Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Μια Καναδέζα στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1944.




Μια Καναδέζα στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1944.

Ημερολογιακές σημειώσεις της Mabel Geldard-Brown,

3 Δεκεμβρίου 1944-16 Ιανουαρίου 1945

Η Μέιμπελ Τζέραλντ-Μπράουν (Mabel Geldard-Brown, 1890 Caithness, Σκοτία-1991 Knowlton, Καναδάς) ήταν Σκωτσέζα που είχε μεταναστεύσει και ζήσει μεγάλο μέρος της ζωής της στον Καναδά.  Ήταν απόφοιτος του London School of Economics και επαγγελματίας της κοινωνικής εργασίας στη διεθνή της έκφανση.
Στην Ελλάδα βρέθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου του 1944 με την αποστολή της UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Agency). Με αυτήν την ιδιότητα ήταν αυτόπτης μάρτυρας των Δεκεμβριανών, από την έναρξη των εχθροπραξιών μέχρι και τη λήξη των συγκρούσεων.
Το ξενοδοχείο «Ακροπόλ Παλάς» (στο εξής «Ακροπόλ»), στο οποίο κατέλυσε με την αποστολή της UNRRA, βρίσκεται στη συμβολή των οδών Πατησίων και Αβέρωφ, στο κέντρο της Αθήνας. Η θέση του «Ακροπόλ», απέναντι από το Μουσείο και το Πολυτεχνείο, κοντά σε κτίριο όπου στεγαζόταν η Ασφάλεια και κοντά στην πλατεία Ομονοίας, το έκανε ιδανικό για τη στέγαση της ομάδας των Αμερικανών και Βρετανών που απάρτιζαν την ομάδα της UNRRA και είχαν αναλάβει την οργάνωση των δραστηριοτήτων της. 


Το ημερολόγιο αποτελείται από 75 δακτυλογραφημένες σελίδες και μας δίνει πολλές πληροφορίες για τη ζωή στην Αθήνα. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η θέση της συγγραφέως απέναντι στη βρετανική εμπλοκή στην Ελλάδα:
Ημερολογιακές καταγραφές υπάρχουν για 34 από τις 46 συνολικά ημέρες του διαστήματος από τις 2/3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι τις 16 Ιανουαρίου 1945.
Η Πρώτη εγγραφή γίνεται στις 3 Δεκεμβρίου 1944 (καλύπτει και τα γεγονότα της 2ας Δεκεμβρίου). Το Ημερολόγιο συνεχίζει μέχρι τις 16 Ιανουαρίου 1945. Οι εγγραφές έγιναν σχεδόν ταυτόχρονα με τα γεγονότα: σε πολλές περιπτώσεις στο κείμενο δηλώνεται ότι η Τζέραλντ-Μπράουν έγραφε το ημερολόγιο στο τέλος της ημέρας ή στο τέλος διαστημάτων μερικών ημερών, όταν υπήρχε πίεση από τις εξελίξεις. Η ίδια η Τζέραλντ-Μπράουν φαίνεται να είχε συναίσθηση της αξίας του κειμένου: το φύλαγε με προσοχή και το συμπλήρωνε με επιμέλεια συμπληρώνοντας τα κενά. Όταν, στη διάρκεια των γεγονότων υπήρξε ενδεχόμενο να μην μείνει στο δωμάτιό της στο «Ακροπόλ» τη νύχτα, γράφει ότι πήρε μαζί της εκτός από τα προσωπικά είδη και το κείμενο του ημερολογίου.
Σήμερα το κείμενο βρίσκεται στα κρατικά αρχεία του Καναδά (Library and Archives Canada), μαζί με άλλο υλικό για τη ζωή και τη δράση της.
Το ημερολόγιο της Μέιμπελ Τζέραλντ-Μπράουν, ξεκινά με αφήγηση των γεγονότων της 2ας Δεκεμβρίου 1944, της τελευταίας μέρας ειρήνης στην Αθήνα.
Η ατμόσφαιρα είναι ήδη βαριά (η άδεια για το συλλαλητήριο του ΕΑΜ έχει ήδη ανακληθεί) και ομάδες ανθρώπων στους δρόμους δίνουν οδηγίες για τη διαδήλωση της Κυριακής. Η έναρξη των γεγονότων αποδίδεται στην παραίτηση των πέντε αριστερών υπουργών της κυβέρνησης Παπανδρέου, που περιγράφεται ως πράξη διαμαρτυρίας για την απόφαση της κυβέρνησης να ανακαλέσει την άδεια για το συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο Σύνταγμα. Όπως σημειώνεται, η κυβερνητική άδεια ανακλήθηκε, λόγω της είδησης ότι δύο μεραρχίες ανταρτών βάδιζαν προς την Αθήνα και υπήρχαν φόβοι ότι αν η συγκέντρωση γινόταν οι «διαδηλωτές θα ενώνονταν με το ΕΑΜ και θα ακολουθούσαν φασαρίες».
Τη μέρα αυτή, η Τζέραλντ-Μπράουν συνοδεύοντας τον υπεύθυνο του εκπαιδευτικού κέντρου της UNRRA είχε συνάντηση με κυβερνητικό αξιωματούχο, στην οποία δεν μπόρεσαν να πάνε. Στο μεταξύ, γράφει, ομάδες ανθρώπων βρίσκονταν στους δρόμους της Αθήνας και φώναζαν οδηγίες για τη διαδήλωση της επομένης. Μια και δεν μπόρεσε να πάει στην προγραμματισμένη συνάντηση, πήγε να επισκεφθεί μια πρώην υφισταμένη της στη ΔιεθνήΥπηρεσία Μετανάστευσης. Έφυγε από εκεί αργά το απόγευμα «αφού προφανώς υπήρχε κάποια αναταραχή» και δεν ήθελε να μείνει έξω περασμένη ώρα, με τη νύχτα να πλησιάζει.



Η επομένη μέρα, Κυριακή 3 Δεκεμβρίου, ήταν ‘a grey day when it dawned’, σχολιάζει. Παρά τον καιρό, περιγράφει, οι άνθρωποι κατευθύνονταν από όλες τις κατευθύνσεις προς την Πλατεία Συντάγματος. Λίγο μετά τις 10.30, είκοσι ή παραπάνω πολεμικά αεροπλάνα άρχισαν να πετούν πάνω από την Αθήνα. Από την ταράτσα του «Ακροπόλ», η Τζέραλντ-Μπράουν παρατήρησε ότι έκαναν κύκλους συνεχώς και κάποτε πετούσαν εξαιρετικά χαμηλά, «σαν μυγάκια που πετούν εδώ κι εκεί», ενέργεια που αναγνωρίζει ως έκφραση ψυχολογικού πολέμου.
Οι παρατηρήσεις της για τη χειροτέρευση της κατάστασης συμπληρώνονται από τις αφηγήσεις άλλων μελών της αποστολής της UNRRA, κάποιοι από τους οποίους βρίσκονταν τη μέρα αυτή στα γραφεία της οργάνωσης (τα γραφεία ήταν στην Πλατεία Κλαυθμώνος 15), ακόμη πιο κοντά στο επίκεντρο των γεγονότων. Από αυτούς μαθαίνει ότι η πλατεία Συντάγματος ήταν αποκλεισμένη από την Αστυνομία, αλλά οι διαδηλωτές έσπασαν τον αποκλεισμό και οι αστυνομικοί, από το αρχηγείο τους στο Σύνταγμα άνοιξαν πυρ. Τα θύματα που δίνει για την πρώτη αυτή σύγκρουση είναι 21 νεκροί και 155 τραυματίες.
Η πρώτη διατάραξη του προγράμματος της δουλειάς της ήταν η ακύρωση μιας επίσκεψης στην Κηφισιά, όπου επρόκειτο να επισκεφθεί ένα ίδρυμα για ορφανά. Ο οδηγός του αυτοκινήτου που θα την πήγαινε, σημειώνει, «έδειχνε προφανώς ανακουφισμένος» με τη ματαίωση της επίσκεψης.
Η έναρξη της γενικής απεργίας με τη διακοπή του ηλεκτρικού και την απαγόρευση της κυκλοφορίας στις 7 το απόγευμα σημειώνονται στο ημερολόγιο, όπως και το γεγονός ότι η Χρυσούλα, η 63χρονη καμαριέρα στο δωμάτιό της, της λέει ότι αν δεν υπακούσει στην εντολή να απεργήσει οι «Κομμουνιστές» μπορεί να βλάψουν τους δύο γιους της. Η αποχώρηση του προσωπικού που ακολουθεί σημαίνει ότι, μέχρι την ομαλοποίηση της κατάστασης στην Αθήνα, οι ένοικοι του ξενοδοχείου αναλαμβάνουν τα καθήκοντα των εργαζομένων.
Τρεις Βρετανοί στρατιωτικοί που βρίσκονται στο ξενοδοχείο, αναλαμβάνουν την προετοιμασία των γευμάτων. Τα γεύματα σερβίρει επιτροπή των ενοίκων, στην οποία συχνά συμμετέχει και η Τζέραλντ-Μπράουν. Οι ένοικοι παρατηρούν τις εξελίξεις από την ταράτσα και βλέπουν και ακούν πυροβολισμούς στην Πλατεία Ομονοίας από ανοίγματα στα κτίρια. Αργότερα μαθαίνουν για 7 θύματα στην Ομόνοια τη μέρα αυτή.



Στο εξής, η καθημερινή ζωή στο «Ακροπόλ» κυριαρχείται, όπως είναι φυσικό από την εξέλιξη των συγκρούσεων. Η Τζέραλντ-Μπράουν προσπαθεί να συνεχίσει να πηγαίνει στη δουλειά της όταν αυτό είναι δυνατόν.
Επιχειρεί μια έξοδο με τα πόδια ήδη την πρώτη μέρα, αλλά οι σφαίρες που εξοστρακίζονται στην Πατησίων και το μπλόκο της αστυνομίας που ψάχνει τους διερχόμενους την πείθουν ότι η μετακίνηση με τα πόδια δεν είναι ασφαλής. Επιστρέφει στο Ακροπόλ. Οι μετακινήσεις στο εξής, προς το κέντρο της Αθήνας, κατά κανόνα γίνονται με αυτοκίνητα της UNRRA και βρετανικά ή αμερικανικά στρατιωτικά αυτοκίνητα.
Η στάση του ΕΛΑΣ είναι, σε αρκετές περιπτώσεις, αμφίσημη για τους ενοίκους στο «Ακροπόλ» και σε προσωπικό επίπεδο φιλική. Άλλωστε, όπως επανειλημμένα σχολιάζει η Τζέραλντ-Μπράουν, παρά το ότι η δουλειά τους είναι υπό στρατιωτικό έλεγχο και διακινούνται συχνά με στρατιωτικά μέσα, είναι τυπικά ουδέτεροι: οι περισσότεροι είναι Αμερικανοί (η ίδια είναι Καναδέζα, αλλά θεωρεί τον εαυτό της υπήκοο της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, είναι μειοψηφία στην αποστολή, αν και η Ελλάδα είναι στη βρετανική ζώνη επιχειρήσεων).
«Βρισκόμαστε πραγματικά σε περίεργη θέση, καθώς είμαστε φιλικοί και προς τις δύο πλευρές», σχολιάζει η Τζέραλντ-Μπράουν στις 29 Δεκεμβρίου. Η αμφισημία του ΕΛΑΣ προς την αποστολή φαίνεται από τη στάση του έναντι των μετακινήσεων των μελών της από και προς το κέντρο της Αθήνας. Όταν, αργότερα στις συγκρούσεις, η οδός Πατησίων έχει σχεδόν κλείσει οι ένοικοι διαπιστώνουν ότι μέρος του δρόμου έχει αφεθεί ελεύθερο για να περνούν τα αυτοκίνητα της αποστολής. Η Τζέραλντ-Μπράουν διαπιστώνει ότι στο μέρος αυτό έχει φτιαχτεί μια «γέφυρα» από πέτρες και χώματα πάνω από χαντάκι.
Όταν στις εξόδους από το ξενοδοχείο, τα αυτοκίνητα πλησιάζουν στον προορισμό τους, ακόμα και αν οι ανταλλαγές πυρών είναι έντονες γύρω από αυτό, συχνά τα πυρά σταματούν, αλλά η άτυπη εκεχειρία διαρκεί μόνο μέχρι να αποβιβαστούν οι επιβάτες.
Η Τζέραλντ-Μπράουν παρατηρεί ότι οι αντάρτες στην αρχή δεν άνοιγαν πυρ κατά Βρετανών. Αυτό όμως αλλάζει πολύ σύντομα και η όποια μετακίνηση γίνεται επικίνδυνη. Για την ασφαλέστερη σήμανση της αυτοκινητοπομπής, χρησιμοποιούνται αμερικανικές σημαίες, που αντιμετωπίζονται πιο φιλικά από το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Άλλωστε, και το αμερικανικό προσωπικό είναι προφανώς φιλικότερο στον ΕΛΑΣ. Το γεγονός όμως αυτό εκνευρίζει την Τζέραλντ-Μπράουν, που το θεωρεί ένδειξη αντιβρετανικής στάσης, αλλά και παράβαση των κανόνων ουδετερότητας της UNRRA στο πεδίο.
“Μερικοί ακόμα Αμερικανοί εμφανίστηκαν ξανά σήμερα φορώντας στρατιωτικές στολές ή με μεγάλες αμερικανικές σημαίες (στο στήθος τους). Επισήμως μας έχει απαγορευθεί να φοράμε στολή όταν είμαστε έξω, αλλά πολλοί τις φορούν και επιπλέον έχουν καταφύγει σε αυτήν την εξωφρενική επίδειξη εθνικού αισθήματος. Τι νομίζουν ότι θα κερδίσουν από αυτό είναι ανεξήγητο αλλά αυτή η μορφή επίδειξης κάνει το αίμα μου να βράζει…”
Όμως παρά τις αντιρρήσεις της, καταγράφει παρακάτω ότι και οι Βρετανοί στρατιωτικοί που βρίσκονται στο «Ακροπόλ» χρησιμοποιούν στις 4 Ιανουαρίου αμερικανικές σημαίες, για να μεταφέρουν στο ξενοδοχείο έναν τραυματία από το απέναντι πεζοδρόμιο της οδού Πατησίων. Ο τραυματίας είναι περίοικος και τον κρατούν στο ξενοδοχείο το βράδυ.
Εξίσου ενοχλητικό βρίσκει η συγγραφέας το γεγονός ότι στις διαδηλώσεις στην αρχή των γεγονότων τα πλήθη φωνάζουν «Ρούσβελτ». Τα αντιβρετανικά αίσθημα που αυξάνινται είναι κάτι που το παρατηρεί με λύπη. Θεωρεί ότι μέρος της κατάστασης οφείλεται σε κενό ενημέρωσης για τα γεγονότα στην Ελλάδα: «…οι συμπάθειες των Αμερικανών, μελών του οργανισμού (ενν. την UNRRA) είναι πολύ περισσότερο με τον ΕΛΑΣ παρά με τους Βρετανούς και την κυβέρνηση, αλλά πολλοί δεν ξέρουν όλα τα στοιχεία και κρίνουν από τη δημοσιότητα που δόθηκε στον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ τις μέρες της Κατοχής, όταν δόθηκε τόσος έπαινος σε αυτούς για την αντίσταση στον εχθρό».


Εξαρχής, άλλωστε το αμερικανικό προσωπικό της αποστολής πιέζει είτε για αποχώρηση από την Ελλάδα ή τουλάχιστον για τήρηση αυστηρότερης ουδετερότητας. Σε μια περίπτωση η Brown λογομαχεί με μια Αμερικανίδα που της λέει ότι ο Βρετανοί δεν αφήνουν τους Έλληνες να επιλέξουν την κυβέρνηση που θέλουν και αυτό προκαλεί αντιβρετανικά αισθήματα. Η συζήτηση σταματά, αλλά η συγγραφέας παρατηρεί ότι όσο λιγότερα ειπωθούν για το θέμα, τόσο καλύτερα. Σχολιάζει ότι δύο Αμερικανίδες υποστηρίζουν με λύσσα την πλευρά του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.
Οι συγκρούσεις γύρω από το «Ακροπόλ», δεν είναι αρχικά συνεχείς. Τις πρώτες μέρες το γεγονός ότι οι πυροβολισμοί αρχίζουν στις 07.00, κάνει κάποιον να σχολιάσει ότι και οι δύο πλευρές φαίνεται να ακολουθούν το ωράριο των εργατικών συνδικάτων. Όταν πέφτει η νύχτα οι πυροβολισμοί παύουν, με εξαίρεση μεμονωμένες περιπτώσεις. Όμως στις 11 Δεκεμβρίου καταγράφεται ότι οι πυροβολισμοί συνεχίστηκαν όλη τη νύχτα. Οι επόμενες νύχτες ήταν ταραγμένες μέχρι τη λήξη των εχθροπραξιών.
Η περιοχή, αν και όχι το ίδιο το κτίριο του ξενοδοχείου, είναι σημαντική για τις αντίπαλες πλευρές. Στις 11 Δεκεμβρίου, σε συνάντηση όλων των μελών της αποστολής της UNRRA, συζητιούνται οι εξελίξεις και η αποστολή ζητά τον πλήρη διαχωρισμό των δραστηριοτήτων της από τις στρατιωτικές αρχές. Αποτέλεσμα της κατάστασης είναι ότι στις 14 Δεκεμβρίου με διαταγή των στρατιωτικών αποφασίζεται να φύγουν όλοι οι εργαζόμενοι της UNRRA. Η Τζέραλντ- Μπράουν κατορθώνει να μείνει, λίγο με το έτσι-θέλω, λίγο εκμεταλλευόμενη την αδυναμία λήψης αποφάσεων των ανωτέρων της.
Μετά την αποχώρηση της πλειονότητας της αποστολής της UNRRA, η περιοχή γίνεται θέατρο σφοδρών συγκρούσεων.
Υπάρχει μια αμηχανία της συγγραφέως σχετικά με το πώς θα πρέπει να αναφερθεί στους εμπλεκόμενους στις συγκρούσεις. Οι συγκρούσεις αναφέρονται ως εμφύλιος πόλεμος πρώτη φορά στις 7 Δεκεμβρίου. Αλλού η ίδια πλευρά περιγράφεται με τη λέξη «αντάρτες» (rebels). Οι δύο πλευρές στη σύγκρουση είναι επίσης αντικείμενο αμφισημίας. Το ΕΑΜ, το ΚΚΕ και αργότερα ο ΕΛΑΣ δεν φαίνονται να ταυτίζονται, αλλά παρουσιάζονται στην ίδια ομάδα, εναντίον της Κυβέρνησης Παπανδρέου και των Βρετανών. Η συγγραφέας φαίνεται να έχει σαφή άποψη για το ποιος έχει δίκιο, αλλά σπανίως την εκφράζει, εκτός από τις περιπτώσεις όπου χρειάζεται να υπερασπιστεί τη βρετανική πλευρά.
Οι υποστηρικτές της Κυβέρνησης εκτός από τους Βρετανούς, είναι η Ορεινή Ταξιαρχία (αναφέρεται ως Ρίμινι), αλλά κύριο ρόλο στο ημερολόγιο της παίζουν οι αστυνομικοί. Αστυνομικοί υπερασπίζονται το κτίριο της Ασφάλειας κοντά στο «Ακροπόλ», μέχρι που βρετανικά άρματα τους βοηθούν να διαφύγουν και το κτίριο ανατινάζεται από τους αντάρτες.


Τα άρματα μάχης εμφανίζονται συχνά στο ημερολόγιο της. Τις πρώτες μέρες άρματα μάχης και τεθωρακισμένα αυτοκίνητα επιτηρούν τις γωνίες των δρόμων στο κέντρο της Αθήνας. Την ίδια μέρα, τανκς συνοδεύουν διαδήλωση του ΕΑΜ και κάνει εντύπωση στην Τζέραλντ-Μπράουν, ότι τα άρματα έχουν τα πυροβόλα τους στραμμένα, όχι προς το πλήθος, αλλά προς τα πίσω, προφανώς για να μην προκαλέσουν. Αργότερα άρματα στη λεωφόρο Πατησίων φωτίζουν με τον προβολέα τους το κτίριο της Ασφάλειας και την επομένη αναλαμβάνουν την εκκένωσή του και την ασφαλή απαγκίστρωση των αστυνομικών. Στις συγκρούσεις, βρετανικά τεθωρακισμένα χρησιμοποιούνται για την εξουδετέρωση ελεύθερων σκοπευτών.
Στις 30 Δεκεμβρίου σημειώνεται: «την περασμένη νύχτα, η δραστηριότητα των αρμάτων ήταν τρομερή» και λίγο παρακάτω, «η καταστροφή που έγινε από τα άρματα στην Λεωφόρο Πατησίων και τους γειτονικούς δρόμους νότια από εδώ είναι τρομερή και κάποιες από τις φωτιές στα σπίτια έκαιγαν με μανία όλη τη νύχτα και έκαιγαν ακόμα, όταν περάσαμε το πρωί».
Αντίστοιχη περίπτωση με επιχειρήσεις στην άμεση περιοχή και εμπλοκή των Βρετανών στην απαγκίστρωση είναι και μια κλινική (πιθανώς πρόκειται για την κλινική Σμπαρούνη στα Εξάρχεια) που απασχολεί την αποστολή τις τελευταίες μέρες του Δεκεμβρίου. Η κλινική έχει καταληφθεί από τον ΕΛΑΣ και γίνονται προσπάθειες να μεταφερθούν αλλού οι ασθενείς και οι πρόσφυγες που έχουν καταφύγει εκεί. Υπάρχει αρκετή καχυποψία από τους Βρετανούς που πιστεύουν ότι ο ΕΛΑΣ κρύβεται πίσω από τους άμαχους για να καθυστερήσει την αποχώρησή του, στην οποία έχει συμφωνήσει. Η αποχώρηση δεν γίνεται στις 31 Δεκεμβρίου, παρά την άδεια που εξασφάλισε από το αρχηγείο του ΕΛΑΣ Βρετανός συνταγματάρχης. Η κλινική δεν εκκενώνεται ούτε την επομένη. Όταν οι μάχες στην περιοχή του ξενοδοχείου ξεκινούν ξανά, η συγγραφέας αναρωτιέται τι να έγιναν οι ασθενείς.
Ένας στρατιωτικός που αναφέρεται αρκετά στο ημερολόγιο, είναι ο Συνταγματάρχης Λέσλι Φρέντερικ Σέπαρντ (Leslie Frederick Sheppard). Ο Σέπαρντ αξιωματικός-σύνδεσμος με τη SOE, σκοτώνεται όταν το αυτοκίνητό του πέφτει σε νάρκη, λίγα μέτρα από το «Ακροπόλ». O Σέπαρντ ήταν αξιωματικός που είχε δύο χρόνια στην Ελλάδα και σε αυτόν αποδίδονται από την Τζέραλντ-Μπράουν η διάσωση του Φράγματος του Μαραθώνα και της Ηλεκτρικής Εταιρείας. Η νάρκη που τον σκοτώνει είναι του ΕΛΑΣ. Ο οδηγός του επιβιώνει ελαφρά τραυματισμένος.
Ο Σέπαρντ επέστρεφε το πρωί της 30ής Δεκεμβρίου 1944, από την Κηφισιά, όπου είχε πάει, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ημερολογίου, να φέρει ό,τι χρειαζόταν (άμφια ή ράσα) ο Αρχιεπισκόπος Δαμασκηνός για την ορκωμοσία του ως Αντιβασιλιάς. Η κηδεία του γίνεται στις 31 Δεκεμβρίου στο παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού. Δεν υπάρχει φέρετρο (δεν είναι εύκολο να εξασφαλιστεί όπως παρατηρεί η συγγραφέας). Το σώμα του Σέπαρντ είναι τυλιγμένο με μια στρατιωτική κουβέρτα, σκεπασμένη με τη βρετανική σημαία. Υπάρχουν και λίγα λουλούδια, νάρκισσοι και βιολέτες. Η απουσία του Σκόμπυ σημειώνεται στο κείμενο (εκπροσωπείται πάντως από δύο αξιωματικούς του επιτελείου του) ενώ παρών είναι ο Θεμιστοκλής Τσάτσος εκ μέρους της Ελληνικής Κυβέρνησης, εκπρόσωποι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, και πολλοί πολίτες. Ο Σέπαρντ είχε ζήσει στην κατεχόμενη Ελλάδα τα δύο προηγούμενα χρόνια και φαίνεται να ήταν αρκετά γνωστός.
Η φροντίδα για τους πληγωμένους που πέφτουν έξω από το «Ακροπόλ» απορροφά αρκετή από τη δραστηριότητα των ενοίκων. Πολλές φορές ένοικοι ή περαστικοί τραυματίζονται και περιθάλπονται στο ξενοδοχείο, συνήθως μέχρι να μπορέσουν να μετακινηθούν σε νοσοκομείο. Μια φορά κάποια ετοιμόγεννη γυναίκα, σύζυγος αξιωματικού του στρατού όπως λέει, ζητά καταφύγιο στο ξενοδοχείο. Σύμφωνα με την αφήγησή της, την έχουν διώξει από το σπίτι της κοντά στο εργοστάσιο Φιξ οι ελασίτες. Ήρθε από εκεί με τα πόδια προσπαθώντας να φτάσει σε συγγενείς της κάπου στην περιοχή. Οι ένοικοι προσφέρονται να την πάνε με αυτοκίνητο, αλλά οι άνδρες του ΕΛΑΣ τους πληροφορούν ότι η περαιτέρω πορεία μετά το ξενοδοχείο δεν είναι ασφαλής. Τελικά οι άνδρες του ΕΛΑΣ προσφέρονται να συνοδεύσουν τη γυναίκα στον προορισμό της. Οι συνοδοί της λένε στην Τζέραλντ-Μπράουν ότι ελπίζουν, η γυναίκα να μην αποκάλυψε την ταυτότητα του άνδρα της στους αντάρτες…
Στο ημερολόγιο περιγράφονται και τρία πάρτι. Είναι οι πιο ελαφρές στιγμές, που όμως φανερώνουν την πίεση υπό την οποία ζει η ομάδα.
Το πρώτο είναι ένα αυθόρμητο πάρτι που οργανώνεται τις πρώτες μέρες του αναγκαστικού εγκλεισμού. Η Τζέραλντ-Μπράουν παρατηρεί ότι οι προσπάθειες να τραγουδήσουν όλοι μαζί δεν είναι πολύ επιτυχημένες καθώς παρατηρεί ότι τα τραγούδια στην πορεία του ΕΑΜ την προηγουμένη ήταν μελωδικότερα…
Η δεύτερη περίπτωση που περιγράφεται είναι το χριστουγεννιάτικο πάρτι στο «Ακροπόλ». Το χριστουγεννιάτικο δείπνο προσφέρθηκε το μεσημέρι καθώς όσοι έμεναν αλλού δεν θα μπορούσαν να φύγουν αργότερα λόγω της απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Το ξενοδοχείο είχε εξασφαλίσει ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο και η τραπεζαρία στολίστηκε· ακόμα και καθαρά τραπεζομάντηλα βρέθηκαν και στρώθηκαν στα τραπέζια. Κάθε ένοικος πρόσφερε δώρο, που διανεμήθηκε με κλήρο. Τα δώρα ήταν καπνός, τσιγάρα, σαπούνι κ.λπ. αλλά ακόμη και ένα δίχτυ μαλλιών (!) και ένα ρολό χαρτί υγείας. Η Αμερικανίδα η οποία το κέρδισε δήλωσε ότι είναι ιδιαιτέρως ευπρόσδεκτο, καθώς η εναλλακτική λύση ήταν το καφέ χαρτί υγείας που έδινε ο στρατός. Υπήρχε επίσης ποτό: για την ομάδα, είχαν σταλεί 65 μπουκάλια ουίσκι, 10 από τα οποία πήγαν για το πάρτι. Με μια κιθάρα οι «έγκλειστοι» πέρασαν καλά, έστω και αν μερικοί μέθυσαν νωρίς, ένδειξη της ψυχολογικής πίεσης την οποία ζούσαν.
 Το τρίτο πάρτι, της παραμονής της Πρωτοχρονιάς ήταν λιγότερο ζωηρό από αυτό των Χριστουγέννων. Το ξενοδοχείο, σύμφωνα με το ελληνικό έθιμο, προσφέρε βασιλόπιτα για όλους, με έπαθλο ένα νόμισμα μισής χρυσής λίρας. Ο κερδισμένος (ένας Μορμόνος, σημειώνει η συγγραφέας) προσέφερε το ποσό στο κοινό ταμείο των υπαλλήλων. 


Λίγο νωρίτερα, στην εγγραφή για τις 29 Δεκεμβρίου, η Μπράουν καταγράφει στο ημερολόγιό της ένα επεισόδιο της συνεχούς πάλης που χρειάζεται με την ελληνική δημοσιοϋπαλληλία, ακόμη και εν μέσω εμφυλίου πολέμου. Επιχειρεί να εξασφαλίσει ένα κτίριο στην οδό Καραγιώργη Σερβίας 8, για τη στέγαση του προσωρινού κέντρου στέγασης για τους πρόσφυγες για τη δημιουργία του οποίου έχει ήδη δοθεί προφορική άδεια από την UNRRA. Χρειάζονται όμως τρεις επισκέψεις στη Διοίκηση Αττικής, αρκετές ακόμη στο γραφείο Οικονομικών, έγκριση του υπουργού Εφοδιασμού της Ελληνικής Κυβέρνησης (αρμόδιος υπουργός είναι ο Θεμιστοκλής Τσάτσος). Ακόμη και όταν όλοι έχουν δώσει την άδειά τους, ο αρμόδιος υπάλληλος επιμένει ότι θα πρέπει πρώτα να στοιβαχτούν σε ένα δωμάτιο τα πράγματα που έχουν μείνει στο κτίριο από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες. Αυτοί ήταν μια εβραϊκή εταιρεία που τα πράγματά της είχαν λεηλατηθεί από τους Γερμανούς… Μη μπορώντας να κάμψει την αντίσταση του «μικρού υπαλλήλου» (little functionary είναι ο όρος που χρησιμοποιείται) η Τζέραλντ-Μπράουν ζητά από έξι αστυνομικούς να βοηθήσουν στη μεταφορά και μετά βάζει δικό της λουκέτο στην πόρτα, ενώ αφαιρεί και παίρνει μαζί της και το πόμολο της πόρτας...
Αν και η ίδια δεν φαίνεται να στερείται κάτι σημαντικό στη διάρκεια των συγκρούσεων, έχει συναίσθηση των ελλείψεων στην Αθήνα. Στο ημερολόγιο καταγράφεται μια άτυπη διανομή τροφίμων από τους ενοίκους του ξενοδοχείου: οι πεινασμένοι κατοικούν στα εφαπτόμενα με το ξενοδοχείο κτίρια και η διανομή γίνεται από τα πίσω παράθυρα του ξενοδοχείου, για λόγους ασφαλείας.
Οι τιμές στη Δεκεμβριανή Αθήνα έχουν ξανά απογειωθεί: παρατηρεί ότι ένα πακέτο τσιγάρα Camel που στις Ηνωμένες Πολιτείες θα κόστιζε 15 σεντς, στο Κολωνάκι κοστίζει 10 σελίνια ή 2 δολάρια, και δύο μικρά μανταρίνια κοστίζουν 40 δραχμές.
Ένα γεγονός που εντυπωσιάζει την αφηγήτρια, διαδραματίζεται τη μέρα της Πρωτοχρονιάς του 1945. Ενώ περνά από την πλατεία Συντάγματος νωρίς το πρωί, ακούει τη βρετανική στρατιωτική μπάντα να παιανίζει πρώτα τον ελληνικό Εθνικό Ύμνο και να ακολουθεί ο βρετανικός. Όλοι παρακολουθούσαν σε στάση προσοχής. Οι στρατιωτικοί χαιρετούν και καθώς η μουσική αποχωρεί, το πλήθος χειροκροτεί. Κανείς δεν μιλά, μόνο χειροκροτήματα ακούγονται. «Ήταν πολύ εντυπωσιακό» σχολιάζει. Αυτό κατά τη συγγραφέα δείχνει ότι τουλάχιστον στην περιοχή αυτή του κέντρου της Αθήνας, οι Βρετανοί αντιμετωπίζονται με θερμά συναισθήματα.
Στην ημερολογιακή εγγραφή για τις 5 Ιανουαρίου 1944, αναφέρεται «ότι η Αθήνα ελευθερώθηκε». Οι κάτοικοί της μπορούν και πάλι να κυκλοφορούν ελεύθερα σε όλα τα μέρη της πόλης. Είναι με δόση υπερβολής αυτό που αναφέρεται καθώς το πρωί της μέρας αυτής οι ήχοι της μάχης ακόμη έρχονταν από την περιοχή της Ομόνοιας.
Ένας πολίτης τραυματίστηκε στον δρόμο το προηγούμενο βράδυ. Οι ένοικοι τον έχουν περιθάλψει και το πρωί ένας από τους υπαλλήλους του ξενοδοχείου βγαίνει για να επικοινωνήσει με τον ΕΛΑΣ για τη μεταφορά του στο νοσοκομείο. Όταν επιστρέφει λέει με έκπληξη ότι δεν μπορεί να βρει ούτε έναν ελασίτη μέχρι τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Προς την άλλη κατεύθυνση (όπου βρίσκονταν τα κυβερνητικά στρατεύματα) τον είχαν πυροβολήσει τρεις φορές.
Γύρω στις 11 το πρωί της μέρας αυτής, το ημερολόγιο μας πληροφορεί ότι οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να κινούνται προς την κατεύθυνση της Ομόνοιας. Λίγο μετά κάποιοι ντόπιοι που παρουσιάστηκαν στο ξενοδοχείο, πληροφορούν το προσωπικό ότι το προηγούμενο βράδυ από τα μεσάνυχτα μέχρι τις 2 τα ξημερώματα, ο ΕΛΑΣ


“… με γυναίκες, παιδιά, άλογα, γαϊδούρια και κάθε είδους μέσο μεταφοράς εκτός από αυτοκίνητα τα οποία δεν διέθεταν, είχαν φύγει. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πασιχαρείς και επέμεναν ότι η περιοχή ήταν ελεύθερη, παρά το γεγονός ότι οι ανταλλαγές πυροβολισμών συνεχίζονταν στην κατεύθυνση της Ομόνοιας… Ο ΕΛΑΣ έχει τραπεί σε φυγή προς τους λόφους ακολουθούμενος από τους Βρετανούς. Πραγματικά είναι μια μέρα που περιμέναμε και αναρωτιόμασταν αν θα έρθει ποτέ”.
Στο ημερολόγιο της σημειώνει λοτι είναι πια δυνατό για πρώτη φορά από την έναρξη των συγκρούσεων, να πάει κανείς με τα πόδια στο γραφείο (στην πλατεία Κλαυθμώνος). Υπάρχουν βέβαια ακόμα οδοφράγματα, και κάποια σπίτια ακόμα καπνίζουν στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Λίγο μετά, οι Αθηναίοι βγαίνουν να μαζέψουν ό,τι μπορούν, κυρίως καύσιμη ξυλεία από τα ερείπια. Η Τζέραλντ-Μπράουν παρατηρεί έναν γέρο και την κόρη του να παίρνουν ό,τι μπορούν από ένα περίπτερο και από σπίτια που ερειπώθηκαν στις συγκρούσεις.
Αργότερα, θα ακολουθήσουν συλλήψεις από την κυβερνητική πλευρά. Ανάμεσα στους συλληφθέντες, η συγγραφέας θα προσέξει δύο κοπέλες με βαμμένα ξανθά μαλλιά που τις είχε δει πριν μέρες να τρέχουν δίπλα στο αυτοκίνητο που την μετάφερε, για να καλυφθούν από τις σφαίρες. Οι κοπέλες (η Τζέραλντ-Μπράουν υποψιαζόταν ότι τότε μετέφεραν πυρομαχικά για τους αντάρτες) μεταφέρονται με συνοδεία, μέσα από ένα εχθρικό πλήθος. Παρατηρεί ότι είναι πολύ καλοντυμένες και προσθέτει ότι πιθανόν τα ρούχα να ήταν κλεμμένα.
Ένα δεύτερο παρόμοιο επεισόδιο την ίδια μέρα, με δύο τραυματισμένους (πιθανώς αντάρτες) που συνελήφθησαν και οι αστυνομικοί τους κακομεταχειρίζονται της κάνει αλγεινή εντύπωση. Αναρωτιέται για το επίπεδο της συσσωρευμένης πίκρας που κάνει τους συμπατριώτες να νιώθουν τόσο έντονο μίσος προς άλλους συμπατριώτες τους.
Στις 6 Ιανουαρίου η Τζέραλντ-Μπράουν σχολιάζει ότι η κίνηση προς το κέντρο της Αθήνας γίνεται κατευθείαν από την οδό Πατησίων, χωρίς την παράκαμψη που ήταν απαραίτητη τις «περασμένες εβδομάδες». Η αλλαγή της φαίνεται απίστευτη. Σημειώνει ότι πριν 24 ώρες ο δρόμος αυτός θεωρούνταν επικίνδυνος, ενώ πριν δυόμισι μέρες κινούμενοι στον ίδιο δρόμο είχαν βρεθεί σε διασταυρούμενα πυρά. Άνθρωποι είναι πλέον παντού σε κίνηση, καθένας με μια τσάντα ή κουβαλώντας δοχείο για φαγητό. Επίσης Αθηναίοι κουβαλώντας μπόγους επιστρέφουν στα σπίτια τους από την «ελεύθερη περιοχή», όπως την ονομάζει.
Η καρτερία με την οποία οι Αθηναίοι αντιμετωπίζουν τα γεγονότα σχολιάζεται θετικά. Μια κυρία που ήταν υπεύθυνη για ένα καταφύγιο στην περιοχή του Συντάγματος, αναφέρει στην Τζέραλντ-Μπράουν ότι βρήκε το σπίτι της εντελώς λεηλατημένο. Η συγγραφέας απαντά ότι δυσκολεύεται να πιστέψει την ιστορία, γιατί την διηγείται χαμογελώντας. Η απάντηση που παίρνει είναι: «τα υπάρχοντα μπορούμε να τα ξαναφτιάξουμε, είμαστε ζωντανοί και έχουμε ελευθερωθεί, τι είναι τα υπάρχοντα μπροστά στις ζωές μας»;
 Η Τζέραλντ-Μπράουν παρατηρεί ότι οι Αθηναίοι δείχνουν απίστευτη ζωτικότητα και θέληση να ξαναρχίσουν από την αρχή. Σημειώνει την απουσία ζητιάνων στους δρόμους της Αθήνας και το γεγονός ότι δεν κινδυνεύουν από κλοπή τα περιεχόμενα της τσάντας των ξένων (τουλάχιστον) που εργάζονται στην πόλη. Συγκρίνει την Αθήνα με τη Βαρσοβία του 1922, όπου τίποτα δεν ήταν ασφαλές.
Ακολουθούν ιστορίες ωμοτήτων που υπάρχουν (ειδικά σχετικές με τους ομήρους του ΕΛΑΣ· μεγάλο και φλέγον θέμα στην Αθήνα του 1945) αλλά και άλλες αφηγήσεις για τις συλλήψεις από την κυβερνητική αστυνομία. Στις 7 Ιανουαρίου η Τζέραλντ-Μπράουν πηγαίνει ξανά με τα πόδια στο κέντρο της πόλης. Η ασφάλεια έχει βελτιωθεί, δεν υπάρχουν πια ανταλλαγές πυρών, αλλά συνεχίζονται οι συλλήψεις πολιτών. Η Τζέραλντ-Μπράουν, βρίσκεται τυχαία στην οδό Θεμιστοκλή και Γαμβέτα, όπου σε ένα κτίριο η αστυνομία έχει συγκεντρώσει πολλούς συλληφθέντες. Οι περισσότεροι στο κτίριο είναι γυναίκες, μερικές νεα-ρής ηλικίας. Είναι μέλη του ΚΚΕ, την πληροφορούν από το πλήθος των περίεργων που παρακολουθούν. Ένας από αυτούς, της λέει ότι έκαψαν το σπίτι του και μόλις γλύτωσε με την οικογένειά του, όμως βλέποντας τις συλλήψεις ντρέπεται που είναι Έλληνας. Τέτοια πράγματα δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν, οι συλληφθέντες δεν ήξεραν τι έκαναν, παραπλανήθηκαν από άλλους.
Με το τέλος των συγκρούσεων, η αλλαγή ατμόσφαιρας είναι άμεση. Οι εγγραφές του ημερολογίου στρέφονται προς τη φροντίδα των αστέγων και την προστασία τους από την αυθαίρετη κράτηση από την αστυνομία. Στην τελευταία εγγραφή (στις 16 Ιανουαρίου 1945) η έμφαση έχει αλλάξει, προς την ανθρωπιστική δραστηριότητα, το κύριο έργο της UNRRA. Το κείμενο κλείνει με σκέψεις για τις ευεργετικές συνέπειες της ίσης μεταχείρισης όλων των φιλοξενουμένων στο Κέντρο Φιλοξενίας που διευθύνει.


Το κείμενο του Ημερολογίου που παρουσιάστηκε, έχει νομίζουμε μοναδικά χαρακτηριστικά. Είναι γραμμένο από μη ελληνική πηγή, αλλά ασχολείται αποκλειστικά με θέμα ελληνικού ενδιαφέροντος.
Η συγγραφέας του ζει τα Δεκεμβριανά στο κέντρο της Αθήνας αλλά λίγο εκτός του χώρου που ελέγχεται άμεσα από τους Βρετανούς και την Ελληνική Κυβέρνηση. Η Μέιμπελ Τζέραλντ- Μπράουν, μια γυναίκα σε έναν ανδρικό κόσμο σύρραξης, φαίνεται να περνά τα «σύνορα» μεταξύ της περιοχής που ελέγχει ο ΕΛΑΣ και αυτής των βρετανικών και των κυβερνητικών δυνάμεων, όποτε χρειάζεται, αν και όχι χωρίς δυσκολία.
Η Μέιμπελ Τζέραλντ-Μπράουν επιλέγει και επιδιώκει να μείνει στην Αθήνα όταν φεύγουν τα περισσότερα μέλη της αποστολής, για να συνεχίσει την ανθρωπιστική της δράση την οποία κρίνει ότι οι κάτοικοι χρειάζονται. Την σταματούν κάποτε οι πολεμικές επιχειρήσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη στον δρόμο της και την αναγκάζουν να κάνει κύκλο όποτε κινείται στην Αθήνα, αποφεύγοντας τα δύσκολα σημεία. Αλλά επιμένει να επιδιώκει ανθρωπιστικούς στόχους, όπως τους ορίζει η UNRRA. Η ανοχή που επιδεικνύουν οι αντάρτες και η συνεχής υποστήριξη των Βρετανών (που εφοδιάζουν με τρόφιμα το ξενοδοχείο) διευκολύνουν τη διαβίωσή της και αυτήν των άλλων μελών της αποστολής και κάνουν την ανθρωπιστική της αποστολή δυνατή.
Η Μέιμπελ Τζέραλντ-Μπράουν, αλλά και οι άλλοι ένοικοι του ξενοδοχείου βοηθούν όσο μπορούν την επισιτιστική κατάσταση χωρίς να ξεχωρίζουν μεταξύ φίλων και εχθρών, όπως όριζε ο χάρτης της UNRRA. Δεν έχουν άλλωστε τρόπο να ξεχωρίσουν μεταξύ των εμπολέμων, παρά μόνο από τη συμπεριφορά τους.
Επανειλημμένα περιθάλπουν ανθρώπους που τραυματίζονται στην περιοχή του ξενοδοχείου χωρίς να παραβαίνουν τους όρους εντολής τους και φροντίζουν να μεταφερθούν σε νοσοκομείο μόλις είναι δυνατόν.
Η Τζέραλντ-Μπράουν δείχνει σε όλες τις περιπτώσεις την εικόνα ψύχραιμης επαγγελματικής αντιμετώπισης. Δεν φαίνεται στα γραπτά της φόβος θανάτου ή τραυματισμού, αντίθετα φαίνεται να διαχειρίζεται ψύχραιμα και αποτελεσματικά –όσο μπορούμε να κρίνουμε– τις κρίσεις και την ψυχολογική πίεση, την ελληνική (και βρετανική) γραφειοκρατία, τον θάνατο και τις δυσκολίες. Και όλα αυτά σε ένα φυσικό περιβάλλον όχι τελείως άγνωστο (έχει ζήσει στην Ελλάδα στο παρελθόν), αλλά οπωσδήποτε διαφορετικό απ’ ό,τι έχει συνηθίσει.
Η Μέιμπελ Τζέραλντ-Μπράουν είναι, όπως έχει γραφεί, ‘hardened humanitarian’  που βάζει την επίτευξη των ανθρωπιστικών της στόχων πάνω από κάθε άλλον. Και βέβαια, στην κατασκευή αυτής της προσωπικότητας, την βοηθά η πολλών δεκαετιών εμπειρία σε ανάλογες περιστάσεις. Μέσα στα πλαίσια αυτά, το Ημερολόγιο της Μέιμπελ Τζέραλντ-Μπράουν, είναι μια ασυνήθιστη πηγή για τα Δεκεμβριανά, που μας επιτρέπει να δούμε με περισσότερη ευκρίνεια την καθημερινότητα των ανθρώπων που έζησαν αυτήν τη δύσκολη περίοδο.


Από άρθρο-συμμετοχή του Γιώργου Καζαμία αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρουστο βιβλίο «ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΙΒΑΝΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, 1944»
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου