ΣΕ
ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΟΥ ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ
Ο
ΒΑΡΔΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ ΕΦΥΓΕ
Ο Λέοναρντ Κόεν ή Κοέν
(Leonard Norman Cohen, Μόντρεαλ, Καναδάς, 21 Σεπτεμβρίου 1934 – 10 Νοεμβρίου
2016) ήταν αγγλόφωνος Καναδός λογοτέχνης, συνθέτης και τραγουδιστής.
Θεωρείτο μουσικός της ποπ,
αν και τα τραγούδια του — κυρίως μπαλάντες — είχαν πολλά στοιχεία από την
αμερικανική μουσική κάντρυ και την μουσική των ευρωπαϊκών καμπαρέ. Τα κύρια
θέματα της δημιουργίας του ήταν η θρησκεία, ο έρωτας και η μοναξιά, χωρίς
ωστόσο να λείπουν και οι τοποθετήσεις σε κοινωνικοπολιτικά θέματα όπως ο
πόλεμος, οι εκτρώσεις, κ.λπ.
Ο
βάρδος της Μελαγχολίας
Όπως ο ίδιος είχε ομολογήσει,
υπήρξε ένας ισόβιος καταθλιπτικός που δοκίμασε διάφορα γιατροσόφια για τη
μελαγχολία του, ανάμεσά τους ψυχοθεραπεία, γιόγκα, θρησκευτική περισυλλογή και
φάρμακα («αναψυχής» και με ιατρική συνταγή), αλλά που πολύ πιο συχνά χρησιμοποιούσε
ως θεραπείες το κόκκινο κρασί, τις γυναίκες και την ποίηση.
Ο Κοέν, όχι μόνο δεν υπήρξε
ένας εσωστρεφής τύπος προσηλωμένος στον εαυτό του, αλλά, αντίθετα, ήταν ένας
άνθρωπος του κόσμου, με ταλέντο στο στωικό χιούμορ και στον αυτοσαρκασμό. «Οι
φίλοι μου έφυγαν, τα μαλλιά μου γκριζάρισαν και πονάω σε μέρη που άλλοτε
έπαιζα», λέει στον πρώτο στίχο του Tower of Song και συνεχίζει τραγουδώντας με
τη φημισμένη θαμπή φωνή του το ρεφρέν «Γεννήθηκα με το χάρισμα μιας χρυσής
φωνής».
Τα χαρίσματα του Κοέν υπήρξαν
πολλά - έχει βγάλει άλμπουμ κι έχει γράψει ποιητικές συλλογές. Επίσης ασχολήθηκε με
επιτυχία με το σχέδιο και την ζωγραφική. Η χρυσή φωνή, όμως, δεν συγκαταλεγόταν
στα ταλέντα του. Ήταν ένας βραχνός βαρύτονος, με περιορισμένο εύρος. Όπως είπε
ο ίδιος, αποδεχόμενος ένα βραβείο το 1992: «Μόνο στον Καναδά θα μπορούσε
κάποιος με φωνή σαν τη δική μου να κερδίσει τον τίτλο του Τραγουδιστή της
Χρονιάς».
Η πρωτοτυπία και η καλλιτεχνική
μαστοριά της γραφής του τον βοήθησαν να κρατήσει ζωντανή την καριέρα του όταν
έσβησε η πρώτη έξαψη της επιτυχίας, στα μέσα της δεκαετίας του '70. Ήδη τότε,
τα πρώτα του άλμπουμ, γεμάτα με τραγούδια σαν τα «Suzanne», «So Long Marianne»
και «Bird on Wire», είχαν αποκτήσει περίοπτη θέση σε πλήθος δισκοθήκες ανά τον
κόσμο.
Ήταν 33 ετών όταν
ηχογράφησε το πρώτο του άλμπουμ, το 1967. Είχε περάσει τα πρώτα νιάτα του
κυνηγώντας λογοτεχνικούς στόχους, η ποίηση, ωστόσο, δεν μπορούσε να του
εξασφαλίσει τα προς το ζην κι έτσι στράφηκε προς τη μουσική - στα εφηβικά του
χρόνια έπαιζε σ' ένα συγκρότημα κάντρι και ήξερε ότι «οι κιθάρες εντυπωσιάζουν
τα κορίτσια». Η Τζόνι Μίτσελ, η οποία έχει ερμηνεύσει έξοχα πολλά τραγούδια
του, τον σύστησε στον παραγωγό του Ντίλαν, τον Τζον Χάμοντ.
Η ποιότητα των τραγουδιών
του και οι έξυπνες παραγωγές του Χάμοντ τού εξασφάλισαν μια ξεχωριστή θέση στο
μουσικό στερέωμα. Μετά μια κάμψη που κράτησε μερικά χρόνια ξανακέρδισε την
εύνοια κριτικών και κοινού με τα άλμπουμ «I'm Your Man» το 1988 και «The
Future» το 1992. Ήδη τότε μια νέα γενιά μουσικών είχε ανακαλύψει τους θησαυρούς
των συνθέσεών του, και οι νέες επανεκτελέσεις τραγουδιών του έρχονταν να
προστεθούν στις παλιότερες. Από τον Τζόνι Κας και τον Τζον Κέιλ μέχρι τους REM
και τον Τζεφ Μπάκλεϊ, πλήθος καλλιτεχνών τίμησαν τα τραγούδια του.
Η Μαντλίν Πεϊρού κάποια
στιγμή έδωσε στο «Dance Me to the End of Love» μια λεπταίσθητη τζαζ εκδοχή, που
βρήκε απήχηση σ' ένα κοινό που ίσως δεν είχε ακούσει το πρωτότυπο. Τα καλά
τραγούδια δεν φεύγουν ποτέ από τη μόδα. Η Αντζάνι Τόμας, κυκλοφόρησε to 2006 ένα άλμπουμ (Blue Alert) που το έγραψε μαζί με
τον Κοέν. Γεννημένη στη Χαβάη, η Τόμας ερωμένη, σύζυγος, μούσα και καλλιτεχνική
συνεργάτιδα του τραγουδοποιού. Οι πάντως γυναίκες έπαιζαν πάντα κεντρικό ρόλο
τόσο στη ζωή του Κοέν όσο και στη δημιουργική του διαδρομή.
Ερωμένες
και μούσες
Από το 1988 συνεργαζόταν
με τη μουσικό της σόουλ Σάρον Ρόμπινσον, ενώ η Αντζάνι έκανε την πρώτη της
εμφάνιση στο άλμπουμ του 1984 «Various Positions». Στα δύο CD του, το «Ten New
Songs» του 2001 και το «Dear Heather» το 2004, η φωνητική παρουσία των γυναικών
ήταν ιδιαίτερα έντονη, καθώς η δική του φωνή ήταν πλέον αρκετά εξασθενημένη.
Κατά καιρούς, γυναίκες έπαιξαν
τον ρόλο της μούσας. Το «So Long Marianne» απευθυνόταν στη Μαριάν Γιένσεν, μια
Νορβηγίδα καλλονή, με την οποία ο Κοέν έζησε την πιο ειδυλλιακή περίοδο της
ζωής του στην Υδρα, όπου έγραψε πολλά από τα τραγούδια που τον έκαναν διάσημο.
Η «Σουζάν» ήταν εμπνευσμένη από τη γυναίκα ενός γλύπτη φίλου του, τη Σουζάν
Βερντάλ [γι' αυτό και ο Κοέν λέει ότι «άγγιξε το τέλειο σώμα της (μόνο) με το
μυαλό του»], ενώ το «Sisters of Mercy» γράφτηκε έπειτα από την περιπέτειά του
με δύο αδελφές, στις οποίες πρόσφερε καταφύγιο στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο.
Το «Chelsea Hotel» αναφέρεται σε μια σύντομη, ελάχιστα ρομαντική συνεύρεσή του
με την Τζάνις Τζόπλιν.
Αν συνθέσεις όλα τα
στοιχεία του μωσαϊκού -μελαγχολική γοητεία, ευφυΐα, λατρεία στις γυναίκες-
έχεις τον Λέοναρντ Κοέν που, σε πείσμα των εμποδίων, συνέχιζε να βρίσκεται στο
προσκήνιο της δισκογραφίας, σε μια εποχή όπου οι περισσότεροι συνομήλικοί του είχαν
κρεμάσει προ πολλού τα μουσικά τους παπούτσια.
Οικονομική
απώλεια καλλιτεχνικό κέρδος
Ο Κοέν «αναγκάστηκε» να
δραστηριοποιηθεί και πάλι καλλιτεχνικά, όταν ανακάλυψε ότι η Κέλεϊ Λιντς,
μάνατζέρ του επί 17 χρόνια και ερωμένη του για ένα φεγγάρι, είχε σφετεριστεί
πάνω από 5 εκατ. δολάρια από τον τραπεζικό του λογαριασμό, αφήνοντας μόνο
150.000 δολάρια για το συνταξιοδοτικό του κεφάλαιο. Παρ' όλο που το δικαστήριο
τον δικαίωσε, η Λιντς δεν έδειξε διάθεση να επιστρέψει τα κλεμμένα. Η υφαρπαγή
των χρημάτων πρέπει να έγινε στο διάστημα που ο Κοέν είχε αποσυρθεί σ' ένα
βουδιστικό μοναστήρι στην Καλιφόρνια, τη δεκαετία του '90, ωστόσο ανακάλυψε τι
είχε συμβεί αρκετά χρόνια μετά την επιστροφή του από τη μοναστική αυτοεξορία.
Η οικονομική απώλεια του Κοέν
όμως γίνεται κέρδος για τους θαυμαστές του, καθώς η συνήθως αραιή παραγωγή του
επιταχύνεται σε όλα τα πεδία. Το πρώτο ποιητικό βιβλίο του, «Let Us Compare
Mythologies», επανεκδίδεται και ακολουθεί και το ντοκιμαντέρ του «I'm Your
Man». Το 2006 κυκλοφορεί μια αυτοβιογραφική συλλογή ποιημάτων και σχεδίων, το
«Book of Longing», και με την ευκαιρία αυτή δίνει ένα μικρό κοντσέρτο σε
βιβλιοπωλείο του Τορόντο, όπου μαζεύτηκαν 3.000 άτομα, στην πρώτη του δημόσια
εμφάνιση έπειτα από περίπου δέκα χρόνια.
Η καλλιτεχνική του
δημιουργία θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος της ζωής του και και θα κυκλοφορήσουν
οι δίσκοι του Old Ideas (2012), Popular
Problems
(2014), Can't Forget: a Souvenir of the Grand Tour (2015)
Ο
«έρωτας» του Λέοναρντ Κοέν για την Ύδρα και την Ελλάδα.
Η αγάπη του για την Υδρα ξεκίνησε
τον Σεπτέμβριο του 1960 όταν έξι μέρες μετά τα γενέθλιά του, αγόρασε ένα σπίτι
στο νησί έναντι 1.500 δολαρίων χρησιμοποιώντας τα χρήματα που του άφησε η
γιαγιά του. Όπως άλλωστε περιέγραψε σε συνέντευξή του αργότερα, «αυτή ήταν η
πιο έξυπνη κίνηση που έκανα ποτέ στη ζωή μου».
Το σπίτι αυτό, το οποίο
τότε δεν είχε ούτε καν ρεύμα ή τρεχούμενο νερό, αποτέλεσε για τον μεγάλο
τροβαδούρο ένα καταφύγιο, έναν ιδιωτικό χώρο στον οποίο θα μπορούσε να εργαστεί
απερίσπαστος είτε στην μεγάλη ταράτσα είτε στο δωμάτιο μουσικής που κάποια
στιγμή εγκατέστησε στον τρίτο όροφο.
«Έχει μια μεγάλη ταράτσα
με θέα σε ένα καταπληκτικό βουνό και τα αστραφτερά λευκά σπίτια. Τα δωμάτια
είναι μεγάλα και δροσερά με μεγάλα παράθυρα χτισμένα σε χοντρούς τοίχους.
Πιστεύω ότι είναι 200 ετών και μέσα σε αυτό πρέπει να έχουν ζήσει γενιές και
γενιές ναυτικών. Θα κάνω λίγες επιδιορθώσεις κάθε χρόνο και σε μερικά χρόνια θα
το έχω κάνει έπαυλη. Ζω σε έναν λόφο και η ζωή εδώ συνεχίζεται με τον ίδιο
τρόπο για εκατοντάδες χρόνια. Όλη τη μέρα ακούς τις φωνές των πλανόδιων
πωλητών, και ορισμένοι από αυτούς είναι αρκετά μελωδικοί. Σηκώνομαι καθημερινά
περίπου στις 7 το πρωί και εργάζομαι μέχρι αργά το απόγευμα. Το ξημέρωμα έχει
δροσιά και επομένως είναι η καλύτερη ώρα αλλά εγώ ούτως ή άλλως αγαπώ τη ζέστη
ειδικά με το Αιγαίο Πέλαγος να βρίσκεται 10 λεπτά από την πόρτα μου» έγραφε
τότε στη μητέρα του ο Κοέν.
Στο νησί του Αργοσαρωνικού
εξάλλου ήταν που ο Κοέν γνώρισε την πανέμορφη Μαριάν την γυναίκα που σημάδεψε
τη ζωή του. Τα 10 χρόνια που πέρασαν μαζί έγραφαν τραγούδια, εξερευνούσαν τον
κόσμο και τους εαυτούς τους απαλλαγμένοι από την πίεση της καθημερινότητας και
απολαμβάνοντας τις χαρές της ζωής και του έρωτα.
“Now so long, Marianne, it's time that we began”, τραγούδησε ο Κοέν. «Και τώρα εις το επανιδείν, Μάριαν, η
ώρα ήρθε να αρχίσουμε»… - σε ελληνική μετάφραση- και ας ακούγεται ως ένας
αποχαιρετισμός σε μια θυελλώδη σχέση, έναν έρωτα που έμεινε στον χρόνο.
Η γνωριμία τους έγινε σε
ένα παντοπωλείο στην Υδρα με την Μάριαν Ιλεν και τον γιο της Αξελ να
μοιράζονται τη ζωή του Κοέν στην Ελλάδα και στον Καναδά. Η Μάριαν Ιλεν πέθανε
στις 28 Ιουλίου 2016, σε ηλικία 81 ετών στη Νορβηγία. Και ο Λέοναρντ Κοέν μας αποχαιρέτησε
στις 10 Νοεμβρίου του ίδιου έτους.
Πηγές :
Διαδίκτυο,
Observer, Η
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου