Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Παντελή Βασματζίδη : Διονυσιακή μυσταγωγία



N. Lindsay, «Ο Σειληνός βρίσκει συνοδεία»

Διονυσιακή μυσταγωγία

Τόσο ο ορφισμός όσο και ο διονυσιασμός εκφράζουν μια θρησκευτική στάση διαμαρτυρίας των περιθωριακών κοινωνικών στρωμάτων απέναντι στην επίσημη θρησκευτικότητα της «πόλης»

Από τον Παντελή Βασματζίδη
Συγγραφέα – ψυχίατρο

Ο διονυσιασμός ως κίνημα και ο Διόνυσος ως θεός αποτελούν ένα θρησκευτικό φαινόμενο που αντλεί στοιχεία από τις παραδόσεις, αλλά ταυτόχρονα είναι μια λατρεία γεωργικής μαγείας, η οποία χάνεται στα βάθη του τοτεμισμού και ακολουθεί τα εξελικτικά βήματα της πρωτόγονης κοινότητας από τη διάσπασή της έως τη μητριαρχία. Ο θεός, ως Λύσιος, δηλαδή ελευθερωτής, είναι αυτός που διαμέσου της βακχικής μανίας, εκπεφρασμένης με τον χορό, την έξαψη, την κινητικότητα, την ομαδική συνήχηση τραγουδιών και ευχών, απελευθερώνει τον άνθρωπο.
Σε μια εποχή (7ος-6ος αι. π.Χ.) που αρχίζει να αναδύεται το άτομο, ελαφρύνει το ασυνήθιστο φορτίο της ατομικής ευθύνης στην πορεία προς την εξατομίκευση και την απαλλαγή από την οικογενειακή εμπλοκή. Ωθεί τους ανθρώπους να «μαίνονται», που σημαίνει να «απελευθερώνονται από τον εαυτό τους μέχρι του να δαιμονίζονται».
Η εκστατική λατρεία του στοχεύει στην απότομη αλλαγή της ψυχικής διάθεσης ή στη βαθιά αλλαγή της προσωπικότητας, με το να καταστεί ο «εκστατικώς έχων» εκτός εαυτού ή όχι ο εαυτός του. Το να φορέσει κάποιος μια μάσκα αποτελεί τον ευκολότερο τρόπο να μην είναι ο εαυτός του. Αυτή η ψευδαίσθηση, που κρύβει μέσα της τη μαγεία, οδηγεί στη θεατρική χρήση της μάσκας και στην τέχνη του θεάτρου που βρίσκει στο πρόσωπο του θεού τον προστάτη της.
Ο Διόνυσος είναι ο θεός της χαράς, από την οποία, κατά την παιγνιώδη ετυμολογία του Πλάτωνα, προέρχεται ο χορός («Νόμοι» 654). Χαρά στον κόσμο - «χάρμα βροτοίσιν»- τον θεωρεί ο Ομηρος («Ιλιάδα» Ξ 385), που δείχνει να γνωρίζει για τις Μαινάδες: «Έτσι είπε η Ανδρομάχη και εβγήκε σαν μαινάδι -τρελή- απ’ το παλάτι (Χ 640)». «Πολυγηθέα» τον αποκαλεί ο Ησίοδος («Θεογονία», 941) και μιλά για τα σταφύλια, τα δώρα του πολύτερπνου Διονύσου («Εργα και Ημέρες», 614). Είναι πολύτερπνος γιατί πρώτος σέρνει τον χορό, με τους αυλούς δίνει χαρά, απαλύνει τις έγνοιες και με το φλασκί απλώνει το πέπλο του ύπνου («Βάκχες» 379-85).
Αν ο Απόλλων είναι θεός αριστοκρατικός, ο γιος της Σεμέλης είναι δημοκρατικός, γιατί «μοιράζει το κρασί όμοια σε πλούσιο και φτωχό, άλυπη τέρψη να ’χουν» («Βάκχες», 421). Η αντίθεση των δύο θεών, παλαιά και νέα λατρεία, γεφυρώνεται από τη μαντική, ως κοινή ιδιότητά τους. «Του μάντη έχει ικανότητα, καθώς το βακχεύσιμον (του Βάκχου η έκσταση) και η ιερή μανία δύναμη δίνουν μαντική» (298-9). Ο Φοίβος ενθαρρύνει την τήρηση των θρησκευτικών τύπων και η εκστατική λατρεία δεν του είναι άγνωστη, ιδιαίτερα στα μαντεία του. Δεν επιχειρεί να καταργήσει την απέλπιδα ενέργεια, την έκσταση.
Αντίθετα, με ευφυΐα και διορατικότητα τη θέτει στην υπηρεσία του, την τυποποιεί, και με τον τρόπο αυτόν την ελέγχει από επώδυνες παραφυάδες. Βρίσκει τρόπο και στεγάζει τον Διόνυσο με τις Μαινάδες του στο ένα αέτωμα του ναού του, ενώ ο ίδιος με την αδελφή και τη μητέρα του, τις δικές του γυναίκες, παραμένει στο άλλο. Ετσι, ο Διόνυσος λατρεύεται στους Δελφούς κατά τη διάρκεια των τριών χειμερινών μηνών, όταν ο Υπερβόρειος Απόλλων ταξιδεύει για την υγρή Γροιλανδία, τη σκοτεινή Σκοτία και την Ιρλανδία, τη Νήσο της Ιριδος.
Ο Διόνυσος είναι πολεμιστής. Ο Τειρεσίας τον παραλληλίζει με τον Άρη σε μια προσπάθεια να εισαγάγει τον νεοφερμένο θεό στο παραδοσιακό ελληνικό δωδεκάθεο. Η πολεμική αρετή του αφορά ένα είδος πανικού, που προκαλεί την πτώση του ηθικού και σωματικό μούδιασμα σε όσους προσπαθούν να αντισταθούν ένοπλα στη μανία των οπαδών του. Ο Διόνυσος συμβολίζει τον αρσενικό θεό της γονιμότητας. Η ταύτισή του με τράγο, λέοντα και ταύρο είναι η προσωποποίηση της αρχής της ζωτικότητας και της ανάπτυξης στη φύση. Είναι η ενσάρκωση των ζωικών χυμών -νερό, γάλα, αίμα, σπέρμα, κρασί-, που αποτελούν την πηγή της ζωής, του έρωτα αλλά και τον συνδετικό κρίκο με την αιωνιότητα διαμέσου των νεκρών, καθώς το κρασί, το νερό και το μέλι προσφέρονται ως χοές. Είναι η θεοποίηση του οίνου. Η πολυπληθής συνοδεία του, ξέφρενη και θορυβώδης, σμίγει τα εύηχα ξεφωνητά «ευοί ευάν» με τύμπανα βαρύβοα και με τη γλυκόλαλη πνοή των αυλών. Ο Πλάτων θα επισημάνει ότι οι βακχικοί χοροί «είναι μιμήσεις μεθυσμένων ατόμων που ονομάζονται Νύμφες, Πάνες, Σειληνοί και Σάτυροι και γίνονται στη διάρκεια ειδικών τελετών για καθαρμούς» («Νόμοι», 815 c).
Τόσο ο ορφισμός όσο και ο διονυσιασμός εκφράζουν μια θρησκευτική στάση διαμαρτυρίας των περιθωριακών κοινωνικών στρωμάτων απέναντι στην επίσημη θρησκευτικότητα της «πόλης» και τον κοινό πόθο για την τάξη και την ειρήνη, που δεν μπορούσε να εγγυηθεί η πολιτική θρησκεία. Ο ορφισμός, ατενίζοντας προς τα «πάνω», επιδιώκει να ανακτήσει η ψυχή τη θεϊκή υπόστασή της. Αντίθετα, η λατρεία του Διονύσου, αποβλέποντας στον εξαγνισμό των ανθρώπων και στην απελευθέρωση από τα ιστορικά δεσμά τους, κατευθύνεται προς τα «κάτω» και υποδηλώνει την επιστροφή στη φυσική αθωότητα της ζωικής κατάστασης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου