Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Κάρελ Τσάπεκ : Παραμονή Χριστουγέννων





Παραμονή Χριστουγέννων

Με το λεπτό χιούμορ του ο Τσάπεκ μάς ταξιδεύει στην Βηθλεέμ τη νύχτα της γέννησης του Θεανθρώπου και μας περιγράφει μια σκηνή που θα μπορούσε κάλλιστα... να είχε συμβεί.

του Κάρελ Τσάπεκ 

Ε λοιπόν, μένω κατάπληκτη μαζί σου! φώναξε η κυρά-Ντίνα. «Αν ήταν άνθρωποι συσταζούμενοι θα πήγαιναν στον δήμαρχο αντί να γυρνάνε στις γειτονιές ζητιανεύοντας να βρούνε μέρος να κοιμηθούνε! Γιατί δεν τους έστελνες στου Σίμωνα; Γιατί δηλαδή πρέπει να τους βολέψουμε εμείς; Μην και δεν είμαστε ίσια κι όμοια με τον Σίμωνα; Εγώ πάντως ξέρω πως η γυναίκα του τέτοια αποβράσματα δεν θα τά ' μπάζε σπίτι της! Μένω κατάπληκτη μαζί σου, αλήθεια σ' το λέω - μα δεν καταλαβαίνεις ότι ξεπέφτεις άμα έχεις πάρε-δώσε με τέτοιου είδους ανθρώπους;»
«Σταμάτα πια τις φωνές,» μούγκρισε ο Ισάχαρ, «θα μας ακούσουν.»
«Σκασίλα μου,» φώναξε η κυρά-Ντίνα, υψώνοντας ακόμα πιο πολύ τον τόνο της φωνής της. «Να δούμε τι άλλο θα ακούσω! Ωραία κατάσταση, να μην μπορώ να ψιθυρίσω στο σπίτι μου μην και προσβάλω τους αλήτες! Μήπως τους ξέρεις; Μήπως τους ξέρει κανείς; Λέει πως η μικρή είναι γυναίκα του. Γυναίκα του; Χα! Σαν να μην ξέρω εγώ τι σημεία και τέρατα κάνουν αυτοί οι αγύρτες. Μα δεν ντράπηκες να μπάσεις τέτοιους ανθρώπους στο σπίτι;»
Ο Ισάχαρ ήθελε να πει ότι τους είχε απλώς   επιτρέψει να  βολευτούν στον σταύλο, αλλά δεν μίλησε: ήταν άνθρωπος που δεν του άρεσαν οι φασαρίες.
«Κι εκείνη η γυναίκα,» συνέχισε αγανακτισμένη η κυρά-Ντίνα, «από μακριά βλέπεις σε τι κατάσταση βρίσκεται. Αχ, Θεέ μου, σαν να μην μας έφταναν όλα τ' άλλα, αυτό μας έλειπε! Σκέψου μόνο τι κουτσομπολιά έχουν να γίνουν! Πού είχες το μυαλό σου, άνθρωπε μου;» Η κυρά-Ντίνα σταμάτησε να πάρει ανάσα. «Αλλά πώς να πεις όχι σε τέτοιο κορίτσι; Έτσι και σε κοιτάξει με τα γλυκά της μάτια και δεν ξέρεις τι να της πρωτοκάνεις. Ενώ για μένα, Ισάχαρ, για μένα, δεν θα είχες κάνει ούτε τα μισά! Βολευτείτε σαν στο σπίτι σας, καλοί μου άνθρωποι, στον σταύλο θα βρείτε όσο σανό θέλετε... Σαν να μην υπάρχουν άλλοι άνθρωποι στην Βηθλεέμ με σταύλους! Γιατί δεν τους δίνει ο Σίμωνας δυο δεμάτια άχυρο; Να σου πω εγώ το γιατί: η γυναίκα του δεν σηκώνει τέτοια καμώματα απ' τον άντρα της. Μόνο εγώ η κακομοίρα σ' αφήνω να με δυναστεύεις και τα καταπίνω όλα δίχως να βγάζω άχνα.»
Ο γέρο-Ισάχαρ γύρισε προς τη μεριά του τοίχου. «Πότε θα πάψει επιτέλους;» σκέφτηκε. «Δίκιο έχει, βέβαια, από μια μεριά, αλλά όχι και να το κάνει ζήτημα επειδή δυο φτωχοί...»
«Άκου να μπάσεις ξένους στο σπίτι!» συνέχισε η κυρά-Ντίνα που την έπνιγε το δίκιο της. «Ποιος ξέρει τι σόι άνθρωποι είναι; Τώρα να δεις, μάτι δεν θα κλείσω όλη νύχτα απ' την τρομάρα μου! Πολύ που σε νοιάζει όμως αν κοιμηθώ ή όχι! Τα πάντα για τους ξένους, για μένα τίποτα! Αχ, μια φορά μονάχα να 'δειχνες λίγη κατανόηση για την κατάκοπη και ανήμπορη γυναίκα σου! Και το πρωί σαν φύγουν θα πρέπει και να συγυρίσω! Αν ο γέρος είναι πράγματι ξυλουργός, γιατί δεν δουλεύει, ε; Και γιατί να πέφτουν όλα πάνω στην καμπούρα μου; Μ' ακούς τι λέω, Ισάχαρ, μ' ακούς;»
Αλλά ο Ισάχαρ, με το πρόσωπο γυρισμένο προς τον τοίχο, καμώθηκε ότι κοιμόταν.
«Αχ, Θεέ μου,» αναστέναξε η Ντίνα, «ζωή κι αυτή! Τώρα να δεις, μαύρη νύχτα θα περάσω απ’ την αγωνία μου... Κι αυτός κοιμάται του καλού καιρού! Θα μπορούσαν να σηκώσουν όλο το σπίτι ενώ ροχαλίζει... Αχ, Θεέ μου, γιατί μου στέλνεις τέτοιους μπελάδες;»
Κι ύστερα έγινε ησυχία. Μόνο το ρυθμικό ροχαλητό του Ισάχαρ τάραζε κάθε τόσο τη γαλήνη της νύχτας.
Εκεί κατά τα μεσάνυχτα τον ξύπνησαν τα πνιχτά βογγητά μιας γυναίκας. «Να πάρει η οργή,» σκέφτηκε αλαφιασμένος, «από τον σταύλο δίπλα ακούγονται! Ελπίζω μόνο να μην ξυπνήσει η Ντίνα... Σίγουρα θ' αρχίσει πάλι τις σκηνές!»
Κι έμεινε ακίνητος, σαν να κοιμόταν.
Μετά από λίγο ακούστηκε κι άλλο βογγητό. «Αχ, Θεέ μου, λυπήσου με! Κάνε το θαύμα σου να μην ξυπνήσει η Ντίνα,» ικέτεψε ο γερο-Ισάχαρ με αγωνία, αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωσε την Ντίνα να σαλεύει δίπλα του, να ανακάθεται στο κρεβάτι και να αφουγκράζεται στο σκοτάδι. «Τώρα να δεις τι έχει να γίνει,» σκέφτηκε ο Ισάχαρ πανικόβλητος, αλλά έκανε τον ψόφιο κοριό και δεν είπε τίποτα.
Η κυρά-Ντίνα σηκώθηκε απ' το κρεβάτι σιωπηλή, έρριξε μια βελέντζα στην πλάτη της και βγήκε στην αυλή. «Μάλλον θα τους πετάξει στον δρόμο, τους κακομοίρηδες,» σκέφτηκε ο Ισάχαρ, ανήμπορος να κάνει κάτι. «Εγώ πάντως δεν ανακατεύομαι. Ας πράξει ό,τι νομίσει...»
Υστερα από κάμποση ώρα και πολλά ψιθυρίσματα, η Ντίνα ξαναγύρισε στην κάμαρη σιγοπατώντας. Ο Ισάχαρ στο μισοϋ'πνο του νόμισε πως άκουσε ξύλα να σπάζουν κι ύστερα ένα τριζοβόλημα, αλλά είχε πάρει απόφαση να μην το΄κουνήσει απ' τη θέση του.' Ίσως η Ντίνα κρυώνει, σκέφτηκε, κι ανάβει φωτιά. Έπειτα η Ντίνα γλίστρησε πάλι αθόρυβα έξω απ' το δωμάτιο. Ο Ισάχαρ μισάνοιξε τα μάτια του κι είδε ένα λεβέτι με νερό να βράζει στη φωτιά. Τι το θέλει πάλι και τούτο; αναρωτήθηκε έκπληκτος και σχεδόν αμέσως τον ξαναπήρε ο ύπνος. Δεν ξύπνησε παρά μόνο όταν η Ντίνα βγήκε στην αυλή με μικρά, γρήγορα βήματα, σαν νά 'χε κάτι σπουδαίο να κάνει, κρατώντας το λεβέτι που άχνιζε. Μυστήρια πράγματα!
Ο Ισάχαρ ένιωθε πολύ παραξενεμένος. Σηκώθηκε κι έρριξε κάτι επάνω του. Πρέπει να δω τι γίνεται, είπε στον εαυτό του αποφασιστικά, αλλά καθώς έκανε να βγει απ' την πόρτα έπεσε πάνω στην Ντίνα.
«Σε καλό σου, τι σ' έπιασε και τρέχεις έτσι;» θέλησε να της πει κοφτά, αλλά δεν πρόλαβε.
«Τι στέκεις εκεί και χάσκεις;» τον παρατήρησε εκείνη και ξαναβγήκε βιαστικά στην αυλή, κρατώντας ένα σωρό κομμάτια από λινό πανί και κάτι άλλα μικροπράγματα. Στο κατώφλι γύρισε μια στιγμή προς το μέρος του και του είπε αυστηρά: «Τράβα να πλαγιάσεις, και... και μην έρθεις να μας ενοχλήσεις και να μπλεχτείς στα πόδια μας, ακούς;» Ο γέρο-Ισάχαρ βγήκε με αργά βήματα στην αυλή. Μπροστά στον σταύλο διέκρινε τη σιλουέτα ενός άντρα με φαρδιές πλάτες που περπατούσε πάνω-κάτω και τον πλησίασε. «Μπα, στο καλό της,» μουρμούρισε για να τον ηρεμήσει, «σ' έβγαλε έξω, ε; Οι γυναίκες, ξέρεις, Ιωσήφ...» Και για να μην γυρίσει η κουβέντα στην ανημπόρια των αντρών, σήκωσε το χέρι του κι έδειξε ξαφνικά τον ουρανό: «Κοίτα, ένα αστέρι! Είδες ποτέ σου, άλλη φορά, τέτοιο λαμπερό αστέρι;»

Κάρελ Τσάπεκ (1890-1938). Τσέχος μυθιστοριογράφος, δραματουργός και δοκιμιογράφος με τεράστιο συγγραφικό έργο. Η Παραμονή Χριστουγέννων είναι από το βιβλίο του Απόκρυφες ιστορίες. Μετάφραση: Κώστας Κουντούρης. Εικονογράφηση:   Γήσης  Παπαγεωργίου.

Επιλογές Δεκ. '86

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου