Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Ο Σημίτης άνοιξε τον δρόμο προς τη χρεοκοπία και τα Μνημόνια


Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι για την... κληρονομιά που άφησε
Ο Σημίτης άνοιξε τον δρόμο προς τη χρεοκοπία και τα Μνημόνια
Καταχρέωσε τη χώρα στην οκταετία που κυβέρνησε - 194,2 δισ. ευρώ για χρεολύσια και τόκους πλήρωσε η κυβέρνηση Καραμανλή για δάνεια που είχαν συναφθεί από τις κυβερνήσεις Σημίτη
Μια θολή ατμόσφαιρα έχουν... φιλοτεχνήσει εκείνοι που έχουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για την τραγωδία που ζει επτά χρόνια τώρα η χώρα, με τα λουκέτα να πολλαπλασιάζονται και τα νοικοκυριά να έχουν καταρρεύσει.
Η αλήθεια, όμως, όσο κι αν προσπαθήσεις να τη διαστρεβλώσεις, κάποια στιγμή θα αποκαλυφθεί. Και τότε ο κάθε κατεργάρης θα πάει στο σκαμνί του κατηγορουμένου. Ο συλλογικός τόμος «The Greek Political Economy 2000-2015» έφερε στο φως ατράνταχτα στοιχεία για τις τεράστιες ευθύνες της οκταετούς διακυβέρνησης της χώρας με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη. Στοιχεία τα οποία ειπώθηκαν κατά την παρουσίαση του τόμου, που έγινε την περασμένη Δευτέρα, στην αίθουσα του ΕΒΕΑ, από τους επιμελητές της έκδοσης Παντελή Σκλιά, καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, και Σπύρο Ρουκανά, επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που καταγράφοντα στο βιβλίο-τόμο, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν χαμηλό κατά την περίοδο 1975 – 1980, αλλά κατά τη δεκαετία του 1980 και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 αυξήθηκε ταχύτατα, υπερβαίνοντας το 60% (κριτήριο της Συνθήκης του Μάαστριχτ) στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 και το 100% από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Στη συνέχεια, και μέχρι το 2008, κυμαινόταν περί το 100% – 110% του ΑΕΠ. Ιδιαίτερα για την περίοδο 2004 – 2008 διαπιστώνει κανείς ότι το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του χρέους οφειλόταν στην ανάγκη αναχρηματοδότησης δανείων που είχαν συναφθεί παλαιότερα, καθώς και σε εξοπλιστικά προγράμματα που επίσης είχαν συμβασιοποιηθεί σε προηγούμενες κυβερνητικές περιόδους. Τα στοιχεία και τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι η δημόσια δαπάνη για τόκους κατά την τριετία 2001 – 2003 ήταν 26,8 δισ. ευρώ, για την τετραετία 2005 – 2008 ήταν 41,4 δισ. ευρώ και για το έτος 2010 ήταν 13,2 δισ. ευρώ.
Τα στοιχεία αυτά και τα ευρήματα αποδεικνύουν τη ραγδαία αύξηση της δημόσιας δαπάνης για την εξυπηρέτηση του χρέους επί δανείων τα οποία είχαν συναφθεί σε προηγούμενες του 2004 περιόδους (κυβέρνηση Σημίτη). Ειδικότερα, για τις δύο υποπεριόδους διακυβέρνησης πριν από την ένταξη στον Μηχανισμό Στήριξης τα μεγέθη έχουν ως εξής:
• Η συνολική δαπάνη κατά την περίοδο 2004 – 2009 (Ν∆ – Κ. Καραμανλής) για την εξυπηρέτηση των δανείων που είχαν συναφθεί από προηγούμενες κυβερνήσεις ήταν 194,21 δισ. ευρώ (χρεολύσια 132,9 δισ. ευρώ, τόκοι 61,31 δισ. ευρώ), ενώ κατά την ίσης χρονικής διάρκειας εξαετία 1998 – 2003 (ΠΑΣΟΚ – Κ. Σημίτης) ήταν 139,5 δισ. ευρώ (χρεολύσια 84,7 δισ. ευρώ, τόκοι 54,8 δισ. ευρώ). Αυτό σημαίνει ότι για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους το οποίο είχε συσσωρευτεί η κυβέρνηση Καραμανλή της περιόδου 2004 – 2009 πλήρωσε 54,7 δισ. ευρώ περισσότερα σε σχέση µε την κυβέρνηση Σημίτη της περιόδου 1998 – 2003. Η ετήσια δημόσια δαπάνη την περίοδο 2004 – 2009 για τοκοχρεολύσια δανείων τα οποία είχαν συναφθεί σε προηγούμενες περιόδους ανήλθε κατά µέσο όρο σε 31,4 δισ. ευρώ ετησίως έναντι 21,3 δισ. ευρώ κατά την προηγούμενη περίοδο.
Να σημειωθεί, επίσης, ότι τη χρονική περίοδο 2004 – 2009 δαπανήθηκαν σχεδόν 11 δισ. ευρώ για εξοπλιστικά προγράμματα επί δεσμεύσεων οι οποίες είχαν ήδη αναληφθεί, 6,5 δισ. ευρώ µε ειδικές εκδόσεις ομολόγων για την εξυπηρέτηση των χρεών των ασφαλιστικών ταμείων και 2,6 δισ. ευρώ για την εξόφληση υποχρεώσεων νοσοκομείων οι οποίες είχαν αναληφθεί σε προηγούμενα έτη.
Από τα ευρήματα αναδεικνύεται ότι κατά την περίοδο 2007 – 2009 το δημόσιο έλλειμμα στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε ποσοστιαία κατά 131,1%, την ίδια στιγμή που η μέση τιμή ποσοστιαίων αυξήσεων στις χώρες της Ευρωζώνης ανήλθε σε 826,7% και σε αυτές της ΕΕ σε 650,7%. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 20,8%, δηλαδή όσο περίπου και η μέση τιμή των ποσοστιαίων αυξήσεων στις χώρες της Ευρωζώνης (20,5%), αλλά λιγότερο από το αντίστοιχο στις χώρες της ΕΕ (26,5%).
Τέλος, τονίσθηκε από τους ομιλητές ότι η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ ήταν μια πολιτική απόφαση, για την οποία τα οικονομικά κριτήρια είχαν ελάχιστη ή καθόλου σημασία. Η επιτευχθείσα σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας ήταν ονομαστική και πραγματοποιήθηκε επί ζημία της πραγματικής οικονομίας. Οι διαρθρωτικές αλλαγές δεν πραγματοποιήθηκαν, παρά τις περιοδικά επαναλαμβανόμενες εξαγγελίες περί εφαρμογής τους.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου