Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017

Όταν Τούρκοι στρατιώτες ζητούσαν άσυλο το 1981





Όταν Τούρκοι στρατιώτες ζητούσαν άσυλο

Διέσχιζαν τον Έβρο κολυμπώντας ή έφταναν με βάρκες στη Σύμη, στην Κω και στη Χίο για να διαφύγουν από το καθεστώς Εβρέν

Του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Οι «φυγάδες» του Ιουλίου 1981

Η περίπτωση των 8 Τούρκων στρατιωτικών που ζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα δεν είναι η μοναδική. Δημοσιεύματα της «Κ» τον Ιούλιο του 1981 καταγράφουν ιστορίες στρατιωτικών που κατέφυγαν στα Δωδεκάνησα και στον Εβρο για να ξεφύγουν από το καθεστώς Εβρέν. Δύο εξ αυτών, ο Σεϊχάν Γιανίκ και ο Ισμαήλ Αϊβάζ απελάθηκαν άμεσα στην Τουρκία, ενώ ο στρατιώτης Ορχάν Μουσταφά φαίνεται πως κατόρθωσε να παραμείνει στην Ελλάδα.
Το 1981, τη χρονιά που γεννήθηκε ένας από τους οκτώ Τούρκους στρατιωτικούς που ζητούν σήμερα πολιτικό άσυλο στην Ελλάδα ενώ κατηγορούνται από την πατρίδα τους ως πραξικοπηματίες, ο Ορχάν Μουσταφά του Σαμπρίς διέσχιζε κολυμπώντας τον Έβρο και παραδινόταν στις ελληνικές αρχές. Ήταν 24 ετών τότε, υπηρετούσε στον τουρκικό στρατό, αλλά υποστήριζε ότι κινδύνευε η ζωή του.
Δεν ήταν ο μόνος Τούρκος στρατιωτικός εκείνη την περίοδο που ζητούσε χορήγηση πολιτικού ασύλου στην Ελλάδα ισχυριζόμενος ότι διώκεται από το δικτατορικό καθεστώς του στρατηγού Κενάν Εβρέν. Έρευνα της «Κ» στα αρχεία ελληνικών εφημερίδων δείχνει ότι τουλάχιστον άλλοι τρείς στρατιωτικοί είχαν ακολουθήσει τότε τον ίδιο δρόμο. Εκείνα τα χρόνια στο κύμα φυγής συμμετείχαν φοιτητές, δάσκαλοι και αρτοποιοί. Υπήρχαν δημοσιεύματα για έγκυο Τουρκάλα που αποβιβάστηκε στην Κω, για στέλεχος φαρμακοβιομηχανίας που πέρασε τον Έβρο καμουφλαρισμένος με κλαδιά δέντρων και για πιο τολμηρούς που κολυμπούσαν έως τη Σύμη με μοναδικό εξοπλισμό βατραχοπέδιλα και λαστιχένιες σαμπρέλες.
Από τις αρχές του 1981 μέχρι και τον Ιούλιο του ίδιου έτους, σύμφωνα με δημοσίευμα της τουρκικής εφημερίδας «Χουριέτ» που αναπαρήγαγε ο ελληνικός Τύπος, 150 Τούρκοι πολίτες είχαν ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα. Ανάμεσα τους βρίσκονταν και λιγοστοί στρατιωτικοί. Οι ιστορίες τους μπορεί να μη σχετίζονται άμεσα με τη σημερινή υπόθεση των «8» -άλλη εποχή, διαφορετικές συνθήκες- ωστόσο δείχνουν πως η ελληνική κυβέρνηση και η κοινή γνώμη αντιδρούσαν σε ευαίσθητα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι απελάσεις
Το 1981 η πόρτα της Ελλάδας δεν υπήρξε για όλους ανοιχτή. Κάποιοι Τούρκοι απελαύνονταν με συνοπτικές διαδικασίες, όπως συνέβη και με δύο στρατιωτικούς.
Στις αρχές Ιουλίου οι ελληνικές αρχές παρέδωσαν στο τουρκικό πλοίο «Γκεμλίκ» τον ανθυποπλοίαρχο Ισμαήλ Αϊβάζ παρά το αίτημα του για άσυλο. Λίγες ημέρες αργότερα επεστράφη στην Τουρκία και ο λιποτάκτης Σεϊχάν Γιανίκ του Μουσταφά. Είχε καταφύγει στο Καστελλόριζο όπου αρχικά δήλωσε ότι ήταν Ιρανός. Έφερε μαζί του νοθευμένη γαλλική ταυτότητα με όνομα Πιερ Ετιέν του Σαλή, στην οποία είχε επικολλήσει τη φωτογραφία του. Αργότερα ομολόγησε ότι είχε πληρώσει 500 τουρκικές λίρες για να την αγοράσει. Ο Ορχάν Μουσταφά στάθηκε πιο τυχερός. Μέχρι τα τέλη Ιουλίου δεν είχε απελαθεί, ενώ είχε μεταφερθεί από την Κομοτηνή στην Αθήνα για να εξεταστεί το αίτημα του.
Οι απελάσεις των Τούρκων στρατιωτικών και άλλων συμπατριωτών τους πολιτικών φυγάδων το καλοκαίρι του '81 προκάλεσαν πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις στην Ελλάδα. Όπως αποδείχθηκε, οι απελάσεις πραγματοποιήθηκαν βάσει διαταγής που ίσχυε από τα χρόνια της δικτατορίας και προέβλεπε ότι δεν χορηγείται πολιτικό άσυλο σε Τούρκους εκτός κι αν είναι αρμενικής ή κουρδικής καταγωγής.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά χαρακτήρισε «απαράδεκτη την απόφαση» και ζήτησε να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι υπεύθυνοι. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών έστειλε τον νομικό Θεόδωρο Σταυρόπουλο στη Ρόδο, απ' όπου είχαν γίνει οι απελάσει, για να ερευνήσει το θέμα. Υπό αυτές τις εξελίξει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκη, υπουργός Εξωτερικών τότε επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Ράλλη, αποκάλεσε την υπόθεση «απλό ατύχημα». «Λυπάμαι για αυτό που συνέβη, έγινε με παντελή άγνοια της κυβερνήσεως από κατώτερα όργανα που ενήργησαν χωρίς οδηγίες και το χειρότερο σε εκτέλεση εγκυκλίου της δικτατορίας, της οποίας την ύπαρξη αγνοούσαμε τελείως», είχε δηλώσει στις εφημερίδες. «Η Ελλάς τηρεί πάντοτε στο ακέραιο τις υποχρεώσει της που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο».


Στη Χίο με μια βάρκα
Οι απελάσεις των Τούρκων στρατιωτικών και άλλων πολιτικών φυγάδων δεν πέρασαν απαρατήρητες στη γειτονική χώρα. «Μπράβο στους Έλληνες!» ήταν εκείνες τις ημέρες ο κεντρικός τίτλος της εφημερίδας «Γκιουναϊντίν». Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου όμως γίνονταν γνωστές και οι αντιδράσεις. «Όταν άκουσα ότι υπήρχε κόσμος που ήταν αντίθετος στις απελάσει, σκέφτηκα πως μπορούσα να περάσω στην Ελλάδα», λέει στην «Κ» ο Φαρούκ Τουντζάι. Εκείνη την περίοδο ζούσε στην Τουρκία με πλαστή ταυτότητα, μόλις είχε παρατήσει τη δουλειά του ως πρεσαδόρος σε εργοστάσιο της Κωνσταντινούπολη και κρυβόταν στη Σμύρνη.
Τον συναντάμε στο γραφείο του στην πλατεία Κάνιγγος όπου δύο φορές την εβδομάδα διδάσκει τουρκικά. Είναι ψηλός, με γκρίζα γένια και μακριά μαλλιά πιασμένα κοτσίδα. Ζει στην Ελλάδα από τον Ιούνιο του 1982 έχοντας λάβει πολιτικό άσυλο και είναι δημιουργός ελληνοτουρκικού και τουρκοελληνικού λεξικού. Για τον Τουντζάι ο τουρκικός στρατός αποτελούσε διέξοδο από τη φτώχεια. Φοίτησε εσώκλειστος σε στρατιωτικό λύκειο και συνέχισε στην πολεμική σχολή, την αντίστοιχη Σχολή Ευελπίδων. Τον διέγραψαν στο τέταρτο έτος όταν πλέον ήταν εμφανής η αριστερή ιδεολογία του. Την περίοδο 1978-1980 εντάχθηκε στην οργάνωση «Επαναστατικός Δρόμος» (DEV-YOL), μέλη της οποίας συμμετείχαν σε ένοπλες συγκρούσει κατά των εθνικιστών «Γκρίζων Λύκων».
Μετά το πραξικόπημα του Εβρέν το 1980 και τις διώξεις που ακολούθησαν, ο Τουντζάι αποφάσισε να περάσει στην Ελλάδα μαζί με μία από τις αδερφές του η οποία δικαζόταν ερήμην για τη συμμετοχή της στον «Επαναστατικό Δρόμο». «Με λεφτά φίλων αγοράσαμε μια βάρκα και από το Τσεσμέ περάσαμε στη Χίο», λέει. Ακολούθησαν καταθέσεις του σε στελέχη της ΚΥΠ και μεταφορά του συνοδεία αστυνομικού στον Πειραιά. Θυμάται ακόμη με ευγνωμοσύνη πώς οι Έλληνες συνεπιβάτες του τον κερνούσαν καφέ και φαγητό στη διαδρομή βλέποντας τον ταλαιπωρημένο -ζύγιζε τότε 56 κιλά.
Έμεινε αρχικά στο Κέντρο Υποδοχής Προσφύγων Λαυρίου. Εκεί γνώρισε έναν Τούρκο στρατιώτη που του συστήθηκε ως Μπιν Αλί. «Ήρεμο παιδί. Έλεγε ότι πέρασε στην Ελλάδα με το όπλο του και το παρέδωσε στις Αρχές. Έζησε λίγα χρόνια στο Λαύριο και έφυγε σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα», θυμάται. «Δεν ξέρω όμως εάν αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα».


Ο έφεδρος υποστράτηγος Ιωάννης Ζήσης ηγούνταν της ταξιαρχίας του Έβρου, που κρατούσε τα οχυρά του Εχίνου ως τη Νυμφαία της Ροδόπης...

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/i-aftoktonia-tou-stratigou-ioanni-zisi-ston-deftero-pagkosmio-polemo-katefige-me-tous-andres-tou-stin-tourkia-ke-aftopirovolithike-otan-apetiche-to-schedio-tou-gia-antartopolemo/

 Ο έφεδρος υποστράτηγος Ιωάννης Ζήσης ηγούνταν το 1941 της ταξιαρχίας του Έβρου, που κρατούσε τα οχυρά του Εχίνου ως τη Νυμφαία της Ροδόπης...




Έλληνες που πήγαν στην Τουρκία

Καταφύγιο στην Τουρκία έχουν ζητήσει στο παρελθόν και Έλληνες στρατιωτικοί. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις περιγράφεται στο βιβλίο «Ελληνοτουρκικές Σχέσεις» του επίκουρου καθηγητή Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αγγέλου Συρίγου. Στις 7 Απριλίου 1941 μετά την κατάληψη της Κομοτηνής από τις γερμανικές δυνάμεις και την προσβολή των οχυρών Μεταξά, η ταξιαρχία Έβρου επιβιβάστηκε σε αμαξοστοιχία και μετέβη στην Τουρκία. Αποτελούνταν από περίπου 170 αξιωματικούς και 2.000 οπλίτες, ενώ την ακολούθησαν και άνδρες της ελληνικής χωροφυλακής. Μόλις εισήλθαν σε τουρκικό έδαφος αφοπλίστηκαν από τις τουρκικές αρχές. Ο υποστράτηγος Ιωάννης Ζήσης θεώρησε προσβλητική την τουρκική ενέργεια και αυτοκτόνησε. Η ταξιαρχία οδηγήθηκε στο στρατόπεδο της Περγάμου και τα περισσότερα μέλη της δέχθηκαν να μεταφερθούν στη Μέση Ανατολή και να συνεχίσουν τον πόλεμο μαζί με τους Συμμάχους. Όσοι απέρριψαν αυτή την επιλογή στάλθηκαν στην Καππαδοκία και εργάστηκαν υπό άθλιες συνθήκες στην κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής.
Αρκετά χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1967, μετά την αποτυχία του βασιλικού κινήματος για την ανατροπή της χούντας των συνταγματαρχών, ο υποστράτηγος Απόστολος Ζαλοχώρης, διοικητής της 12ης μεραρχίας στον Έβρο, κατέφυγε στην Τουρκία. Από εκεί του επετράπη να μεταβεί στην Ιταλία όπου παρέμεινε για λίγα χρόνια προτού επιστρέψει στην Ελλάδα.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ/31.7.2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου