Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Fritz Joseph Mraz




Fritz  Joseph   Mraz

Ο τσέχος φωτογράφος που φωτογράφιζε μανιωδώς τις ομορφιές και την ζωή της Μυτιλήνης στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα

Ο Fritz  Joseph   Mraz  γεννήθηκε  περί το 1872, κοντά στην πόλη της Τσεχίας Τσεσκύ  Κρούμλοβ της  Νότιας  Βοημίας, γνωστής  για την γοτθική  αρχιτεκτονική  της  και το ομώνυμο κάστρο της.

     Český Krumlov 1898

Κατά πληροφορίες μη επιβεβαιωμένες, αρκετά νέος βρίσκεται στην αυλή του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, και γίνεται ευνοούμενος της θετής μητέρας του Βαλιντέ Σουλτάν ( Rahime Piristu Sultan). Καλλιτεχνική φύση, με ευρωπαική φινέτσα πολύγλωσσος μιλούσε πέντε γλώσσες, καλός μάγειρας και ξέροντας την τέχνη της φωτογραφίας, εύκολα κερδίζει έδαφος στην αυλή της Βαλιντέ η οποία λάτρευε την Μυτιλήνη και είχε κάνει αρκετά ταξίδια στο νησί. Σε κάποιο από τα ταξίδια της στην Μυτιλήνη ή παίρνει μαζί και τον  Μράζ , ή μεταφέροντάς του τις εντυπώσεις  της για το νησί υποκινεί την περιέργειά του που τον κάνει να επισκεφθεί το νησί.


Πηγαίνοντας ο Μράζ στη Λέσβο γύρω στα 1898 γίνεται ο ευνοούμενος του προξένου της Αυστροουγγαρίας Natale Bargilli. Νοικιάζει σπίτι ακριβώς απέναντι από το σπίτι της οικογένειας του Γιώργου και της Βασιλικής Ψαραδέλλη και ερωτεύεται την εικοσάχρονη πρωτότοκη κόρη τους την Μαριάνθη. Τα προξενειά αναλαμβάνει μια συγγενής της οικογένειας και το 1902 η Μαριάνθη και ο Φριτζ παντρεύονται. Το 1904 γεννιέται η πρώτη κόρη τους η Δωροθέα και ακολουθούν, ο Αντώνης, ο Γιώργος, ο Θωμάς, και τέλος η Όλγα.


 Ο Μράζ από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο νησί συγκινημένος από τις ομορφιές της, φωτογραφίζει οτιδήποτε τον κεντρίζει, τοπία από όλες τις γωνιές της πόλης, τα γύρω χωριά αλλά και ταξιδεύει και φωτογραφίζει, την Πέτρα, τα εγκαίνια του Σάρλιζα Παλλάς στην Θερμή, ιστορικές στιγμές της Λέσβου, σκηνές, μετά το ψήφισμα των νεοτούρκων, από την κοινή ζωή Ελλήνων και Τούρκων, την Απελευθέρωση της Μυτιλήνης, ακολουθεί τον ελληνικό στρατό και φωτογραφίζει τους στρατιώτες αλλά και την πορεία τους διασχίζοντας  την Λέσβο. Αποθανατίζει αφίξεις σημαντικών ανθρώπων στο νησί , την απόβαση του Διεθνούς στόλου το 1905, αλλά και την απόβαση του ελληνικού στόλου. Όμως με το ξεχωριστό δικό του τρόπο φωτογραφίζει και  ανθρώπινες στιγμές ελλήνων και τούρκων να γλεντούν μαζί, ανθρώπους του μόχθου την ώρα της δουλειάς τους, υφαντήρια, αγώνες στο γήπεδο του Ταρλά, θρησκευτικές εικόνες του Ταξιάρχη, ή πομπές θρησκευτικές όπως στην Παναγιά την Γλυκοφιλούσα στο βράχο της Πέτρας. Αποθανατίζει τους κολτζήδες και τα γεγονότα με τον αποκλεισμό του νησιού λόγω της μονοπωλιακής Regie, και όλες τις αγαπημένες του γωνιές  της Μυτιλήνης, το λιμάνι, τα Τζαμάκια , την Επάνω Σκάλα, το πολυφωτογραφισμένο του Τελωνείο.


 Αποκτά γρήγορα φήμη αλλά και πελατεία από όλα τα μέρη της Λέσβου που έρχονται στην Μυτιλήνη να φωτογραφηθούν στο φωτογραφείο του. Διαφημίζει τα καλλιτεχνικά του φωτογραφεία στον τοπικό τύπο  το ένα στην οδό Μητροπόλεως, και το άλλο στο σπίτι που έχει στο μεταξύ αγοράσει η οικογένεια στην Οδό Αγ Παντελεήμονα 10, όπου και έχει κάνει σκοτεινό θάλαμο το υπόγειο του σπιτιού, και ένα από τα δωμάτια, το πιο φωτεινό, φωτογραφείο. 


Τα περισσότερα από τα πορτρέτα που έχει φωτογραφίζει έχουν τραβηχθεί σε αυτό το δωμάτιο του σπιτιού του. Τα ονόματα των ατελιέ του είναι ΗΛΙΟΣ, ΛΕΣΒΟΣ. Κατά άλλους συνεργάζεται, ή κατά άλλους μαθητεύουν κοντά του οι Αδελφοί Χουτζαίου επίσης γνωστοί και με φήμη φωτογράφοι της ιδίας περιόδου της Λέσβου. Ο ίδιος είτε και σαν εκδότης κάποιο διάστημα, είτε μόνο σαν φωτογράφος δημιουργεί πλήθος καρτ-ποστάλς και φωτογραφιών .


Μετά το ξέσπασμα του Α Παγκοσμίου Πολέμου και με τις διώξεις των Γερμανών, Αυστροούγγρων, ή και απλά Γερμανόφωνων, συλλαμβάνεται και στέλνεται μέσω Θεσσαλονίκης εξορία σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Γαλλία. Επιστρέφει μετά την πτώση της Γερμανίας και την λήξη του πολέμου πίσω στην Μυτιλήνη. Οι κακουχίες της εξορίας τον έχουν  εξουθενώσει πολύ, έχει συνηθίσει το ποτό, η αγάπη του όμως για την φωτογραφία μένει πάντα ζωντανή. Έτσι για μια ακόμα φορά κάνει ένα καινούργιο επαγγελματικό ξεκίνημα. Ξαναδιαφημίζει την επιστροφή του και το ατελιέ του στον τύπο και φωτογραφίζει τοπία, πορτρέτα , σκηνές της ζωής της πόλης της Μυτιλήνης, γεγονότα, αλλά και την προκυμαία με τις εργασίες της διαπλάτυνσης της. 


Ο Μράζ ήταν πολύ αγαπητός στον κόσμο της Μυτιλήνης και γι αυτό οι κάτοικοί της στήριξαν και αυτό το δεύτερο ξεκίνημά του. Ήταν πρόσχαρος, γλεντζές αγαπούσε πολύ την ζωή, χιουμορίστας. Ποτέ δεν κατάφερε να μάθει να εκφράζεται αλλά και να μιλάει ελληνικά αν και πολλές φόρες τον καλούσαν λόγω της γλωσσομάθειάς του να κάνει χρέη διερμηνέα με αποτέλεσμα να προκαλεί το γέλιο των Μυτιληνιών στην προσπάθειά του να μιλήσει ελληνικά. Είχε μια έμφυτη φινέτσα και κέρδιζε εύκολα την συμπάθεια των γύρω του, ενώ ήταν νεωτεριστής και αγαπούσε και ενσωμάτωνε κάθε τι καινούργιο.


Τέλος του 1929 φεύγει με τον τυπογράφο γιό του Αντώνη, για αναζήτηση ίσως δουλειάς στην Αθήνα. Ο γιός του επιστρέφει κάποια στιγμή στην Μυτιλήνη ενώ ο ίδιος παραμένει, άγνωστο γιατί, στην Αθήνα. Εκεί χάνονται για πάντα τα ίχνη του. Ο Μυτιλήνη χάνει για πάντα τον φωτογράφο της που την φωτογράφισε με ελληνική ψυχή, καρδιά και μάτια.


 Πηγές :

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου