Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ο Ταξίν Πασάς υπογράφει τα πρωτόκολλα παράδοσης της Θεσσαλονίκης




ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ 
ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Του Σπύρου Μελλά
ΠΩΣ μπορεί να παραστήσει κανένας ακριβώς την κατάσταση του ηθικού που δημιουργήθηκε σ' ολάκερα τμήματα, που στις οδυσσειακές αυτές περιπλανήσεις χάνονταν, ξεκόβονταν από τις μεραρχίες τους άμα νύχτωνε, τις μάταιες ύστερα φωνές και επικλήσεις στο σκοτάδι, που 'μεναν πάντα χωρίς απάντηση, γιατί εκείνοι που 'πρεπε να φροντίσουν είχανε τρυπώσει από νωρίς σε κανένα χωριατόσπιτο για να παραδοθούν στο φαγοπότι; Και πώς να περιγράψει κανένας τη νύχτα να 'ρχεται, με τέτοιες συνθήκες, σ' εχθρικό έδαφος, τις δραματικές πορείες χωρίς ορισμένη κατεύθυνση, με το αίσθημα του ξεκομμένου και του περιπλανώμενου στην ψυχή, κάτω από τις ξαφνικές ερευνητικές αναλαμπές των ηλεκτρικών προβολέων του Καραμπουρνού; Και πώς να ζωγραφιστεί η απελπισία των ανθρώπων, που 'βλεπαν το ρέμα του ποταμού να παρασύρει τα βαρέλια, που με τόσους κόπους είχανε φέρει ως εκεί και τους αφάνταστους κόπους να τα συγκρατήσουν με κάτι παλιόσκοινα; Και τι έπρεπε να διαλογίζονταν οι άντρες μιας ολάκερης μεραρχίας, που της ανάθεσαν να εκτελέσει τη μεγαλοπρεπέστατη βλακεία, να διαβεί τον Αξιό με ένα πέρασμα, που δεν χωρούσε παρά σκιά ανθρώπου το πολύ; Και τι έπρεπε να νιώθουν όταν, μόλις μετά μιας μέρας ταλάνισμα και ματαιοπονία, μπόρεσαν επί τέλους οι εκδότες της διαταγής να καταλάβουν ότι γύρευαν τ' αδύνατα;
Αυτά, ωστόσο, είναι μόλις το τρίτο απ' όσα είχανε γεράσει τους στρατιώτες μέσα στις τέσσερις τελευταίες μέρες. Επιτέλους η 7η Μεραρχία κατάφερε ν' ανοίξει δυο γεφύρια στο δέλτα του ποταμού, κοντά στην Κουλακιά. Στη μεγάλη σιδηροδρομική γέφυρα έφτιασαν κατάστρωμα και η Στρατιά κατάφερε στις εικοσιπέντε του Οκτώβρη να περάσει ολάκερη στην αντίπερα όχθη και να καταλάβει την άλλη μέρα τη γραμμή Γκούρτικο διά Βαθύλακου στο Τεκελί.
 Η τελική προώθηση του Ελληνικού στρατού προς την θεσσαλονίκη

Ακριβώς, λοιπόν, την παραμονή που ήταν να επιτεθεί ο ελληνικός στρατός εναντίον της Θεσσαλονίκης  - με κατά μέτωπο την 1η, 3η, 4η και 7η Μεραρχίες και την ταξιαρχία Κωνσταντινόπουλου, ενώ η 1η και το ιππικό θα ενεργούσαν κυκλωτικά διά Μπάλιτσας και Δριμύγλαβα - τη στιγμή αυτή το φάντασμα της πείνας, η απόλυτη στέρηση, γύριζε στις γραμμές των περισσότερων μονάδων απειλητικό και απαίσιο! Εκείνο το εικοσιτετράωρο ήτανε, ίσως, η πιο κρίσιμη περίοδος της Μακεδόνικης εκστρατείας...
Ο εχθρός, όμως, από την άποψη προ πάντων του ηθικού, βρισκότανε σε κατάσταση αληθινά απελπιστική. Αμέσως μετά τη μάχη των Γιαννιτσών και του Καρά Ασμάκ, στο νου του στρατηγού Χασάν Ταχσίν πασά στριφογύριζε η σκέψη να παραδώσει την πολιτεία, γιατί, όπως ο ίδιος ομολόγησε ύστερα, ήταν αδύνατο να καταπραΰνει τον πανικό των αντρών του και να τους συντάξει για καινούργια άμυνα. Με προσπάθειες υπεράνθρωπες μερικοί ενεργητικοί αξιωματικοί κατάφεραν ν' ανασυγκροτήσουν ελάχιστες μονάδες και αυτές όμως όχι για ν' αντισταθούν, αλλά μονάχα για να παρουσιαστούν σε κάποια προχωρημένα σημεία και να διευκολύνουν αξιοπρεπή διαπραγμάτευση.
Γιατί, κοντά στ' άλλα, μια συνέπεια του πανικού ήτανε ν' αποσυντεθεί τέλεια κι αυτή ακόμα η πρωτόγονη επιμελητεία των Τούρκων και διηγούνται ότι, μετά τη φυγή των Γιαννιτσών, Τούρκοι στρατιώτες, πειναλέοι και εξαντλημένοι, γύριζαν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και πουλούσαν τα όπλα τους και τα φυσέκια τους για ένα κομμάτι ψωμί. Ποιος θα τους εμπόδιζε; Υπηρεσία στρατονομική δεν υπήρχε, αφού από τις εικοσιτρείς του Οκτώβρη η τούρκικη αστυνομία είχε αφήσει την πολιτεία στην τύχη της.


Όπως κι αν είναι, οι προφυλακές της 7ης Μεραρχίας που στάθμευε στο Τεκελί, βρέθηκαν σ' απόσταση εκατό μέτρων από τους Τούρκους διπλοσκοπούς στις εικοσιέξη του Οκτώβρη. Ούτε οι νιζάμηδες, όμως, ούτε οι δικοί μας σκέφτηκαν να πυροβολήσουν. Στέκονταν εκεί αντιμέτωποι με το όπλο παρά πόδα: «Με τους Τούρκους - ανάφερε κείνη τη μέρα ο διοικητής των προφυλακών  μας - βλεπόμεθα εις τα μάτια, δεν ανταλλάσσομεν όμως τουφεκιές». Η κόπωση κι η στέρηση είχανε αδερφώσει τους αντίπαλους κι ο καθένας μάντευε ότι οι διαπραγματεύσεις θ' αρχίσουν από στιγμή σε στιγμή. Μου ιστόρησαν μάλιστα ένα επεισόδιο, που εκφράζει χαραχτηριστικά την ψυχολογική αυτή κατάσταση. Ένας νιζάμης, αφού άφησε το ντουφέκι του κατάχαμα και βεβαίωσε με όλες τις δυνατές χειρονομίες ότι δεν είχε καθόλου εχθρικούς σκοπούς, προχώρησε στους δικούς μας και ζήτησε λίγο ψωμί. Όταν οι φαντάροι του 'δειξαν τ' αδειανά σακκίδιά τους, κούνησε περίλυπα το κεφάλι του σαν να 'λεγε:
- Και σεις λοιπόν τα ίδια; - ωχ, αλλίμονο!
Έπειτα σκυφτός, με βήμα αργό και σερνάμενο, γύρισε στις τάξεις του... Το απόγεμα παρουσιάστηκε στις προφυλακές ο πρώτος απεσταλμένος του Ταχσίν πασά και έκανε γνωστό ότι ακολουθούσε το Προξενικό Σώμα και ο φρούραρχος της Θεσσαλονίκης Σεφίκ πασάς, με σκοπό να συζητήσουν με το διάδοχο Κωνσταντίνο τους όρους που θα γινόταν η παράδοση. Πραγματικά σε λίγο φτάσανε με το σιδηρόδρομο και οδηγήθηκαν στο ελληνικό Γενικό Στρατηγείο στο Τοπσίν, όπου πρόβαλαν την αξίωση να επιτρέψει ο Κωνσταντίνος την έξοδο της τούρκικης φρουράς μ' όλες τις τιμές και να μείνει ως το τέλος του πολέμου στο Καραμπουρνού.
Ακούστηκε με μεγάλη έκπληξη και με μόλις συγκρατούμενο χαμόγελο ειρωνείας η αξίωση αυτή από το μέρος μιας νικημένης φρουράς, που δεν της απόμενε πια η παραμικρή ελπίδα. Ως και το «Φετίχ Μπουλέντ», το παλιό πολεμικό που είχε φουντάρει σαν σκιάχτρο στα νερά της Θεσσαλονίκης και θα μπορούσε να ενοχλήσει κάπως τη Στρατιά στην είσοδο της στην πολιτεία, το είχε βουλιάξει το ελληνικό τορπιλλοβόλο 11, με κυβερνήτη τον αθάνατο Βότση, που είχε γλιστρήσει στα μέσα σκοτεινής νύχτας στο λιμάνι, αψηφώντας τα βαριά κανόνια του Καραμπουρνού. Ο Κωνσταντίνος, αφού απάντησε ότι απαιτεί την άμεση παράδοση και του φρουρίου, πρόστεσε:
- Αν οι όροι μου δεν γίνουν δεκτοί ως τις έξι το πρωί, θα διατάξω γενική επίθεση.


Την άλλη μέρα, όμως, ενώ τα Σώματα βάδιζαν πια κατά του εχθρού και ακούγονταν οι πρώτοι αραιοί πυροβολισμοί, έφτασε στο διοικητή της 7ης Μεραρχίας δεύτερος απεσταλμένος του Ταχσίν πασά και τον παράπεμψαν στο Γενικό Στρατηγείο, όπου, όμως, ο αρχιστράτηγος αρνήθηκε να τον δεχτεί. Ωστόσο, αυτός επίμενε να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις με το συνταγματάρχη του Επιτελείου Βίκτωρα Δούσμανη. Είπε σ' αυτόν ότι ο πασάς παραδίνεται, ότι όμως θα 'πρεπε να μείνει φρουρά το λιγότερο από πέντε χιλιάδες Τούρκους στο Καραμπουρνού. Αλλά κι αυτό δεν έγινε δεχτό και ο απεσταλμένος έφυγε άπραχτος.
Στο μεταξύ, ενώ το επιτελείο της Στρατιάς προχωρούσε προς το Σιαμλί, ο ανθυπίλαρχος Μαραθέας έδωσε στον επιτελάρχη σημείωμα του διοικητού της ταξιαρχίας του ιππικού, που του γνωστοποιούσε ότι τριάντα χιλιόμετρα προς τα βόρεια της Θεσσαλονίκης, στο χωριό Αποστολάρ, είχε φανεί σύνταγμα ιππικού βουλγαροσερβικό, που το ακολουθούσε σ' απόσταση είκοσι χιλιόμετρων μια μιχτή ταξιαρχία και άλλα τόσα χιλιόμετρα πιο πίσω μια γεμάτη βουλγάρικη μεραρχία. Ήταν η 7η, μια από τις δυο βουλγάρικες μεραρχίες που είχαν ονομαστεί της Ροδόπης, από τον τομέα των επιχειρήσεων τους.
Οι ρόλοι είχανε ετοιμαστεί με τον ακόλουθο τρόπο: Η δεύτερη του στρατηγού Κοβατσέφ είχε για αντικειμενικό σκοπό να προστατέψει τα νότια και νοτιοανατολικά πλευρά των πολιορκημένων της Αδριανούπολης, να καταλάβει προοδευτικά τα γειτονικά διαμερίσματα, ν' απλωθεί περνώντας το Διδυμότειχο προς Μπαμπά-Εσκί και τέλος να γίνει κυρία του Δεδεαγάτς για τις πολυάριθμες σιδηροδρομικές μηχανές και τα βαγόνια που βρίσκονταν εκεί και για τη θαλάσσια επικοινωνία που πρόσφερε προς τη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα.
Η 7η δε βουλγάρικη Μεραρχία με το Θεοδωρώφ λέγανε ότι είχε σκοπό να καταλάβει τις Σέρρες. Αλλά δεν ήτανε καθόλου καθαροί οι στρατιωτικοί λόγοι που 'καναν το Βούλγαρο μέραρχο, που κατέβηκε αμαχητί από τις κοιλάδες της Ροδόπης, να συνεχίσει τον περίπατο του προς τη μακεδόνικη πρωτεύουσα. Το Επιτελείο μας, λοιπόν, φρόντισε να ειδοποιήσει αμέσως το συμμαχικό ιππικό, ότι τη Θεσσαλονίκη την είχε κυκλώσει από την περασμένη μέρα η Στρατιά του Κωνσταντίνου και ότι ο Ταχσίν πασάς διαπραγματευότανε την παράδοση.
Ο Χασάν Ταχσίν πασάς, μετά τη δεύτερη του αποτυχία, έστειλε και τρίτο κήρυκα, που ' φτάσε στις προφυλακές της 7ης Μεραρχίας το απόγεμα της ίδιας μέρας, για να ειδοποιήσει ότι γίνανε δεχτοί οι όροι του Κωνσταντίνου. Ο μέραρχος Κλεομένης έστειλε αμέσως στο Γενικό Στρατηγείο το έγγραφο του πασά με το λοχαγό Μαζαράκη και τον έφεδρο ανθυπολοχαγό του πυροβολικού Αλιμπέρτη. Ο αρχιστράτηγος διάταξε τότε την 7η Μεραρχία να καταλάβει τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και την πόλη, πράγματι δε, κοντεύοντας το ηλιόγερμα, στο σταθμό του Μοναστηρίου κυμάτιζε το σήμα του μεράρχου, ενώ απόσπασμα ευζώνων στρατωνιζότανε στο σταθμό Κωνσταντινουπόλεως.


Στο μεταξύ αξιωματικοί του επιτελείου συζητούσαν με τους Τούρκους στο μέγαρο του Διοικητηρίου τις λεπτομέρειες του πρωτοκόλλου, που ο Ταχσίν υπόγραψε με βουρκωμένα μάτια. Οι αξιωματικοί του επιτελείου παράδωσαν ύστερα το έγγραφο στον Κωνσταντίνο, που περίμενε άγρυπνος στη Γεωργική Σχολή του Τοπσίν. Το μεγάλο νέο είχε γίνει γνωστό από νωρίς κι όλη τη νύχτα, ως τις πρώτες ώρες της αυγής, στους λόφους των καταυλισμών, σε μεγάλη αχτίνα γύρω από την πολιτεία, έκαιγαν ακοίμητες φωνές. Ο Τούρκος στρατηγός είχε παρακαλέσει ν' αναβληθεί η είσοδος για την άλλη μέρα, για να μη γίνουν οι συνηθισμένες αταξίες των νυχτερινών εγκαταστάσεων και να προετοιμαστούν οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι. Ξημέρωνε άλλωστε Κυριακή, που οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης βρίσκανε κατάλληλη για την προετοιμαζόμενη υποδοχή των νικητών.
Ο αναγνώστης δεν έχει παρά να κάνει μια μεγέθυνση της εικόνας μ' όλες τις φιλάρεσκες φροντίδες και τις συγκινήσεις των αντρών όταν ήτανε να μπούμε στη Βέροια -και δώσαμε την περιγραφή σε περασμένες σελίδες- για να 'χει μια ιδέα του στρατοπέδου τη νύχτα εκείνη. Η απελευθέρωση της μακεδόνικης πρωτεύουσας δεν ήτανε μονάχα εκπλήρωση ενός πόθου που πολλοί τον θεωρούσαν σχεδόν όνειρο, αλλά και απόχτηση ενός στεγασμένου χώρου για την ανάπαυση των εξαντλημένων, το χορτασμό των πεινασμένων και το προσωρινό τέλος στα τόσα και τόσα βάσανα μας.
Τις ίδιες στερήσεις και τις ανησυχίες είχε υποστεί αυτός ο βασιλιάς Γεώργιος εκεί κάτω, σ' ένα μικρό σιδηροδρομικό σταθμό, όπου πέρασε στην καρέκλα, όπως λένε, τη νύχτα της υπογραφής του πρωτοκόλλου για την παράδοση της Θεσσαλονίκης. Γιατί από την Κοζάνη είχε διευθυνθεί έπειτα στη Βέροια κι από κει, ακολουθώντας την 7η Μεραρχία, κατάληξε στο σταθμό Γιδά για να δοκιμάσει όλες τις αγωνίες, τις μετά τη μάχη των Γιαννιτσών. Αυτός, μάλιστα, δοκίμασε και μια πολύ μεγαλύτερη απ' όλες, από ένα περιστατικό, που του ενέπνευσε βασιμότατους φόβους για τις μελλοντικές σχέσεις Κωνσταντίνου και Βενιζέλου.
Ο Πρωθυπουργός είχε στείλει στον Κωνσταντίνο και δεύτερο τηλεγράφημα, έντονο, και τον καθιστούσε προσωπικά υπεύθυνο για κάθε βραδύτητα για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Αυτό το δεύτερο τηλεγράφημα, μετά την απάντηση που είχε λάβει στο πρώτο, ήταν μια νέα αιτία προστριβής.



Αυτό το δεύτερο τηλεγράφημα έκτακτος απεσταλμένος το πήγε από τον πλησιέστερο τηλεγραφικό σταθμό στο βασιλιά Γεώργιο, στον σιδηροδρομικό σταθμό του Γιδά, γιατί δεν μπορούσαν να ξέρουν πού βρίσκεται κάθε φορά ο Κωνσταντίνος, που ήτανε πάντα σ' αδιάκοπη κίνηση. Ο Γεώργιος το άνοιξε, το διάβασε και ταράχτηκε πολύ. Αλλά δεν το ' στείλε στον Κωνσταντίνο, γιατί ξέροντας σαν πατέρας το χαραχτήρα του, φοβήθηκε διένεξη με ολέθριες συνέπειες για τον ελληνικόν αγώνα. Και με τη συνηθισμένη του φρόνηση, έβαλε το τηλεγράφημα στην τσέπη του μαντύα του. Και παραμένει μυστήριο, αληθινό αίνιγμα, πως αυτό το τηλεγράφημα από την τσέπη του βασιλιά βρέθηκε στα χέρια του αρχιστράτηγου.
Ο Κωνσταντίνος έγινε έξω φρενών όταν το διάβασα. Αλλά μπόρεσε να κρατήσει την ψυχραιμία του. Κάθησε κι έγραψε με το χέρι του την απάντηση στο Βενιζέλο, ψυχρή και πολύ κολλαριστή στην επιφάνεια, έντονη όμως στην ουσία. Παρακαλούσε τον πρωθυπουργό να πάψει να του υπενθυμίζει τις ευθύνες του ως αρχιστράτηγου, γιατί έχει πληρέστερη τη συναίσθηση του: «Και απόδειξη -τελείωνε- το αποτέλεσμα».
 Ο Γεώργιος περίμενε στο σταθμό του Γιδά ή το άγγελμα ότι παραδόθηκε η Θεσσαλονίκη ή ότι έπεσε ύστερα από μάχη και κάθε στιγμή που περνούσε κορύφωνε την αδημονία του. Το συνηθισμένο του χαμόγελο, το προκαταβολικά ειρωνικά, είχε φύγει από τα χείλη του και για πρώτη φορά τον είδαν νευρικό και ανυπόμονο. Άνοιγε κάθε λίγο το παράθυρο του σταθμού, για ν' ακούσει έξω καλύτερα αν δουλεύει το μάνλιχερ και το κανόνι, για να ρίξει την επίμονη ματιά του πέρα, προς το μέρος όπου ο μολυβένιος ουρανός έσμιγε με τον απέραντο κάμπο, που άχνιζε εκεί που απλωνότανε η περιμάχητη πολιτεία και να μαντέψει τι γινότανε. Αλλά δεν άκουγε άλλο από το μονότονο ήχο της βροχής και δεν έβλεπε παρά τα καραβάνια των εφοδιοπομπών, τ' αδύνατα και κατακουρασμένα αλογάκια, που φορτωμένα βάδιζαν αργά το ένα πίσω από το άλλο και χάνονταν, σβήνανε σιγά σιγά στο μακρινό ορίζοντα. Τέλος έφτασε η μεγάλη είδηση. Και η χαρά του  ήτανε τόση που του στέρησε τον ύπνο. Η μορφή του, όμως, αχτινοβολούσε την άλλη μέρα, όταν από την αμαξοστοιχία, που τον έφερε στη μακεδόνικη πρωτεύουσα, χαιρετούσε τους στρατιώτες που 'βλεπε από το παραθυράκι του βαγονιού να βαδίζουν προς την πόλη με ζητωκραυγές και λίγο πιο έπειτα, όταν μαζί με τον Κωνσταντίνο περνούσε επί κεφαλής των αντρών από τη λεωφόρο Σαμαρή πασά, ενώ οι εύζωνοι του παρουσίαζαν τα νικηφόρα όπλα και το πολύχρωμο πλήθος τον υποδεχότανε με δάσος ολάκερο ελληνικών σημαιών. Την ίδια μέρα έμπαινε στη Θεσσαλονίκη, αφόπλιζε την τούρκικη φρουρά κι έπαιρνε τα δημόσια καταστήματα η ταξιαρχία Κωνσταντινόπουλου και η 7η Μεραρχία, που μερικά τμήματα της, βαδίζοντας παράλληλα προς τη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης-Σερρών, έφτασαν ως τη λίμνη του Αχινού, ενώ ένα σύνταγμα ιππικού μπήκε στις Σέρρες.
Στη γραμμή των Σερρών, στις εικοσιεννιά του Οκτώβρη, αποσπάσματα της 7ης Μεραρχίας απάντησαν άλλα της έβδομης βουλγαρικής, που προχωρούσαν με γοργότατο ρυθμό προς τη Θεσσαλονίκη. Ο στρατηγός Θεοδωρώφ παρουσιάστηκε με το διερμηνέα του στο μέραρχο Κλεομένη και του ζήτησε να επιτρέψει την είσοδο στην πόλη ενός βουλγάρικου συντάγματος, για να επισιτιστεί -έλεγε- και ν' αναπαυτεί λιγάκι. Ο μέραρχος τον έστειλε στον αρχιστράτηγο. Ο Κωνσταντίνος, με τη λεβεντιά και την καλή πίστη που τον χαραχτήριζε, του 'δωσε την άδεια. Και την άλλη μέρα πάνω από τρεις χιλιάδες Βούλγαροι πεζοί στρατωνίστικαν σε χτίρια, που ορίστηκαν γι' αυτούς από το φρούραρχο Θεσσαλονίκης Κωνσταντινόπουλο,
Αλλά την άλλη μέρα γλίστηρσε σιγά σιγά στην πολιτεία ολόκληρη η 7η βουλγάρικη Μεραρχία, πάνω από τριανταοχτώ χιλιάδες άντρες, σωστό δηλαδή Σώμα στρατού, που 'δωσε στους δικούς μας ένα σωρό ενοχλήσεις, προ πάντων με την ιταμή συμπεριφορά των αξιωματικών και των στρατιωτών, ώσπου μια μέρα τους πήραν τα ελληνικά μεταγωγικά και με τη συνοδεία των θωρηκτών μας τους πήγαν στο Δεδεαγάτς. Δεν έμεινε στη Θεσσαλονίκη, παρά μια ταξιαρχία βουλγάρικου πεζικού. Αλλά κι αυτή στάθηκε αρκετή, για το πρόστυχο και ανόητο φέρσιμο της να δημιουργήσει στους δικούς μας ένα φανατισμό αδιάλλαχτο, που φάνηκε αργότερα πολύ χρήσιμος στις εναντίον τους επιχειρήσεις της ελληνικής Στρατιάς.
Αυτά όλα, όσα ιστόρησα παραπάνω, είχα κατορθώσει να μάθω στον μικρό σιδηροδρομικό σταθμό της Δέρβιτσας, όπου νοσηλεύτηκα μια μέρα και μια νύχτα. Ο πυρετός με είχε αφήσει. Και, πρωί πρωί, καβάλλα στο παλιαλογάκι του Μουχτάρη, διευθυνόμουνα στο Μπουγαρίοβο, όπου, καθώς με πληροφόρησαν, θα μπορούσε ν' απαντήσω το στρατηγείο της μεραρχίας μου. Οι αναμνήσεις μου από το νοσοκομείο των Γιαννιτσών δεν μ' έπειθαν καθόλου να εμπιστευτώ την υγεία μου στις φροντίδες της υπηρεσίας και είχα πάρει την απόφαση ν' αφήσω τα πράματα στην τύχη.
Στο δρόμο, εκεί που ανεβοκατέβαινα διάφορους μαστούς καλλιεργημένης μαλακής γης, απάντησα μπουλούκια από άοπλους Χριστιανούς, που υπηρετούσαν στον τούρκικο στρατό. Τους είχαν αφήσει να "γυρίσουν στα χωριά τους, αφού με αυτοψία βεβαιώθηκαν ότι δεν είχανε υποστεί την περιτομή, ότι, δηλαδή, δεν ήτανε μουσουλμάνοι. Είχαν αντικαταστήσει το φέσι τους με μαντήλια και σκουφάκια... Και μ' όλο που ήτανε χλωμοί κι εξαντλημένοι, περπατούσαν μ' όρεξη και φανερή χαρά.


 Η είσοδος του Βασιλιά Γεώργιου στην Θεσσαλονίκη

Εδώ κι εκεί, όμως, απαντούσα και φαντάρους δικούς μας και μάλιστα της μεραρχίας μας, που, με πλήρη οπλισμό και σάκκο, περπατούσαν άτακτα, με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη. Μου εξήγησαν ότι, αν και ήτανε βέβαιοι ότι θα τους τιμωρούσαν αυστηρά, δεν μπορούσαν να κάμουν διαφορετικά. Έπρεπε να πάνε, λέγανε, στην πόλη, όχι για να τη δουν, αλλά για να ψωνίσουν τρόφιμα για λογαριασμό τους. Προσπάθησα, με κάθε τρόπο, να τους γυρίσω πίσω, στάθηκε όμως αδύνατο:
- Μπήκανε μέσα οι τυχεροί, κυρ Λοχία -μου φώναζαν όλοι-, εμάς τους άλλους μας ξέχασαν απ' έξω, μας άφησαν να λυώνου-με στο Μπουγαρίοβο, που δεν βρίσκεις ούτε μια γκόρτσα -αγρια-χλαδιά- να κρεμαστείς! Δεν κάνουν έτσι. Έχουμε να πάρουμε άρτο τέσσερις μέρες.
Πήρα τους αριθμούς των όπλων τους για να τους αναφέρω. Όταν, όμως, έφτασα στο Μπουγαρίοβο, μετανόησα. Μου φάνηκε φυσικό να σκέφτονται οι άντρες ότι τους είχαν εγκαταλείψει, όταν βουλιαγμένοι ως το γόνα στη λάσπη, ανασαίνοντας τις αναθυμιάσεις απ' τα ψόφια άλογα και τα εντόσθια των σφαχτών, που γέμιζαν τα δρομάκια του χωριού, τρώγοντας καλαμπόκι ξερό, που μάλιστα προμηθεύονταν με μεγάλη δυσκολία από τις μικρές αποθήκες των χωρικών, υποφέροντας και πονώντας, βλέπανε ωστόσο πέρα, μέσα στην ομίχλη του ορίζοντα, τους πυκνούς μιναρέδες της μεγάλης πολιτείας που άσπριζε σαν κύκνος, κολυμπώντας στα ολόστρωτα νερά του Θερμαϊκού. Στο νου των αντρών δεν μπορούσε να χωρέσει ότι, δυο βήματα έξω από την πλούσια πρωτεύουσα που είχανε πάρει με τα όπλα τους, αυτοί έπρεπε να στερούνται.
Στο Μπουγαρίοβο βρήκα τους λόχους του 8ου Συντάγματος να ετοιμάζονται για πορεία. Μερικοί μάλιστα είχανε συνταχτεί κι άκουγαν τη διαταγή του Κωνσταντίνου, που 'κανε γνωστό πως η Στρατιά ήτανε να βαδίσει κατά του Μοναστηριού. Ο αρχιστράτηγος, καλώντας τους άντρες «εις νέας στερήσεις και νέας θυσίας», είχε, όπως έλεγε στη διαταγή του, την πεποίθηση ότι όλοι θα τις δέχονταν με προθυμία «προκειμένου να σπεύσουν εις βοήθειαν των κινδυνευόντων αδελφών των».
Από τη στιγμή εκείνη άρχισε να διευκρινίζεται ραγδαία η είδηση, που είχε αναγκάσει τους άρρωστους του νοσοκομείου των Γιαννιτσών στην τραγική εκείνη νυχτοπορία προς τον Αξιό. Μιλούσαν για καταστροφή της 5ης Μεραρχίας, για αιχμαλωσία ολόκληρων ταγμάτων, για χιλιάδες νεκρούς, για κανόνια που μας πήραν, γι' αξιωματικούς κρεουργημένους... Μα σιγά σιγά τα πράματα άρχισαν να ξεχωρίζονται από τους μύθους και μπορέσαμε να μάθουμε με κάποια ακρίβεια τι είχε γίνει.
ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ «ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ 1912-1913»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου