Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Ο Στρατηγός φον Dexter και η θαρραλέα γυναίκα του Αλοΐζε





Ο Στρατηγός φον Dexter και η θαρραλέα γυναίκα του Αλοΐζε

Η ιστορία ενός στρατηγού που βρισκόταν περικυκλωμένος μαζί με τους 10.000 στρατιώτες του και ο Χίτλερ δεν τους επέτρεπε την παράδοση σπρώχνοντας όλους τους στο θάνατο. Αν ο Στρατηγός φον Ντέξτερ παρέδιδε τη φρουρά, ο Φύρερ θα έδινε τη διαταγή να εκτελεστεί η γυναίκα του. Αν όμως συνέχιζε να μάχεται, θα καταδίκαζε 10.000 άντρες σε σφαγή  Αυτή είναι η ιστορία της μεγάλης θυσίας μιας γυναίκας για να τους σώσει.

Μια ΜΕΡΑ του φθινοπώρου του 1944, και ενώ η προέλαση των Συμμάχων προς το πάτριο έδαφος συνεχιζόταν, ο Στρατηγός του  Πεζικού   Φρήντριχ  φον Ντέξτερ  έλαβε τις καινούργιες του διαταγές.
Καθώς τις διάβαζε, ακίνητη, πλάι του, η γυναίκα του Αλοΐζε προσπαθούσε να κρύψει την ανησυχία της. Έπειτα, ο Ντέξτερ της τις έδωσε να τις διαβάσει κι εκείνη.
-  Έχουμε δέκα λεπτά στη διάθεση μας, είπε ο στρατηγός. Ας κάνουμε μια βόλτα.
-  Τι σημαίνει αυτό, αγάπη μου; ρώτησε η Αλοΐζε, πριν καλά-καλά προφτάσουν να πάνε μέχρι την πρώτη γωνία.
-  Είναι μια κατευθείαν διαταγή από τον Φύρερ, αποκρίθηκε ο στρατηγός. Μου αναθέτει τη διοίκηση του οχυρού Μονταβρίλ, στα βελγικά σύνορα, κοντά στις ακτές της Μάγχης.
-  Τι είδους οχυρό είναι;
-  Αμφιβάλλω αν πρόκειται καν για οχυρό... Ο Φύρερ εφαρμόζει τώρα ένα καινούριο σύστημα: Χαρακτηρίζει απλώς «οχυρό» μια συγκεκριμένη περιοχή και τοποθετεί εκεί μια φρουρά κι ένα διοικητή. Η τοποθεσία αυτή πρέπει να κρατηθεί, μέχρι να σκοτωθεί και ο τελευταίος στρατιώτης!
-  Δηλαδή, δεν υπάρχει καμιά ελπίδα; ρώτησε η Αλοΐζε.
-  Το καθήκον μου είναι να υπακούω στις διαταγές και να μάχομαι για την πατρίδα, ανεξάρτητα από το τι πρόκειται να επακολουθήσει. Αλλά όταν βρεθείς πολιορκημένος, έρχεται κάποια στιγμή που το να συνεχίζεις την άμυνα είναι ανώφελο. Όταν η πρώτη αμυντική γραμμή έχει διασπαστεί, όταν τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού είναι καταιγιστικά, το να προσπαθείς να κρατήσεις τις θέσεις σου, σημαίνει σφαγή. Όμως, έστω κι αν είναι έτσι, υποθέτω πως μερικές φορές η θυσία είναι αναγκαία.
Στο βάθος της καρδιάς της, η Αλοΐζε πίστευε ότι ποτέ - και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες - δεν άξιζε να χαθούν χιλιάδες ζωές. Αλλά δεν το είπε.
-  Κι έχεις σκεφτεί τι θα κάνεις; ρώτησε τελικά τον άντρα της.
-  Έχω τις διαταγές μου, ήταν η απάντηση του.
Η φωνή του είχε ένα σκληρό, τραχύ τόνο, ενώ στο πρόσωπο του ήταν αποτυπωμένη μια σκοτεινή κι απελπισμένη έκφραση, που δεν ξέφυγε από τη ματιά της Αλοΐζε.
Με τα κριτήρια των περισσότερων ανθρώπων, ο Στρατηγός Φρήντριχ φον Ντέξτερ δεν είχε παρά ελάχιστες από τις θετικές εκείνες ιδιότητες, που θα μπορούσαν να κάνουν μια γυναίκα να τον αγαπήσει. Ήταν ένας σκληραγωγημένος επαγγελματίας στρατιώτης, με περιορισμένη μόρφωση και ασήμαντη εμφάνιση.
Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι - εκείνη 60, εκείνος 63 - που περπατούσε στο δρόμο, κάτω απ' τις ψυχρές φθινοπωρινές ηλιαχτίδες, συζητώντας για πράγματα φρικτά, για το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων... Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι υπήρχε χώρος και για αγάπη, σ' ένα τέτοιο σκηνικό; Κι όμως, υπήρχε! Όπως για τα λουλούδια που φυτρώνουν κι ανθίζουν ανάμεσα στους βράχους.
-  Έχεις ακούσει ποτέ, γλυκιά μου, για το «νόμο των ομήρων»; έκανε ο Ντέξτερ, χωρίς να τολμάει να κοιτάξει κατάματα τη γυναίκα του.
-  Ναι, έχω ακούσει.
Δεν υπήρχε άνθρωπος στην Γερμανία, που να μην ξέρει αυτόν το νόμο. Εκείνο το καλοκαίρι, η εφαρμογή του είχε καθιερωθεί: Αν ένας αξιωματικός σκεφτόταν να λιποτακτήσει, ήξερε ότι την πράξη του θα έπρεπε να την πληρώσουν με τη ζωή τους ο πατέρας ή η μητέρα του, η γυναίκα ή τα παιδιά του. Όποιος αντιμετώπιζε με ενδοιασμούς το καθήκον του, καταδίκαζε την ίδια στιγμή σε θάνατο τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα.
-  Είσαι το μόνο πλάσμα που μου έχει απομείνει, αγάπη μου, είπε ο Ντέξτερ.
Ο συνονόματος γιος του, ο Φρήντριχ φον Ντέξτερ, είχε σκοτωθεί στο Ελ Αλαμέιν. Ο άλλος, ο Λόθαρ, στο Στάλινγκραντ. Κι ο Ερνστ, αναφερόταν στα επίσημα χαρτιά ως «εξαφανισθείς, μάλλον φονευθείς», στο Ροστώβ. Οι μόνοι που είχαν μείνει, ήταν αυτοί οι δυο ηλικιωμένοι άνθρωποι. Ο ένας τους θα αναλάμβανε τη διοίκηση του Μονταβρίλ. Ο άλλος θα έμενε στην πατρίδα, «όμηρος».
-  Μήπως πρόσεξες, διαβάζοντας τις διαταγές, ποιος πρόκειται να είναι ο επιτελάρχης μου; ρώτησε ο Ντέξτερ.
-  Ένας Γκρούπενφυρερ, αξιωματικός των SS . Δεν μπορώ να θυμηθώ τ' όνομα του. Ναι,  ο   Γκρούπενφυρερ  Φρέυ. Και ξέρω το γιατί.
-  Για να σε κατασκοπεύει.
-  Για να μην ξεφύγω απ' το καθήκον μου, τη διόρθωσε ο Ντέξτερ.
Είχαν τώρα ξαναφτάσει πολύ κοντά στο σπίτι τους. Τα είχαν πει όλα, εκτός απ' το αντίο, που κι αυτό έπρεπε να το πουν αμέσως.
Την δέκατη έβδομη μέρα της πολιορκίας του Μονταβρίλ, οι Σύμμαχοι εξαπέλυσαν την τρίτη  επίθεση τους και κατάφεραν να διασπάσουν την εξωτερική περιμετρική γραμμή άμυνας. Ήταν μια μάχη απεγνωσμένη, κάτω από καταρρακτώδη βροχή, στην οποία έλαβε μέρος κι ο ίδιος ο Στρατηγός. Η παρουσία του στάθηκε αποφασιστικός παράγοντας, ώστε να σωθεί η κατάσταση, τουλάχιστον για κείνη την ημέρα. Είχε ανασυγκροτήσει το καταπτοημένο πεζικό, ρίχνοντας στη μάχη και τις τελευταίες του εφεδρείες, κι είχε καταφέρει να κλείσει το ρήγμα στις αμυντικές γραμμές. Η αντεπίθεση που εξαπέλυσε, εξ άλλου, θα μπορούσε ίσως ακόμη και να έχει πετύχει, αν μια έκρηξη δεν τον είχε ζαλίσει για λίγες στιγμές. Όταν κατάφερε να συνέλθει, ήταν πια αργά. Η αντεπίθεση είχε αποτύχει. Το παιχνίδι είχε χαθεί.
Μόλις γύρισε στο στρατηγείο του -στην κρύπτη που υπήρχε κάτω από την κατερειπωμένη εκκλησία του Μονταβρίλ - ο Γκρούπενφυρερ Φρέυ σηκώθηκε να τον χαιρετήσει.
-  Συγχαρητήρια, στρατηγέ! είπε με τη διαπεραστική φωνή του.
Ο στρατηγός τον κοίταξε κατάπληκτος. Στα όσα είχαν συμβεί εδώ και κάμποσες ώρες, μέρες ή ακόμη και βδομάδες, δεν υπήρχε τίποτα που να δικαιολογεί την απονομή συγχαρητηρίων. Με μια πομπώδη χειρονομία, ο Φρέυ έδωσε κάτι στον Ντέξτερ.
-  Ο Σιδηρούς Σταυρός των Ιπποτών! αναφώνησε. Ποτέ δεν απονεμήθηκε πιο επάξια!
-  Πώς έφτασε εδώ πέρα αυτό το πράγμα; ρώτησε ο Ντέξτερ.
-  Με το αεροπλάνο - δεν το είδατε που πέρασε; Σήμερα το πρωί μας έρριξε ένα πακέτο με σήματα.
Εκείνο το πρωί, ο Ντέξτερ ήταν πολύ απασχολημένος για να προσέξει το αεροπλάνο.
-  Υπήρχε τίποτε άλλο μέσα σ' αυτό το πακέτο; ρώτησε σε οξύ τόνο.
-  Προσωπικές διαταγές προς εμένα, από την κεντρική διοίκηση των SS.
-  Τίποτα για μένα;
-  Ένα γράμμα, στρατηγέ.
Με την πρώτη ματιά, ο Ντέξτερ κατάλαβε από ποιον ήταν. Το άρπαξε απ' τα χέρια του Φρέυ, ο οποίος, σαν γεννημένος κατάσκοπος που ήταν, ένιωθε τα δάχτυλα του να φλέγονται από επιθυμία να το ανοίξουν. Θα μπορούσε, βέβαια, και με την ιδιότητα του πολιτικού εντεταλμένου νά 'χει απαιτήσει να το δει, ήξερε όμως καλά πως ο Ντέξτερ δεν θα του επέτρεπε. Ποτέ και για τίποτε στον κόσμο.
-  Υπάρχουν τίποτε αναφορές; ρώτησε ο Ντέξτερ. Πριν αρχίσει να διαβάζει το γράμμα της γυναίκας του, έπρεπε να νοιαστεί για το καθήκον του.
-  Μόνο προφορικές, στρατηγέ, απάντησε ο Μπούσσε, διευθυντής του επιτελικού γραφείου.
Ανέφερε πως ο αρχίατρος της φρουράς είχε προειδοποιήσει ότι τα αναισθητικά και το υλικό επιδέσεως είχαν εντελώς εξαντληθεί, και πως το ίδιο κόντευε να συμβεί και με το πλάσμα αίματος.
-  Και, συνέχισε ο Μπούσσε, ο υπασπιστής του 507 Συντάγματος Πυροβολικού αναφέρει...
-  Τον είδα καθώς επέστρεφα, τον έκοψε ο Ντέξτερ. Ξέρω τι λέει η αναφορά του. Έχουν απομείνει δέκα σφαίρες για κάθε τουφέκι. Κι από τα τουφέκια, πολύ λίγα είναι χρησιμοποιήσιμα. Άλλο;
-  Οι αποφάσεις του στρατοδικείου, στρατηγέ.
Δυο στρατιώτες που είχαν συλληφθεί καθώς προσπαθούσαν να λιποτακτήσουν, περίμεναν την εκτέλεση τους. Δεν μπορούσε να υπάρξει γι' αυτούς οίκτος, αν κανείς ήθελε ν' αποφύγει τη διάλυση της φρουράς. Ήταν καθήκον του Ντέξτερ να μην καθυστερήσει καθόλου. "Αλλωστε, είχε αγωνιστεί γι' αυτό το σκοπό, και μάλιστα γενναία. Στα χέρια ενός άπειρου ή ατζαμή, η άμυνα θα μπορούσε κάλλιστα να έχει καταρρεύσει από την τρίτη μέρα - και σήμερα ήταν η δεκάτη εβδόμη. Σίγουρα, του χρωστούσαν μιαν ανταμοιβή πιο ικανοποιητική από τον Σιδηρούν Σταυρό... Δεν θα μπορούσε, άραγε, να σώσει δυο ζωές; "Η, ακόμη, και τις 10.000 των ανδρών της φρουράς; Ξαφνικά, ένιωσε το βλέμμα του Φρέυ καρφωμένο στο πρόσωπο του.
-  Ελπίζω να είναι καλά η βαρόνη, του είπε με τη στριγγιά φωνή του. Το επανέλαβε άλλη μια φορά. Δεν μπορούσε να υπάρξει αμφιβολία, για το τι υπονοούσε. Απειλούσε ο Φρέυ, για να σιγουράρει το θάνατο όλων των ανδρών της φρουράς. Ήταν μολυσμένος από την ίδια παραφροσύνη με τον Φύρερ κι όλο του το κόμμα, κι είχε τον ίδιο πόθο για καταστροφή.
Το πιστόλι του Ντέξτερ κρεμόταν απ' τη ζώνη του. Ένιωσε τον πειρασμό να το τραβήξει και να σκοτώσει αυτόν τον παράφρονα. Μια τέτοια ενέργεια, όμως, καθόλου δεν θα βοηθούσε την Αλοΐζε. Δεν θα την αποσπούσε απ' τα νύχια των SS. Μάλλον θα της εξασφάλιζε το δρόμο για το θάλαμο των βασανιστηρίων, που θα ήταν το πρελούδιο του θανάτου της. Με μια τρομακτική προσπάθεια, κατάφερε να κυριαρχήσει πάνω στον εαυτό του.
- Θα πάω να ξεκουραστώ λιγάκι. Μόνο για κανένα τέταρτο, είπε.
Κατευθύνθηκε αργά προς τη γωνιά που βρισκόταν το κρεβάτι του, κρυμμένο πίσω από μια κρεμασμένη κουβέρτα. Θυμήθηκε να πάρει μαζί του κι ένα κερί.
Ξάπλωσε, κρατώντας στα χέρια του το γράμμα. Για μια στιγμή, αισθάνθηκε την απίστευτη επιθυμία να μην το διαβάσει. Ήταν τόσο αποκαμωμένος. Αυτό που είχε στο μυαλό του, θα έδινε τέλος στα βάσανα του. Και θα μπορούσε, ίσως, να σώσει και τη ζωή της Αλοΐζε. Μια θυσία βουτηγμένη στο αίμα, θα μπορούσε, πιθανώς, να κορέσει τη δίψα αυτών των τρελλών των SS. Αλλά ακόμη κι αν αυτό δεν συνέβαινε, εκείνος δεν θα ήξερε τίποτα... Θα κέρδιζε τη γαλήνη, έστω κι αν η Αλοΐζε - όχι! όχι! Δεν έπρεπε να κάνει τέτοιες σκέψεις.  Άλλωστε, έτσι, ούτε το πρόβλημα της φρουράς θα λυνόταν. Με το θάνατο του, θ' αναλάμβανε τη διοίκηση ο Φρέυ, κι οι 10.000 άντρες θα εξακολουθούσαν να παραμένουν καταδικασμένοι. Άνοιξε το γράμμα.
«Πολυαγαπημένε μου,
Αυτό το γράμμα σου φέρνει κάθε καλή μου ευχή, μαζί με την πιο βαθιά μου αγάπη, που ξέρεις ότι πάντοτε την είχες, σ' όλα τα χρόνια του γάμου μας.  Όμως, φοβάμαι, ότι τούτο το γράμμα θα σε πικράνει. Σου έχω άσχημα νέα.
Όταν το λάβεις, δεν θα βρίσκομαι πια στη ζωή. Έχω καρκίνο. Μέχρι πριν λίγες μέρες δεν υπέφερα πολύ, αλλά τώρα δεν μπορώ να αντέξω άλλο. Ο Δρ. Μόρενδιτς μου έδινε χάπια, για να μπορώ να κοιμάμαι και ν' απαλύνονται οι πόνοι μου. Εγώ όμως δεν τα έπαιρνα. Τα φύλαγα. Απόψε, αφού σου ταχυδρομήσω αυτό το γράμμα, θα τα πάρω όλα μια και καλή.
Να λοιπόν, που πρέπει να σου πω το στερνό αντίο, αγαπημένε μου. Πάντοτε υπήρξες για μένα ο πιο καλός, ο πιο ευγενικός, ο πιο τρυφερός σύντροφος. Σ' αγάπησα μ' όλη μου την καρδιά και στάθηκα καλότυχη που είχα έναν άντρα τον οποίο μπορούσα και να θαυμάζω, και ν' αγαπώ...
Απόψε, οι ύστατες σκέψεις μου θα είναι αφιερωμένες σ' εσένα, παντοτινέ αγαπημένε μου.
 Αντίο, αγάπη μου».
Ο Ντέξτερ ένιωσε σαν χαμένος. Ένας κόσμος χωρίς την Αλοΐζε, ήταν ένας κόσμος στον οποίο δεν ήθελε να ζήσει. Θυμήθηκε το γιατί είχε έρθει εδώ. Ακούμπησε το χέρι του στο πιστόλι του, κι ίσως να ήταν η επαφή με το ψυχρό μέταλλο αυτό που τον επανέφερε σε άλλες πραγματικότητες: Η Αλοΐζε ήταν νεκρή - πέρα από την εξουσία των SS. Συνειδητοποίησε ότι είχε να επιτελέσει ένα ακόμη καθήκον, ένα καθήκον που - τώρα - μπορούσε να το φέρει σε πέρας.
Τράβηξε το πιστόλι του κι όρμησε στο γραφείο της κρύπτης. Ο Φρέυ κι ο Μπούσσε εξακολουθούσαν να βρίσκονται εκεί, περιμένοντας μάλλον ν' ακούσουν έναν πυροβολισμό, πίσω απ' την κρεμασμένη κουβέρτα... Στράφηκαν γεμάτοι έκπληξη.
-  Μην κουνηθείς γιατί σ' την άναψα! φώναξε ο Ντέξτερ στον Φρέυ.
Εκείνος υπάκουσε. Τα χείλη του κουνήθηκαν, μα ήχος δεν ακούστηκε.
-  Μπούσσε! πρόσταξε κοφτά ο Ντέξτερ. Πάρε αμέσως στο τηλέφωνο τον Στρατηγό Φούσσελ.
-  Σκοπεύεις να παραδοθείς! είπε ο Φρέυ, ξαναβρίσκοντας τη στριγγιά φωνή του, ενώ έτρεμε σύγκορμος από την ταραχή του.
-  Ναι, αποκρίθηκε ο Ντέξτερ.
-  Τότε όμως, η γυναίκα σου...
-  Η γυναίκα μου είναι νεκρή, τον έκοψε ο στρατηγός.
-  Ναι, αλλά η δική μου γυναίκα... τα δικά μου παιδιά...
Η φωνή του Φρέυ είχε γίνει ουρλιαχτό. Έφερε το χέρι του στο πιστόλι του. Αλλά, πριν καν προλάβει να ξεκουμπώσει τη θήκη, ο Ντέξτερ τον πυροβόλησε δυο φορές.
Εκείνο το βράδυ, το BBC μετέδωσε την είδηση της παράδοσης του Μονταβρίλ. Δέκα χιλιάδες άντρες είχαν βγει απ' τη σκιά του θανάτου, για να περάσουν στα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου των Συμμάχων. Στη μακρινή Ανατολική Πρωσία, μέσα σε κάποιο σκοτεινό υπόγειο καταφύγιο, ένας αλλόφρων τύραννος παραληρούσε, σαν μανιακός επειδή είχαν επιζήσει 10.000 άντρες, ενώ η δική του επιθυμία ήταν να έχουν πεθάνει.
Το ίδιο εκείνο βράδυ, τέσσερις άντρες χτυπούσαν την πόρτα ενός σπιτιού της Βέλφενστρασσε. Τους άνοιξε μια αξιοπρεπής, ηλικιωμένη κυρία. Με την πρώτη ματιά, αναγνώρισε τις στολές τους.
- Σας περίμενα, κύριοι, είπε.
Το καπέλο και το παλτό της ηλικιωμένης κυρίας κρέμονταν στο χωλ. Τα φόρεσε γοργά και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο, που περίμενε. Καθόλου δεν έδειχνε να υποφέρει από καρκίνο. Όπως όμως το είχε υποσχεθεί, οι τελευταίες της σκέψεις ήταν αφιερωμένες στον άντρα που είχε λάβει το γράμμα της...

Από το διήγημα του C.S. Forester «THE HOSTAGE»


Επιλογές από το Reader's Digest Απρίλιος 1984

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου