Κυριακή 6 Μαΐου 2018

Στέλιος Μάινας: Ο Παπαδιαμάντης είναι ο Ντοστογιέφσκι της Ελλάδας



Στέλιος Μάινας: Ο Παπαδιαμάντης είναι ο Ντοστογιέφσκι της Ελλάδας

 Ο γνωστός ηθοποιός Στέλιος Μάινας  σε συνέντευξή του στο News 24/7 μίλησε για τον άνθρωπο Παπαδιαμάντη και τον χαρακτήρισε ως τον «Ντοστογιέφκσι της Ελλάδας» και με αυτό τον χαρακτηρισμό δικαιολόγησε και την «γενικευμένη τρέλα» που επικρατεί τον τελευταίο καιρό γύρω από το πρόσωπο και το έργο του κοσμοκαλόγερου.
Ο δημοφιλής πρωταγωνιστής παρουσιάζει με τους Εncardia διηγήματά του Παπαδιαμάντη ενώ τουλάχιστον 6 θεατρικές παραστάσεις σήμερα είναι βασισμένες σε έργα του. Παράλληλα πρόσφατα δημοσιεύτηκαν και 2 νέες μελέτες για το έργο του. Τι έχει συμβεί λοιπόν;


«Δεν είναι τρέλα τωρινή» λέει ο ηθοποιοός. «Εγώ ξεκίνησα πριν 4 χρόνια. Είναι θετικό το ότι ανακαλύφθηκε ο Παπαδιαμάντης. Ανακαλύφθηκε ουσιαστικά ο δικός μας Τζέιμς Τζόις ή ο δικός μας ‘Ελιοτ. Γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν είναι απλά ένας βαθύς αναλυτής της ανθρώπινης ψυχής, είναι ένας κοινωνικός επαναστάτης. Απλώς ο τρόπος του στα διηγήματά του είναι τόσο μειλίχιος και υποδόριος που οι κοινωνικές αιχμές αμβλύνονται. Σε αυτό συμβάλλει κι η ωραιότητα του λόγου του. Παρ’ όλα αυτά, ο άνθρωπος ήταν βαθύς γνώστης του ανθρώπινου πόνου. Πρόκειται για τον δικό μας Ντοστογιέφσκι.
Θα σας δώσω ένα παράδειγμα για το τι άνθρωπος ήταν. ‘Όταν πήρε τον πρώτο του μισθό, γιατί έγραφε σε μια φυλλάδα στην Αθήνα, ι μετρώντας τα χρήματα του φακέλου κατεβαίνοντας τις σκάλες ανακάλυψε ότι ήταν πολλά. Γύρισε αμέσως και είπε στο διευθυντή: «Αυτά για μένα είναι αρκετά, τα υπόλοιπα δώστε τα σε κάποιον που τα έχει περισσότερο ανάγκη».
Αλήθεια γνωρίζεται πολλούς που θα έκαναν μια τέτοια χειρονομία;
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος, 4 Μαρτίου 1851 - Σκιάθος, 3 Ιανουαρίου 1911) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες και έμεινε στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας ως «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων», «η κορυφή των κορυφών» όπως τον αποκαλούσε ο Κ. Π. Καβάφης. Έγραψε κυρίως διηγήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.



Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του:
γεννήθην ν Σκιάθ, τ 4 Μαρτίου 1851. βγήκα π τ λληνικν Σχολεον ες τ 1863, λλ μόνον τ 1867 στάλην ες τ Γυμνάσιον Χαλκίδος, που κουσα τν Α΄ κα Β΄ τάξιν. Τν Γ΄ μαθήτευσα ες Πειραι, ετα διέκοψα τς σπουδάς μου κα μεινα ες τν πατρίδα. Κατ ούλιον το 1872 πγα ες τ γιον ρος χάριν προσκυνήσεως, που μεινα λίγους μνας. Τ 1873 λθα ες θήνας κα φοίτησα ες τν Δ΄ το Βαρβακείου. Τ 1874 νεγράφην ες τν Φιλοσοφικν Σχολήν, που κουα κατ' κλογν λίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' δίαν δ σχολούμην ες τ ξένας γλώσσας. Μικρς ζωγράφιζα γίους, ετα γραφα στίχους, κα δοκίμαζα ν συντάξω κωμδίας. Τ 1868 πεχείρησα ν γράψω μυθιστόρημα. Τ 1879 δημοσιεύθη Μετανάστις ργον μου ες τ περιοδικν Σωτρα. Τ 1882 δημοσιεύθη Ο μποροι τν θνν ες τ Μ χάνεσαι. ργότερα γραψα περ τ κατν διηγήματα, δημοσιευθέντα ες διάφορα περιοδικ κα φημερίδας.
Παρόλο που γενικά στη ζωή του φαινόταν απλησίαστος, παρόλο που του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση και δεν έπιανε εύκολα φιλίες, στο Περιοδικό "Νέα Εστία" (Χριστούγεννα 1940) διαβάζουμε για εκείνους που πλησίαζε και φανέρωνε τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο.
Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο συγγραφέας και ερευνητής Γιάννης Βλαχογιάννης, ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης και ένας δυο άλλοι. Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο και να ζητά την πνευματική ανακούφιση ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματά του και στον ποιητικότατο πεζό του λόγο, στα διάφορα διηγήματά του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του νησιού του.
Αυτός ο περίεργος και απόκοσμος τρόπος ζωής, με την παράλληλη προσήλωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λειτουργική της παράδοση, τον έκανε να μοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε να ψάλλει στον Ι. Ναό του Αγίου Ελισσαίου ως δεξιός ψάλτης, ενώ στον ίδιο ναό, έψαλλε ως αριστερός ψάλτης ο εξάδελφός του και συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και εφημέριος ήταν ο (στις μέρες μας ανακηρυγμένος Άγιος) παπα Νικόλας Πλανάς.


Ο Παπαδιαμάντης απεβίωσε τον Ιανουάριο του 1911 στη Σκιάθο, ύστερα από επιδείνωση της κακής υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια και αλλού. Ορισμένοι ποιητές συνέθεσαν εγκωμιαστικά έργα (Μαλακάσης, Πορφύρας κ.ά.) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του. Ο εκδοτικός οίκος Φέξη, λίγο αργότερα, άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους έντεκα τόμους. Στα 1924, ο Ελευθερουδάκης εξέδωσε τα Άπαντά του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Το 1925 πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στη Σκιάθο, ενώ στις εφημερίδες Ελεύθερον Βήμα και Πολιτεία δημοσιεύτηκαν τα τελευταία άγνωστα διηγήματά του. Το 1933 έγιναν ομιλίες μπροστά στην προτομή του για το έργο του, με την παρουσία και συμμετοχή τετρακοσίων Γάλλων διανοούμενων που επισκέφθηκαν τη Σκιάθο, καθώς και εκατόν πενήντα Ελλήνων λογοτεχνών και άλλων θαυμαστών του. Διηγήματα του Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται στα γαλλικά και πολλοί Γάλλοι ελληνιστές ασχολήθηκαν πλατύτερα με το έργο του. Το 1936 ο Γιώργος Κατσίμπαλης ετοίμασε την πρώτη βιβλιογραφία του, ενώ ξεκίνησε από τους Έλληνες λογοτέχνες η συστηματική κριτική του έργου του.
Όμως τι ανάγκη κριτικής να έχει η ζωή και το έργο του Παπαδιαμάντη όταν η αγάπη του για τον άνθρωπο πηγάζει πλούσια τόσο μέσα από το έργο του όσο και μέσα από την ζωή του. Άλλωστε αρκεί να εμβαθύνουμε στο παρακάτω ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα για να κατανοήσουμε γιατί όλοι οι έλληνες, τον αγαπήσαμε και συνεχίζουμε να τον αγαπάμε.




ΔΕΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Χριστέ μου, δόστου τή χαρά, τή μόνη πού μπορούσε
Να σου ζήτηση απάνω εκεί νοσταλγικά η ψυχή του.
Κάνε τό θάμα κι' άσε τον να ζήση όπως εζούσε
Σέ μιά μεριά πού τάχατες να μοιάζη τό νησί του.

Νάναι τά βράχια στό γκρεμό βαθυά κουφαλιασμένα,
Νάχη σωριάσει η Θάλασσα στην αμμουδιά τα φύκια.
Κι' αράδα αράδα στο γιαλό δεμένα, αποσταμένα,
Νά σιγοτρίζουν τά φτωχά Σκιαθίτικα καΐκια.

Νάναι οι νησιώτισσες οι γρηές κι οι νιές οι πεθαμένες.
Αυτές πού τις θλιμμένες τους μας έλεγε ιστορίες,
Να γνέθουν το λινάρι οι γρηές στην πόρτα καθισμένες,
Και δίπλα στα παράθυρα ν ανθίζουν οι γαζίες.

Κι' ύστερα ακόμα νάναι ελιές, και νάναι κυπαρίσσια
Σκυμμένα νάναι και το φως τ' αχνό να προσκυνάνε,
Να τόνε περιμένουνε στον κάμπο τα ξωκκλήσια
Και την καμπάνα τους μακρυά οι αγγέλοι νά χτυπάνε.

Δόστου Χριστέ μου, τη στερνή χαρά να ιδή και πάλι,
Τη γνώριμη του τη ζωή κοντά στ' ακροθαλάσσι,
"Αχ! έτσι αθώα κ' έτσι απλά κι' αγνά την είχε ψάλει.
Που της αξίζει, εκεί ψηλά μαζί μ' αυτόν ν' άγιάση...
 


 Λάμπρος Πορφύρας

Πηγές:

News 24/7
Βικιπαιδεία
Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2000 
Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ 4.1.2011 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου