Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

Νίκου Αμμανίτη : Χριστουγεννιάτικο...




ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα στον χρόνο
Χριστουγεννιάτικο...
Tου Νίκου Αμμανίτη
Καλή σας ημέρα και χρόνια πολλά…
…Και έτσι που λέτε το λοιπόν, να τα και πάλι τα Χριστούγεννα. Γνήσιοι Ευρωπαίοι πια εμείς, προσαρμοστήκαμε στα πρότυπα του Pere Noel, στολίσαμε και φωταγωγήσαμε από τον Νοέμβριο πόλεις, σπίτια, εκκλησίες, μαγαζιά, και ως προνοητικοί πολίτες της ζώνης του ευρώ σπεύσαμε εγκαίρως να κλείσουμε τραπέζι «εν φάτνη των αλόγων», μπας και δεν βρούμε θέση να «ρεβεγιονάρουμε», ως το έθιμο επιτάσσει, και γίνουμε ρεζίλι των σκυλιών.
Εφέτος -ντρέπομαι που το λέω- θα μείνουμε εδώ και δεν θα πάμε για σκι, όπως απαιτούν οι ημέρες. Πέρυσι, βλέπεις, κάναμε Χριστούγεννα στα Τρία - Πέντε Πηγάδια, στο χιονοδρομικό έξω απ’ τη Νάουσα…
Χιόνι να δουν τα μάτια σου και πολύ αριστοκρατία. Εκεί, κάνοντας σλάλομ, ο συμπέθερος ξέφυγε, κουτρουβαλιάστηκε και έσπασε το ποδάρι του και τώρα ο κακόμοιρος κάνει φυσιοθεραπεία. Έτσι θα μείνουμε κατ’ ανάγκην σαν ψωριάρηδες στην Αθήνα. Θα φάμε στο συμπεθεριό.
Αν είναι κλειστό το φαστφουντάδικο ή αν την έχει κοπανήσει ο ντελιβεράς, θα μαγειρέψει η νύφη τους κάποιο απ’ εκείνα τα θεσπέσια μενού που διαβάζει στις «μαγειρικές» που δίνουν «προσφορά» οι κυριακάτικες εφημερίδες. Είναι πολύ καλή νοικοκυρά και φτιάχνει σπέσιαλ γκουρμέ Ταϊλανδέζικα, να τρως και να γλύφεις τα δάχτυλα σου. Δεν βαριέσαι πάντως. Μια μέρα είναι. Θα περάσει.
Προσωπικά ο συμπέθερος μου έχει σπάσει τα νεύρα. Βαστιέται από το «ΠΙ», τριγυρνάει σπίτι τους σαν τον βρικόλακα, μουρμουράει την γκαντεμιά που τον δέρνει και βλαστημά.
Πολύ βλάσφημος, αδερφέ μου. Δεν σου λέω, σαν άνθρωπος θα ρίξει και πέντε καντήλια, που λέει ο λόγος. Αλλά παν μέτρον άριστον, που λένε και οι αρχαίοι. Τώρα έχει τραβήγματα και να δούμε πώς θα ξεμπλέξει. Δεν ξέρω αν τα μάθατε;
Προ ημερών έβρισε και παραλίγο να ‘ρθει στα χέρια μ’ έναν αράπη μετανάστη, που τον είδε να κάθεται με μια σακούλα ηλιόσπορους και να τους σιγοτρώει σαν πασατέμπους, φτου και φτου, κάνοντας κάτω χαλί τα φτυμένα τσόφλια. Τον είδε ο συμπέθερος και φούντωσε. «Να πας στην πατρίδα σου να κάνεις τις βρωμιές σου», τον επιτίμησε. Ο μαύρος χαμογέλασε ειρωνικά. Ήρεμα αποκρίθηκε: «Ντικό μου πατρίντα εντώ. Ντικό σου πού;».
Πήγε να του ορμήσει ο συμπέθερος, τράβηξε ο μαύρος μαχαίρι, τα έκανε επάνω του ο δικός μου και καθώς εκείνη την ώρα περνούσε τυχαία ένας αστυνομικός, είδε τον καβγά, κοντοστάθηκε και μπαγλάρωσε τον συμπέθερο επειδή ήταν -λέει- ρατσιστής και φερόταν απρεπώς, ως μη όφειλε, στον μετανάστη.
Είναι γεγονός πως αρχίσαμε σιγά σιγά να εκπολιτιζόμαστε. Να πάψουμε να είμαστε «μπασκλασαρίες».
Τα περασμένα μας είναι ένα όνειδος που μας ακολουθεί. Θυμάμαι πως τα Χριστούγεννα ερχόταν οι παππούδες από το χωριό να κάνουν γιορτές μαζί μας. Πάντα έφερναν ένα καλοθρεμμένο γουρούνι για το γιορτινό τραπέζι. Όσο περίσσευε το βάζαμε με μπόλικο λίπος σ’ έναν γκαζοτενεκέ και το τρώγαμε με αβγά τηγανητά ως το καλοκαίρι. Εμένα μου έφερνε μποναμά μια πλάκα σοκολάτα ΙΡΙΣ και καμιά δεκαριά μολυβένια στρατιωτάκια.
Η μάνα μου έφτιαχνε βουνό τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες και τις δίπλες και τα τοποθετούσε στον μπουφέ μαζί με το γυάλινο το βάζο με το γκι, που ήταν δώρο του κουμπάρου από τον γάμο της. Τα περισσότερα γλυκά τα μοίραζε σε μοναχικούς συγγενείς, να γλυκάνουν το δοντάκι τους, και σε όσους είχαν πένθος στη γειτονιά, να πάει η θλίψη τους κάτω.
Θυμάμαι τι γραφικό ήταν που πηγαίνανε στην εκκλησιά τα χαράματα για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία, καθώς η Γέννηση γιορταζόταν στις 4 τη νύχτα. Έτρεμε από το κρύο ο παπάς και τραύλιζε το «αμήν», αλλά ούτε κιχ από τα εορταστικά τροπάρια δεν του ξέφευγε.
Ήταν ασύλληπτα ωραίο να βλέπεις μέσα στα μαύρα σκοτάδια τα φαναράκια που κρατούσαν οι πιστοί για να μην γκρεμοτσακιστούνε πηγαίνοντας στην εκκλησιά και το φως τους να διαχέεται μέσα στην πάχνη της παγωνιάς. Θυμάμαι την καυτή σοκολάτα που τους περίμενε για πρωινό επιστρέφοντας σπίτι. Θυμάμαι τις ετοιμασίες για το μεσημεριανό τραπέζωμα.
Το άναμμα της εμαγιέ σόμπας, της τεράστιας εκείνης «Σαλαμάνδρας», που παστώναμε με ανθρακίτη και σκόρπαγε μια γλυκιά θαλπωρή. Κι ύστερα ερχόντουσαν με χαρές και γέλια οι συγγενείς. Πανευτυχείς κάθονταν στο τραπέζι, όπου τα «σόγια» ενωμένα εύχονταν μεταξύ τους «Χρόνια πολλά. Και του χρόνου πάλιν όλοι μαζί…», ενώ ένα δάκρυ νότιζε τα μάτια του παππού και της γιαγιάς, μαζί με το «άραγε;» και το «μακάρι», που προκαλούσαν στιγμιαία μελαγχολία στην ομήγυρη.
Ήταν η αποθέωση της ευτυχίας εκείνες οι ώρες, που η ανθρωπιά και η αγάπη βασίλευαν στις καρδιές των ανθρώπων, σε φτωχικά και πλούσια σπιτικά…
ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου