Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ : ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ




ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Η μικρή Άννα είναι τώρα δυο χρονώ. Πιστεύει πώς είναι πια σοφή, αφού ένα σωρό πράματα του κόσμου τούτου έμαθε να τα αισθάνεται. Έμαθε για τα σύννεφα πού ταξιδεύουν στον ουρανό. Ξέρει πώς αν είναι μαύρα πρέπει να φυλαχτεί, γιατί θα φέρουν βροχή. Αν είναι άσπρα, ξέρει να τους χαμογελά, γιατί τα βλέπει σαν φιλικά πλάσματα πού πορεύονται ψηλά και παίζουν, όπως παίζουν τα φύλλα των δέντρων. Πολλές φορές αναρωτήθηκε· μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει και τα σύννεφα τα τύλιγε η νύχτα:
— Τί γίνονται τη νύχτα τα σύννεφα;
Μα ή μητέρα της τη βεβαίωσε πώς να είναι ήσυχη, γιατί τη νύχτα τα σύννεφα παίζουν με τ’ άστρα. Δεν είναι έρημα.
Έπειτα η Άννα έμαθε για τα πουλιά, για τη λίμνη του πάρκου και για τα χρυσόψαρα πού ζουν μες στη λίμνη. Μονάχα για ένα πράμα δεν είχε μάθει ακόμα τίποτα σίγουρο: για τη θάλασσα. Πολλές φορές άκουε τη μαγική λέξη να 'ρχεται στο στόμα των μεγάλων. «Η θάλασσα!» «Η θάλασσα!» Μα εκείνη δεν "καταλάβαινε τίποτα και ολοένα ρωτούσε να μάθη:
— Τι είναι θάλασσα;
Πώς να πουν οι μεγάλοι στη μικρή  Άννα, πώς να της δώσουν να καταλάβει τί είναι θάλασσα; Αν ήταν ειρηνικοί χρόνοι θα την παίρνανε και θα την πήγαιναν στη θάλασσα, να δει το Σαρωνικό, τα κύματα. Μα τώρα οι χρόνοι είναι φοβεροί. Είναι πόλεμος. Η συμφορά δέρνει τη γη μας. Οι Γερμανοί ρημάζουν, καίνε και σκοτώνουν. Κάτω απ’ τον γαλάζιο ουρανό μας το πένθος   σκεπάζει  τα  πρόσωπα.
— Τί είναι θάλασσα;
Της είπαν, τότε, ο πατέρας της και η μητέρα της, πώς είναι πολύ νερό, μια μεγάλη λίμνη. Όταν τα σύννεφα στέλνουν τον άνεμο κάτω  στη γη,  σηκώνονται   κύματα.
— Τί είναι κύματα;
Το τί είναι θάλασσα και κύματα η Άννα το  έμαθε   καλύτερα  απ'   το  μικρό φίλο πού της έστειλε η τύχη. Της τον έστειλε σαν πέρσι τα Χριστούγεννα, τη νύχτα της παραμονής. Η μητέρα της είχε προσπαθήσει να εξηγήσει στην Άννα πώς σαν εκείνο το βράδυ γεννήθηκε ο Χριστός. Ο Χριστός ήταν ένα μικρό ξανθό παιδάκι πού ποτέ δεν έγινε μεγάλος σαν τους άλλους ανθρώπους. Έμεινε παιδί. Έπαιζε κι’ αγαπούσε τ’ άλλα παιδιά του κόσμου και, σαν ήρθε ο καιρός να πάει στη θάλασσα, οι ψαράδες πού ζούσαν εκεί πήγαν μαζί του. Έτσι πέρασαν πολλά χρόνια —το ξανθό παιδάκι και οι ψαράδες — να γυρίζουν από θάλασσα σε θάλασσα. Τραγουδούσαν ένα παράξενο τραγούδι, και όλα τα ψάρια πού ζούσαν στη λάσπη του βυθού, όλα τα θολά πλάσματα του βυθού, βγαίνανε απ' τα θαλάμια τους κι ανέβαιναν ψηλά στον αφρό, εκεί πού ο ήλιος λάμπει. Βλέπαν τον ήλιο, βλέπαν το ξανθό παιδί με τους ψαράδες, ακούανε το τραγούδι του και το ακολουθούσαν, ακολουθούσαν τη βάρκα τους πού τους πήγαινε μακριά από το βυθό. Έτσι, πολλά ψάρια μάθανε την ομορφιά του αφρού και πια δε θέλησαν να ξαναγυρίσουν πίσω στη λάσπη.
— Και τί έγινε αυτό το ξανθό παιδάκι; ρωτούσε  η  Άννα.
— Θα 'ρθη απόψε να σου πη γι’ αυτό, να σου πη ένα τραγούδι του, ένα άλλο παιδάκι. Περίμενε, Άννα της είπε η μητέρα της την παραμονή τα Χριστούγεννα.
Η Άννα φορεί γαλάζια κορδέλα στα μαλλιά της και τα γαλάζια μάτια της λάμπουν πιο ζωηρά. Γύρεψε να της βάλουν ένα άσπρο φόρεμα πού πολύ το αγαπούσε. Κ' έτσι, έτοιμη πια, κάθισε και περίμενε. Έξω η νύχτα είναι σκοτεινή, κανένα φως δε λάμπει. Λίγοι μονάχα βιαστικοί διαβάτες περνούν και φεύγουν. Η Άννα κάθεται και περιμένει. Όταν, μες στη νύχτα, χτυπά ελαφρά η πόρτα. Είναι ένα αγόρι ίσαμε έξι χρονώ, ξυπόλητο, με σγουρά μαύρα μαλλιά. Κρέμονται τα κουρέλια πάνω του, όμως τίποτα από την αθλιότητα αύτη δε φτάνει να σβήσει την αγγελική του μορφιά. Αρχίζει να λέει τα κάλαντα. Η σιγανή φωνή ανεβαίνει, γεμίζει το χώρο του δωματίου, μόνη, έρημη. Στο στόμα του ο ύμνος των παιδιών για το Χριστό γίνεται ένας παράξενος μελαγχολικός σκοπός, πού λέει ακατάληπτα λόγια για μια μακρινή χώρα, τη λένε Βηθλεέμ, λέει για άγνωστους κόσμους, για φάτνη των άλογων, για ουρανούς πού αγάλλονται, για σπήλαια και για μάγους. Το αγοράκι έχει στυλωμένα τα πικρά μάτια του ψηλά σ’ ένα μέρος του τοίχου, κι έτσι τα λόγια του ύμνου βγαίνουν απ' το στόμα του σαν ξένα πλάσματα, σαν ξένοι ήχοι πού γυρεύουν μες στην ερημιά καταφύγιο να ζεσταθούν. Τα χέρια του χτυπούν μηχανικά το φτωχικό του όργανο, το τρίγωνο του, και οι μεταλλικοί ήχοι δεν κάνουν άλλο παρά να προσθέτουν την αδιάφορη φωνή τους στην παγωμένη ησυχία του χώρου.
Η Άννα βλέπει και ακούει με ολάνοιχτα τα ξαφνιασμένα μάτια της. Είναι πάντα φοβερά περίεργη για ό,τι βλέπει και ακούει, αδιάκοπα ρωτά. Όμως τώρα σωπαίνει και μόνο κοιτάζει. Μες στα γαλάζια μάτια της προσπαθεί να δέση το δράμα της θάλασσας πού δεν ήξερε, το παραμύθι για το ξανθό παιδάκι — το Χριστό — πού δεν ήξερε. Προσπαθεί να τα συνδέσει με   το   κουρελιασμένο   αγοράκι   πού   χτυπά το τρίγωνο του και λέει τα ακατάληπτα λόγια του ύμνου της Βηθλεέμ. Ώσπου όλα μπερδεύονται, και το αγόρι πού έχει μπροστά της γίνεται ένα με το ξανθό παιδάκι του παραμυθιού, εκείνο πού πορεύτηκε με τους ψαράδες στη θάλασσα κι έκαμε τα θολά ψάρια του βυθού ν' ανεβούν στον αφρό του κύματος.
Ο ύμνος τελείωσε. Μα η Άννα δε θέλει ν' αφήσει τον άγνωστο φίλο απ’ τα μάτια της. Πάει κοντά του, τον χαϊδεύει, χαϊδεύει τα ρούχα του. Κι έπειτα. επειδή είναι η ώρα πού τρώει, τον τράβα αλαφρά απ' το χέρι;
—Έλα να φάμε μαζί.
Κάθισαν. Η Άννα μοιράστηκε με το ξένο αγόρι το λιτό φαγητό της. Στο μεταξύ άνοιξε το στόμα της, του είπε για την κούκλα, για τον ανεμόμυλο και για το καραβάκι πού  είχε, του είπε πολλά για τον εαυτό της.
Η μητέρα της Άννας ρώτησε το αγόρι;
— Που μένεις; Έμενε ‘κει κοντά. Με τη μητέρα του.
— Κι,  ο πατέρας  σου; Δεν  είχε πατέρα.  Ήταν. λέει, ψαράς, και τον πήρε η θάλασσα μαζί της.
Η Άννα ακούει αυτά, για ψαρά και για θάλασσα, και είναι πια βέβαιη πώς σωστά μάντεψε. Έτσι το ξένο αγόρι μπήκε στη ζωή της Άννας ενωμένο με την άλλη ζωή του ξανθού παιδιού της Βηθλεέμ, μπήκε στη ζωή της με τη μαγεία του παραμυθιού  και  του  θαύματος.
Έγιναν από τότε πολύ φίλοι. Τρώγανε πολλές φορές μαζί και παίζανε μαζί. Απ’ αυτό το ξένο αγόρι των ψαράδων, πού γεννήθηκε πλάι στη θάλασσα κι έζησε στη θάλασσα, η Άννα έμαθε τί είναι θάλασσα. Έμαθε γι’ αυτό το πολύ νερό πού όλο σαλεύει ·και πού μέσα του ζούνε χιλιάδες χιλιάδες ψάρια και φύκια. Πάς στην ακρογιαλιά και σκύβεις πάνω στη θάλασσα. Κι ενώ στην αρχή δεν βλέπεις τίποτα, άξαφνα αρχίζεις να ξεχωρίζεις πως  όλα κουνιούνται κει μέσα. Βλέπεις ένα μικρό λιθαράκι ασάλευτο. Λες: «Αυτό όμως είναι ασάλευτο, είναι λιθαράκι!»  Κι άξαφνα αρχίζει κι αυτό να σαλεύει γιατί δεν είναι λιθάρι, είναι ένα κοχύλι πού έχει πόδια και μάτια. Έτσι γίνεται στη θάλασσα, όλα έχουν μάτια, όμως δε μοιάζουν με τα μάτια των ανθρώπων.
Έτσι η Άννα μαγεύτηκε απ’ το νέο φίλο της, πού τόσο ήξερε την ιστορία του νερού. Και ο καιρός περνούσε όταν, πριν ακόμα βγει ο χειμώνας, ο φίλος της απότομα χάθηκε. Όπως μαθεύτηκε αργότερα, τον πήρε η μητέρα του και πήγανε στη θάλασσα, εκεί κατά τον Πειραιά, γιατί ο χειμώνας ήταν δύσκολος, ένας φοβερός χειμώνας της σκλαβιάς, κι εκεί ίσως μπορούσαν να ζήσουν καλύτερα,
Η Άννα τότε έκλαψε πολύ. Όμως έπειτα ήρθαν οι ανοιξιάτικες μέρες, τα ξερά κλαδιά των δέντρων βγάλανε πράσινα φύλλα και λουλούδια με πολλά χρώματα, η γη πρασίνισε. Και η Άννα ξέχασε το φίλο της της θάλασσας.
Μια  από  κείνες  τις  ανοιξιάτικες  μέρες η τύχη το έφερε και ο πατέρας της  Άννας συναπαντήθηκε στο δρόμο με τη μητέρα του αγοριού.
— Τί γίνεται το παιδί σου; τη ρώτησε. Θα 'πρεπε να μας το φέρεις καμιά μέρα, να παίξει μέ την Άννα.
Η γυναίκα πιάνει τα χέρια του άντρα κι αρχίζει να κλαίει. —Πέθανε, του λέει.
— Πέθανε; Για όνομα του θεού! Μα πότε κιόλας!  λέει ασυλλόγιστα ο άντρας.
Κι όμως έτσι έγινε, του αποκρίνεται η γυναίκα. Ήταν οι φοβερές χειμωνιάτικες μέρες, το πήρε  η  πείνα.
Η Άννα δεν έμαθε τίποτα απ' όλα αυτά. Αφού μάλιστα τον είχε ξεχάσει και ποτέ δεν τον αναθυμόταν το φίλο της.  Οι μεγάλοι — ο πατέρας και η μητέρα της Άννας — πότε - πάτε το κουβεντιάζανε αναμεταξύ τους με λύπη. Μα έπειτα, σαν πέρασε ο καιρός, κι εκείνοι το ξέχασαν.
Όμως να πάλι πού ήρθαν κρύες μέρες. Η Άννα αισθάνεται το νέο μήνυμα του καιρού να σέρνεται στα χέρια και στα πόδια της και να τα παγώνει. Απ’ αυτό καταλαβαίνει πώς πάλι ήρθε ο χειμώνας. Τότε όλες οι μνήμες της, ό,τι ήταν συνδεμένο με το χειμώνα, ξυπνά μέσα της. Έτσι, ξαφνικά, μια μέρα λέει:
— Θέλω το αγοράκι με τη θάλασσα!
Η μητέρα και ο πατέρας της Άννας δεν καταλαβαίνουν στην αρχή και τη ρωτούν με απορία:
— Ποιο αγοράκι λες πώς θέλεις;
— Το αγοράκι με τη θάλασσα... "Ώσπου  οι  μεγάλοι   καταλαβαίνουν   και χλωμιάζουν.
— Το πήρε η θάλασσα μακριά, της λέει ο πατέρας της. Μην το γυρεύεις, Άννα.
— Και δε θα ‘ρθη πια; Δε θα 'ρθη;.... ρωτά επίμονα η Άννα. και είναι τόση ικεσία μες στα μάτια της πού ο πατέρας της δεν μπορεί να το βαστάξει και να της το αρνηθεί.
— Θα 'ρθη, Άννα. Μην κλαις. Ίσως έρθει  καμιά φορά....
Περάσανε μέρες. Η Άννα απ' τις κουβέντες των μεγάλων καταλαβαίνει πώς ήρθαν πάλι φέτος τα Χριστούγεννα. Το βράδυ της παραμονής ζητά να της βάλουν πάλι άσπρο φόρεμα και γαλάζια κορδέλα στα μαλλιά της. Κι έτσι έτοιμη, κάθεται και περιμένει. Δεν παίζει με τον ανεμόμυλο, δεν παίζει με το καράβι της. Κάθεται ανυπόμονη και κοιτάζει την πόρτα, και στα φωτεινά μάτια της τρέμει η ταραχή της στιγμής.
Μα απόψε ο μικρός φίλος της δε θα 'ρθη. Μπορεί να έρθουν άλλα παιδιά, μπορεί κι αυτά με τα τρίγωνα τους να πούνε πάλι τον ύμνο προς το ξανθό παιδάκι της Βηθλεέμ. Αλλά αυτό πού περιμένει η Άννα δε θα 'ρθη. Ποτέ πια. Κι απόψε η Άννα θα κλάψει πολύ, γιατί είναι παιδί και ξέρει να ζει όσο πρέπει ασυλλόγιστα κάθε χαρά της, κάθε λύπη της. Γι’ αυτό απόψε θα κλάψει όσο πρέπει το μικρό της φίλο πού ταξίδεψε στο καιρό της πείνας, χωρίς να μαντεύει πώς τον πενθεί, πώς το ταξίδι του είναι μακρινό, πέρα από τά κύματα.
Ηλίας Βενέζης
Από την «Ώρα Πολέμου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου