Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Τάσος Παλαντζίδης : Έχουμε προδοθεί... Το παιγνίδι είναι για τα καλά στημένο




Τάσος Παλαντζίδης : Έχουμε προδοθεί... Το παιγνίδι είναι για τα καλά στημένο
Οι πολιτικοί υπογράφουν ό,τι τους πει η Ευρώπη - Τους φτωχούς τους έχουν κατασπαράξει - Ζούμε σήμερα την εποχή της παράνοιας και της αλληγορίας. Σήμερα δεν χρειάζεται να γράψουμε θέατρο του παραλόγου, αλλά θέατρο για τον κοινό νου…
της ΜΑΡΙΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ
Δεν είναι τυχαίο που ο Τάσος Παλαντζίδης έχει κερδίσει τις καρδιές των Ελλήνων. Με το που φτάνουμε στο σπίτι του στην Παλλήνη, πατάει πάνω σε καναπέδες για να ξεκρεμάσει δύο φωτογραφίες που μας έκαναν εντύπωση.
Η μια είναι από τον γάμο του, με τον Λάκη και τον Κώστα Λαζόπουλο κουμπάρους. Ένας γάμος που είχε για παρανυφάκια «Σκαραβαίους», μικρά ναυτάκια με μουστάκια, έτσι όπως αγάπησαν δηλαδή οι τηλεθεατές τον ηθοποιό από τον ρόλο του «σκαραβαίου» στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους». Η δεύτερη φωτογραφία ήταν με τον βραβευμένο σκηνοθέτη Τζον Μάντεν, ο οποίος τον έπεισε να βρεθεί στην Κεφαλονιά και να παίξει στο «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» δίπλα στον Νίκολας Κέιτζ, ενώ δεν ήξερε λέξη στ’ αγγλικά. «Δεν μπορώ να κάθομαι σε ένα μέρος. Από μικρός έτρεχα. Λαχειοπώλης, κουλουρτζής, τσοπάνος, καπνεργάτης. Έτσι τη σέβεσαι τη ζωή. Και την ευχαριστώ που με έκανε ηθοποιό, γιατί συνεχώς μαθαίνω νέα πράγματα. Σκέψου να ήμουν πίσω από ένα ταμείο...», λέει με πάθος στο «ΠΑΡΟΝ» και μας κάνει να σκεφτούμε ότι δεν έχει και άδικο.
Από τη συζήτηση διαπιστώνεις ότι ο ηθοποιός του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος δεν έψαχνε ποτέ τη δημοσιότητα. Ύστερα από είκοσι χρόνια ενεργής θεατρικής δράσης στη Θεσσαλονίκη, ήρθε και τον βρήκε η φήμη μετά την επιμονή και την υπομονή του Λάκη Λαζόπουλου, που πίστευε στο αστείρευτο κωμικό του ταλέντο. Περιοδεύει φέτος με τον Δημήτρη Πιάτα με την κωμική παράσταση «Η Ασπίς και το Συμπόσιο», βλέπει -με βάση τη μεγάλη αγάπη που εισπράττει από τον κόσμο- κάτι πολύ σημαντικό: «Με τα θέατρα οικοδομείς μια άλλη κοινωνία, αυτήν της ευγένειας. Με τα σκυλάδικα διατηρείς τη βλακεία, την άγνοια, το άγχος της χλιδής, που μας έχει χρεωθεί και ουσιαστικά δεν μας ανήκε. Ευτυχώς που με την κρίση ξεφύγαμε από τον λουλουδοπόλεμο και ψάχνουμε για άλλες αξίες. Για μένα οι νέοι μας είναι οι σημερινοί ήρωες. Παίρνουν ελάχιστη πνευματική τροφή και πληροφόρηση, ωστόσο έχουν αντιστάσεις και καταλαβαίνουν ότι το παιχνίδι είναι για τα καλά στημένο. Πλέον οι πολιτικοί μας υπογράφουν όλες τις ντιρεκτίβες της Ευρώπης».
// «Η Ασπίς και το Συμπόσιο» έχει ενθουσιάσει το κοινό αυτό το καλοκαίρι, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Πόσο επίκαιρο είναι το έργο;
Πρόκειται για μια αρχαία κωμωδία ύφους, ήθους και σαρκασμού του Ελληνισμού και των Ελλήνων, που αν και γνωρίζουν το καλό, πράττουν το ανάποδο. Η παράσταση ερμηνεύει τα σημερινά δεινά ως σύνδρομο των αρχαίων παθών μας. Είναι ένα έργο αντιπολεμικό.
// Δικαίωμα έχουμε και στον πολιτισμό αλλά και στην αξιοπρέπεια. Πώς μπορούμε να βγάλουμε μια καθημερινότητα με αλλεπάλληλους φόρους, τους οποίους δεν μπορούμε να πληρώσουμε, ενώ ένα νέο Μνημόνιο μας απειλεί με την εφαρμογή του;
Ο ιμπεριαλισμός δεν έχει σύνορα. Πιστεύετε ότι επεκτατικές βλέψεις έχει μόνο η Γερμανία; Κοιτάξτε τι γίνεται γύρω μας, στη Ρωσία, στην Τουρκία, στη Μέση Ανατολή. Απλώς στην Ελλάδα ζούμε έναν άλλου είδους πολέμου, τον οικονομικό. Ποιος μεγαλοκαρχαρίας θα φάει ποιον. Τους φτωχούς τους έχουν κατασπαράξει. Και οι περισσότεροι πλέον είμαστε φτωχοί.
Για να αντιδράσουμε πρέπει να γίνει κάτι μαζικά.
Αλλά δεν υπάρχει κάποιος πολιτικός να εμπνεύσει τον λαό, καθώς όλοι είναι ύποπτοι και μέτριοι. Δεν μπορείς να πιστέψεις κανέναν. Εγώ έχω πάψει να ψηφίζω από το 1990. Δεν με νοιάζει πλέον αν η ψήφος μου πάει στο πρώτο κόμμα.
Άλλωστε σε όποιο κόμμα και αν πάει, τι διαφορά θα έχει; Οι πολιτικοί αποφασίζουν και ο λαός πληρώνει. Έχουμε προδοθεί. Όλα είναι στημένα. Τι Δεξιά, τι Αριστερά... Όλοι δεν υπόγραψαν τα Μνημόνια; Ποιος θα μας πει πλέον ότι δεν έχει ευθύνη;
// Πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα στον κλάδο σας; Το έχετε μετανιώσει που γίνατε ηθοποιός;
Με τίποτα. Δόξα τω Θεώ. Σκεφτείτε να ήμουν πίσω από ένα ταμείο και ένα γραφείο και κάθε μέρα να έκανα τα ίδια και τα ίδια. Με κάθε ρόλο μου μαθαίνω καινούρια πράγματα και εντρυφώ πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η δουλειά μου με κάνει να σκέφτομαι.  
Και το ελεύθερο θέατρο όμως μου έχει δώσει μεγάλες χαρές γιατί έπαιξα με τον Κώστα Βουτσά, τον Σωτήρη Μουστάκα, τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Αυτή η γενιά των ηθοποιών ήταν διαφορετική. Δεν έκαναν καπέλα της μηχανής, έκαναν χειροποίητα. Κεντούσαν πάνω στην τέχνη τους. Δούλευαν έτσι και στο θέατρο και στο σινεμά.
Το χειροποίητο δεν εξαφανίζεται σήμερα μόνο από τις δουλειές μας αλλά και από τις ψυχές μας. Αυτό είναι το κακό. Οι ηθοποιοί αυτοί έβγαζαν την γκριμάτσα από την ψυχή τους. Εγώ για να παίξω έναν ρόλο δανείζομαι χαρακτήρες που γνώρισα από τη γειτονιά μου. Αυτή είναι η πρώτη μου ύλη, το καλούπι μου. Όταν θέλω να ξεσηκώσω έναν ρόλο, γυρνάω τα καφενεία της Θεσσαλονίκης.
// Ποιο είναι το πιο ιερό πράγμα στη ζωή;
Η δημιουργία. Δουλεύω από μικρό παιδί. Μέχρι και τα 15 μου έκανα αρκετές δουλειές. Από τσοπάνος μέχρι και εργάτης στη συλλογή των καπνών. Μεγάλη επιτυχία είχα ως κουλουρτζής. Η εξέλιξή μου ήταν να βρεθώ με δικό μου κασελάκι να πουλάω πασατέμπο και γρανίτα στα σινεμά. Στα πανηγύρια πουλούσα και αναψυκτικά. Μετέπειτα έγινα λαχειοπώλης. Αφού τελείωσα το τριτάξιο γυμνάσιο, έδωσα εξετάσεις στη Δραματική Σχολή. Ήμουν 16 χρόνων, δεν είχα τελειώσει το λύκειο. Αλλά τότε σε έπαιρναν στη Δραματική Σχολή αν είχες το χάρισμα, σαν σπάνιο ταλέντο.
Στο Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης είχα την ευκαιρία να πηγαίνω στα μαθήματα το βράδυ και το πρωί να δουλεύω σε ένα εμπορικό κατάστημα. Δούλευα μέχρι που τελείωσα τη Δραματική Σχολή.
Ο πατέρας μου, άνθρωπος του μόχθου με καταγωγή από τον Πόντο, πίστευε ότι θα άνοιγα τελικά το δικό μου μαγαζί και θα μου περνούσε η τρέλα του θεάτρου. Τελικά έδωσα και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας και με πήραν. Με το κύρος του ΚΘΒΕ, οι γονείς μου μού έδωσαν την ευχή τους.
// Πώς δημιουργήθηκε ο ρόλος του «Σκαραβαίου»;
Ο Λάκης ήθελε στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» έναν τύπο μούτσου, έναν ναύτη που να τα ξέρει όλα. Μου τον περιέγραψε. Κλείστηκα με τη μακιγιέζ και την ενδυματολόγο στο καμαρίνι, βρήκα την περούκα, τα φρύδια, το καπέλο και τον έστησα στο μυαλό μου.
Επειδή είμαι τελειομανής, ήθελα να πέσω μέσα στη σκέψη του Λάκη. Τον ρωτάω, όταν τον βρήκα και ως στυλ μέσα μου: «Αυτός είναι;». Και μου απαντά: «Ναι, ρε Τάσο».
Από την συνέντευξή του στο ΠΑΡΟΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου