Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

Γιώργος Παρτσαλάκης : Δεν θα μας σώσουν αυτοί που μας σάπισαν...





Γιώργος Παρτσαλάκης : Δεν θα μας σώσουν αυτοί που μας σάπισαν...

Ο Γιώργος Παρτσαλάκης εξομολογείται... Νοσταλγώ την αθωότητα!

της ΜΑΡΙΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ

Ο ηθοποιός Γιώργος Παρτσαλάκης επιστρέφει στη μικρή οθόνη ύστερα από δέκα χρόνια απουσίας. Ο κρητικός καλλιτέχνης, ο οποίος από μικρός ποτέ δεν φοβήθηκε τη δουλειά -έχει εργαστεί ως χασάπης, ως ηλεκτρολόγος, ως μαραγκός, ως φούρναρης-, με αφορμή τα νέα του καλλιτεχνικά σχέδια, αναπολεί τη ζωή του και μιλά για το ζοφερό μέλλον της χώρας μας.
Η απώλεια της μητέρας του στα δέκα του χρόνια ήταν η αιτία που τον έκανε να αναζητεί τη χαρά αλλά και να θέλει να την προσφέρει. Για αυτό και έγινε ηθοποιός. Ο Θεός έστειλε στον δρόμο του τον Αλέξη Μινωτή και έτσι εργάστηκε στο Εθνικό Θέατρο ανεβάζοντας 48 παραστάσεις, που τον οδήγησαν μέχρι και την Επίδαυρο.
Η μεγάλη επιτυχία ήρθε στην τηλεόραση με τη σειρά «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή», αλλά αυτή η δημοφιλία ήρθε στη ζωή του στα 45 του χρόνια και γι’ αυτό ποτέ δεν «ψωνίστηκε». Συνέχισε να δουλεύει πιο σκληρά στο ελεύθερο θέατρο και τα λεφτά του τα επένδυσε σε ένα κρητικό εστιατόριο στην Αθήνα, που έμελλε να είναι ένα από τα γερά «λούκια» που πέρασε στη ζωή του. Έχασε τα λεφτά που είχε βγάλει με κόπο, γιατί συνέπεσε η λειτουργία του εστιατορίου με την οικονομική κρίση.
Αποφάσισε, πέρσι, για έναν χρόνο, να φύγει από όλους και όλα να ανασυνταχθεί στις ρίζες του, στο πατρικό του σπίτι, και να επιστρέψει δριμύτερος φέτος στο Θέατρο «Ακάδημος», όπου σκόρπισε ξανά απλόχερα το γέλιο, ενώ από τον Οκτώβριο, ύστερα από δέκα χρόνια απουσίας από τη μικρή οθόνη, θα επιστρέψει, ως ψαράς, στη σειρά «Τατουάζ» στον ALPHA!


> Πώς βλέπετε τη χώρα μας την τελευταία δεκαετία;
Εγώ θα σας θυμίσω τη φράση του Θόδωρου Πάγκαλου, το «μαζί τα φάγαμε». Αυτή η έκφραση δεν μου αρέσει γιατί περιέχει κάτι κακό, τη φράση «τα φάγαμε». Αλλά πριν από το «φάγαμε» είχε προηγηθεί το «σαπίσαμε». Μαζί «σαπίσαμε», πολιτικοί και ψηφοφόροι. Και επειδή η λαϊκή σοφία λέει ότι το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι, θέλω να πω ότι η εξουσία βρωμούσε... Και βρώμισε έτσι και ο λαός. Σαπίσαμε λοιπόν μαζί και ο καθένας έφαγε το ποσοστό που του ανήκε. Υπάρχουν δεκάδες λογαριασμοί επιφανών Ελλήνων στο εξωτερικό με πολλά εκατομμύρια. Αυτά βλέπει ο υδραυλικός και δεν σου κόβει απόδειξη. Άρα αντιμετωπίζω την Ελληνική Βουλή σαν ένα τελάρο με ντομάτες, που κάποιες σάπισαν και σάπισαν και οι υπόλοιπες.
Σάπισε ένα έθνος, ένας λαός, η φυλή μας γιατί η συμπεριφορά των κυβερνώντων δεν έδωσε το σωστό παράδειγμα. Έβαλαν το χέρι στο βάζο με το μέλι. Το φοβερό είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι που μας σάπισαν επιμένουν ότι είναι εκείνοι που θα μας σώσουν.
Εάν λοιπόν αυτή η χώρα πάψει να πιστεύει σε σωτήρες μπορεί και να σωθεί. Δεν θέλουμε, λοιπόν, άλλους σωτήρες.
> Τι σας απογοητεύει από την πολιτική ζωή του τόπου;
Διαβάζω εφημερίδες και βλέπω δελτία ειδήσεων και νιώθω, πλέον, ότι υπάρχει μια χυδαιότητα στην πολιτική ζωή του τόπου. Στις εκπομπές δεν υπάρχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός, υπάρχει ο Πάκης, ο Αλέξης, ο Κυριάκος. Αλλά εκείνοι έδωσαν το έναυσμα. Συγκρούονται μεταξύ τους στη Βουλή με έναν τρόπο άθλιο και ελεεινό, για τον οποίο πρέπει να ντρέπονται. Βρίσκονται μέσα σε έναν ιερό χώρο που προασπίζεται τη Δημοκρατία. Αλήθεια, δεν σέβονται; Οι πολιτικοί πρέπει να είναι άξιοι και να υπηρετούν τον πολίτη. Ένα χρηματιστήριο μάζεψε όλες τις οικονομίες των Ελλήνων και μετά έσκασε σαν φούσκα. Ποιος ευθύνεται για αυτό; Τα εξοπλιστικά προγράμματα για την άμυνα της χώρας, που αποδείχθηκαν ζημιογόνα τελικά, ποιος τα πληρώνει; Ένας άνθρωπος στη φυλακή; Μιλάμε για το εθνικό συμφέρον της πατρίδας. Στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη τι έγινε; Πώς ξηλώθηκαν τα ασφαλιστικά ταμεία; Τα έφαγε ο λαός και αυτά τα χρήματα;
> Χρήματα βγάλατε από τη δουλειά σας;
Ναι. Πληρώθηκα πολύ καλά. Έβγαλα αρκετά χρήματα και ήθελα αυτό να το μοιραστώ δίνοντας δουλειά και σε άλλους. Έτσι μου ήρθε η ιδέα να ανοίξω ένα κρητικό μαγαζί στο Φάληρο. Επειδή από μικρός φούρνιζα ψωμί στον φούρνο μας, έφτιαχνα γαμοπίλαφα, έκανα μετέπειτα τραπέζια στο σπίτι μου με κρητικά εδέσματα, όταν κατεβαίναμε ως θίασοι στην Κρήτη ή με τα ΔΗΠΕΘΕ, είπα από μέσα μου ότι θα ανεβάσω την κρητική κουζίνα στα νότια προάστια. Το εστιατόριο ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Γιατί άλλο είναι το μεράκι και άλλο η επιχείρηση. Σε αυτήν την επένδυση έχασα όλα τα λεφτά μου, τους κόπους μου. Το αντικείμενο δεν το γνώριζα. Το άνοιξα το 2008, περπάτησε καλά μέχρι το 2009 και με τη λεηλασία της κρίσης ήρθε και η καταστροφή. Με αυτό το εστιατόριο διαλύθηκα, αφού είχα δανειστεί κιόλας.


Ένιωθα ότι έπρεπε το μαγαζί να πάει καλά, να περάσει και στους γιους μου. Δυστυχώς δεν τα κατάφερα και έπεσα έξω, όπως και πολύ άλλοι στον χώρο της εστίασης, αφού το τελευταίο που θα κοιτάξει κανείς μέσα στα Μνημόνια είναι η διασκέδαση.
> Βγήκε τουλάχιστον η σύνταξή σας;
Ναι, πήρα σύνταξη γιατί είχα 11.000 ημερομίσθια στο θέατρο, που σημαίνουν 80 θεατρικές παραστάσεις. Για να βγάλεις 80 θεατρικές παραστάσεις πρέπει να εργάζεσαι σαράντα χρόνια πάνω στη σκηνή, χειμώνα - καλοκαίρι. Σαράντα χρόνια έχω δουλέψει χωρίς να πάω διακοπές ένα καλοκαίρι. Η σύνταξή μου λοιπόν ξεκίνησε πριν από λίγα χρόνια με 2.100 ευρώ και αυτήν τη στιγμή είναι 1.075 ευρώ. Πιστεύετε μήπως ότι οι συντάξεις των Ελλήνων δεν θα υποστούν και άλλες περικοπές; Εγώ σας το υπογράφω, θα δούμε και πολύ χειρότερα.
> Τι νοσταλγείτε;
Την αθωότητα. Γεννήθηκα το ’51. Πέρασα φτωχικά παιδικά χρόνια. Όσο δεν πάει άλλο. Μετά τον εμφύλιο, σε μια χώρα διαλυμένη, σε ένα χωριό της Κρήτης, τι περιμένεις; Ο πατέρας μου, αν και είχε τελειώσει το γυμνάσιο και θα μπορούσε να γίνει δάσκαλος, δεν έφυγε από την Κρήτη αλλά έμεινε στο νησί ως γεωργός να καλλιεργεί τα χωράφια μας. Ήταν και κτηνοτρόφος και χασάπης. Δούλευα μαζί του από μικρός. Ήθελα να τον βοηθάω, ειδικά μετά τον θάνατο της μάνας μου, το 1961. Έμεινα ορφανός από μητέρα σε ηλικία δέκα ετών, δυστυχώς τη νίκησε η επάρατη νόσος. Είχε καρκίνο στο στήθος.
Ήταν τόση μεγάλη η αγάπη του πάτερα μου προς εκείνη που παρέμεινε χήρος και δεν παντρεύτηκε ξανά. Ο πατέρας μου έπαιξε δύο ρόλους, του μπαμπά και της μαμάς, και ήταν το στήριγμά μας. Για μένα, τον αδερφό μου και τις δύο αδερφές μου. Έφυγα από το σπίτι τελευταίος και τον άφησα μαζί με τη γιαγιά μου και τον παππού μου, οι οποίοι έζησαν μέχρι τα ογδόντα τους και ο πατέρας μου τους φρόντιζε.
Από «ΤΟ ΠΑΡΟΝ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου