα. Ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μίνωας Αργυράκης, ο Μποστ, ο Αλέξης Σολομός καθώς και ο Κάρολος Κουν αποτελούσαν την πνευματική μας ελίτ.


Το Φεστιβάλ Αθηνών και ο πάντα επίκαιρος Αριστοφάνης συγκέντρωναν πλήθος θεατών. Το Νόμπελ Ποίησης που κέρδισε ο Σεφέρης, το Όσκαρ Μουσικής με τα «Παιδιά του Πειραιά», που γίνηκαν παγκόσμια επιτυχία, τραγουδισμένα σε όλες τις γλώσσες του κόσμου από διεθνείς καλλιτέχνες, σχημάτιζαν την κορυφή της ανερχομένης Ελλάδας. Μια ολότελα καινούργια εφημερίδα, η «Μεσημβρινή», που από τις στήλες της ξεπετάχτηκαν ο Φρέντυ Γερμανός και ο Νίκος Μαστοράκης, ήρθε να ταράξει τα νερά με τις καινοτομίες της στον Τύπο. Γυρίστηκαν και ξένες ταινίες, όπως «Το παιδί με το Δελφίνι», όπου η Σοφία Λόρεν τραγούδησε ελληνικά «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη», ενώ ο Άντονι Κουΐν πρωταγωνιστώντας στον «Ζορμπά» έκανε διάσημο στην υφήλιο το συρτάκι.
Γράψαμε πως περί τα τέλη της δεκαετίας του ’50, μιαν ολόκληρη δεκαετία σχεδόν από το τέλος του εσωτερικού αλληλοσκοτωμού, η Ελλάδα άρχισε, δειλά δειλά, να γεύεται τα αγαθά της ειρήνης. Πάμπολλα ήσαν τα ερείπια και αμέτρητες οι καταστροφές που άφησαν οι πόλεμοι πίσω τους και χιλιάδες τα μαυροντυμένα σπίτια.


Όμως τώρα, έστω και με τόσο μεγάλη χρονική καθυστέρηση, άρχισε ο τόπος να παίρνει τα πάνω του. Μπορεί ο Μποστ να απεικόνιζε από τις στήλες του εβδομαδιαίου περιοδικού «Ο Ταχυδρόμος» του ΔΟΛ την Ελλαδίτσα σαν μια ρακένδυτη ισχνή Ψωροκώσταινα με τα δύο της παιδιά, την «Ανεργίτσα» και τον «Πειναλέων», όμως η χώρα προόδευε. Το τσουκάλι έβραζε πια καθημερινά στη φωτιά, έστω κι αν μαγείρευαν με ξυλοκάρβουνα, και αμέτρητες ήσαν οι κατακτήσεις, που ούτε σαν σε όνειρο μπορούσαν να φαντασθούν πως θα αποκτούσαν κάποτε οι Έλληνες.
Το ραδιόφωνο, χάρις στο ελληνικό εργοστάσιο της RCA, μπήκε στα σπίτια και οι νοικοκυρές, σφουγγαρίζοντας, δάκρυζαν με τη «Μικρή, πικρή μου αγάπη», ένα αισθηματικό ακουστικό σίριαλ που μετέδιδε κάθε πρωί ο ραδιοσταθμός Αθηνών. Στις γειτονιές, από τα ανοιχτά παράθυρα των σπιτιών άκουγες τον Νίκο Γούναρη να τραγουδά «Μια κότα στρουμπουλή». Άκουγες τη Μαίρη Λω στις μελωδίες του Γιάκοβλεφ, ενώ ο Φώτης Πολυμέρης νοσταλγούσε «Την κιθάρα που ο πατέρας με νανούριζε μικρό» και ο Τζίμης Μακούλης χαιρόταν με «Έναν φίλο που ήρθε απόψε από τα παλιά…».


Καινούρια περιοδικούλια με τα νέα τραγούδια εκδίδονταν συνεχώς και γινόταν ανάρπαστα από τα κοριτσόπουλα με τα μπικουτί στα μαλλιά. Το αυτοκίνητο έπαψε να είναι απρόσιτο για το βαλάντιο του μικρομεσαίου, τόσο που το κράτος, επωφελούμενο από μερικούς σεισμούς, επινόησε και επέβαλε έκτατη εισφορά στην αγορά καινούργιου αυτοκινήτου. Η εισφορά ποίκιλε, από τις 15.000 δραχμές για αυτοκίνητα έως 1.500 κυβικά εκατοστά, τις 25.000 δρχ. για αυτοκίνητα έως 2.000 κυβικά και τα κάμπριο και, τέλος, τις 45.000 δραχμές για τα μεγαλύτερα θηρία. Καθώς τα ΙΧ πλήθαιναν, πλήθαιναν και οι διάφοροι αγώνες αυτοκινήτων, τα γνωστά ράλι, και η ΕΛΠΑ θέριευε. Άρχισαν να δημιουργούνται κατηγορίες αυτοκινήτων ανάλογα με τα χόμπι των κατόχων τους.
Πολύ διαδεδομένος ήταν ο «σκαραβαίος» της Φολκσβάγκεν, αμάξι για τους «φτωχούς και όχι ανοήτους…», όπως πρέσβευε ο αείμνηστος Δ. Νοταράς της Φίλιπς. Ήταν κατόπιν τα τρεχαλιτζήδικα και τα γκομενιάρικα, τα Saab 96, τα καμπουριαστά Volvo 544 καθώς και τα πολυσυζητημένα NSU Prinz, τα μικρούλικα, όπως τα περιέγραφαν τα ειδικά περιοδικά. Οι κουλτουριάρηδες προτιμούσαν τα Σιτροέν Ντεσεβό, που αγκομαχούσαν με «πατ, πατ, πατ» της μηχανής στις ανηφόρες.



Οι… προλετάριοι προσέφευγαν στα «ανατολικά», στα Σκόντα, τα Βάρτμπουργκ και τα Μόσκοβιτς, για… ιδεολογικούς αλλά κυρίως για οικονομικούς λόγους, μιας και ήσαν φτηνότερα και πουλιόνταν με εξαιρετικές ευκολίες πληρωμής. Μ’ αυτά και μ’ αυτά γέμιζε η Αθήνα ΙΧ. Μόνιμη συζήτηση μεταξύ των ανδρών στις συναναστροφές και όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι πάνω από δύο άνδρες οι συζητήσεις περί αυτοκινήτου έπαιρναν φωτιά. Συζητούσαν για τη ρεπρίζ της άλφα μάρκας, την κατανάλωση της βήτα και της «μεγίστης ταχύτητας» που επιτυγχάνει η γάμα.
Στις αναλύσεις όλοι ήσαν εξπέρ. Τα βράδια, καβάλαγαν οι… «γαμπροί» την Τζουλιέττα της ALFA ROMEO, το SAAB ή τo MINI και έκοβαν βόλτες μαρσάροντας στη Φωκίωνος Νέγρη, που αντέγραφε τη Via Vittorio Veneto της Ρώμης, όπου η dolce vita της Αθήνας για καμάκωμα καμιάς νεαρής ενζενί. Εκεί ήσαν τα φημισμένα στέκια, του «Φλόκα», το «Select», η «Ψάθα» και άλλα. Αλλά και οι πλατείες Βικτωρίας και Αμερικής δεν πήγαιναν πίσω στη νυκτερινή γλυκιά ζωή της Αθήνας. Μόλις σκοτείνιαζε, άρχιζε ένα ατέλειωτο πανηγύρι στα πολυσύχναστα μέρη της μόδας και γινόταν συνωστισμός για κουβεντίτσα, φλερτ, πλάκες και χαζοξενύχτι. Τα χορευτικά κλαμπ φύτρωναν το ένα πίσω από το άλλο και οι νεαρές συλφίδες λικνίζονταν με ένα ξύλινο τσέρκι στη μέση χορεύοντας χούλα χουπ.

 «Τα Αστέρια», στη Γλυφάδα, ήταν πόλος έλξεως των ματσωμένων πλεϊμπόηδων

Ένα νυκτερινό κέντρο πολυτελείας, «τα Αστέρια», που άνοιξε στη Γλυφάδα, ήταν πόλος έλξεως των ματσωμένων πλεϊμπόηδων, και η «Στάνη» στη λεωφόρο Συγγρού προσέφερε μεταμεσονυκτίως ντον ντουρμά, δηλαδή παγωτό καϊμάκι. Με αιχμή του δόρατος για την ανάπτυξη τον τουρισμό, ο ΕΟΤ άρχισε να κτίζει πολύ συμπαθητικά ξενοδοχεία, τα «Ξενία», σε τουριστικούς τόπους για την προσέλκυση ξένων τουριστών. Ένας βασιλικός γάμος, της πριγκίπισσας Σοφίας με τον Χουάν Κάρλος, διάδοχο της Ισπανίας, συγκέντρωσε την αφρόκρεμα των γαλαζοαίματων, και όχι μόνον, στην Αθήνα.
Μια κρουαζιέρα, επίσης, του βασιλικού ζεύγους της Μεγάλης Βρετανίας με τη θαλαμηγό του Ιωάννη Λάτση στις ελληνικές θάλασσες έκανε την πάλαι ποτέ Ψωροκώσταινα να κυριαρχεί με καθημερινά ρεπορτάζ στον παγκόσμιο Τύπο. Η Βουλιαγμένη, το διαμάντι αυτό της αττικής γης, άρχισε να αξιοποιείται.
Δύο αξιόλογα εστιατόρια, η «Αργώ», για τον… χύδην όχλο, και η «Ωκεανίδα» -στη θέση που κάποτε ήταν «Ο Τόγκας»-, για πιο εκλεπτυσμένα λαρύγγια, συγκέντρωναν ντόπιους και ξένους. Όλα μαρτυρούσαν πως η Ελλάδα μας λες και έβγαινε από ένα σκοτεινό τούνελ και γινόταν μια πολύφερνη ζηλευτή κοσμοπολίτισσα.
Ενθυμούμενοι τα χρόνια εκείνα, ας μας συγχωρεθεί η υπερβολή, αν ισχυριστούμε πως ήταν ο σύγχρονος «χρυσούς αιώνας» της Αθήνας…
ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου