Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Κοροϊδεύοντας τον Μουσολίνι




Κοροϊδεύοντας τον Μουσολίνι
Η διακωμώδηση του εχθρού προσφέρει στο κοινό «δύο ώρες ενθουσιασμού και γέλιου»
Γράφει η Δηώ Καγγελάρη

Η επιθεώρηση, Θεατρικό είδος πολιτικά αποστειρωμένο κατά τη μεταξική δικτατορία, ανθίζει στη διάρκεια του πολέμου. Οι κατάμεστες αίθουσες σείονται από τα χειροκροτήματα στις πατριωτικές σκηνές.
Το θέατρο, η μορφή τέχνης που επηρεάζεται από τα πολιτικοκοινωνικά δρώμενα περισσότερο από κάθε άλλη, αφού διαδραματίζεται σε δημόσιο χώρο και δημιουργεί με έμψυχο υλικό, προσαρμόστηκε αμέσως στις συνθήκες του Ελληνο-ιταλικού πολέμου.

Την 1η Νοεμβρίου του 1940, «ύστερα από την πρώτην εντύπωσιν των πολεμικών γεγονότων» και αφού γίνουν οι αντικαταστάσεις των εφέδρων επιστρατευμένων ηθοποιών και του τεχνικού προσωπικού, τα τέσσερα «ελεύθερα θέατρα της πρωτευούσης» (Ανδρεάδη, Μουσούρη, Αργυρόπουλου «και το υπάρχον μουσικόν») σηκώνουν και πάλι την αυλαία τους. Θα ακολουθήσει, την επομένη, το ημικρατικό θέατρο Κοτοπούλη.

Σε απογευματινές παραστάσεις και κυριακάτικες πρωινές, σύμφωνα με το ωράριο κυκλοφορίας και με τα φώτα «κεκαλυμμένα», επαναλαμβάνονται οι παραστάσεις, ορισμένες έκτων οποίων εμφανίζονται «επί το πολεμικώτερον». Πάραυτα οι θίασοι «διά να συντονισθούν με την πολεμικήν ατμοσφαίραν και τον ενθουσιασμόν του λαού διά τον εθνικό αγώνα, μελετούν την αναβίβασιν επικαίρων και πολεμικού περιεχομένου έργων».

Στις 9 Νοεμβρίου στο Μοντιάλ, το νεοσύστατο «θέατρον υπέρ του στρατιώτου», με «όλους τους άσσους του μουσικού θεάτρου» ανεβαίνει η Πολεμική Επιθεώρηση του Χρ. Γιάννακόπουλου, με τη διευκρίνιση ότι «αι εισπράξεις θα διατίθενται υπέρ του μαχόμενου στρατού μας». Η ανταπόκριση του κοινού είναι άμεση, ενώ η γαλαρία κατακλύζεται από στρατιώτες που πληρώνουν «πεντάδραχμον εισιτήριον».

Ακολουθώντας το γενικό ρεύμα, όλοι οι θίασοι, πλην του Εθνικού Θεάτρου, ανεβάζουν πολεμικές επιθεωρήσεις. Ανάμεσα τους οι: Πολεμική Σπίθα, Αέρα Παιδιά, Πολεμικά Παναθήναια 1940, Μπράβο Κολονέλλο, Μολών Λαβέ, Φινίτο Μουσολίνι, Αέρα Ντούτσε, Ζαχαρίας ο Πατριώτης, Το τσαρούχι, Η νίκη είναι δική μας, Πολεμικές Καντρίλιες, Φινίτο Μπενίτο, Κορόιδο Μουσολίνι, Μπόμπα 1940, Αθήνα-Ρώμη και φεύγουμε, Μπέλλα Γκρέτσια, Τα Νικητήρια, Μάρε Νόστρουμ, Προέλασις, Φινίτα λα Μουζικα, Νοκ Αουτ, Πολεμική Μπουάτ, Φούσκωστον, Κόβε Ρόδα και Πολεμική Αθήνα.


Ουρές στα ταμεία

Η επιθεώρηση, είδος αποστειρωμένο πολιτικά και ελεγχόμενο για παραβάσεις των χρηστών ηθών κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας, πιάνει τώρα τον πατριωτικό μίτο από τις επιθεωρήσεις των Βαλκανικών Πολέμων και του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι θίασοι αυξάνονται. Κατάμεστες, παρά τους συναγερμούς, οι αίθουσες δονούνται από τα χειροκροτήματα και τις ζητωκραυγές σε κάθε πατριωτική σκηνή.

Οι ουρές στα ταμεία -κάποιες φορές χρειάζεται να επέμβει η αστυνομία για να επιβάλει την τάξη- είναι βέβαια καθοριστικός παράγων για την πρωτοκαθεδρία των πολεμικών επιθεωρήσεων στο ρεπερτόριο των θιάσων της ελεύθερης αγοράς, την εποχή του Ελληνο-ιταλικού πολέμου. Αλλά, συγχρόνως, αναμφισβήτητη είναι η σύμπνοια καλλιτεχνών και κοινού και η μοιρασμένη πατριωτική έξαρση και συγκίνηση. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απάνθισμα από τις στήλες των θεατρικών ειδήσεων: «Η κ. Ρένα Βλαχοπούλου επέμεινε και έπαιξε χθες το νούμερο της, αν και είχε πληροφορηθεί ότι μεταξύ των θυμάτων του πρώτου βομβαρδισμού της Κέρκυρας συγκαταλέγετο και ο πατήρ της». Συνεχίζονται, επίσης, οι προσφορές από θιάσους και συγγραφείς «υπέρ της αεροπορίας», «υπέρ της Φανέλας του Στρατιώτου» και άλλων εθνικών στόχων.

Η έμφαση στη γενναιότητα του ελληνικού στρατού και η σάτιρα για την υποχώρηση των Ιταλών προσφέρουν «δύο ώρες ενθουσιασμού και γέλιου». Στις δίπρακτες επιθεωρήσεις αυτής της εποχής, ανάμεσα στους σταθερούς τύπους του είδους, ξαναζωντανεύει ο θρυλικός εύζωνας και απαραίτητοι γίνονται οι «ανταποκριταί», οι εφημεριδοπώλες και τα νούμερα με ραδιοφωνικές εκπομπες, που μεταδίδουν τα τελευταία νέα από το μέτωπο.



Ο μεγάλος ενθουσιασμός

Η ανταπόκριση από το «θέατρον πολέμου» είναι άμεση. Στις 22 Νοεμβρίου τα τετράστιχα για την κατάληψη της Κορυτσάς προκαλούν «ακράτητον ενθουσιασμόν». Κάθε φορά τα χαρμόσυνα νέα για τη θριαμβευτική προέλαση των Ελλήνων στρατιωτών στην Αλβανία προφέρονται «μπροστά σ' ένα κοινό που φιλιέται κι αγκαλιάζεται σαν τρελό», ενώ η ορχήστρα παιανίζει τον εθνικό ύμνο.

Ανελέητοι είναι οι επιθεωρησιογράφοι, όταν αναπαριστούν τα ιταλικά πρακτορεία ειδήσεων: «Η ηρωική μας των Κενταύρων μεραρχία θα έκανε προέλαση και νίκη θα εξασφάλιζε. Αλλά δυστυχώς εψιχάλιζε...» Η γελοιοποίηση επικεντρώνεται κυρίως στον Ιταλό δικτάτορα. Η Σοφία Βέμπο, τραγουδώντας σατιρικούς στίχους πάνω σε γνωστά μουσικά μοτίβα, μετονομάζεται σε «Τραγουδίστρια της Νίκης».

«Ιγώ, είμ' ιγώ ηυζωνάκι γουργό», τραγουδά ο εύζωνας με τη φουστανέλα και τα τσαρούχια. Ευζωνάκι γοργό ο Παντελής Ζερβός, αλλά και η Αννα Καλουτά, ενώ ο Ορέστης Μακρής αναγκάζεται να βρει καταφύγιο στην ταβέρνα, όταν ηχούν οι σειρήνες. Γράμματα στους αγαπημένους τους γράφουν οι γυναίκες στα μετόπισθεν ενώ πλέκουν κάλτσες και φανέλες. Ο λόρδος Βύρων συναντάει την κόρη των Αθηνών. Κάποτε -εκτός από τα πολεμικά εμβατήρια και τον Εθνικό Ύμνο- ακούγεται και ο Ακάθιστος Ύμνος.


Πατριωτική συγκίνηση

Ρίγη συγκίνησης προκαλούν οι πατριωτικές σκηνές «εις το φινάλε και εις το σημείο όπου η 'Έλλη",το θρυλικό αντιτορπιλικό μας, αναβιβάζεται εκ του βυθού εις την επιφάνεια, οι θεαταί όρθιοι με πανζουρλισμό χειροκροτούν ενθουσιωδώς επί μακρόν».

Οι θεατές, αλλά και οι καλλιτέχνες, συμπάσχουν με τους ηρωικούς τραυματίες. Αργότερα, ηθοποιοί και τραγουδιστές θα προσπαθήσουν να τους διασκεδάσουν, μεταφέροντας στους θαλάμους των νοσοκομείων τα πιο επιτυχημένα νούμερα.

Πολεμικές γίνονται οι «ρομάντζες», αλλά ακόμα και το μπαλέτο το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, δεν συμπεριλαμβάνεται στις παραστάσεις των θιάσων πρόζας που ενδίδουν εκτάκτως στο επιθεωρησιακό είδος.

Ο πατριωτισμός κάποιες φορές δίνει τη θέση του σε εθνικιστικές υπερβολές και στην εξύμνηση του μεταξικού καθεστώτος: «Να ζήσεις βασιλιά μου, εσύ και να τα κατοστήσεις / και συ, Κεφαλλονίτη μου, σαν τα βουνά να ζήσεις», τραγουδούν οι αδελφές Καλουτά στην Πολεμική Αθήνα των Γαννακόπου-λου-Γιαννουκάκη-Σακελλάριου. «Πάνε μπροστά μας οδηγεί ο βασιλιάς και ο κυβερνήτης», συνεχίζει η Κατερίνα Ανδρεάδη στις Πολεμικές Καντρίλιες των Οικονομίδη-Θίσβιου-Γιαλαμά. Η Μαρίκα Κοτοπούλη, Μενιδιάτισσα στα περίφημα Πολεμικά Παναθήναια 1912-13, όπου «ενεφανίζετο ως τυμπανιστής», παίρνει πάλι τα τύμπανα στα (ανανεωμένα) Πολεμικά Παναθήναια 1940 και, μπροστά από την τεράστια φωτογραφία του Ιωάννη Μεταξά, τραγουδάει στο φινάλε, πλαισιωμένη από τη μικτή χορωδία της ΕΟΝ: «Με τέτοιον αρχηγό θα πάμε και στην Πόλη...»

Αλλά οι κριτικοί επισημαίνουν το χαμηλό ποιοτικό επίπεδο των κειμένων, που εκμαιεύουν με ευκολία το δάκρυ και το γέλιο. Στις εξαιρέσεις, σύμφωνα με τον κριτικό Άλκη Θρύλο, το Φινίτα λα Μούζικα, μια επιθεώρηση των Ευαγγελίδη-Σακελλάριου, από το θίασο Μουσούρη, που «στο είδος της είναι ένα κομψοτέχνημα».

Με τη γερμανική εισβολή θα πάρει τέλος ο παλλαϊκός συναγερμός των πολεμικών επιθεωρήσεων. Συγγραφείς, ηθοποιοί και κοινό θα μάθουν να επικοινωνούν μέσα από έναν κώδικα υπαινιγμών.

«ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου