Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

Μεγαλοδοσίλογοι και μαυραγορίτες




Μεγαλοδοσίλογοι και μαυραγορίτες

Πως λειτούργησε ο δοσιλογισμός στην κατοχή

Τι ήταν λοιπόν αυτοί οι οικονομικοί μεγαλοδοσίλογοι, οι οποίοι κερδοσκόπησαν και πλούτισαν επί Κατοχής. Δεν υπήρξαν απαραίτητα όλοι αυτοί μαυραγορίτες. Όμως ήταν αυτοί που δεν δίστασαν να συναλλαγούν με τις Αρχές Κατοχής, αναλαμβάνοντας προμήθειες ή κατασκευές για λογαριασμό τους.
Πρόσφατα σε ιστολόγιο είδε το φως της δημοσιότητας ένας ο κατάλογος που όμως απ΄ ότι αναφέρεται δεν είναι πλήρης. Θα αποφύγουμε λοιπόν για αυτό τον λόγο να τον δημοσιεύουμε γιατί ίσως φανούμε μεροληπτικοί (βεβαίως όσοι επιθυμείτε μπορείτε να τον αναζητήσεται στο αναφερόμενο παρακάτω ιστολόγιο). Όμως δεν μπορούμε να μην πούμε ότι μέσα σε αυτόν  ανιχνεύονται κάποια γνωστά ονόματα που απέκτησαν την τεράστια περιουσία τους, ελισσόμενοι επί Κατοχής και εκμεταλλευόμενοι τις περιστάσεις. Μάλιστα αυτό συνέβαινε την ώρα που κάποιοι άλλοι συνάδελφοί τους πεινούσαν και δυστυχούσαν, που κυριολεκτικά δεν είχαν να θρέψουν την οικογένειά τους, που δεν μπορούσαν να διατηρήσουν τις επιχειρήσεις τους επειδή για λόγους αρχής δεν δέχονταν να ασκήσουν το επάγγελμά τους καθώς δεν έσπευσαν όπως αυτοί με περισσή προθυμία να υπηρετήσουν τον κατακτητή ως νεροκουβαλητές.
Οι δοσίλογοι αυτοί εμπορεύθηκαν τη δυστυχία του λαού μας εκείνη την κρίσιμη ώρα. Κατά βάθος δεν είναι οι «έξυπνοι» που κατόρθωσαν να επιπλεύσουν. Είναι οι άτιμοι και οι ανέντιμοι που σε ώρα εσχάτης δυστυχίας δεν αδιαφόρησαν μόνο για τον διπλανό τους που έψαχνε στα σκουπίδια για μια μπουκιά, αλλά του αφαίρεσαν από το λιπόσαρκο σαρκίο του τις ελάχιστες ρανίδες αίματος που του είχαν απομείνει.
Δεν είναι σχήμα εντυπωσιασμού. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι στη χρονική εκείνη φάση καταστροφής και διάλυσης, ο κατακτητής ανέθετε σε κάποιους εκλεκτούς του τις προμήθειες ειδών που χρειαζόταν και τις κατασκευές οχυρωματικών και άλλων έργων που θεωρούσε απαραίτητες. Όταν μιλάμε για προμήθειες ειδών, εννοούμε όλο το φάσμα παραγωγής, διότι ο κατακτητής (επικαλούμενος μάλιστα και το διεθνές δίκαιο) έπρεπε να τραφεί και να ξενισθεί στον κατακτημένο τόπο. Η επιμελητεία των Αρχών Κατοχής θεωρούσε τα τιμολόγια των προμηθευτών (κατά κανόνα υπερτιμολογημένα) και τα υπέγραφε, ώστε να τα προσκομίζει προς εξόφληση στην Τράπεζα της Ελλάδος. Έτσι συνέβαινε ο πληθωρισμός να διογκόνεται και το χρήμα να χάνει ακόμη περισσότερο την αξία του.
Ας κάνουμε λοιπόν μια απλοϊκή περιγραφή της διαδικασίας, η οποία όμως δεν ήταν πάντα έτσι ιδανική.
Υπάρχει λ.χ. η περίπτωση ενός μεγαλοβιομηχάνου επίπλων, ο οποίος... επέτυχε να διαφθείρει τους συνήθως άτεγκτους σε τέτοια θέματα Γερμανούς αξιωματικούς της επιμελητείας και μοιραζόμενος μαζί τους τα δυσθεόρατα κέρδη που τόσο ακόπως αποκόμιζε, τους προμήθευε με έπιπλα για την καθημερινή τους διαβίωση. Π.χ. ερχόταν με μετάθεση στην Ελλάδα ένας αξιωματικός και, με μέριμνα της επιμελητείας, επιτασσόταν το δωμάτιο ενός καλού αστικού σπιτιού που του το παραχωρούσαν για να κατοικεί. Οι «μιλημένοι» της επιμελητείας πήγαιναν πριν για να το επιθεωρήσουν και διαπίστωναν ότι χρειαζόταν καινούργιο κρεβάτι, καινούργιο σαλόνι, καινούργιο γραφείο κ.ο.κ. Στη συνέχεια απευθύνονταν στον Έλληνα επιπλοβιομήχανο και έκαναν την παραγγελία τους για άμεση εκτέλεση. Ακολουθούσε η προσκόμιση του τιμολογίου, το οποίο το προωθούσαν στην Τράπεζα της Ελλάδος για είσπραξη και χωρίς καθυστέρηση εκείνη εξοφλούσε τον λογαριασμό του προμηθευτή.
Όμως τα έπιπλα της κατάστασης δεν παραδίδονταν στην πραγματικότητα παρά μόνο στα χαρτιά, αφού άλλωστε τα έπιπλα της ελληνικής οικογενείας που είχε διαταχθεί να παραχωρήσει το επιταγμένο δωμάτιο ήταν σε καλή κατάσταση. Αυτό γινόταν συστηματικά και έτσι συνέρρεε στα ταμεία του Έλληνα προμηθευτή πλούτος και πάλι πλούτος. Αλλά πλούτος αθέμιτος, ούτως ή άλλως. Οι Γερμανοί «συνεταίροι» έπαιρναν τη μίζα τους και όλα κυλούσαν ομαλά, με μόνιμο χαμένο την Τράπεζα της Ελλάδος που όλο και πλήρωνε. Μέχρι που κάποια στιγμή η ειδική υπηρεσία «εσωτερικών υποθέσεων» της γερμανικής επιμελητείας εντόπισε την απάτη.
Τόσο οι Γερμανοί όσο και ο Έλληνας «συνεταίρος» τους συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι ποινές ήταν εξοντωτικές, συνήθως θανατικές, ιδιαίτερα για τους Γερμανούς που ήταν αναμεμιγμένοι. Ειδικά μάλιστα τότε, την εποχή του πολέμου, η χιτλερική Γερμανία είχε εκδώσει έναν ιδιώνυμο νόμο «περί προσβολής της εθνικής τιμής» στο εξωτερικό, δηλ. στις κατεχόμενες χώρες. Όποιος Γερμανός αξιωματικός ή οπλίτης λοιπόν υπέπιπτε σε αδικήματα που διέσυραν τη χώρα του (π.χ. βιασμοί, κλοπές, διαφθορά, απρόκλητες προσωπικές επιθέσεις κλπ.) υφίστατο αυστηρότατες κυρώσεις.
Θα αναρωτηθείτε τη συνέχεια. Ο Έλληνας επιπλοβιομήχανος επέζησε. Ύστερα από κάποιων μηνών αγωνία για τη ζωή του, κατάδικος πλέον, επέτυχε να μετατραπεί η ποινή του. Για να το κατορθώσει αυτό, πλήρωσε ένα μυθώδες ποσόν σ' έναν άλλον Έλληνα. Σ' έναν γερμανομαθή νεαρό τότε Έλληνα δικηγόρο, ο οποίος ως «εξ απορρήτων» του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού είχε καλλιεργήσει ισχυρές φιλίες με τους εδώ Γερμανούς διπλωμάτες και στρατηγούς. Έχοντας τις κατάλληλες συστάσεις στην τσέπη του, ταξίδεψε στο Βερολίνο και κατόρθωσε να γλυτώσει τον πελάτη του. Όχι όμως και τους Γερμανούς «συνεταίρους» του τελευταίου. Ο Έλληνας προμηθευτής θα είχε μεταπολεμικά να διηγείται τις διώξεις που υπέστη από τους Γερμανούς, χωρίς βέβαια να αναφέρει στους αγνοούντες την πραγματικότητα συνομιλητές του περί τίνος επρόκειτο.  
Αν κάπως έτσι αντλούσαν τα αμύθητα κέρδη τους οι προμηθευτές των Αρχών Κατοχής, φαντασθείτε τι γινόταν με τους εργολάβους και τους κατασκευαστές τεχνικών έργων. Ας αναλογισθούμε την πρώτη ημέρα της Κατοχής πόσοι δρόμοι, πόσα γεφύρια, πόσα λιμάνια και πόσες εγκαταστάσεις είχαν καταστραφεί. Αλλά και στη συνέχεια πόσες ανάγκες προέκυπταν για τις Κατοχικές Αρχές προκειμένου να ανεγείρουν φυλάκια, διάφορες εγκαταστάσεις, στρατόπεδα, οικήματα, φυλακές, κτίρια, αποθήκες, να ιδρύουν ή να επεκτείνουν αεροδρόμια και λιμάνια, να κατασκευάζουν οχυρωματικά έργα κ.ο.κ. Έτσι άρχισε η «χρυσή εποχή» των διαπλεκομένων κατασκευαστών. Κάποιοι πρόθυμοι εργολήπτες και πολιτικοί μηχανικοί έσπευδαν να διασυνδεθούν καταλλήλως με αρμόδιους Γερμανούς και Ιταλούς αξιωματικούς για να παίρνουν τις αναθέσεις. Φυσικά δεν συνεργάστηκαν όλοι, πολλοί δεν θέλησαν ούτε καν να εργασθούν σε τέτοια έργα και προτίμησαν να πεινάσουν σε όλη την κατοχική περίοδο, αρνούμενοι να συμπράξουν στα στρατιωτικά έργα του εχθρού.
Όμως πολλοί άλλοι συνεργάστηκαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας Έλληνας πολιτικός μηχανικός έφτασε στο σημείο να εφεύρει ένα υποκατάστατο των φορτηγίδων που οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά υλικών στα νησιά. Τα καΐκια και τα άλλα πλοιάρια είχαν λόγω των πολεμικών γεγονότων περιορισθεί αριθμητικά και δεν επαρκούσαν στον κατακτητή για την εξυπηρέτησή τους. Ο ευφάνταστος πολιτικός μηχανικός έδωσε τη λύση, κατασκευάζοντας φορτηγίδες από ...μπετόν αρμέ. Στην αρχή ναυαγούσαν συχνά, αλλά εκείνος ο δαιμόνιος συμπατριώτης μας συνεχώς βελτίωνε το κατασκεύασμά του. Και οι Γερμανοί ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ που είχαν εξασφαλίσει μια τέτοια καινοτόμο λύση για τις μεταφορές τους, ώστε έστειλαν αντίγραφα της εφεύρεσης στο Βερολίνο και από εκεί σε άλλες παραθαλάσσιες κατεχόμενες χώρες. Εννοείται ότι ο ίδιος θησαύρισε εξωφρενικά, αφού άλλωστε και εδώ το Ελληνικό Δημόσιο πλήρωνε.
Οι πολιτικοί μηχανικοί που είχαν αναλάβει την εκτέλεση τεχνικών και οχυρωματικών έργων από τις αρχές της Κατοχής μέχρι την άνοιξη του 1944 κέρδισαν κυριολεκτικά αμύθητα ποσά.
Σχεδόν όλοι οι κατασκευαστές, ύστερα από την άνοιξη του 1944, αν όχι νωρίτερα, χωρίς να πάψουν να παίρνουν αναθέσεις και να συνεχίζουν την είσπραξη των αμύθητων κερδών τους, περνούν σε ένα άλλο στάδιο καθώς σκέπτονται και το αύριο. Αρχίζουν να ενισχύουν οικονομικά διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις, να χρηματοδοτούν αντιστασιακά έντυπα, στέλνουν κάποιο από τα παιδιά τους στα βουνά ή ακόμα και στο εξωτερικό για να «συμμετάσχουν στον κατά του εχθρού πόλεμο», ή επιτυγχάνουν να διασυνδεθούν με πράκτορες των συμμαχικών υπηρεσιών, στους οποίους παραδίδουν τα τοπογραφικά των έργων που εκτελούν και σωρεία άλλων χρήσιμων πληροφοριών που υποπίπτουν στην αντίληψή τους περί οχυρώσεων, νηοπομπών, ελλιμενισμών κλπ. Πολλές φορές τα χρήσιμα στοιχεία που διοχετεύονταν στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής έφεραν σαν αποτέλεσμα τον βομβαρδισμό των υπό εκτέλεση έργων. Αυτό δεν ήταν άσχημο, διότι έτσι εξασφάλιζαν νέα ανάθεση για να ξαναρχίσουν από την αρχή, οπότε αυξανόταν και ο τζίρος τους.
Με όλη αυτή τη διαδικασία, πολλοί από τους κατασκευαστές, που παραπέμφθηκαν μεταπολεμικά να δικαστούν για δοσιλογισμό στην Ελληνική Δικαιοσύνη, έφεραν ως μάρτυρες υπεράσπισης Βρετανούς αξιωματικούς ή αξιόπιστους αντιστασιακούς, οι οποίοι φυσικά κατέθεσαν ότι οι κατηγορούμενοι συνέβαλαν στη συμμαχική νίκη. Ευνόητο είναι ότι σχεδόν όλοι αθωώθηκαν και οι θησαυροί θησαυροί.
Κάπως έτσι έχει γραφεί η ιστορία των οικονομικών δοσιλόγων. Και αν τελικά κάποιοι δεν τα κατάφεραν να γλυτώσουν τις καταδίκες και τις τιμωρίες, επανήλθαν παρόλα αυτά αργότερα λαύροι στην αγορά
Μεταπολεμικά η Ελληνική Πολιτεία, αν και τιμώρησε τους οικονομικούς δοσιλόγους, δεν εξάντλησε την αυστηρότητά της ώστε να τους απομονώσει. Ούτε και η κοινωνία τους απολάκτισε. Αντίθετα, οι αρχές τους αντιμετώπισαν συχνά ευνοϊκά, σεβόμενες προφανώς την ογκώδη οικονομική επιφάνεια που είχαν αποκτήσει στο σκότος και σε βάρος του ελληνικού λαού.
Τελικά όταν κάποτε ο οικονομικός δοσιλογισμός ξεχάστηκε, τα ίδια πρόσωπα, δηλ. πολλά απ' αυτά, επανέκαμψαν με ζήλο στην επιχειρηματική δράση. Απαίτησαν προνόμια και τα έλαβαν. Με τα ισχυρά κεφάλαια, κεφάλαια που είχαν αποκτηθεί με κατοχικό «ιδρώτα» και υπό καθεστώς άκρατου αμοραλισμού, επένδυσαν σε μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά είδη και τα πολλαπλασίασαν. Έγιναν οι Ηρακλείς της ελληνικής οικονομίας. Και σήμερα ακόμη, ύστερα από τόσα χρόνια και παρά τις ζημίες και απώλειες σε περιόδους κρίσεων, υπάρχουν Έλληνες μεγιστάνες στηριζόμενοι στα κεφάλαια που συγκεντρώθηκαν χάρη στην οικονομική συνεργασία αυτών ή των συγγενών τους με τον εχθρό.
Θα αποφύγουμε τον πειρασμό να επιμείνουμε σε συγκεκριμένα ονόματα, αν και όποιος ενδιαφέρεται μπορεί μόνος του να κάνει συσχετισμούς. Θα βρει μεγιστάνες που επί δεκαετίες πρωταγωνίστησαν στην οικονομική ζωή του τόπου. Θα βρει μεγαλοεπιχειρηματίες που προχώρησαν σε ποικίλες άλλες δραστηριότητες και κατέστησαν ταγοί της κοινωνίας μας, καθώς ανυποψίαστη η κοινή γνώμη είχε λησμονήσει την προέλευση των χρημάτων τους. Άλλους που χρηματοδότησαν μεγάλα ονόματα της πολιτικής ή άλλους που αναμίχθηκαν οι ίδιοι στην πολιτική για να γίνουν οι ίδιοι ή οι γόνοι τους υπουργοί και διαπρεπείς προσωπικότητες, χωρίς κανείς να φαντάζεται ότι με την εύνοια του κατακτητή απέκτησαν το παντοδύναμο χρήμα. Και άλλοι, και άλλοι. 

Εκτός όμως από τους οικονομικούς δοσιλόγους, υπήρξαν και άλλες παρεμφερείς κατηγορίες, όπως οι κατοχικοί μεγαλομαυραγορίτες. Αυτοί λοιπόν διαθέτοντας και καλλιεργώντας πάσης φύσεως διασυνδέσεις με τις Αρχές Κατοχής συγκέντρωσαν στα χέρια τους ποσότητες δυσεύρετων ειδών, κυρίως τροφίμων ευρείας κατανάλωσης, που τις έσπρωχναν στην κατανάλωση με χιλιοπλάσιες τιμές. Το αποτέλεσμα ήταν οι μεν μαυραγορίτες να θησαυρίζουν ανενόχλητοι και φυσικά ανεξέλεγκτοι, ο δε λαός να στερείται τα στοιχειώδη αγαθά που θα μπορούσε να προμηθευθεί, εκτός αν ήταν έτοιμος να διαθέσει ένα ολόκληρο σπίτι για να εξασφαλίσει λίγα μόλις γεύματα. Οι θάνατοι από πείνα οφείλονται σ' αυτό το κλίμα μαυραγοριτισμού που απλώθηκε επί Κατοχής, ιδιαίτερα τον πρώτο χρόνο, τον φοβερό χειμώνα 1941-42.
Οι μαυραγορίτες πάντως ήταν στο στόχαστρο των κατοχικών κυβερνήσεων, ακόμη και των ίδιων των κατακτητών, αφού τους εξέθεταν στην κοινή γνώμη ως αδιαφορούντες για την επιβίωση του λαού. Ο στρατηγός Τσολάκογλου, ο κατοχικός πρωθυπουργός, σε πολλές περιπτώσεις παρενέβη θεαματικά για να ελέγξει την κατάσταση αυτή και είναι χαρακτηριστική η παρέμβασή του αυτή με τη χειροδικία του (τουτέστιν με τα χαστούκια του) προς κάποιους συλληφθέντες επ' αυτοφώρω μεγαλομαυραγορίτες τροφίμων. Ανάλογη θεαματική αντιμετώπιση είχαν και άλλοι συνάδελφοί τους, αυτή τη φορά από τους Γερμανούς, οι οποίοι μάλιστα για παραδειγματισμό τους απαγχόνισαν από τους στύλους σε μεγάλους αθηναϊκούς δρόμους.
Το παράδοξο όμως είναι που μεταπολεμικά αυτοί οι μεγαλομαυραγορίτες επέζησαν οικονομικά, αλλά και κοινωνικά, παρά το γεγονός ότι η κατοχική συμπεριφορά τους ήταν πάνω απ' όλα αντικοινωνική και ανθελληνική. Και βεβαίως όσοι δεν επέζησαν βιολογικά, είχαν τους φυσικούς διαδόχους τους για να πάρουν τη σκυτάλη και να συνεχίσουν το μεσουράνημα των επιχειρήσεών τους. Και πάλι το κατοχικό παρελθόν ξεχάστηκε.  
Όλους αυτούς τους οικονομικούς μεγαλοδοσιλόγους, που απέκτησαν τέτοιες αμύθητες περιουσίες, ο πανδαμάτωρ χρόνος - όπως ήταν αναμενόμενο - δεν τους λησμόνησε και ελάχιστοι σήμερα ίσως επιζούν. Αλλά και εκείνοι που πέθαναν και εκείνοι που τυχόν ζουν ανάμεσά μας, έχουν επιμελώς αποκρύψει το πραγματικό παρελθόν τους. Θα ήταν έλλειψη στοιχειωδών φυσικών ανακλαστικών, αν γινόταν διαφορετικά.
Όμως η ιστορία δεν καταγίνεται στην παροχή συγχωροχαρτίων. Έχει διαφορετική αντίληψη και η κρίση της δεν επηρεάζεται από συναισθηματισμούς και υποκειμενισμούς. Η πολιτεία μπορεί με άνεση να αμνηστεύει, όπως και η κοινωνία. Η ιστορία όμως δεν έχει τέτοιο δικαίωμα - και βεβαίως σε κάθε ευκαιρία το αποδεικνύει.
Με στοιχεία από άρθρο του Δημοσθένη Κούκουνα που δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο Άνεμος Ανατροπής (http://anemosanatropis.blogspot.gr/2017/11/163.html)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου