Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ : Συνυπαίτιες οι τράπεζες στην υπερχρέωση συνταξιούχου





ΑΠΟΦΑΣΗ - ΣΤΑΘΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ

Συνυπαίτιες οι τράπεζες στην υπερχρέωση συνταξιούχου

Το φιλί της... ζωής έδωσε σε έναν 73χρονο το Ειρηνοδικείο Χανίων με την υπ' αριθμόν 264/2017 απόφασή του, «διαγράφοντας» το χρέος του, ύψους 56.150 ευρώ, απέναντι σε τρεις πιστώτριες τράπεζες, ορίζοντας παράλληλα μηδενικές μηνιαίες καταβολές.

Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτησή του για υπαγωγή στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, επιβεβαιώνοντας την αδυναμία του για εξόφληση του χρέους του, το οποίο προέρχεται κυρίως από τη χρήση πιστωτικών καρτών, «αδειάζοντας» τις τράπεζες για την επιθετική πολιτική που ακολούθησαν επί μακρόν, αλλά και απορρίπτοντας τις ενστάσεις τους ότι ο 73χρονος περιήλθε δόλια σε αδυναμία να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του.
Με μόνο όπλο τη σύνταξή του, ύψους 762 ευρώ, και ένα εισόδημα της συζύγου του από ενοίκιο, 292 ευρώ, ο 73χρονος, ο οποίος πάσχει από αναπηρία σε ποσοστό 67% στο δεξί του χέρι και με προβλήματα καρδιάς, δεν έχει στην κατοχή του τίποτε άλλο παρά ένα αναπηρικό αυτοκίνητο και μία βάρκα. Για το δικαστήριο, μόνο το γεγονός της ανάληψης ενός δανείου από πολίτη που μπορεί να γνωρίζει ότι θα δυσκολευτεί να το αποπληρώσει, δεν συνεπάγεται και δολιότητα από την πλευρά του.
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, οι τράπεζες με τις ενστάσεις τους δεν εξειδίκευσαν με ποιες ενέργειες απέκρυψε ο 73χρονος την οικονομική του κατάσταση και το σύνολο των δανειακών του υποχρεώσεων, προκειμένου να τύχει περαιτέρω δανεισμού, δεδομένου ότι τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν τον... τρόπο να το ερευνήσουν εάν θέλουν, τόσο μέσω των στοιχείων που προσκομίζει ο ίδιος ο δανειολήπτης όσο και μέσω του Τειρεσία.
Προχωρώντας μάλιστα ένα βήμα παραπάνω, το δικαστήριο βλέπει συνυπαιτιότητα και από την πλευρά των πιστωτικών ιδρυμάτων, «καθώς αυτά παρότι γνώριζαν την οικονομική του κατάσταση από τα στοιχεία που ο ίδιος έθεσε υπόψιν τους, και πάντως ήταν ευχερής σε αυτά ο έλεγχός τους, με τη συνδρομή της υπάρχουσας τεχνολογίας, όχι μόνο δεν τον απέτρεψαν, αλλά αντιθέτως υπό το κλίμα της πιστωτικής ευφορίας της εποχής, με ευκολία τού χορήγησαν τα παρακάτω δάνεια, στα πλαίσια της επιθετικής στρατηγικής πώλησης τραπεζικών προϊόντων, μέσω καταιγιστικών διαφημίσεων, που χαρακτήριζε τον σχετικό οικονομικό τομέα στη χώρα μας κατά την τελευταία δεκαετία και σχεδόν επέβαλλε στους καταναλωτές τη λήψη ιδίως καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών, προκαλώντας τους την πεποίθηση και αισιοδοξία ότι θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στην εξυπηρέτησή τους και έτσι τον ενέπλεξαν σε υπερβολικό δανεισμό και σε εξάρτησή του από αυτόν, συμβάλλοντας σε σημαντικό βαθμό στο οικονομικό του αδιέξοδο...».
Δυνατότητα απόρριψης
Στο πολυσέλιδο σκεπτικό του, το δικαστήριο αναφέρει ακόμη ότι οι πιστώτριες τράπεζες είχαν τη δυνατότητα -εν όψει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων- να απορρίψουν την πρόταση του αιτούντος χορήγηση δανείου, εφόσον διαπίστωναν έπειτα από έλεγχο των εισοδημάτων και των περιουσιακών του στοιχείων ότι ήταν μειωμένης πιστοληπτικής ικανότητας.
«Για τους ανωτέρω λόγους άλλωστε, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν στον λεγόμενο υπεύθυνο δανεισμό, που έχει πλέον θεσμοθετηθεί και νομοθετικά, και επομένως υποχρεούνται να εξετάζουν την πιστοληπτική ικανότητα των καταναλωτών...
Εάν δεν πράξουν αυτό, τότε όχι μόνο δεν δύνανται να αρνηθούν την υπαγωγή του οφειλέτη τους στην εφαρμογή του νόμου 3869/2010, όπως δηλαδή επιχειρούν στην προκειμένη περίπτωση, αλλά αντίθετα ο οφειλέτης απαλλάσσεται από το κόστος της χορηγηθείσης πίστωσης, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, και έχει την υποχρέωση να καταβάλει μόνο το ποσό του κεφαλαίου, σύμφωνα με τις δόσεις που προβλέπονται στη σύμβαση πίστωσης. Συνεπώς, σε τέτοιες περιπτώσεις και όταν πρόκειται για τραπεζικά ιδρύματα, αναγνωρίζεται πλέον ένα είδος συνευθύνης και συνυπαιτιότητας των δανειστών.
Με βάση τα παραπάνω, δολιότητα θα μπορούσε να υπάρξει μόνο εάν ο δανειολήπτης εξαπάτησε τους υπαλλήλους της τράπεζας προσκομίζοντας πλαστά στοιχεία ή αποκρύπτοντας υποχρεώσεις που για οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν καταχωρισθεί στις βάσεις δεδομένων που αξιοποιούν οι τράπεζες για την οικονομική συμπεριφορά των υποψήφιων πελατών τους, περιστατικά που όμως δεν συντρέχουν στην ανωτέρω περίπτωση».
Για το δικαστήριο, οι τράπεζες πρέπει να χορηγούν δάνεια με φειδώ και αφού έχουν ελέγξει τις δυνατότητες των δανειοληπτών -ακόμη και εάν αυτή η κίνηση στρέφεται σε βάρος των συμφερόντων τους- όπως άλλωστε προβλέπεται από την πρόσφατη νομοθεσία, «συμβάλλοντας έτσι στην παγίωση της ασφάλειας των συναλλαγών και στην προστασία των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών που προσφεύγουν στον συνεχή τραπεζικό δανεισμό για να αντιμετωπίσουν επείγουσες και ανεπίδεκτες αναβολής οικονομικές τους ανάγκες, χωρίς την απαραίτητη προς τούτο προηγούμενη και νηφάλια ώριμη σκέψη, ως προς τις μελλοντικές αρνητικές επιπτώσεις».
Με ίδιο αναλυτικό σκεπτικό, το δικαστήριο, κρούει το καμπανάκι του κινδύνου για την περιθωριοποίηση που βιώνει ένας μεγάλος αριθμός υπερχρεωμένων οφειλετών, αφού ως εκ της θέσεώς τους έχει εκμηδενιστεί η καταναλωτική τους δύναμη με σημαντικές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία μιας οικονομίας που πλέον στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στην κατανάλωση αγαθών.
Περιθωριοποίηση
«Εξάλλου» καταλήγει το δικαστήριο «τυχόν περιθωριοποίηση των υπερχρεωμένων ιδιωτών επιφέρει σημαντικές διαταραχές στον κοινωνικό βίο, με κίνδυνο τη δημιουργία φαινομένων αντικοινωνικής συμπεριφοράς, ανομία και εγκληματικότητα.
Επομένως, η μέριμνα για τη διευθέτηση του φαινομένου της υπερχρεώσεως επιτάσσεται τόσο για λόγους δημοσίου συμφέροντος όσο και από την υποχρέωση της αξίας του σεβασμού του οφειλέτη ως ανθρώπου.
Η τελευταία επιτάσσει τη χορήγηση στον υπερχρεωμένο οφειλέτη μίας δεύτερης ευκαιρίας, για την επάνοδό του στην οικονομική και κοινωνική ζωή».

ΣΟΦΙΑ ΦΑΣΟΥΛΑΚΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου