Μια
ωραία πεταλούδα
Γράφει
ο Θεοφάνης Γραικιώτης
Η δικιά μου πεταλούδα ήταν,
άστα να πάνε. Δηλαδή τι άστα να πάνε. Απροσάρμοστη τελείως. Για το λόγο αυτό η δασκάλα
της γυμναστικής στην πρώτη δημοτικού στο Μεσολόγγι με κοίταζε με λοξό μάτι. Διότι
ενώ με τις παιδικές φωνούλες μας, μπόμπιρες γαρ έξη ετών, τραγουδούσαμε μια ωραία
πεταλούδα με ολόλευκα φτερά και ανοίγαμε τα χεράκια μας για να δείξουμε την ωραιότητα
της πεταλούδας· εγώ ο καλός σου αντί να φέρνω
τα χέρια στην έκταση, τα πήγαινα στην ανάταση. Έτσι για να κερδίζει ύψος η πεταλούδα
και να χάνει την υπομονή της η δασκάλα μου.
Συνέχιζα λοιπόν στο ίδιο τροπάριο
και ας με κοίταζε η δασκάλα. Ήμουν σίγουρος ότι την είχα εντυπωσιάσει. Ξέρεις
τι είναι να είσαι μπροστά από ένα σωρό παιδικές πεταλουδίτσες - έτσι έβλεπα τον
εαυτό μου - να κινούνται ομοιόμορφα και να υπάρχει μια πεταλουδίτσα, δηλαδή εγώ.
που να κάνει ότι της κατέβει. Σκέτη παραφωνία.
Ανάταση έπρεπε να κάνουμε,
επίκυψη έκανα εγώ. Διάσταση έκαναν οι μπόμπιρες,
στροφή της κεφαλής δεξιά έκανα εγώ. Η δασκάλα εξακολουθούσε να με κοιτάζει. Δεν
χώρα καμιά αμφιβολία ότι την είχα εντυπωσιάσει. Μόνο έμενα κοίταζε και όσο με κοίταζε
τόσο οι κινήσεις της πεταλούδας μου ήταν απροσάρμοστες. Μέχρι που έγινε το κακό.
Μπήκε στις γραμμές μας με βούτηξε απ το αυτί -μέχρι τότε πίστευα ότι τα αυτιά
τα έχουμε για να ακούμε- και με εξωπέταξε μια που χαλούσα την αρμονία του συνόλου.
Τώρα όμως χαλούσα τον κόσμο
με το κλάμα μου και τον σπαραγμό μου. Έκλαιγα ζωηρά με πολλά αναφιλητά. Ήμουν
μια πεταλουδίτσα στραπατσαρισμένη, στη γωνιά του προαυλίου, να σκουπίζει τα δάκρυα
της με τα χέρια και τους αγκώνες. Είχα κατεβάσει και το κεφάλι μου για να μην αντικρίζω
τα επιτιμητικά βλέμματα των συμμαθητών μου. Τέτοια ταπείνωση. Κανένας δεν έδειχνε
τον παραμικρό οίκτο, την παραμικρή συμπόνια.
Και τότε έγινε κάτι που ούτε
η δασκάλα μπορούσε να φανταστεί. Ένας άλλος μπόμπιρας δεν άντεξε να με βλέπει
σε αυτή την κατάσταση. Παράτησε τη γυμναστική και προς μεγάλη έκπληξη της δασκάλας
εγκατέλειψε τη γραμμή του.
- Που πας εσύ; τον ρώτησε έκπληκτη
η δασκάλα. Εσένα δεν σ’ έβγαλα από τη γραμμή. Ο μικρός όμως μπόμπιρας προχωρούσε
αποφασιστικά με σταθερό βήμα το δρόμο
του και μάλιστα με ένα ύφος που δεν σήκωνε την παραμικρή αντίρρηση στην απόφασή του. Όχι μόνο δεν της απάντησε
αλλά ούτε καν την κοίταξε.
Με πλησίασε, μ’ αγκάλιασε
και με στοργικό ύφος μου είπε. Πάμε σπίτι. Πάμε στη μαμά. Ήταν ο δίδυμος αδελφός
μου.
Ποιος είπε πως οι πεταλούδες
δεν έχουν ψυχή;;;;; Και ψυχή έχουν και θάρρος έχουν, έστω κι αν είναι έξη χρονών.........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου