Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

180 χρονιά ΑΣΚΤ: Η συναρπαστική ιστορία της Ανωτάτης Σχόλης Καλών Τεχνών

   ΑΣΚΤ ©Δανάη Κωτσάκη 




180 χρονιά  ΑΣΚΤ: Η συναρπαστική ιστορία της Ανωτάτης Σχόλης Καλών Τεχνών

Από το «Σχολείο των Τεχνών» του 1837 έως τη μεταφορά της Σχολής από την Πατησίων στην Πειραιώς και μια αναδρομή σε όλες τις σημαντικές προσωπικότητες που πέρασαν

Κείμενο: Αργυρώ Μποζώνη
Email: abozoni@elculture.gr

Το 1837 ιδρύεται στην Αθήνα το Σχολείο των Τεχνών, πρόδρομη μορφή της σημερινής Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, η οποία είναι σήμερα το κύριο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Ελλάδα με σκοπό την ανάπτυξη των καλλιτεχνικών δεξιοτήτων των φοιτητών της.
Το Βασιλικόν Σχολείον των Τεχνών, αποκαλούμενο και Σχολείον Πολυτεχνικόν, στεγάσθηκε στην οικία Κωνσταντίνου Βλαχούτση επί της οδού Πειραιώς. Κατά τα πρώτα χρόνια, μαθήματα παραδίδονταν μόνο Κυριακές και εορτές, ενώ για την εγγραφή δεν προβλεπόταν καμιά προϋπόθεση μορφωτικού επιπέδου ή ηλικίας. Η εκπαίδευση προσφερόταν δωρεάν και ήταν αρχικά μονοετής. Περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, μαθήματα ιχνογραφίας, αριθμητικής και καλλιγραφίας.
Πρώτος διευθυντής του Σχολείου διορίσθηκε ο λοχαγός του Μηχανικού Σώματος Φρειδερίκος Τσέντνερ. Η επιλογή στρατιωτικού στη θέση αυτή συνδέεται με το γεγονός ότι αρχικός στόχος του Σχολείου ήταν η εκπαίδευση μηχανικών για την ανοικοδόμηση των αστικών κέντρων και της κατεστραμμένης υπαίθρου, με αρμόδιο το Υπουργείο Στρατιωτικών. Μόνον έμμεσα, από τον κορμό των κοινών μαθημάτων, θα προκύψει λίγο αργότερα η καλλιτεχνική κατεύθυνση.
Οι Δανοί αδελφοί Θεόφιλος και Χριστιανός Χάνσεν υπήρξαν οι πρώτοι δάσκαλοι ιχνογραφίας του Σχολείου. Το πρώτο αμιγώς καλλιτεχνικό μάθημα, άρχισε να διδάσκεται γύρω στα 1840. Η Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπράν, η Δούκισσα της Πλακεντίας προσκάλεσε, με δικά της έξοδα, τον Γάλλο ζωγράφο Πιερ Μπονιρότ, για να διδάξει ελαιογραφία σε επιλεγμένη ομάδα μαθητών του Σχολείου. Η ίδια εφοδιάζει τα εργαστήρια με εργαλεία και υλικά και χορηγεί υποτροφίες. Το 1842 προσελήφθη και ο Φίλιππος Μαργαρίτης για να διδάξει στοιχειώδη γραφική (ιχνογραφία). Το ίδιο έτος εγκαινιάστηκε και άρχισε να λειτουργεί παράλληλα με το Σχολείον των Κυριακών, το Καθημερινόν Σχολείον. Το 1843 υπογράφεται νέο διάταγμα της αναδιοργάνωσης του Σχολείου των Τεχνών. Διδάσκονται ζωγραφική, αγαλματοποιία, αρχιτεκτονική, λιθογραφία, χωρομετρία.
Το 1844 εκδίδονται διατάγματα που αφορούν στη σύσταση της Εταιρείας των Ωραίων Τεχνών. Το σχολείο συγκεντρώνει περίπου 600 μαθητές. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις εκείνων που παραμένουν για πολλά χρόνια στη σχολή μαθαίνοντας γραφή, ανάγνωση και την τέχνη τους.



Το παράδειγμα του Γύζη είναι εντυπωσιακό. Έμεινε στη σχολή από το 1854 σε ηλικία 12 ετών και παρέμεινε μέχρι το 1863. Κάθε χρόνο έπαιρνε ένα πρώτο βραβείο, εκτός από τον τελευταίο χρόνο που πήρε το δεύτερο στην ελαιογραφία. Παράλληλα, από τότε ίσχυε στη σχολή ο θεσμός των υποτροφιών.
Το 1847 προσλαμβάνεται στο Σχολείον ο γλύπτης Χριστιανός Ζίγκελ. Λίγο αργότερα θα προστεθεί και το μάθημα της φωτογραφίας, που διδάσκεται από τον Φίλιππο Μαργαρίτη, ενώ το 1852 θα προσληφθεί ο Βαυαρός ζωγράφος Λουδοβίκος Θείρσιος. Στην Πρώτη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου, το 1851, θα «αποτιμηθεί» διεθνώς η καλλιτεχνική παραγωγή του Σχολείου καθώς θα εκτεθούν «χειροτεχνήματα» μαθητών και διδασκόντων. 

Χωρίς τον Λύτρα ζωγραφική σχολή δε θα υπήρχε



Το 1864, νέος διευθυντής της σχολής τοποθετείται ο λοχαγός Δημήτριος Σκαλιστήρης με τον οποίο θα έρθει σε σύγκρουση ο Νικηφόρος Λύτρας. Ο τελευταίος θα αντικαταστήσει τον Σπυρίδωνα Προσαλέντη το 1866 στην έδρα της ζωγραφικής και στη Σχολή όλα αλλάζουν. Ο Λύτρας μέχρι το 1904 δίδαξε, ζωγράφισε και αγάπησε την τέχνη, δίνοντας με το έργο του το στίγμα της νεοελληνικής τέχνης στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Χωρίς τον Λύτρα ζωγραφική σχολή δε θα υπήρχε και μάλιστα σε μια εποχή μέσα στην οποία ήταν όλα σε κατάσταση πρωτογενή. Η εποχή συνδέεται στενά με τις προσπάθειες για κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη του Χαρίλαου Τρικούπη. Αρχίζουν οι προσπάθειες οργάνωσης μια μικρής Πινακοθήκης για τις ανάγκες των σπουδαστών.
Το 1872 είναι σταθμός στην ιστορία του Σχολείου των Τεχνών. Η σχολή μεταφέρεται στην Πατησίων και ονομάζεται Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Δημιουργείται και τρίτη έδρα ζωγραφικής για να δελεαστεί ο Γύζης και να επιστρέψει στην Ελλάδα, αυτός όμως αρνείται.



Το 1873 θα διορισθεί νέος διευθυντής ο αυταρχικός ταγματάρχης Δημήτριος Αντωνόπουλος. Η αντίδραση του Νικηφόρου Λύτρα κατά των αυταρχικών μεθόδων του Αντωνόπουλου θα έχει ως αποτέλεσμα, το 1876, το διορισμό στη θέση του διευθυντή ενός μη στρατιωτικού, του φιλολόγου Γεράσιμου Μαυρογιάννη. Η φοίτηση γίνεται τώρα επταετής. Είναι αξιοσημείωτο πως οι στρατιωτικοί θα διοικούν το Πολυτεχνείον ως την εκπνοή του 19ου αιώνα. Και εκεί, στα τέλη του, θα συσταθεί το 1894, το «Τμήμα Γραφικής και Πλαστικής διά νεανίδας».
Οι σπουδαστές της σχολής στις αρχές του 20ού αιώνα «άφηναν γένια, φορούσαν τζογέ παντελόνια, δεν τους έλειπε το τσιγάρο ούτε η μαγκιά». Οι καλές οικογένειες της Αθήνας δίσταζαν να στείλουν τις κόρες τους στο περιβάλλον αυτό, των νεαρών τραμπούκων. Η Σοφία Λασκαρίδου καταφεύγει στον βασιλέα προκειμένου να κάμψει την αντίσταση του Λύτρα και καταφέρνει να φοιτήσουν κορίτσια σε ένα τμήμα θηλέων που διδάσκει ο Ροϊλός «μόνο για αντιγραφή τοπίων και ανθέων». Τα κορίτσια πληρώνουν 15 δραχμάς για την σχολή. Είναι σε ένα τμήμα εντελώς ανεξάρτητο. Δεν υπάρχει πολύ αναθαρρυντική πρόοδος στις σπουδές τους, με αποτέλεσμα να κληθούν σε εξετάσεις. «Εις ουδεμία δεσποινίδα επιτρέπεται του λοιπού να φοιτά εις την τάξιν της αγαλματογραφίας πριν ή δια διαγωνισμού καταδειχθεί η προς τούτο ικανότης αυτής».
Το 1910 η Σχολή αυτονομείται εντός του Πολυτεχνείου. Πρώτος διευθυντής της αυτόνομης Σχολής Καλών Τεχνών, θα διοριστεί ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ο οποίος έχει ταυτοχρόνως τοποθετηθεί στη θέση του Εφόρου της Πινακοθήκης.


Το 1922, ο συντηρητικός Ιακωβίδης αποπέμπεται και το 1923 ο Νικόλαος Λύτρας, γιος του Νικηφόρου, εκλέγεται καθηγητής φέρνοντας αέρα ανανέωσης στη Σχολή.  Το εργαστήριό του είναι το εργαστήριο των αιρετικών. Οι σπουδαστές βάφουν τους τοίχους,  έστηναν ολόσωμα γυμνά και κρεμούσαν στους τοίχους τυπωμένα αντίγραφα από έργα των Βαν Γκογκ, Σεζάν και Ρενουάρ. Ο τότε διευθυντής της σχολής νουθετεί τους σπουδαστές: «τώρα τελευταία και ο Σεζάν έχει παρατήσει τις μωβ σκιές».
Ο Παρθένης, συνυποψήφιος του Λύτρα, θεωρήθηκε νεωτεριστής ζωγράφος και ότι η τέχνη του ήταν έξω από το κλίμα της σχολής. Πρόκειται για δυο αντίθετους κόσμους. Όμως η φήμη του Παρθένη μεγαλώνει ολοένα. Το 1929 με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και όχι με εκλογή, διορίζεται διευθυντής ο Κωνσταντίνος Παρθένης. Έχει την υποστήριξη του ίδιου του πρωθυπουργού, Αλέξανδρου Παπαναστασίου, καθώς και του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ο οποίος διδάσκει στη Σχολή αισθητική και ιστορία της τέχνης.
Το 1929 η σχολή μετονομάζεται σε Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ανεξάρτητη και ισότιμη ως προς το Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή στην Καλών τεχνών, ο Λύτρας κατάργησε τη διδασκαλία σχεδίου μέσω αντιγράφων, με ζωντανά μοντέλα και απευθείας παραστάσεις εκ του φυσικού. Ο Γεώργιος Ιακωβίδης ως διευθυντής της σχολής επηρέασε την πορεία της σχολής με την πολιτική και κοινωνική του οντότητα, μονοπωλώντας κάθε δημόσια θέση και διάκριση και κάνοντας φανερή την αντίθεσή του για τη δυνατότητα συνεργασίας με μια πιο πλατιά καλλιτεχνική κοινότητα.



Το 1930 ο Κώστας Δημητριάδης διορίζεται νέος διευθυντής της ΑΣΚΤ, πάλι με νομοθετικό διάταγμα, ενώ το 1932 στην έδρα της χαρακτικής, που είχε πάψει να λειτουργεί από το 1915, εκλέγεται ο χαράκτης Γιάννης Κεφαλληνός. Η ανάληψη καθηκόντων από τους δύο αυτούς διδάσκοντες εκλαμβάνεται από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου ως πραγματική μεταρρύθμιση για τη Σχολή. Με την εμφάνιση των Παρθένη, Τόμπρου και Κεφαλληνού ξαναρχίζει στη Σχολή η εξερεύνηση των ειδικών μορφικών και τεχνικών προβλημάτων, καθώς και η αναζήτηση των ψυχικών και πνευματικών ερεθισμάτων.
Στη δεκαετία του ’30 οι λογοτέχνες αρχίζουν να ενδιαφέρονται για τη ζωγραφική της γενιάς τους. Ξεχωρίζει το δημοκρατικό ατελιέ του καθηγητή της χαρακτικής Γ. Κεφαλληνού. «Ο Κεφαλληνός μας αποκαλύπτει τι γίνεται στο Παρίσι, που τότε εμείς είχαμε μεσάνυχτα» γράφει η χαράκτρια Βάσω Κατράκη.
Το 1934 η Ελλάδα συμμετέχει για πρώτη φορά στη Μπιενάλε της Βενετίας. Έξω από τη σχολή, η καλλιτεχνική κίνηση εντείνεται όλο και περισσότερο. Με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο Μπουζιάνης δε γίνεται ποτέ καθηγητής στη Καλών Τεχνών. Το 1939 αναλαμβάνει καθηγητής ιστορίας της τέχνης ο Παντελής Πρεβελάκης. Ο Ασαντούρ Μπαχαριάν, στο βιβλίο του για την Καλών Τεχνών,  υποστηρίζει ότι η δεκαετία ’30 – ’40 ήταν η πιο ενδιαφέρουσα στη λειτουργία της σχολής.


       ΑΣΚΤ ©Δανάη Κωτσάκη

Με τον πόλεμο η ΑΣΚΤ δε μένει αμέτοχη στον αγώνα. Στη διάρκεια της κατοχής το εργαστήριο χαρακτικής γίνεται το κέντρο του αντιστασιακού αγώνα. Η ΑΣΚΤ μετά τον πόλεμο ανανεώνει το διδακτικό προσωπικό της. Τον Κώστα Δημητριάδη διαδέχεται το 1943 ο Επαμεινώνδας Θωμόπουλος. Η συνέχεια έχει ως εξής: ο Γιάννης Μόραλης εκλέγεται το 1947, ο Γιάννης Παππάς το 1953, ο Σπύρος Παπαλουκάς το 1956, ο Θανάσης Απάρτης το 1961. Από το 1950 δημιουργούνται τα εργαστήρια. Οι σπουδαστές μπορούν να διαλέξουν το δάσκαλό τους.
Με τον 30χρονο Μόραλη ως δάσκαλο στην Καλών Τεχνών, αλλάζει η φρουρά στην ΑΣΚΤ. Έβγαλε μαθητές με τόσο διαφορετικές προσωπικότητες. Παύλος, Καράς, Κοντός, Τσόκλης, Κανιάρης, Μυταράς, Κοκκινίδης, Φασιανός, Μπότσογλου, Θεοφυλακτόπουλος. Ο τρόπος που τοποθετούσε το μοντέλο είχε ξετινάξει τα χάη και τα ερέβη της παλιάς σχολής.
Καθηγητής και διευθυντής της Σχολής από το 1959, ο γλύπτης Γιάννης Παππάς. Τον θυμούνται σαν έναν καθηγητή που προσπαθούσε να κάνει τον κάθε σπουδαστή αυτοδύναμο, να του εμπνεύσει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και να του ανοίξει δρόμους. Το 1961 εκλέγεται τιμής ένεκεν καθηγητής ο Θανάσης Απάρτης. Ίσως ο μόνος Έλληνας καλλιτέχνης που στον μεσοπόλεμο θεωρήθηκε επιτυχημένος καλλιτέχνης στο Παρίσι. Η προσφορά του είναι η ανεπανάληπτη ιδιότητα που είχε ως δάσκαλος.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στη σχολή επικρατεί το έντονο πολιτικό κλίμα. Στη σχολή διατηρήθηκε μια έντονα δημοκρατική συνείδηση και στα χρόνια της δικτατορίας. Δεν είχε ποτέ χουντικό φοιτητικό σύλλογο.


Κατά την περίοδο 1960-1970 καθηγητές όπως ο ζωγράφος Γιώργος Μαυροΐδης, ο χαράκτης Κωνσταντίνος Γραμματόπουλος, ο ζωγράφος Νίκος Νικολάου, καθώς και ο αρχιτέκτονας Παύλος Μυλωνάς, πλούτισαν με την παρουσία και τη διδασκαλία τους τη Σχολή. Το 1960 ιδρύθηκαν τα Εργαστήρια Εφαρμογών. Το 1969 εκλέχθηκε ο γλύπτης Δημήτρης Καλαμάρας.
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το διδακτικό προσωπικό της Σχολής ανανεώθηκε περαιτέρω με καλλιτέχνες όπως οι: Δημήτρης Μυταράς, Δημοσθένης Κοκκινίδης, Παναγιώτης Τέτσης, Γιώργος Νικολαΐδης, Ηλίας Δεκουλάκος, Νίκος Κεσσανλής, Θανάσης Εξαρχόπουλος, Τριαντάφυλλος Πατρασκίδης και ο αρχιτέκτονας Σάββας Κονταράτος.


Ο νόμος πλαίσιο του 1982 σφραγίζει τη δεύτερη περίοδο στην ιστορία της ΑΣΚΤ. Το κτιριακό ζήτημα παραμένει ανοιχτό από το 1910. Από τη δεκαετία του ’80, υπουργοί υπόσχονται τη μεταφορά της σχολής η οποία είναι εξαιρετικά περιορισμένη στην Πατησίων. Το αίτημα της μεταφοράς αφορά και στην  αναδιαμόρφωση και την ανανέωση της Σχολής. Το 1992, το εργοστάσιο υφαντουργίας Σικιαρίδη, στην οδό Πειραιώς αγοράστηκε από το Υπουργείο Παιδείας για λογαριασμό της ΑΣΚΤ. Η σχολή αποκτά 30.000 τ.μ. δομημένου χώρου.
Η μεταφορά της Σχολής λίγα χρόνια αργότερα, γίνεται σε ένα περιβάλλον γκρίνιας, καθώς πολλοί θεωρούν την τοποθεσία χώρο εξορίας. Ο Νίκος Κεσσανλής υπεραμύνεται της επιλογής του και η μεταφορά των εργαστηρίων από τον ασφυκτικά στενό χώρο της Πατησίων γίνεται σταδιακά το 1995-1996. Η απόφαση του τότε Πρύτανη της σχολής Νίκου Κεσσανλή και η επιμονή του κυρίως να μεταφερθεί η σχολή, ήταν μια κίνηση τολμηρή, όχι μόνο πρακτικά, αλλά κυρίως πολιτικά. Ο Κεσσανλής κατάλαβε ότι πρέπει να αλλάξει ριζικά ο προσανατολισμός της σχολής. Να αποτινάξει τον συντηρητισμό της. Να αλλάξει τόπο δράσης. Ακόμα και αν εκεί θα «κατέβαιναν» και όλα τα προβλήματα. Σε μια εποχή οικονομικής ανόδου της κοινωνίας, θέλησε να απεγκλωβίσει τη σχολή από το στενό ακαδημαϊκό της πλαίσιο. Και ο χώρος θα ήταν η αρχή.

 Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το 1988, όταν έγινε η ιστορική πια «κατάληψη»,  ο Πρύτανης την υποστήριξε, σε μια εποχή που οι καταλήψεις δεν ήταν καθόλου «της μόδας» και ο λόγος της ίδιας της κατάληψης καθόλου ιδεολογικός, αλλά πρακτικός. Οι φοιτητές δεν είχαν πού να στεγάσουν την τέχνη τους. Τα εργαστήρια ήταν  ανύπαρκτα και η ανάγκη για δημιουργία μεγάλη. Καταλάβαινε ο Κεσσανλής ότι στους κοινωνικούς μετασχηματισμούς της εποχής, ήταν σημαντικό να ανοιχτεί η τέχνη θεσμικά και στη νέα γενιά και την πανκ αισθητική.

 ΑΣΚΤ ©Δανάη Κωτσάκη
Προαύλιος χώρος, ΑΣΚΤ ©Δανάη Κωτσάκη

Σήμερα η Σχολή Καλών Τεχνών έχει περίπου 1.000 φοιτητές και είναι το μεγαλύτερο εργοτάξιο τεχνών της χώρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου