Σάββατο 16 Ιουνίου 2018

Ο ακαταμάχητος Δον Κιχώτης



Ο ακαταμάχητος Δον Κιχώτης

Μετά από 400 σχεδόν χρόνια, ο άνθρωπος από την Μάντσα έχει ακόμα τη δύναμη να εμπνέει το απίθανο όνειρο -που, μερικές φορές, μπορεί ίσως και να πραγματοποιηθεί


Διασκευή από κείμενο του Samuel A. Schreiner, Jr.


Θα μπορούσε να πει κανείς ότι συνάντησα τον Δον Κιχώτη, έναν άνθρωπο από την Μάντσα της Ισπανίας, στην αίθουσα διαλέξεων του γυμνασίου μίας μικρής αμερικανικής πόλης, 400 σχεδόν χρόνια και 6.000 χιλιόμετρα μακριά από την εποχή του και τον τόπο του. Μία τάξη τελειοφοίτων, που ανάμεσα τους ήταν και μια απ' τις κόρες μου, που τραγουδούσε «Το Απίθανο Όνειρο», από το δημοφιλές μιούζικαλ που είναι βασισμένο στην ιστορία του Δον Κιχώτη. Παλεύοντας εκείνη την εποχή μ' ένα δικό μου όνειρο, σκέφτηκα ότι άξιζε τον κόπο να γνωρίσω καλύτερα τον Δον Κιχώτη. Βρήκα λοιπόν, στα ράφια της δημοτικής βιβλιοθήκης, το βιβλίο με τις περιπέτειες του  πολυμήχανου άρχοντα Δον Κιχώτης από την Μάντσα.
Η πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε σε δύο μέρη, το 1605 και το 1615, και από τότε έχουν κυκλοφορήσει πάνω από 2.000 εκδόσεις σε 60 γλώσσες, από αραβικά μέχρι κορεάτικα.
Δεν είναι να απορεί κανείς που αυτή η ιστορία κυκλοφορεί σε περισσότερες γλώσσες από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο, εκτός της Βίβλου, αφού, όπως οι βιβλικές μορφές, ο Δον Κιχώτης δεν γίνεται να περιοριστεί σε μια χώρα ή σε μια εποχή. Μέσα από τις κωμικοτραγικές περιπέτειες στις οποίες υπέβαλλε τον εαυτό του, σκιαγραφεί με τόση επιδεξιότητα την ανθρώπινη φύση, ώστε ο μεγάλος Γερμανός μυθιστοριογράφος Τόμας Μαν τον ονόμασε «σύμβολο της ανθρωπότητας». Εκφράσεις όπως «επίθεση σε ανεμόμυλους» (που αναφέρεται σ' ένα από τα κατορθώματα του Δον Κιχώτη) και «δονκιχωτικός»,    χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε πολλές γλώσσες.
Δεν λυπάμαι που δεν συνάντησα νωρίτερα τον Δον Κιχώτη, γιατί αμφιβάλλω αν τότε θα είχε την ίδια σημασία για μένα. Όταν είσαι πενηντάρης, υποτίθεται ότι παραμερίζεις κάθε τι παιδικό, ακόμη και τα όνειρα μια και  απέκτησες την πείρα της ζωής. Τότε  παραχωρείς τα όνειρα στους νέους   και  αφήνεις  τις  αναμνήσεις στους γέρους.
Πρόσφατα πάντως, αφήνοντας κατάπληκτους οικογένεια και φίλους που σκέπτονταν πρακτικά, είχα εγκαταλείψει μία σίγουρη δουλειά για να δοκιμάσω την πέννα μου στη ριψοκίνδυνη υπόθεση της συγγραφής μυθιστορημάτων. Έτσι ήταν χαρά για μένα να ανακαλύψω αυτόν τον κλασικό τύπο μεσήλικα, που φαινόταν ακόμη πιο φτωχά εξοπλισμένος, από ότι ήμουν εγώ, προκειμένου να επιδιώξει το όνειρο του και για να επωμιστεί οποιαδήποτε περιπέτεια.
Για κοιτάξτε τον λοιπόν!! Ένας ιδαλγός, ή επαρχιώτης ευγενής, που ζει με μια οικονόμο και μια ανιψιά σε κάποιο ανώνυμο χωριό της Μάντσα, περνάει τέτοιες μαύρες φτώχειες ώστε αναγκάζεται  να  ξεπουλάει τα χωράφια του για να αγοράσει βιβλία. Είναι ψηλός και αδύνατος σε σημείο εξασθένησης, τα μάγουλα του είναι βαθουλωμένα, τα μαλλιά του ασπρίζουν. Περνάει τον καιρό του διαβάζοντας ρομάντζα της εποχής της ιπποσύνης, όταν οι περιπλανώμενοι ιππότες υποτίθεται  ότι  διέτρεχαν την ύπαιθρο σώζοντας  από  τον  κίνδυνο  νεαρές υπάρξεις, σφάζοντας δράκους και γίγαντες, ιδρύοντας βασίλεια όπου κυβερνούσε το δίκιο.  Επειδή εμπνεύσθηκε - ή τρελλάθηκε - απ' αυτά τα αναγνώσματα, ο Δον Κιχώτης αποφασίζει να ριψοκινδυνεύσει επιχειρώντας  τα  ίδια,  μολονότι  διέθετε μονάχα μια μισοσκουριασμένη πανοπλία, κληρονομιά από τους προπάππους του, κι ένα άλογο που το φώναζε Ροσινάντη, γέρικο και αυτό και κοκκαλιάρικο σαν αυτόν.
Τόσο πανανθρώπινη είναι η παρόρμηση του να ακολουθήσει ένα κάποιο άστρο που θα τον βγάλει από τη μονότονη ζωή του, ώστε γενιές ολόκληρες ανθρώπων όχι μόνον έχουν δεχτεί ως κατανοητή την τρέλα του αλλά έφτασαν και να αμφιβάλλουν αν έζησε μόνο στη φαντασία του δημιουργού του, του Μιγκουέλ Θερβάντες Σαβέδρα και δεν υπήρξε στην πραγματικότητα.
Μολονότι ο Θερβάντες ονόμασε τον Δον Κιχώτη «γέννημα του μυαλού μου», σκόπιμα δημιούργησε σύγχυση, λέγοντας ότι είχε πρωτοδιαβάσει τις περιπέτειες του Δον Κιχώτη σε ένα ανέκδοτο χειρόγραφο ενός Άραβα ιστορικού. Αλλά η γενικά παραδεκτή θεωρία είναι ότι ο Δον Κιχώτης είναι ένα καθαρά φανταστικό πρόσωπο, και ότι ενσαρκώνει πολλά στοιχεία από το χαρακτήρα του ίδιου του συγγραφέα.
Μέχρι την εποχή που ο Θερβάντες, πενηντάρης τότε κι αυτός, άρχισε να γράφει το βιβλίο, είχε μια ολόκληρη ζωή όπου «πάλευε με ανεμόμυλους». Επιδιώκοντας ο Θερβάντες να κερδίσει δόξα στο πεδίο της μάχης, τραυματίστηκε στη ναυμαχία της Ναυπάκτου και το αριστερό του χέρι αχρηστεύτηκε. Έζησε περίπου 6 χρόνια αιχμάλωτος των Τούρκων πειρατών στο Αλγέρι. Αργότερα, η αποτυχία του ως συγγραφέα αλλά και ως δημοσίου υπαλλήλου ήταν τόση και τέτοια, ώστε φυλακίστηκε δύο φορές για ύποπτη τήρηση λογιστικών βιβλίων, και μόχθησε μέσα σε μεγάλη φτώχεια να τελειώσει τον Δον Κιχώτη - έξι μήνες πριν πεθάνει στα 68 του χρόνια.
Παρατηρώντας σαν θεατές την ζωή του Θερβάντες τον δικαιώνουμε στην απόφασή του να ψάχνει μέσα στη φαντασία του για τολμηρές περιπέτειες, αλλά πολύ περισσότερο να συμβιβάζεται με την αποτυχία.
Αυτό που εμποδίζει τους περισσότερους από μας να απαντήσουμε σε νέες προκλήσεις - αυτό που, όντως, με συγκρατούσε  και εμένα για χρόνια - είναι ο φόβος της αποτυχίας. Είναι οι συνέπειες της που μπορεί να επιφέρουν είτε σωματική βλάβη είτε οικονομική καταστροφή, ή ακοόμη ακόμη τον ψόγο και την κοροϊδία των άλλων. Ο Δον Κιχώτης όμως μας δίνει κουράγιο καθώς τόσο αυτός όσο και ο δημιουργός του, γνώρισε κάθε μορφή αποτυχίας.


Η περιπέτεια με τους ανεμόμυλους είναι μια από τις πρώτες και τις πιο γνωστές αποτυχίες του Δον Κιχώτη.
Ο Δον Κιχώτης διέσχιζε νωρίς κάποιο πρωί την πεδιάδα της Μάντσα συνοδευόμενος   από   τον   ιπποκόμο του, τον Σάντσο Πάντσα - ένα χοντρό χωριάτη που πήγαινε καβάλλα στο γαϊδούρι του, και ήταν τόσο προσγειωμένος στην πραγματικότητα όσο ο κύριος του ταξίδευε στα σύννεφα λόγω τρέλας. Ξαφνικά είδαν μερικούς ανεμόμυλους  και ο Δον Κιχώτης  τους  πέρασε για «παράνομους γίγαντες... με χέρια μακριά ως δύο λεύγες». Ο Σάντσο επέμενε ότι δεν ήταν παρά ανεμόμυλοι. Ο Δον Κιχώτης τον αγνόησε. Χαμήλωσε το κοντάρι του και σπιρούνισε τ' άλογο του για να καλπάσει. Σηκώθηκε αέρας, κι η φτερωτή ενός μύλου έκανε κομμάτια το κοντάρι του Δον Κιχώτη και έριξε χάμω ιππότη κι άλογο, φαρδείς πλατείς. Ο ιππότης σήκωσε τους ώμους του με αδιαφορία. «Αυτά έχει ο πόλεμος,» είπε. «Άμα το  καλοσκέφτομαι,  είμαι σίγουρος ότι αυτό πρέπει να είναι δουλειά κάποιου μάγου που μεταμόρφωσε τους γίγαντες σε ανεμόμυλους, για να μου στερήσει τη δόξα να τους νικήσω.»
Το μυστικό της μεγαλοσύνης του Δον Κιχώτη  είναι ότι αυτός έμενε προσκολλημένος στο όνειρο του ανεξάρτητα  από τις  αμφιβολίες ή τις κοροϊδίες των γύρω του. Ο Ισπανός φιλόσοφος Χοσέ Ορτέγκα υ Γκασσέτ στο βιβλίο του Στοχασμοί πάνω στον Δον Κιχώτη γράφει : «Υπάρχουν, αλήθεια, άνθρωποι που αποφασίζουν  ότι  δεν τους  ικανοποιεί η πραγματικότητα.   Τέτοιοι  άνθρωποι βάζουν στόχο να αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων, αρνούμενοι να επαναλάβουν τις κινήσεις που τους πιέζουν να κάνουν το έθιμο, οι παραδόσεις ή ακόμη τα βιολογικά ένστικτα. Αυτούς τους ανθρώπους τους ονομάζουμε ήρωες. Η θέληση του ήρωα δεν μοιάζει μ' εκείνη των προγόνων του, ούτε της κοινωνίας του, αλλά είναι δική του. Αυτή η θέληση του να είσαι ο εαυτός σου είναι ηρωισμός.»
Για οποιονδήποτε που αγωνίζεται να μείνει ο εαυτός του, η μεγαλύτερη απειλή είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στον ίδιο του τον εαυτό και το να βλέπει και να αποδέχεται την πραγματικότητα των άλλων  ανθρώπων.  Ο Δον Κιχώτης βρέθηκε  αντιμέτωπος  μ'  αυτή την απειλή όταν ξεκίνησε να επισκεφτεί την Αλδόνθα Λορένθο, ένα γεροδεμένο χωριατοκόριτσο, με το οποίο κάποτε ήταν ερωτευμένος και που την είχε τώρα ρομαντικά εξιδανικεύσει ως μια ωραία και εκλεπτυσμένη Δουλτσινέα. Ο Σάντσο Πάντσα είχε ήδη καταλάβει πόσο μακριά βρισκόταν η «πραγματική» Αλδόνθα από το αστραφτερό όραμα που βασίλευε στο μυαλό του αφεντικού του. Καθώς περίμεναν λοιπόν στην άκρη του χωριού της κοπέλας να έρθει η κατάλληλη ώρα για να επισκεφτούν   την   «Δουλτσινέα»,   ο Σάντσο, ξέροντας ότι ο κύριος του ήταν τρελός, είχε την ελπίδα ότι θα μπορούσε να τον εξαπατήσει.
Ξαφνικά ο Σάντσο είδε τρία άξεστα χωριατοκόριτσα να πλησιάζουν πάνω στα γαϊδούρια τους. Εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, είπε στον Δον Κιχώτη ότι η Δουλτσινέα, στολισμένη με μπροκάρ και χρυσάφι, με μαργαριτάρια και διαμάντια, πλησίαζε έφιππη με την ακολουθία της. Αλλά αυτή τη φορά το μυαλό του Δον Κιχώτη ήταν καθαρό, και είδε τις κοπέλες ακριβώς όπως ήταν. Ακόμη, τον χτύπησε η αποπνιχτική μυρωδιά του σκόρδου, ένα «άρωμα» οπωσδήποτε άσχετο με τη Δουλτσινέα. «Ο μοχθηρός μάγος που με καταδιώκει έβαλε σύννεφα και καταρράκτες μπροστά στα μάτια μου,» είπε ο Δον Κιχώτης στο ξαφνιασμένο κορίτσι, «και μεταμόρφωσε την ασύγκριτη καλλονή σου σε ταπεινή χωριάτισσα.» «Δεν παρατάς τα αλαμπουρνέζικα, μπάρμπα,» είπε μια από τις κοπέλες, «Άφησε μας να πάμε στη δουλειά μας.» Οι κοπέλες έφυγαν αλλά, αντί να απογοητευτεί από το γεγονός αυτό, ο Δον Κιχώτης εμπνεύσθηκε νέα κατορθώματα.
Εδώ φτάνουμε σε ένα σημείο όπου η   επίμονη   επιδίωξη   ενός   ονείρου μπορεί να μετατρέψει ένα άτομο σ' αυτό που οι άλλοι θα ονόμαζαν τρελό. Τον κίνδυνο αυτό τον αντιμετώπιζε και Δον Κιχώτης που αφιέρωνε όλες του τις τρελές προσπάθειες στο να διορθώσει τα κακώς κείμενα, όπως αυτός τα αντιλαμβανόταν. Πήγαινε λοιπόν με το   σταυρό   στο  χέρι πιστεύοντας ότι  την τρέλα του μπορεί να του τη συγχωρήσουν οι άλλοι εάν,   υπηρετώντας   τ'   όνειρο   του, ταυτόχρονα υπηρετούσε κατά κάποιο τρόπο και την ανθρωπότητα.
Σε μια άλλη στιγμή ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο συνάντησαν κατά τύχη μία ομάδα αλυσοδεμένους κρατούμενους που πήγαιναν να δουλέψουν στα κάτεργα. Ο μυαλωμένος Σάντσο παρατήρησε ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν εγκληματίες που δίκαια είχαν τιμωρηθεί. Ο άμυαλος Δον Κιχώτης τους έκανε διάφορες ερωτήσεις και κατέληξε ότι η τιμωρία - που και ο ίδιος ο Θερβάντες είχε υποστεί κατά τη στρατιωτική του θητεία - ήταν δυσανάλογα αυστηρή προς τα αδικήματα τους. Έτσι επετέθη σ' ένα φρουρό με το κοντάρι του και δημιούργησε μια συμπλοκή, κατά τη διάρκεια της οποίας οι κρατούμενοι ξέφυγαν, κυνήγησαν τους φρουρούς τους - και μετά λήστεψαν, έγδυσαν και πετροβόλησαν τον σωτήρα τους και τον ιπποκόμο του.
Θα με ρωτήσετε είχε έστω και μια νίκη ο Δον Κιχώτης; Ναι είχε, πράγματι, το καλύτερο είδος νίκης που μπορεί να ελπίσει οποιοσδήποτε άνθρωπος - τη νίκη πάνω στον εαυτό του.


Μία μέρα, μαζί με τον Σάντσο συνάντησαν ένα κάρο που μετέφερε δύο άγρια λιοντάρια σε κλουβιά. Ο Δον Κιχώτης διέταξε το φύλακα των λιονταριών ν' ανοίξει τα κλουβιά για να δει «αν θα με τρομάξουν τα λιοντάρια» όπως είπε. Κατόπιν, κατέβηκε από το άλογο και στάθηκε μπροστά στο κλουβί με το μεγαλύτερο λιοντάρι. Ο φύλακας των λιονταριών, τρομαγμένος από το ζουρλό σιδερόφρακτο φάντασμα που βρέθηκε στο δρόμο του, άνοιξε την πόρτα. Το λιοντάρι, που δεν είχε όρεξη για παλληκαρισμούς, γύρισε την πλάτη του στον Δον Κιχώτη και ξάπλωσε ήσυχα χάμω.
Απογοητευμένος, ο Δον Κιχώτης είπε στο φύλακα να ερεθίσει το ζώο, κεντρίζοντας το με ένα κλαδί, πράγμα   που  ο   άνθρωπος  αρνήθηκε  να το κάνει, λέγοντας: «Η παλληκαριά της Υψηλότητας σας έχει αποδειχθεί απόλυτα γιατί, απ' όσο ξέρω, κανένας γενναίος πολεμιστής δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει τίποτε πάρα πάνω από το να προκαλέσει τον εχθρό του και να τον περιμένει στο πεδίο της μάχης· αν ο αντίπαλος δεν έρθει, αυτός είναι που ατιμάζεται.»
«Τι λες για όλα αυτά, Σάντσο;» ρώτησε ο Δον Κιχώτης. «Υπάρχουν μάγια που μπορούν να αντισταθούν στην αληθινή ανδρεία; Οι μάγισσες μπορούν ίσως να διώξουν την τύχη μου, αλλά να μου στερήσουν τη δύναμη και το κουράγιο μου είναι αδύνατο.»
Αυτό το δίδαγμα το έβαλα βαθιά μες στην ψυχή μου, και πολλές φορές εμψυχώθηκα απ' αυτό. Δεν με νοιάζει πια αν οι προσπάθειες μου φαίνονται επιτυχημένες ή αποτυχημένες στα μάτια των άλλων. Ούτε προσβάλλομαι όταν οι άλλοι με αποκαλούν δονκιχωτικό. Δέχομαι μάλιστα την προσωνυμία αυτή με ιδιαίτερη περηφάνια.

Διασκευή από κείμενο του Samuel A. Schreiner, Jr.





Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα  (Miguel de Cervantes Saavedra, 29 Σεπτεμβρίου 1547 – 22 Απριλίου 1616) ήταν Ισπανός συγγραφέας, ο οποίος θεωρείται ευρέως ως ο μεγαλύτερος συγγραφέας στην ισπανική γλώσσα και ο κατ' εξοχήν μυθιστοριογράφος παγκοσμίως. Το έργο του ανήκει χρονικά στην «χρυσή εποχή» (περ. 1492-1648) της Ισπανίας, κατά την οποία παρατηρήθηκε εξαιρετική άνθηση στις τέχνες. Το διασημότερο μυθιστόρημά του, ο Δον Κιχώτης, συγκαταλέγεται στα κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μεταφρασμένο σε περισσότερες από εξήντα γλώσσες και έχοντας υποβληθεί σε συστηματική ανάλυση και κριτικό σχολιασμό από τον 18ο αιώνα.
Ο Θερβάντες γεννήθηκε στο Αλκαλά ντε Ενάρες, περίπου 30 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μαδρίτης και ήταν ο τέταρτος από τα συνολικά επτά παιδιά της οικογένειάς του. Τα νεανικά του χρόνια, για τα οποία διαθέτουμε ελάχιστες πληροφορίες, χαρακτηρίστηκαν από τις πολυάριθμες μετακινήσεις της οικογένειας σε διαφορετικές ισπανικές πόλεις. Τα παλαιότερα λογοτεχνικά έργα του χρονολογούνται το 1568, ενώ το πρώτο μυθιστόρημα του, Γαλάτεια, εκδόθηκε το 1585. Από το 1570, και για αρκετά χρόνια, πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως επαγγελματίας στρατιώτης, λαμβάνοντας μέρος στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου ως υπαξιωματικός του πολεμικού πλοίου Μαρκέσα (Marquesa), στην πολιορκία της Κέρκυρας (1571), καθώς και στην εκστρατεία της Τύνιδας. Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία, εργάστηκε στην Αυλή του Φιλίππου Β' ως φοροεισπράκτορας, ενώ λίγα χρόνια αργότερα εκδόθηκε ο πρώτος τόμος του Δον Κιχώτη (1605), έργο που τον καθιέρωσε στο λογοτεχνικό κόσμο. Το 1607 εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη, όπου ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του λογοτεχνικού έργου του και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Από την Βικιπαιδεία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου