Τρίτη 12 Ιουνίου 2018

Ακρόπρωρα : Θεοί, γοργόνες, ήρωες




Ακρόπρωρα : Θεοί, γοργόνες, ήρωες

Θεοί και θρυλικές μορφές για την προστασία του καραβιού. Τέρατα και θηρία στα πλοία των Βίκινγκς για εκφοβισμό του εχθρού. Ακρόπρωρα ιστορικά. Η ωραία «Αταλάντη» και η γοητεία της.

Γράφει ο Θεόφιλος Καλλιτσας

Όταν ο άνθρωπος άρχισε να ξεθαρρεύει μακριά από τις ακτές, αισθάνθηκε την ανάγκη κάποιας προστασίας κατά των κινδύνων του ανοικτού πελάγους. Την προστασία αυτή πίστευε πως την εξασφάλιζε, αν έπαιρνε μαζί του μια εικόνα του θεού τον οποίο λάτρευε και την τοποθετούσε στην πλώρη. Αργότερα μόνιμη θέση του προστάτη θεού καθορίστηκε το κοράκι του καραβιού και κάτω από το μπαστούνι, το οποίο υποστήριζε. Έτσι δημιουργήθηκε το «ακρόπρωρο», που σύντομα κατέληξε να είναι μια ξυλόγλυπτη διακόσμηση της πλώρης των πλοίων.
Στο Αιγαίο σαν προστάτες των πρωτόγονων ναυτικών της περιοχής χρησιμοποιήθηκαν ομοιώματα των θεών του Ολύμπου. Αργότερα λιοντάρια και αετοί έγιναν συνηθισμένα ακρόπρωρα, ενώ το πιο προσφιλές θέμα ήταν η απεικόνιση μιας ωραίας γυναίκας. Η εξέλιξη που ακολούθησε μας έδωσε μερικά ξυλόγλυπτα ακρόπρωρα πολύ αξιόλογης τέχνης, που  μπορούν  να  σταθούν ισότιμα δίπλα στα σκαλισμένα σε μάρμαρο έργα αρίστων γλυπτών.
Η αρχαία ελληνική πολεμική τριήρης έφερε συνήθως στην πλώρη ένα «ακροστόλιον», που έμοιαζε με λαιμό κύκνου.

Σήμερα τα μόνα καράβια με ακρόπρωρα είναι τα μεγάλα ιστιοφόρα, που χρησιμοποιούνται σαν εκπαιδευτικά.
Από πότε, όμως, άρχισε κάποια στοιχειώδης διακόσμηση της πλώρης των πλοίων; Ασφαλώς ξεκίνησε από τα πρώτα μονόξυλα (κάνοε),  διατηρήθηκε για χιλιάδες χρόνια και τελικά εξαφανίστηκε με την επικράτηση του ατμού. Από τότε στα μηχανοκίνητα χαλύβδινα πλοία, στη θέση ακρόπρωρου, μερικές φορές, μπαίνει το σήμα της ναυτιλιακής εταιρείας.
Το ακρόπρωρο ενός σκάφους της Άπω Ανατολής δεν ήταν πάντοτε σκαλιστό. Ήταν χρωματισμένο, με πολλά χρώματα, σε μια επίπεδη επιφάνεια.
Η σινική «γιόνκα» ήταν το πρώτο σκάφος που είχε την πλώρη διακοσμημένη  με δύο ζευγάρια μάτια. Εκτός από αυτά έφερε και από ένα μάτι σε κάθε πλευρά. Η συνήθεια αυτή υπήρχε κατά την Αρχαιότητα και σε πολλά άλλα μέρη του Κόσμου και σιγά σιγά γενικεύθηκε. Ένας Κινέζος, όταν ρωτήθηκε ποια ήταν η σκοπιμότητα αυτής της συνήθειας, απάντησε: «Απορώ γιατί ρωτάτε!!! Αν δεν έχει μάτια, πώς θα βλέπει;» Τα μάτια, φυσικά, είναι μια τρανή εκδήλωση της προσωπικότητας του πλοίου. Με τον καιρό τρυπήθηκαν και από αυτά περνούσε το σχοινί της άγκυρας.
Το 1000 π.Χ. διάφορα θηρία και τέρατα σκαλίζονταν στην πλώρη, για να τρομάζουν τα πληρώματα των εχθρικών πλοίων, ιδίως κατά την επίθεση για εμβολισμό. Την εποχή αυτή, τα ομοιώματα των θεών κάθε έθνους τοποθετούνταν συνήθως στην πρύμη.
Ο περίφημος «Βουκένταυρος», στον οποίο επέβαινε ο δόγης της Βενετίας, κατά την περίεργη ετήσια τελετή του γάμου του με την Αδριατική, έφερε σαν ακρόπρωρο το φτερωτό λιοντάρι, που συμβόλιζε τη δύναμη της Ενετικής Δημοκρατίας κατά την περίοδο της ακμής της.
Ακρόπρωρα και άγκυρες είναι τα μόνα εξαρτήματα των πλοίων της Αρχαιότητας που διασώθηκαν ως τις μέρες μας. Οι γνώσεις μας για τα άλλα μέρη των πλοίων βασίζονται σε διάφορες επιγραφές πάνω σε μάρμαρο, σε εικόνες πάνω σε αρχαία αγγεία, σε μωσαϊκά, σε νομίσματα και σε αποσπάσματα από διάφορα έργα της αρχαίας λογοτεχνίας.
Το αρχαιότερο ακρόπρωρο που διασώθηκε ανήκε σε αιγυπτιακή πολεμική γαλέρα του 1250 π.Χ. Εικονίζει μία θεά καθισμένη σε άνθος λωτού. Επίσης κοντά στο Άκτιο βρέθηκε το ακρόπρωρο μιας ρωμαϊκής πολεμικής γαλέρας, που προφανώς βρισκόταν στο βυθό από τον καιρό της ομώνυμης ναυμαχίας, δηλαδή από το 31 π.Χ. Παριστάνει μια ασπίδα με ανάγλυφο ένα κεφάλι.



Επί πολλούς αιώνες η φαντασία οργίασε σχετικά με τα ακρόπρωρα. Εικονίζονταν θεοί, θεές, βασιλιάδες, ήρωες, ηρωίδες, δαίμονες, τέρατα και άλλα πολλά και διάφορα. Συχνά παρουσιάζονταν ανάγλυφα ολόκληρα συμπλέγματα προσώπων. Δεν ήταν πια ακρόπρωρα, αλλά ανάγλυφοι διακοσμητικοί πίνακες. Οι πίνακες αυτοί τελικά βρήκαν τη θέση τους στην πρύμη των καραβιών, που λόγω μεγέθους προσφερόταν καλύτερα για την απεικόνιση πολυπρόσωπων σκηνών.
Η Βασίλισσα Άννα της Αγγλίας, για να σταματήσει την κατάχρηση των διακοσμήσεων υπέγραψε, το 1703, διάταγμα με το οποίο όριζε ότι τα αγγλικά πολεμικά έπρεπε να φέρουν στην πλώρη ακρόπρωρα που να παριστάνουν μόνο ένα λιοντάρι. Σχεδόν συγχρόνως το ίδιο έκαναν η Γαλλία και η Ολλανδία. Πολύ σύντομα, όμως, ο Γεώργιος Β' της Αγγλίας, επέτρεψε πάλι οποιαδήποτε απεικόνιση, αρκεί τα έξοδα κατασκευής της να μην ξεπερνούσαν τα καθορισμένα έξοδα κατασκευής του αγγλικού λιονταριού.
Τα πιο αξιόλογα ακρόπρωρα κατασκευάστηκαν τον 18ο και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.
Στα χρόνια του Νέλσωνα, τα ακρόπρωρα έγιναν αληθινές μασκότ για τους ναυτικούς οι οποίοι πίστευαν ότι πραγματικά προστάτευαν το καράβι τους. Ο Νέλσων και άλλοι ηρωικοί ναύαρχοι εκείνης της εποχής εικονίζονταν συχνά στα ακρόπρωρα των πολεμικών πλοίων κοιτάζοντας αγέρωχα μπροστά.
Καθώς στον 19ο αιώνα το διεθνές εμπόριο γνώρισε εξαιρετική ανάπτυξη, τα μεγάλα εμπορικά καράβια άρχισαν κι αυτά να στολίζουν την πλώρη τους με ακρόπρωρα, που πολλές φορές συμβόλιζαν το είδος του φορτίου που μετέφεραν. Έτσι το ακρόπρωρο ενός καραβιού που μετέφερε κρασιά εικονίζε μια κοπέλα που στο απλωμένο χέρι της κρατούσε ένα ωραίο τσαμπί σταφύλια. Τα ακρόπρωρα των σιτοκάραβων, πάλι, εικόνιζαν μια κοπέλα που κρατούσε ένα θύσανο σιταριού.
Στην περίοδο του Όλιβερ Κρόμγουελ εξαφανίστηκε από τα ακρόπρωρα των αγγλικών καραβιών το βασιλικό λιοντάρι και στη θέση του μπήκε το είδωλο του ίδιου του Κρόμγουελ καβάλα σ' ένα μεγαλόσωμο άλογο που καταπατούσε συγχρόνως άτομα που ανήκαν σε έξι εθνότητες: Ένα Σκωτσέζο, έναν Ιρλανδό, έναν Ολλανδό, ένα Γάλλο, έναν Ισπανό κι έναν Άγγλο.
Το γαλλικό καταδρομικό «Βρυκόλακας»,  έφερε, το  1807, ένα ακρόπρωρο που ταίριαζε στο όνομα του. Εικόνιζε ένα νεκρό που πετούσε το σάβανο του και ξαναρχόταν προσωρινά στη ζωή.
Περί το 1860, ο περίφημος ναυπηγός μεγάλων ιστιοφόρων Ντόναλντ Μακαίη σ' ένα δικό του κλίπερ, που έφερε το όνομα του, έβαλε ακρόπρωρο που εικόνιζε τον ίδιο ντυμένο με στολή σκωτσέζικη με όλα της τα καθιερωμένα πολυποίκιλα συμπληρώματα.
Ο «αετός του Μπέλαμυ» θεωρείται το ωραιότερο και καλλιτεχνικότερο γλυπτό ακρόπρωρο. Ένα αριστούργημα της ξυλογλυπτικής τέχνης, ύψους πάνω από τρία μέτρα και βάρους πολλών εκατοντάδων κιλών. Στα μέσα του περασμένου αιώνα στόλιζε την πλώρη του μεγάλου ντελινιού των Ηνωμένων Πολιτειών «Λάνγκαστερ».
Την περίοδο που τα πολεμικά καράβια έφεραν ακρόπρωρα, μετά τις ναυμαχίες, ο νικητής συνήθιζε να αφαιρεί και να παίρνει, σαν τρόπαια, τις φιγούρες των πλοίων που είχε κυριεύσει.


Τα πρώτα μεγάλα ελληνικά εμπορικά καράβια κατά την προ της εθνικής μας Επαναστάσεως περίοδο, έφεραν συνήθως στις πλώρες τους διάφορες μορφές. Πιο συνηθισμένες ήταν απεικονίσεις αρχαϊκής σειρήνας, δηλαδή γυναίκας γυμνής από τη μέση και πάνω, που από τη μέση και κάτω ήταν ψάρι. Στην κατασκευή της φιγούρας αυτής δινόταν εξαιρετική σημασία και οι πλοιοκτήτες την ανέθεταν σε φημισμένους ξυλόγλυπτες, που είχαν ειδική καλλιτεχνική εμπειρία.
Από πότε όμως άρχισε αυτή η συνήθεια; Είναι γνωστός ο ελληνικός ναυτικός θρύλος της γοργόνας ή σειρήνας, που στα πολύ παλιά χρόνια ακολουθούσε τα καράβια και ρωτούσε επίμονα τον καπετάνιο: «Ζει ο Μεγαλέξανδρος;» Οι καπετάνιοι, φυσικά, γελούσαν για την απίθανη ερώτηση κι αποκρίνονταν: «Όχι, βέβαια». Η γοργόνα τότε, απογοητευμένη και θυμωμένη, βύθιζε το καράβι. Σιγά σιγά όμως το κακό μαθεύτηκε κι οι καπετάνιοι αντί να γελούν και να απαντούν αρνητικά, πρόθυμα απαντούσαν: «Και βέβαια, ζει και βασιλεύει και τον κόσμο διαφεντεύει». Έτσι το καράβι συνέχιζε το ταξίδι του υπό την προστασία της ικανοποιημένης γοργόνας.
Από την εποχή εκείνη, και για να εξασφαλίσουν την εύνοια του θαλάσσιου αυτού δαίμονα, που τόσα ναυάγια είχε προκαλέσει, οι καπετάνιοι άρχισαν να στολίζουν την πλώρη του καραβιού τους με μια ξυλόγλυπτη απεικόνιση της τόσο επικίνδυνης σειρήνας.
Φυσικά από τα ακρόπρωρα των ελληνικών καραβιών δεν έλειπαν και θέματα παρμένα από την ελληνική θρησκεία και μυθολογία. Ο Ποσειδών, ο Ηρακλής, ο Ερμής, η Αθηνά, η Άρτεμις και άλλοι θεοί, ημίθεοι και ήρωες αποτελούσαν πάντοτε για τους Έλληνες εξαιρετικά προσφιλή θέματα. Το καράβι έφερε συνήθως το όνομα του εικονιζόμενου στο ακρόπρωρο θεού ή ήρωα.


Ακρόπρωρα βγαλμένα από διάφορα ελληνικά καράβια υπάρχουν στο Ναυτικό Μουσείο Πειραιώς και σε άλλα τοπικά ναυτικά μουσεία, καθώς και στο Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο Αθηνών. Από την ιστορία του πολεμικού και του εμπορικού ναυτικού σταχυολογήσαμε μερικά ενδιαφέροντα   περιστατικά   για   τα   ακρόπρωρα.
Όταν το 999 μ.Χ. ο Νορβηγός θαλασσοπόρος Λάιφ Έρικσον ξεκίνησε από την πατρίδα του, για να διαδώσει τον Χριστιανισμό στη Γροιλανδία, η πρώτη του δουλειά ήταν να αφαιρέσει από τα πλοία των  Βίκινγκς, που τον ακολουθούσαν,   τις   τρομερές   μορφές που είχαν στην πλώρη. Φοβήθηκε ότι θα τρόμαζαν τους προληπτικούς ιθαγενείς και δεν θα μπορούσε    να    τους    προσηλυτίσει στον Χριστιανισμό. Ως γνωστόν, λόγω   μεγάλης   κακοκαιρίας,   ο Έρικσον δεν μπόρεσε να προσεγγίσει στη Γροιλανδία. Παρασύρθηκε προς το Λαμπραντόρ κι έτσι ανακάλυψε τη Βόρειο Αμερική αρκετούς αιώνες πριν τον Κολόμβο.
Στο ακρόπρωρο του πλοίου γραμμής του αγγλικού Πολεμικού Ναυτικού «Ντραίηκ», εικονιζόταν ο περίφημος σερ Φράνσις Ντραίηκ, με αγριωπή έκφραση που έμοιαζε να απηχεί την οργή των  πυροβόλων  του.   Το   1777, έπειτα  από   σκληρή   μονομαχία, υπέκυψε στο «Ραίηντζερ» του Π. Ν. των Ηνωμένων Πολιτειών, με κυβερνήτη τον ναυτικό ήρωα των Αμερικανών πλοίαρχο Τζων Πωλ Τζόουνς. Ο Αμερικανός περιπολούσε   έξω  από  τις   ιρλανδικές ακτές, όταν     επεσήμανε το «Ντραίηκ». Το αγγλικό καράβι, με το τόσο ένδοξο όνομα, σε διάστημα μόνο μιας ώρας αναγκάστηκε να υποστείλει τη σημαία του και να παραδοθεί. Κάποιος υπαξιωματικός σκέπασε τότε το πρόσωπο της φιγούρας του σερ Φράνσις Ντραίηκ, για να μην αντιληφθεί τους Αμερικανούς να πατάνε νικητές στην κουβέρτα του καραβιού του.
Η αγγλική φρεγάτα «Μπρούνσβικ» έφερε ακρόπρωρο που εικονίζε τον δούκα του Μπρούνσβικ με μεγάλη στολή και τρικαντό. Όταν σε μια σύγκρουση με τον γαλλικό στόλο ένα εχθρικό βλήμα του άρπαξε το τρικαντό, ο κυβερνήτης της φρεγάτας έβγαλε το δικό του και διέταξε έναν ξυλουργό να το καρφώσει στο κεφάλι του ακρόπρωρου, ούτως ώστε ο ευγενής δούκας να τελειώσει τη ναυμαχία ντυμένος ευπρεπώς.
Ένα από τα πιο φημισμένα ντε-λίνια  των  Ηνωμένων  Πολιτειών ήταν το «Κονστιτιούσον». Αυτό το θαυμάσιο καράβι έλαβε μέρος στον Αγγλοαμερικανικό  Πόλεμο του   1812 χωρίς την προστασία ενός ακρόπρωρου και έτσι εξακολουθούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως το 1834, οπότε ο νέος κυβερνήτης του αποφάσισε να   συμπληρώσει   την   έλλειψη. Σύντομα κατασκευάστηκε και τοποθετήθηκε ένα ομοίωμα ύψους τριών  μέτρων,  του  τότε  προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Άντριου Τζάκσον. Ο εν ενεργεία πρόεδρος,  όμως,  σαν πολιτικός είχε όχι μόνο πολλούς φανατικούς φίλους, αλλά και πολλούς φανατικούς εχθρούς. Ένας από αυτούς, λοιπόν,  ενώ το ντελίνι βρισκόταν στη Βοστώνη, μια σκοτεινή νύχτα, κατάφερε να αποκεφαλίσει  το  ομοίωμα του  προέδρου και να απαγάγει το κεφάλι. Αμέσως, οι θαυμαστές του Τζάκσον,  παρά  την  αντίδραση  των αντιφρονούντων,   φρόντισαν  να κατασκευασθεί νέο ομοίωμα, το οποίο είχε πολύ καλύτερη τύχη. Επί πενήντα περίπου χρόνια στεκόταν άθικτο στη θέση του. Τώρα φιγουράρει στη ναυτική Ακαδημία της Ανναπόλεως.
Επί αιώνες σ' ένα ναό στο Τόκιο λατρευόταν με βαθιά πίστη, ένα ξύλινο ομοίωμα του Γιαπωνέζου άγιου Κατέκι. Περί τα μέσα, όμως, του  παρελθόντος  αιώνος,  ένας νέος σπουδαστής της Ιστορίας, παραξενεύτηκε από την περίεργη εμφάνιση του ειδώλου και εξέτασε προσεκτικά το ξόανο. Ανακάλυψε τα γράμματα ΕΡΑΣ και τον αριθμό 1598. Μια έρευνα στα αρχεία αποκάλυψε ότι το ολλανδικό εμπορικό καράβι «ΕΡΑΣΜΟΣ» κατασχέθηκε και διαλύθηκε στο Ναγκασάκι το 1598, διότι το πλήρωμα του είχε δώσει πολλές αφορμές στις τοπικές αστυνομικές Αρχές.  Το  ακρόπρωρο  του,  αφού άλλαξε  πολλά  χέρια,   κατέληξε στους   καλογήρους   του   ναού, όπου ο νεαρός σπουδαστής το απογύμνωσε από τον θρύλο ότι απεικόνιζε τον Κατέκι, τον αγαπημένο άγιο των Γιαπωνέζων.


To 1870, το αμερικανικό κλίπερ «Γαλάτεια» εξόκειλε στη νοτιοδυτική ακτή της Αφρικής. Αμέσως μια ιθαγενής φυλή ξήλωσε τη φιγούρα της «Γαλάτειας», που έφερε στην πλώρη, και την εγκατέστησε σ' ένα ναό όπου επί πολλές δεκαετίες λατρευόταν σαν θεά. Προ πενήντα περίπου χρόνων επιστράφηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Προ της ναυμαχίας του Τραφάλγκαρ, ο Νέλσων αντικατέστησε το πολύπλοκο ακρόπρωρο του «Βίκτορυ»   με  ένα απλούστερο. Απεικόνιζε ασπίδα με ανάγλυφη μια πολεμική σκηνή. Την ασπίδα κρατούσαν ένας ναύτης κι ένας στρατιώτης.   Αργότερα   οι   δυο στρατιωτικοί    αντικαταστάθηκαν από δύο γυμνούς αγγέλους. Παρόμοιες παραστάσεις έφεραν τότε και τα άλλα μεγάλα αγγλικά πολεμικά.    Ο    Νέλσων,    βέβαια σκοτώθηκε στο Τραφάλγκαρ, αλλά  με τον  ηρωικό  θάνατο του έγινε αθάνατος. Από τότε εικονιζόταν πάντοτε στο ακρόπρωρο του μεγάλου πολεμικού που έφερε το όνομα του και που περήφανα αυλάκωνε τις  θάλασσες  και τους ωκεανούς ως το 1891.
Το 1880, όταν το αγγλικό πολεμικό «Βασιλεύς Γεώργιος» αναγκάστηκε να αποφύγει μερικά γαλλικά πολεμικά, ένας από το πλήρωμα, σκέπασε το πρόσωπο του ακρόπρωρου που εικονίζε τον βασιλιά, για να μην αντιληφθεί ότι το καράβι του απέφυγε μια συνάντηση με τον εχθρό.
Το αγγλικό εμπορικό «Μπένμορ» έφερε σαν ακρόπρωρο ένα ξόανο κοπέλας ντυμένης με την αγγλική σημαία. Όταν το σκάφος άλλαξε νηολόγιο και ύψωσε την αμερικανική σημαία, ο νέος πλοιοκτήτης χρωμάτισε το φουστάνι της φιγούρας με τα αμερικάνικα χρώματα κι έτσι η κοπέλα παρουσιάστηκε ντυμένη με την αμερικανική σημαία.
Αφήσαμε τελευταία την ιστορία της φιγούρας του μεγάλου τριί-στιου «Αταλάντη», γιατί τη θεωρήσαμε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
Μια μέρα του 1864, ο παρατηρητής ναύτης της ιταλικής φρεγάτας «Βελότσε», άρχισε ξαφνικά να  φωνάζει  «άνθρωπος στη θάλασσα»   και  να  δείχνει  προς ορισμένο σημείο. Ο κυβερνήτης αμέσως  έβαλε  πλώρη  προς  το σώμα που επέπλεε. Μόλις σταμάτησε η φρεγάτα, μια βάρκα ρίχτηκε στο νερό  και κατευθύνθηκε προς τον υποτιθέμενο άνθρωπο. Ο  υπαξιωματικός,   όμως,   και  οι ναύτες που επέβαιναν, μόλις διπλάρωσαν  διαπίστωσαν   με   έκπληξη ότι δεν επρόκειτο για άνθρωπο, αλλά για ένα ξόανο, δηλαδή ξύλινο άγαλμα, από αυτά που στόλιζαν  τότε  τις  πλώρες   των καραβιών. Το ξόανο, ωραιότατης εμπνεύσεως και τέχνης, παρίστανε μια νεαρή όμορφη γυναίκα, με το ένα στήθος γυμνό, που προσπαθούσε με τα δύο της χέρια να συγκρατήσει τον πέπλο που σκέπαζε το σώμα της. Στο πρόσωπο της ήταν έντονα χαραγμένο ένα γλυκό χαμόγελο.
Όταν η  φρεγάτα γύρισε στη Γένοβα,   το  ξόανο  παραδόθηκε στον ναύσταθμο και γρήγορα διαπιστώθηκε ότι ανήκε στο μεγάλο ιταλικό τριίστιο «Αταλάντη», not είχε ναυαγήσει πρόσφατα. Ο κυβερνήτης,  όμως,  της  φρεγάτας όταν παρέδιδε το ξόανο, κατέθεσε συγχρόνως και μερικά περίεργα  πράγματα.  Ανέφερε  δηλαδή ότι το πλήρωμα του έπαθε ομαδική υποβολή από τη γοητεία που άσκησε πάνω του το πραγματικά ωραιότατο ξόανο και για πολλές ώρες στεκόταν και το θαύμαζε σιωπηλά. Αρκετές φορές εκδηλώθηκαν παρεξηγήσεις και αντιζηλίες μέχρι σημείου να διαταραχθεί   η   πειθαρχία.   Ακατανίκητο υπήρξε το μυστηριώδες χαμόγελο της «Αταλάντης» για τους άνδρες της φρεγάτας και όλοι τους με βαθιά θλίψη αντιμετώπισαν τη μεταφορά της στο ναυτικό Μουσείο της Γένοβας.


Οι εσωτερικές ανωμαλίες της Ιταλίας και οι πόλεμοι που ακολούθησαν δεν έδωσαν την ευκαιρία σε κάποιο αρμόδιο να ασχοληθεί με το ξόανο κι έτσι ή «Αταλάντη» παρέμεινε για πολλά χρόνια σε μια αποθήκη του Μουσείου της Γένοβας. Μόνο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η ωραία φιγούρα μεταφέρθηκε στο Ναυτικό Μουσείο της Σπέτσια, όπου τοποθετήθηκε οριστικά. Λίγο καιρό, όμως, μετά την εγκατάσταση της, σημειώθηκε μια περίεργη  αυτοκτονία.  Ο  φύλακας του   Μουσείου,   που   επιμελείτο την αίθουσα όπου βρισκόταν το άγαλμα, ρίχτηκε στο κενό από μια ψηλή σκαλωσιά και σκοτώθηκε. Η μυστηριώδης γοητεία της «Αταλάντης» ήρθε πάλι στην επικαιρότητα διότι από την ανάκριση διαπιστώθηκε ότι ο φύλακας αυτοκτόνησε   λόγω   της   νοσηρής επιδράσεως που ασκούσε πάνω του η γοητευτική μορφή. Πολλοί φίλοι του κατέθεσαν ότι συνεχώς τους  μιλούσε  για  την  ομορφιά του αγάλματος που του έφερνε μελαγχολία και κατάθλιψη. Τελικά μια διαταγή επέβαλε να σκεπαστεί η μοιραία μορφή με ένα ύφασμα και να φυλαχθεί στο υπόγειο του Μουσείου.
Χρόνια πέρασαν πάλι και η ωραία «Αταλάντη» άρχισε να λησμονιέται. Αλλά, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η γοητεία της ξανάρθε στην επικαιρότητα. Μετά την ανακωχή της Ιταλίας, τα ναυπηγεία της Σπέτσια, στον χώρο των οποίων στεγαζόταν και το Ναυτικό Μουσείο, καταλήφθηκαν από τους Γερμανούς. Τότε η φρούρηση του Μουσείου ανατέθηκε στον υπαξιωματικό της Βέρμαχτ Έριχ Κουρτς, έναν υψηλό και ρωμαλέο νέο γεμάτο ζωή.
Μια   μέρα   καθώς   ο   Κουρτς εκτελούσε την κανονική του περιοδεία μέσα στο Μουσείο, σήκωσε  από  περιέργεια  το   ύφασμα που σκέπαζε την «Αταλάντη». Η κίνηση   του   αυτή   αποδείχθηκε μοιραία. Από τότε, ο νεαρός Γερμανός περνούσε όλες τις διαθέσιμες ώρες του αποθαυμάζοντας το γοητευτικό ξόανο. Η ανεξήγητη γοητεία και υποβολή της «Αταλάντης» τον είχε ολοκληρωτικά κατακτήσει. Πάνω στην ερωτική του έξαψη αποφάσισε να την μεταφέρει στο μικρό του διαμέρισμα, για να την έχει αποκλειστικά δική του. Πραγματικά, μια νύχτα φόρτωσε την αγαπημένη του σε ένα στρατιωτικό καμιόνι και τη μετέφερε  στο  σπίτι του.   Μετά λίγους   μήνες,  ένα  πρωινό  του Οκτωβρίου του  1944, ο Κουρτς δεν παρουσιάστηκε στην υπηρεσία του. Ούτε την επομένη και τη μεθεπομένη. Οι ανώτεροι του φοβήθηκαν ότι είχε πέσει θύμα των παρτιζάνων. Δυο συνάδελφοι του τον αναζήτησαν στο σπίτι του. Κτύπησαν την πόρτα κι αφού περίμεναν αρκετά, την έσπασαν. Η σκηνή που αντίκρισαν ήταν τρομερή. Ο Κουρτς ήταν νεκρός, ξαπλωμένος στο πάτωμα, κρατώντας με τα δυο χέρια τα πόδια της «Αταλάντης». Δίπλα του ήταν το περίστροφο με το οποίο είχε αυτοκτονήσει. Άφησε ένα σημείωμα που έγραφε: «Αταλάντη! Επειδή μόνο εσύ μπορείς να μου χαρίσεις την ευτυχία, σου προσφέρω τη ζωή μου».
Το νέο αυτό μυστήριο συγκλόνισε τόσο τους Γερμανούς όσο και τους Ιταλούς της Σπέτσια. Η «Αταλάντη» μεταφέρθηκε στο Μουσείο και ο άτυχος Κουρτς τάφηκε στο στρατιωτικό κοιμητήριο της πόλεως. Έτσι έμεινε για πάντα κοντά στην αγαπημένη του.
Ποια ήταν τώρα αυτή η Αταλάντη, της οποίας το όνομα έφερε το τριίστιο που ναυάγησε και η γοητευτική φιγούρα του με την τόσο περίεργη και τραγική ιστορία;   Η  Αταλάντη  ήταν  σπάνιας καλλονής   ηρωίδα   της   Αρχαίας Ελλάδος. Περίφημη δρομεύς και κυνηγός. Πολλοί τη ζήτησαν σε γάμο αλλά αυτή πάντοτε απαιτούσε σαν προϋπόθεση, ο υποψήφιος  σύζυγος  να τη   νικήσει στον δρόμο, ειδεμή να σκοτώνεται.   Αρκετοί   ερωτευμένοι   νέοι έχασαν μ' αυτό τον τρόπο τη ζωή τους αλλά ο Ιππομένης, γνωρίζοντας   το   αδύνατο   σημείο   της ηρωίδας,  σκόρπισε  στον δρόμο χρυσά μήλα και η Αταλάντη, που υπέκυψε  στον πειρασμό,  καθυστέρησε για να τα μαζέψει και ηττήθηκε. Έτσι παντρεύτηκε τον νικητή Ιππομένη.


Ιστορία Εικονογραφημένη 235/1988
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου