Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

ΣΩΤΗΡΗ ΣΚΙΠΗ : Ο ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
Ο ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ  ΕΛΛΗΝΩΝ  ΠΟΙΗΤΩΝ

Δεν αμφισβητώ τον πατριωτισμό κανενός λαού. Ο Πατριωτισμός όμως του ελληνικού λαού είναι ασύγκριτος. Η πατρίδα για τον Έλληνα είναι πραγματική θρησκεία.  Δεν έχει τίποτε ανώτερο στην ψυχή του απ’ αυτήν. Στο όνομα της Ελλάδας του δονείται ολόκληρος. Κανένας άλλος τόπος δεν έδωσε λόγου χάρι τόσους εθνικούς ευεργέτες. Έλληνες φτωχοί βιοπαλαιστές που ξενητεύονται στα πέρατα του κόσμου και με κόπους και μ' αγώνες πολυχρόνιους κατορθώνουν και σχηματίζουν μια περιουσία, τη χαρίζουν ολόκληρη στο έθνος για κάποιον ευγενή σκοπό. Είναι δύσκολο, όσο κι’ αν μελετήση κανείς κι’ όσο κι’ αν σκεφθή επάνω σ' αυτό το θέμα, να βγάλη κάποιο συμπέρασμα και ν’ άποφανθή οριστικά από που πηγάζει το βαθύτατο αυτό συναίσθημα του Έλληνα που μετέχει του υπέροχου και του θείου. 
Με την ευκαιρία του Ελληνο- Ιταλικού πολέμου τις ήμερες αυτές εγράφτηκαν πολλά άρθρα επάνω σ’ αυτό το ζήτημα από ξεχωριστούς διανοουμένους μας. Όμως κανένα δεν είναι απόλυτα ικανοποιητικό. Το ό,τι μάς έδεσαν οι κοινοί αγώνες, οι κοινοί κίνδυνοι κι" οι κοινές περιπέτειες ανάμεσα στους αϊώνες είναι μια αλήθεια. Αλλά μήπως κι' άλλοι λαοί δεν είναι δεμένοι με τα ίδια πράγματα; ¨Η μήπως αγαπούμε την πατρίδα μας τόσο εκστατικά και τόσο κατανυχτικά, μπορώ να πω, για τη γλώσσα της που έμεινε η ίδια σχεδόν από τα χρόνια τα προομηρικά ;  Ή μήπως την αγαπούμε για τις φυσικές της ομορφιές, που είναι, κάθε μια χωριστά, κι ένα έτοιμο μνημείο, φτιασμένο από το χέρι του θεού ; Ή μήπως πάλι την αγαπούμε για τη γη της όπου γεννηθήκαμε    κι' όπου ετάφηκαν οι προγονοί μας ; Και βέβαια την αγαπούμε για όλα αυτά. Αλλά αυτή η περηφάνεια που νοιώθουμε βαθειά μας για το οτι είμαστε Έλληνες θαρρώ πώς είναι γιατί το ξέρουμε καλά πώς η Ελλάδα μας εξεπολίτισε όλους τους λαούς και πρώτον απ' όλους αυτόν που ζήτησε με τόσο ύπουλο τρόπο να μας μπήξη το δολοφονικό του εγχειρίδιο στην πλάτη μας. 
Μα, γιατί αγαπούμε με τέτοιο πάθος την πατρίδα μας και νοιώθουμε τόση περηφάνεια γι' αυτήν. Όπου να βρεθούμε θ' ακούσουμε να μιλούν γι' αυτήν, θα τη συναντήσουμε στα πρώτο τυχόν ξένο Πανεπιστήμιο ή σχολείο που θα πατήσουμε το πόδι μας. Όποια επιστήμη κι' αν παρακολουθήσουμε είναι αδύνατο να μην ακούσουμε απ' τα χείλη των καθηγητών σαν επωδό το όνομα της Ελλάδας μας. Τα ονόματα του Όμηρου, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Πινδάρου, του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα, του Αρχιμήδη, του Ιπποκράτη θ' αντιλαλήσουν μέσα στις αίθουσες, θα τη συναντήσουμε στο πρώτο τυχόν ξένο Μουσείο σ' έναν Απόλλωνα ή σε μια Αφροδίτη, σε μια Καρυάτιδα ή σε μια Νίκη, ή ακόμα και σε Ολόκληρα κομμάτια του Παρθενώνα μας. Θα τη συναντήσουμε στην πρώτη ποιητική συλλογή που θ’ ανοίξουμε, σ’ οποιαδήποτε γλώσσα κι' αν είναι γραμμένη, είτε είναι του Πετράρχη και του Λεοπάρδη, είτε του Ρονσάρ, του Μαλλέρμπ και του Αντρέ Σενιέ, είτε του Βύρωνα, του Σέλλεϋ και του Τζών Κήτς, είτε του Γκαίτε και του Χέντερλιγκ. Παντού Ελλάδα και πάντοτε για την Ελλάδα. Αληθινή καταχτήτρια, κατέχτησε όλο τον κόσμο, όχι δολοφονώντας γέρους και γυναικόπαιδα με τ' αεροπλάνα, ούτε καταστρέφοντας απέραντα και πλούσια εδάφη και έργα αιώνων με τα τανκς, άλλα με το ανώτερο, το άφταστο πνεύμα της και τα θεία κηρύγματα της για την αθάνατην ομορφιά.
Πώς να μην αγαπήση λοιπόν ο Έλληνας τέτοια πατρίδα; Να μην αισθανθη περηφάνεια γι’ αυτήν; Κι' άν είναι στρατεύσιμος να μην τρέξη να την υπερασπίση τη στιγμή του κινδύνου της με το όπλο του και το σπαθί του κι' αν είναι ποιητής να μην την ύμνηση όπως ό Διονύσιος Σολωμός;
Κι' έφώναζα:   Ω  θεϊκιά   κι’ όλη αίματα πατρίδα!
Κι' άπλωνα, κλαίοντας   κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι.
Καλή ν' ή μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.

Να, γιατί   οι ποιητές μας   την   πατρίδα την έβαλαν και την βάζουν  πριν   απ' όλα τα άλλα ιδανικά στην ποίηση τους. Γιατί τέτοια πατρίδα σαν την Ελλάδα, θεϊκιά, όπως τη λέει ο Σολωμός κι' όπως πράγματι είναι,   τραγουδώντας την   κανείς   γίνεται θεϊκός. Ο ίδιος μας είπε πάλι στον υπέροχο  εκείνον αφορισμό του: «Κλείσε την Ελλάδα στην ψυχή σου και θα ιδής να λαχταρίζη μέσα σου κάθε είδους μεγαλείο.»

Κι αλήθεια! Το δυνατώτερο μέρος του ποιητικού έργου του Σολωμού είναι το πατριωτικό. Στροφές του Ύμνου του στην Ελευθερία, που έγινε κι' ο εθνικός μας "Ύμνος, σαν εκείνες τις αφιερωμένες στην Τριπολιτσιά, η Καταστροφή των Ψαρών, ο Κρητικός κι’ οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, είναι ποιήματα που δε θα σβύσουν όσο μιλιέται η  γλώσσα η Ελληνική.
Πιο ολοκληρωμένο κι' από του Σολωμού είναι το έργο του Ανδρέα Κάλβου, που οι ωδές του —κι' οι είκοσι, —είναι εμπνευσμένες από τα γεγονότα της Ελληνικής Επαναστάσεως κι' είναι τοποθετημένες στο πιο υψηλό επίπεδο της τέχνης. Δεν σημαίνει που δεν απόχτησε μ' αυτές φήμη λαϊκή. Ο Ανδρέας Κάλβος θα μείνη για τους λίγους και τους εκλεχτούς. Αλλά αυτοί οι λίγοι κι οι εκλεχτοί θα τον διαβάζουν με φανατισμό και θ' ανακαλύπτουν πάντα στις περήφανες στροφές του βαθειά νοήματα και ένθεες εικόνες. Αντίθετά του ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης απευθύνθηκε από την αρχή στο λαό μας και του χάρισε τραγούδια που τα κρατάει ακόμα στα χείλη του.
Όμως και ποιος Έλληνας ποιητής, που σέβεται τον τίτλο του, δεν αφιέρωσε ένα μέρος του εαυτού του, τις πιο πολλές φορές το καλύτερο, στην πατρίδα και δεν την ύμνησε, δεν την τραγούδησε σαν Αγία ;  Ό Ιούλιος Τυπάλδος την αγναντεύει σαν ουρανοκατέβατη κι’ αγγελική Παρθένα που τον φτερώνει με τα λόγια της:
Κάθεσαι νέε κι’ αναγαλιάς με τρυφερά τραγούδια,
όπου ευωδιάζουν λεμονιές και κελαϊδούν αηδόνια,
Κι' η γης όπου σε γέννησε παντού είναι  ερμιά  και κλάψα ;
Πύρωσε, νέε, στου  Λυτρωτή το αίμα την καρδιά σου.
Πιάσ' το Σταυρό, ξεφώνησε τραγούδια τού πολέμου.
Και νάναι ο λόγος σου βροντή, νάναι αστραπή η φωνή σου,
σ' όλες ν' ανάψης τις καρδιές ελευθεριάς λαχτάρα.
Φύτεψ' το δέντρο  το θεϊκό, με πόθο ανάστησε το,
Και με το αίμα σου κι’ εσύ, ν’ αύξησης πότισε το!

Στη μνήμη μου  περνούν τη στιγμή αυτή μεγάλες και μικρές προσπάθειες ποιητικών πατριωτικών έργων. «Ο Όρκος» του Γερασίμου Μαρκορά, « Τα τραγούδια της πατρίδος μου» και η «Φλογέρα του Βασιλιά» του Κωστή Παλαμά, τα «Πατριωτικά τραγούδια» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, το «Πάσχα των Ελλήνων» του Αγγέλου Σικελιανού και πλήθος άλλα. Όλοι οι παλιοί, καθαρευουσιάνοι και δημοτικιστές, ο Ζαλοκώστας κι ο Βαλαβάνης, ο Παράσχος κι ο Βασιλειάδης, ο Ραγκαβής κι ο Κρυστάλλης θεώρησαν τιμή τους να εμπνευστούν από την Πατρίδα και για την Πατρίδα. Ο Μαβίλης, που έχυσε το αίμα του γι’ αυτήν, σε ήμερες πικρές, της αφιέρωσε το σονέττο αυτό:
Μάννα μου Ελλάδα, τί δεν είσαι τώρα
σαν πρώτα ορθή, ψηλή, στεφανωμένη
με δάφνες, τί δεν είσαι με τα δώρα
της αθάνατης Νίκης στολισμένη;

Αχ πότε θάρθη, πότε θάρθη η ώρα
να ματαστράψη η όψη σου η σβυσμένη
και την ερημωμένη σου τη χώρα
μ' ελπίδα να φωτίσης, ώ αντρειωμένη;

Πατρίδα μου σηκώσου! Ας λάμψη πάλι
στον αιθέρα ψηλά το μέτωπο σου
και της Ελευθέριας θενά προβάλη

Η μέρα και το θειο πρόσωπο σου θα λάμπη σαν τον ήλιο της.
Μεγάλη θα γίνης, κι αλλιά τότε στον εχθρό σου.

Και περιμένω τη νίκη του Στρατού μας, που είναι βεβαία, για να πάω στον τάφο του  εκεί   ψηλά  στο Δρίσκο και να του φωνάξω:
— Ποιητή και ήρωα... Μη θλίβεσαι πια!!.. Ή Ελλάδα που έγινε μεγάλη με τη θυσία σου και τη θυσία των Ελλήνων της γενεάς σου, έγινε πιο μεγάλη τώρα με τους ηρωισμούς και τις θυσίες της νέας γενεάς.

ΣΩΤΗΡΗΣ   ΣΚΙΠΗΣ
Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων

Περιοδικό "ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ" 15.11.1940

ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Χρησιμοποιήθηκε το μονοτονικό σύστημα μόνο ως προς τον τονισμό. Διατηρήθηκε η ορθογραφία, γραμματική και το συντακτικό του αρχικού κειμένου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου