Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

ΒΕΛΑΘΚΕΘ : «Ό ζωγράφος των ζωγράφων»



ΕΝΑΣ   ΜΕΓΙΣΤΟΣ  ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ
ΒΕΛΑΘΚΕΘ
«Ό ζωγράφος των ζωγράφων»
ΤΟ ΑΔΕΚΑΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΗΞΕΡΕ ΝΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Ο ήλιος, το φως, ο ουρανός είναι τα ίδια: γιασεμί, μέλι, μετάξι. Κι’ είτε βρισκόμαστε στο 1599 ή στο σήμερα, η Σεβίλλη είναι επίσης η ίδια,
Κι ο δρόμος όμοια είναι δω, με τα πρόσωπα του, τις κραυγές του, το βελούδο των φωνών του, όλα άθικτα. Μονάχα που άλλαξε όνομα. Μα έχουν περάσει και  τόσοι αιώνες.
Κι’ αν το σπίτι όπου σας λένε πώς γεννήθηκε ο μικρός Διέγο δεν είναι πια το πραγματικό, ή ποτέ του δεν ήταν, αυτό δεν έχει καμιά σημασία, Κι’ ο ίδιος, μόλις έγινε άντρας,  ποτέ του δεν τη θυμήθηκε, ακόμα και στη ζωγραφική του, αύτη τη Σεβίλλη, την πολιτεία-κόρη, την αιώνια έφηβη.
Με τον Βελάθκεθ ποτέ δεν ξαναγυρίζουμε πίσω. Και μια ζωή ταξινομημένη σύμφωνα με ημερομηνίες ποτέ δεν μας δίνει καταναγκαστικά ένα παρελθόν. Κι’ ο άνθρωπος αυτός είναι δίχως παρελθόν. Δεν λείπει βέβαια ούτε μια ημερομηνία στη ζωή του: γνωρίζομε όλες τις δημόσιες πράξεις του. Άλλα για τον ίδιον, για εκείνους ή γιά ό,τι αγάπησε ή μίσησε, για ό,τι υπέφερε, στοχάστηκε ή ονειροπόλησε, δεν ξέρουμε τίποτε, έκτος από ό,τι μπορούμε να αποσπάσουμε από τα έργα του. Κι' όλα γίνονται σαν να θέλησε ο ίδιος να γίνουν έτσι.
Εκεί όμως που τούτο γίνεται παράξενο, είναι όταν η ίδια η τύχη μεταμορφώνεται σε συνένοχο του και, για να τον αφήσει να εξαφάνισει και το παραμικρό αχνάρι, εξαφανίζει τα αρχεία που θα μπορούσαν να μας πουν σε ποιο καλλιεγόν (σοκάκι) της Μαδρίτης έζησε στην αρχή. Αύτη η ίδια τύχη πυρπολεί το  Αλκάθαρ όπου ήθελε ο βασιλιάς να έχει ο ζωγράφος το ατελιέ του, καταστρέφει την εκκλησία όπου βαφτίστηκε και διασκορπίζει με τέτοιαν τρόπο τον τάφο του, ώστε, για μεγαλύτερη ακόμα απόκρυψη, ο εμφύλιος πόλεμος, τρεις αιώνες αργότερα, οργώνει το συγκεκριμένο μέρος και ανακατεύει αξεδιάλυτα χώμα και τέφρα,     .
Μονάχα στη Μαδρίτη μπορούμε να εγκλωβίσουμε αυτό το εθελοντικό φάντασμα. Όχι γιατί ή ψυχή του μετεωρίζεται σαν χαμόγελο του φωτός, μέσα στον κατεργασμένοι ως την διαφάνεια ουρανό, άλλα γιατί εκεί άφησε επίσης και το τελειότερο απ' τα έργα του, την πιο τέλεια εικόνα, επίσης, του εαυτού του.
Για να τον αντικρύσετε σ’ αυτήν την τελειότητα, θα πρέπει να εισχωρήσετε στο Πράντο, σ' ένα δωμάτιο, που σου δίνει την εντύπωση ενός κλουβιού· Άλλα  εκεί  είναι   ολόκληρος!


Στην αρχή ξεχωρίζει κανένας μόνο το καρναβάλι των κοστουμιών και των όντων. Κι' έχουν αιχμαλωτιστεί στην κίνηση τους. Καθηλωμένα στη στιγμή τους, που δεν θα σβήσει ποτέ πια, όπως τα συνέλαβε το μάτι του ζωγράφου. Γοητευτικά, σαν να τα κρατούσε ακόμα κάτω από το βλέμμα του.
Ωστόσο αυτός ο περίεργος άνθρωπος βρίσκεται ·εκεί μαζί τους πάνω, στον  πίνακα. Μέσα στην κατάμαυρη μεσαιωνική στολή του έχει κι' αυτός καθηλωθεί στη στιγμή του. Φαίνεται κι' αυτός όμοια σαγηνεμένος από αυτό το αντίκρισμα ενός βασιλικού ζεύγους, πού μπορεί ακριβώς να γεμίσει με το δικέφαλο φάσμα του ένα κάτοπτρο στο βάθος, ενώ στο πρώτο πλάνο προβαίνει επιδεικτικά ο φυσιολογικός ξεπεσμός του, στο παιδικό πρόσωπο μίας Ινφάντης, πολύ πελιδνής και πολύ ξανθιάς,
Στην πραγματικότητα, όμως, ο Βελάθκεθ κοιτάζει εσάς και μάλιστα, πίσω από εσάς, τον ίδιον τον εαυτό του.
Για να καταφέρουμε όμως αυτό το διπλό πισωδρόμισμα, πρέπει να μπορούμε να αυτοεξαφανιζόμαστε. Για τούτο, για τον ίδιον τον Βελάθκεθ, έκτος από τις συνηθισμένες ημερομηνίες της ζωής του, πραγματικά δεν γνωρίζομε τίποτε, και το μόνο που απομένει είναι αυτό το βλέμμα πού περικλείνει όλο το έργο του, Το θαυμαστό στην περίπτωσή του είναι πώς γεννήθηκε μ’ αυτό το δώρημα στα μάτια και μόλις ελάχιστα του χρειάστηκε να το οξύνει.
Αν πάντα ήταν «φλεγματικός», όπως τον έκρινε ο βασιλιάς και κύριος του, ο Φίλιππος Δ', είναι γιατί δεν υπήρχε κανένας λόγος να βιάζεται, μια πού από την αρχή ήξερε που πήγαινε.
Στη Σεβίλλη, στο δρόμο Γκοργκόχα, μέσα στο αστικό περιβάλλον της οικογένειας του Χουαν Ροντρίγκεθ ντά Σίλβα, πορτογαλικής καταγωγής και της Ανταλουσιανής Χερόνιμα Βελάθκεθ, εκείνος πού ξέρει καλύτερα τι θέλει είναι ο μικρός Διέγο, Ο πατέρας του σκέφτεται να τον κάνη φιλόλογο και φιλόσοφο. Είναι αλήθεια πώς του Διέγο αρέσουν τα λατινικά, άλλα προτιμάει το σχέδιο. Παιδί ακόμα ζωγραφίζει με κάρβουνο στους τοίχους προφίλ, που  τα   αντικρίζει  στο  δρόμο.

Παρατηρητής των ηθών και των ψυχών ο Βελάθκεθ δεν ήταν ένας μυστικιστής. Η αγιογραφία του γενικά είναι ακαδημαϊκή. Η αξιοθαύμαστη αυτή μορφή του Χριστού είναι ένα από τα. σπάνια θρησκευτικά έργα που άφησε.
 
Και ο μικρός είναι τυχερός, ούτε ο Χουάν, ούτε η Χερόνιμα του εναντιώνονται. Μια πού του αρέσει, ας αφιερωθεί στο σχέδιο, Και σε ηλικία δώδεκα χρονών προχωρεί με το «φλεγματικό» του βήμα ανάμεσα στους πολυθόρυβους λαϊκούς δρόμους και ανάμεσα στο φώς, στα χρώματα και στις σκιές. Η άγρυπνη φλόγα των μαύρων ματιών του, οδηγεί κάθε μέρα τον Διέγο προς το πεπρωμένο του και μαζί στο ατελιέ του δεύτερου δασκάλου του» του Πατσέκο. Γιατί έχει και έναν πρώτο δάσκαλο: τον Χερρέρα, Μα ήταν καταστροφή. Όχι γιατί ήταν κακός ζωγράφος, Αντίθετα. Έσπερνε όμως τον τρόμο·  έδερνε τους μαθητές του, όπως και τη γυναίκα του, την κόρη του, τους δυό γιούς του. Για αυτό και ύστερα από δέκα μήνες εγκαταλείπει αυτήν την κόλαση.
Ο Πατσέκο αναγνωρίζει πολύ γρήγορα πώς αυτός ο μαθητής του δεν είναι όπως οι άλλοι. Κι' αυτή η προτίμηση του εκδηλώνεται με το να του δώσει, εφτά χρόνια αργότερα, την κόρη του Χουάνα για γυναίκα.
Και εδώ βρίσκεται το πρώτο μυστικό του Βελάθκεθ, Λέγανε πως πριν να πάρει τη Χουάνα για γυναίκα του, σε ηλικία 19 ετών, η Χουάνα ήταν δεκαεφτά, του άρεσε να κάθεται μαζί της και να κουβεντιάζει, το βράδυ, στον κήπο, Και αυτό είναι το μόνο πού ξέρουμε. Για την Χουάνα δεν γνωρίζομε τίποτε, εκτός από ένα πορτραίτο της. Εκείνη τον αγαπάει σ’ όλη της τη ζωή. Εκείνος όμως δεν ανταποδίδει αγάπη με την ίδιαν ένταση· έχει όμως μια δικαιολογία. Ο βασιλιάς του καταβροχθίζει το χρόνο του. Γιατί, όμως o Διέγο, τον αφήνει να τον καταβροχθίζει; Αυτό είναι τα δεύτερο μυστικό του. Στο προκείμενο, όμως, η ανθρώπινη εμπειρία επιτρέπει τις πια πιθανές υποθέσεις.
Μπορούμε να σκεφθούμε πώς δεν είχε το δικαίωμα της  εκλογής και πως αυτό θέλησε ο ίδιος. Γιατί σαν έγινε άντρας και θέλησε ν’ «ανέβει» στη Μαδρίτη ο πεθερός του με τις σχέσεις του τον βοήθησε,
Και μια μέρα το πετυχαίνει. Μέσα στις στοές του Αλκάθαρ, το βήμα του αντηχεί, ενώ μπροστά του προπορεύονται οι υπασπιστές. Η μια ύστερα από την άλλη οι μεγάλες πόρτες ανοίγουν και τον αφήνουν να πέρασει, ως την αίθουσα όπου, ξαφνικά σκύβει το κεφάλι και λυγίζει το γόνατο, ενώ πάνωθέ του μια μόλις διαφαινομένη μορφή προβάλλει, Ένα μακρύ προγναθικό πρόσωπο με χλωμή απόχρωση, κι’ είναι τόσο πρησμένο, πού δεν υπάρχει θέση για χαμόγελο. .
 Ο Φίλιππος 4ος είχε μετακαλέσει τον διάσημο ζωγράφο στο παλάτι του  Αλκάθαρ στη Μαδρίτη. Ο Βελάθκεθ φιλοτέχνησε περισσότερα, από τριάντα πορτραίτα του βασιλιά. Ένα απ΄ αυτά τον παριστάνει σε ηλικία 55 ετών. 



Πάνω στο κεφάλι του, με τις μακριές σχεδόν μαύρες μπούκλες, πέφτουν μερικές άχρωμες λέξεις. Ευδόκησε λέει να δει το πορτραίτο του αιδεσιμότατου Φονσέκα και το εκτίμησε. Τώρα ευδοκεί να ποζάρει και για το δικό του πορτραίτο. Μπορεί για μια φορά κάτι να πέρασε στα μαύρα μάτια του Ανδαλουσιανού. Τι νάναι όμως; Η λάμψη του θριάμβου; Ή απλώς της περιέργειας; της ειρωνείας; του οίκτου;
Οπωσδήποτε υπάρχει κάτι από όλα αυτά στο βλέμμα πού κρατάει κάτω από το φώς του τον μονάρχη, στα τριάντα τόσα πορτραίτα πού έκαμε ο Διέγο εκείνου, πού από την πρώτη ημέρα του  Αλκάθαρ, αποφάσισε πως ο Βελάθκεθ θ’ άνηκε μόνον σ’ αυτόν. Η Μεγαλειότητα του ήταν μόνον δέκα οχτώ χρονών ο άλλος εικοσιτεσσάρων. Κι' ανάμεσα τους, εκείνος ο παράξενος δεσμός, που έκλεινε σίγουρα την φιλία  από τον πρώτο, δίχως να μπορούμε να διαβεβαιώσουμε ότι ήτανε κάτι παραπάνω από μια στοργική δουλεία  για τον δεύτερο· εκείνος πάντως ο παράξενος δεσμός κράτησε τριάντα πέντε χρόνια.
Ίσως η σωστή απάντηση σ’ αυτό το αίνιγμα να βρίσκεται σ' εκείνο το φλέγμα που ανακάλυψε ο βασιλιάς και που κατόρθωσε να κυριάρχηση και στην βασιλική φιλία, ώστε να μπορεί ο Διέγο, κάθε τόσο, να ξεμακραίνει από κοντά του, έτσι από καπρίτσιο, είτε γιατί είναι καλό, για να μη σβήνει και ξεθωριάζει η φιλία, να την δυναμώνει με την απουσία.
Δύο φορές έφτασε ως την Ιταλία, ενώ στο μεταξύ ο μαινόμενος βασιλικός φίλος, βομβάρδιζε με γράμματα τους πρεσβευτές του κάτω από τους  ολάνθιστους ουρανούς της Ρώμης και της Φλωρεντίας, διατάζοντας τους να του ξαναφέρουν πίσω τον φυγάδα, κόβοντας του στην ανάγκη την επιχορήγηση
Και ξαναγύρισε, ξαναγύρισε  σιγά-σιγά, για δεύτερη φορά: Ύστερα από τρία χρόνια αντί για δυό, Και ποτέ η φιλία δεν άνοιξε τόσο διάπλατα την αγκαλιά της. Ίσως να είχε φοβηθεί μήπως δελεαστεί από τον Γάλλο βασιλικό εξάδελφο, πού ήταν άπληστος φιλότεχνος, εδώ και αρκετό καιρόν.
Μπορεί όμως και να γελιότανε και οπωσδήποτε ο φίλος του θα ξαναγύριζε γιατί, ακόμα και στο βάθος ενός βλέμματος πού είναι ακέραιο και καθαρό, δεν μπορούμε να εμποδίσουμε την ζωή να συντηρείται με ένα προζύμι λαιμαργίας! Η αυτοκρατορία αρχίζει να συγκλονίζεται από τα προδρομικά αστραποβροντήματα της πτώσης. Και τότε είναι σαν να βγαίνει από παντού μια ολόκληρη νοσηρή και ύποπτη σειρά μεταπρατών. Ολόκληρη Η Αυλή έρπει από τους διαδρόμους προς το ατελιέ του ευνοουμένου ζωγράφου, στην άλλη άκρη του  Αλκάθαρ στην πιο κατάψυχρη στοά πού ακριβώς την ονομάζουν «Στοά του βοριά». Φαίνεται ωσάν η μεγάλη αυτοκρατορική Ισπανία, πριν να παραδώσει την ψυχή της, εννοεί να ποζάρει την παρακμή της για το οικογενειακά της άλμπουμ. Και αυτός ο άνθρωπος με την μαύρη βελούδινη στολή του τους περιμένει, ανάλογα με τις καθαρισμένες ημερομηνίες μέσα στον φόρτο των απασχολήσεων του: τον φρουρό, τον αξιωματικό της Αυλής, τον θαλαμηπόλο και όλο το προσωπικό της Αυτού Μεγαλειότητας.


Η υπογραφή του Βελάθκεθ. Κάθε πίνακας πού την φέρει αξίζει σήμερα μια περιουσία.

Και έρχονται, Τις περισσότερες φορές τον ενοχλούν στις πολύτιμες ώρες της εργασίας του. Αλλά έχει συνηθίζει από καιρό για τούτο. Θα περάσει όλη τη ζωή του μ’ αυτόν τον τρόπο. Κα! ίσως από τούτο να προέρχεται το «Φλέγμα». Και απ' αυτό, ασφαλώς, προέρχεται το βλέμμα, πού είναι η σωτηρία του και ή εκδίκηση του, μαζί με τη σιωπή,
Έρχονται. Άλλοτε είναι ο ίδιος ο βασιλιάς, με τη θλιβερή όψη του, πού ολοένα μακραίνει όσο ξεπέφτει η αυτοκρατορία και η ράτσα του. Σέρνει μαζί του την πλήξη ή κάποιο κακό σονέτο πού έχει γράφει και το απαγγέλλει με την παράτονη διαπεραστική φωνή του. Όταν δεν είναι αυτός, είναι ο γυιός του Μπαλτάζαρ  (μα ολοένα κι’ αυτός φθίνει, για τούτο ας μην ξαναμιλήσουμε) ή οι μικρές ινφάντες. Αυτές τις είδαμε κιόλας. Άλλα μέσα στο παγερό και γκρίζο φώς του ατελιέ κι' αυτές είναι σαν να ξεπέφτουν περισσότερο: γίνονται πιο ξανθές και πιο άσπρες  χλωρωτικές, Και καμιά φορά είναι σαν να θηλάζουν  ένα δαντελένιο μαντηλάκι, ενώ τα χλωμά μάτια τους μοιάζουν να προσηλώνονται στο προαίσθημα του πεπρωμένου — το θάνατο η το γάμο — πού πάντα, αλλοίμονο, είναι πρώιμος!
Ή ακόμα είναι οι νάνοι που ξεπροβάλλουν, απαίσιοι, μοχθηροί, παθιασμένοι και υπάνθρωποι, η φλύαροι και ηλίθιοι — κι' ωστόσο είναι εκείνοι, φαίνεται, πού προτιμάει το βλέμμα του, εξ αίτιας του άτυχου κουφαριού τους, του τόσο κενού από πνεύμα, αλλά τόσο βαρύ από αναρίθμητες κτηνώδεις ανθρώπινες οδύνες, που κατρακυλούν στους ώμους τους, καθώς στέκονται στριμωγμένοι σε μια γωνιά του ατελιέ.
Είναι ωστόσο δυνατό τα μαύρα μάτια ν’ αναπηδούν κάποτε μπροστά σε μερικά από αυτά τα όντα. Μήπως στα μητρώα το όνομα Διέγο ντα Σίλβα Βελάθκεθ δεν φιγουράρει στην ίδια σειρά, παρ' όλην την βασιλική εύνοια, μ’ αυτά τα ανθρώπινα απορρίμματα; Και μήπως εξ αίτιας μιας απαιτήσεως για χιλιάδες δουκάτα, που χρόνια τώρα δεν του τα πληρώνουν, ένας από τους γραμματικούς του βασιλικού Ταμείου δεν δίστασε να ζητήσει εγγράφως από τον ηγεμόνα : «μήπως, αν, πληρώνοντας τον, δεν θα μπορούσαν ν’ απαλλαγούν απ' αυτόν τον άνθρωπο»;  Και ένας άλλος δεν πρότεινε να λιγοστέψουν την επιχορήγηση για τις στολές του, για ν’ αυξήσουν το μισθό στις καθαρίστριες των αποχωρητηρίων!
Αν ο βασιλιάς τον αγαπάει τόσο που λέγει, τί περιμένει λοιπόν για να τον ανασύρει από αυτήν την ανθρώπινη ατίμωση και να τον ανυψώσει; Αλλά ο βασιλιάς τον εγκαταλείπει ανάμεσα στους burros (γαϊδούρια) του στάβλου του. Κι’ οι γάιδαροι δεν φειδωλεύονται καθόλου τις κλοτσιές τους.
Ή κι' ακόμα είναι ο ίδιος ο βασιλιάς πού τον φορτώνει με καινούργια καθήκοντα, σαν ένδειξη φιλίας. Στο νησί των Φασιανών, στην Μπιντασσόα, ψηλά κοντά στα σύνορα, θα πάει να υποδεχτεί, όπως άλλωστε είναι το σωστό,   το  νεαρό 6ααιληά  της  Γαλλίας τον Λουδοβίκο ΙΔ', πού αποφασίστηκε «να του δώσουν το χέρι μιας Ινφάντας, Κι’ ο Δον Φίλιππος δεν βλέπει ποιος, καλύτερα από τον παλιό του φίλο, τον ντον Διέγο, μπορεί ν’ αναλάβει αυτή τη σκηνοθεσία… Ο δον Διέγο, όμως. γέρασε; Ο δρόμος είναι μακρύς και τραχύς; Ας είναι... Για χάρη ιών εξήντα ενός χρόνων του, θά έχει   εξαιρετικά το δικαίωμα για ένα φορείο.
Και ξεκίνησαν το Φεβρουάριο για να φτάσουν τον Ιούνιο. Ήταν μια όμορφη πομπή: η ούρα βρισκόταν ακόμα στο Αλκάθαρ, όταν η αρχή της πομπής βρίσκεται κιόλας έξω από τη Μαδρίτη. Και σαράντα οχτώ ώρες προπορευόταν ο Διέγο, λικνιζόμενος μέσα στο φορείο του.
Όταν ξαναγύρισε στη Μαδρίτη, τον Ιούλιο, η οικογένεια του τον δέχτηκε με ξεχωριστή χαρά, γιατί είχε διαδοθεί η φήμη πως είχε πεθάνει εκεί ψηλά που είχε πάει.

Πραγματικά στη διάρκεια του ταξιδιού αυτού είχε αρρωστήσει· Αλλά είχε συνέλθει. Λίγες ήμερες όμως αργότερα ένας κακοήθης πυρετός τον έριξε για τα καλά στο κρεβάτι. Τώρα πια δεν θα ξανασηκωνόταν, παρ’ όλους τους γιατρούς, τους χειρουργούς του φίλου του, του δον Φιλίππου,
Ίσως πριν να βυθισθεί στο κώμα, να ζήτησε από την Χουάνα ν’ απλώσει μπροστά του, σε μια πολυθρόνα, το μεγάλο μανδύα του Ιππότη του Σαντιάγο, στολισμένο  με τον Ερυθρό Σταυρό του Τάγματος, Αν πραγματικά αυτό έγινε και τα μάτια του χαμογέλασαν στον μανδύα, τότε θα πρέπει να το παραδεχτούμε: και τόσο το χειρότερο: η κηλίδα υπάρχει. Μπορεί να είναι κάτι ασήμαντο για εκείνην την καθαρότητα του βλέμματος, άλλα δεν παύει να σημαίνει πώς ο καλλιτέχνης υπόμεινε, ταπεινώθηκε, παρακάλεσε, δεκαοχτώ ολόκληρους μήνες, για να τον δεχτούν στο Τάγμα. Αν όμως αυτό είναι αληθινό, τότε ή κηλίδα γίνεται μεγαλύτερη. Πάντως προσωπικά δεν το πιστεύουμε. Η ευγένεια του δεν μπορούσε να  απορρέει από τίτλους.
Προτιμώ να διατηρώ γι’ αυτόν άθικτη την αληθινή του ευγένεια. Και από αυτήν την ευγένεια δεν υπάρχει αρκετή στον κόσμο μας. Προτιμώ τα άλλα σημάδια,  τα σημάδια της αξίας του.
Όταν, υστέρα από τον θάνατο του, μαυροντυμένοι άνθρωποι μπήκανε στο σπίτι του για να κάμουν την απογραφή των υπαρχόντων του, ο Φίλιππος Δ’ δεν έκαμε τίποτε. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Ήτανε ο βασιλιάς.
Εκείνο πού ξεχωρίζω είναι πως ανάμεσα στα πρώτα που αναφέρονται στην απογραφή, «κουρτίνες από πράσινο ταφτά, 13 ζευγάρια κλινοσκεπάσματα, 6 μαξιλάρια, 28 μαντήλια, 12 πετσέτες τουαλέτας, ένα γραφείο  ένα ξύλινο μανεκέν κλπ», υπάρχουν και δέκα καθρέφτες.
Για μένα τούτο είναι το καλύτερο εχέγγυο για την αγνότητα του Βελάθκεθ: οι καθρέφτες που αντανακλούσαν την ψυχή του στο άπειρο. Και το στοιχείο αυτό είναι εκείνο που τον έκανε τον «ζωγράφο των ζωγράφων», όπως έλεγε ο Μανέ, «πιο μεγάλο από μένα», όπως έλεγε ο μέγας Ρούμπενς.  Κι’ αν μπόρεσε να ζωγραφίζει στον δέκατο έβδομο αιώνα σαν να είχε ζήσει στον δέκατο ένατο και στον εικοστό, είναι γιατί το βλέμμα του, που αγκάλιαζε τον χώρο, υπερνικώντας τον χρόνο, είναι αιώνιο σαν το χαμόγελο του φωτός,
GEORGES   BELMONT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου