Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018

Οι παραδοσιακοί οικισμοί Κρήτης

Η Ενετική Λότζια


Παραδοσιακοί οικισμοί Κρήτης

Η αρχή της οικιστικής ιστορίας της Κρήτης χάνεται στα βάθη των αιώνων. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει αποκαλύψει συνολικά 42 οικισμούς της Νεολιθικής εποχής, Που χρονολογούνται από το 6000 έως το 2800 π.Χ.

Το στοιχείο εκείνο, που εντυπωσιάζει περισσότερο στην Κρήτη είναι ότι ακόμη και σήμερα διατηρείται ένας τύπος σπιτιού που κατάγεται απευθείας από τη μακρινή Νεολιθική εποχή! Έχει ορθογώνια κάτοψη και επίπεδη στέγη από δοκάρια και κλαδιά, η οποία επικαλύπτεται από ένα είδος πηλού και στηρίζεται σε ξύλινους στύλους.
Από την αρχή της Εποχής του Χαλκού και ως το 1000 π.Χ περίπου αναπτύσσεται στο νησί ο περίφημος Μινωικός πολιτισμός. Χτίζονται μεγαλοπρεπή ανάκτορα, εξελίσσονται οι τεχνικές δόμησης και αναπτύσσονται διακοσμητικές τέχνες όπως αυτή της τοιχογραφίας, που δίνουν εξαιρετική αίσθηση πολυτέλειας στα κτίσματα. Οι Αχαιοί εισάγουν στο νησί τον τύπο του μεγάρου, ενώ η κάθοδος των Δωριέων (περίπου 1100 π.Χ) διώχνει τους αυτόχθονες από τα παράλια και τους ωθεί να αναζητήσουν καταφύγιο στα βουνά, όπου χτίζουν νέους οικισμούς. Εκεί ξεκινάει η χρήση του σκληρού ασβεστόλιθου, ενώ συγχρόνως το ίδιο πέτρωμα λαξεύεται με επιμέλεια για να προστεθούν όμορφα κατώφλια και παραστάδες.
Η οικιστική και αρχιτεκτονική αυτή παράδοση, που ξεκινάει από τα βάθη της ιστορίας, φαίνεται ότι είναι συνεχής στην Κρήτη ως τα χρόνια των Ενετών, οι οποίοι από το 1210 εμπλουτίζουν με νέα στοιχεία την τοπική παράδοση. Το νησί εποικίζεται τότε από ιππότες (ευγενείς) και πεζούς («δημοτικούς»), ενώ εγκαθιδρύεται φεουδαρχικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο οι πάροικοι αποδίδουν το 1/3 των εισοδημάτων τους στον εκάστοτε άρχοντα. Συγχρόνως, το νησί αποκτά κεντρική διοίκηση με έδρα τον Χάνδακα, που μετονομάζεται σε Κάντια και γίνεται έδρα του Δούκα. Η Κρήτη χωρίζεται σε τέσσερις περιφέρειες (που λίγο-πολύ αντιστοιχούν στη σημερινή διαίρεση της σε νομούς): του Χάνδακα, της Σητείας, του Ρεθύμνου και των Χανίων, και σε καθεμιά από τις τρεις τελευταίες εγκαθίσταται ρέκτωρ, δηλαδή νομάρχης, που διορίζεται απευθείας από τη Βενετία. Επίσης, το νησί χωρίζεται σε 20 επαρχίες, που ονομάζονται καστελλανίες, και ως επίσημη γλώσσα καθιερώνεται η λατινική. Από το 1252 ένα νέο αστικό κέντρο γεννιέται, τα Χανιά, στα ερείπια της αρχαίας Κυδωνιάς.
Τον 15ο αι. η αριστοκρατία αρχίζει να παρακμάζει, εγώ συγχρόνως αναπτύσσεται μια νέα τάξη αστών, ελληνικής κυρίως καταγωγής, που αντλεί την οικονομική της ισχύ από την ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας. Η Κρήτη γίνεται σημαντικότατο εμπορικό κέντρο για όλη τη Μεσόγειο, ενώ την ίδια εποχή χτίζονται οχυρώσεις, υδραγωγεία, λιμάνια και μνημεία. Τα κρητικά προϊόντα ταξιδεύουν σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο, ενώ εισάγονται γαλλικά υφάσματα, βενετσιάνικα γυαλιά και άλλα ευρωπαϊκά προϊόντα. Στα μέσα του 16ου αιώνα οι Τούρκοι γίνονται απειλητικοί και ο τρομερός πειρατής Μπαρμπαρόσας έχει μόνιμο στόχο τα παράλια του νησιού. Η μητρόπολη Βενετία αντιδρά ενισχύοντας την άμυνα του νησιού. Αποστέλλεται μάλιστα ο σπουδαίος αρχιτέκτονας Μικέλε Σανμικέλι για να επισκευάσει τις οχυρώσεις και να χτίσει νέες.
Συγχρόνως, εκδηλώνεται τάση ομογενοποίησης των πληθυσμών στις πόλεις (λόγω κυρίως του εξελληνισμού των ενετών ευγενών) και τα δυο θρησκευτικά δόγματα συμβιώνουν πλέον αρμονικά.
Από το 1645 όμως, ξεκινάει για το νησί η περίοδος της Τουρκοκρατίας. Πρώτα καταλαμβάνονται τα Χανιά (1645), ένα χρόνο αργότερα το Ρέθυμνο, το 1669 ο Χάνδακας (μετά από σθεναρή αντίσταση), και ως το 1715 έχουν καταληφθεί όλα τα φρούρια του νησιού. Τον 19ο αι. η Κρήτη ξεσηκώνεται επανειλημμένα, ζητώντας την απελευθέρωση της και την ένωση με την Ελλάδα, και το 1912 ενσωματώνεται οριστικά στο ελληνικό κράτος.

Οι οικισμοί


Από πολεοδομική άποψη και αφήνοντας κατά μέρος τα μεγάλα αστικά κέντρα, παρατηρεί κανείς ότι οι περισσότεροι οικισμοί του νησιού είναι ημιορεινοί ή ορεινοί, σε υψόμετρο που δεν ξεπερνάει τα 700 μ., δηλαδή το όριο καλλιέργειας της ελιάς. Εξαίρεση αποτελούν οι οικισμοί στο οροπέδιο του Λασιθίου, που βρίσκονται ψηλότερα, καθώς και οι κτηνοτροφικοί οικισμοί που κατοικούνται εποχιακά. Εκτός από τους τελευταίους, υπάρχουν και εποχιακοί οικισμοί σε πεδινές περιοχές, που λειτουργούσαν μόνο την εποχή της σποράς ή της συγκομιδής, γνωστοί με το όνομα μετόχια.
Οι παραλιακοί οικισμοί δημιουργήθηκαν τον 19ο αι., κυρίως προϋπήρχαν βενετσιάνικες εγκαταστάσεις.
Οι περισσότεροι ορεινοί και ημιορεινοί  οικισμοί αναπτύσσονται αμφιθεατρικά σε πλαγιές λόφων, ή καταλαμβάνουν την κορυφή μικρών υψωμάτων. Στην ανατολική και κεντρική Κρήτη, διακρίνονται για την πυκνή και συνεχή δόμηση αμυντικού χαρακτήρα, που σε πολλές περιπτώσεις είναι τόσο έντονη ώστε ο οικισμός δίνει την εντύπωση ενιαίου φρουρίου. Δεν χτίζονται εξαρχής οχυρωμένα χωριά, όπως αλλού στο Αιγαίο, αλλά επιλέγονται εκ φύσεως οχυρές θέσεις.
Στη δυτική Κρήτη το στοιχείο της πυκνής δόμησης απουσιάζει και η μορφή των οικισμών ποικίλλει. Άλλοτε αναπτύσσονται κατά μήκος ενός άξονα στον οποίο συγκεντρώνονται οι εμπορικές δραστηριότητες, τα καφενεία και η πλατεία, ενώ άλλοτε παρατηρείται κυκλική διάταξη, με την πλατεία και την εκκλησία στο κέντρο. Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις που ο οικισμός έχει σχήμα πέταλου. Ο κύριος παράγοντας που ρυθμίζει το σχήμα ανάπτυξης του οικισμού είναι, ασφαλώς, η μορφολογία του εδάφους.
Στις περιπτώσεις πυκνής δόμησης ο πολεοδομικός ιστός γίνεται δαιδαλώδης και σχηματίζονται μικρά πλατώματα και αδιέξοδα, που χρησιμοποιούνται σαν κοινόχρηστες αυλές των σπιτιών. Οι δρόμοι που ακολουθούν την κλίση του εδάφους έχουν συχνά αναβαθμούς, σχεδιασμένους έτσι ώστε να διευκολύνεται ο βηματισμός των ζώων.
Τα παραδοσιακά κρητικά χωριά με τα πέτρινα σπίτια είναι τόσο εναρμονισμένα με το χώρο στον οποίο βρίσκονται, ώστε τα κτίσματα μοιάζουν περισσότερο με φυσικές προεκτάσεις του περιβάλλοντος, παρά με ανθρώπινες επεμβάσεις.

Βενετσιάνικες επιδράσεις


Η κρητική οικιστική παράδοση είναι τμήμα ενός πολιτισμού που αναπτύχθηκε στο Αιγαίο ήδη από τα προϊστορικά χρόνια. Είναι, μάλιστα, πιθανόν στην Κρήτη να δημιουργήθηκαν πρότυπα που εν συνεχεία ακολουθήθηκαν και στα υπόλοιπα νησιά (ιδίως σε ορισμένα από τα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες).
Όπως είναι φυσικό, η αρχιτεκτονική των οικισμών παρακολούθησε και αποτύπωσε με εντυπωσιακές λεπτομέρειες την ιστορική πορεία του νησιού. Κατά την περίοδο την Ενετοκρατίας, και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της λεγόμενης Κρητικής Αναγέννησης οπότε γίνονται μεγάλα έργα οχύρωσης των πόλεων, κάνουν την εμφάνιση τους στην οικιακή αρχιτεκτονική στοιχεία αμυντικού χαρακτήρα, σαν μικρογραφίες των μεγάλων οχυρωματικών έργων. Έτσι, συχνά συναντάμε την ενίσχυση της κάτω γωνίας των κτηρίων ώστε η βάση του τοίχου να πλαταίνει και προοδευτικά να "σβήνει" προς τα πάνω, με μια λοξή λιθοδομή γνωστή στην οχυρωματική τέχνη με τον όρο σκαρπωτή (η εκδοχή της που χρησιμοποιείται στα σπίτια λέγεται καντονάδα). Η διαμόρφωση αυτή επιτρέπει καλύτερη θεμελίωση, ιδιαίτερα σε επικλινή εδάφη, και εξασφαλίζει καλύτερη αντισεισμική συμπεριφορά του κτίσματος.
Πολύ έντονα στοιχεία φρουριακής αρχιτεκτονικής συναντά κανείς κατ στους πύργους, κατοικίες των βενετσιάνων φεουδαρχών λίγο-πολύ διάσπαρτες σε όλη την Κρήτη. Τα κτίσματα αυτά χρησιμοποιούνταν από τους ενοίκους τους για την επίβλεψη των μεγάλων αγροτικών ιδιοκτησιών τους και τη συλλογή των φόρων. Συνήθως είναι κτήρια τετράγωνης κάτοψης και περιορισμένου εμβαδού, μ' έναν ή δύο χώρους στο ισόγειο. Η κυρίως είσοδο του πύργου βρίσκεται στον όροφο. Για να μπει κανείς στο κτήριο, ανεβαίνει μια πέτρινη εξωτερική σκάλα που καταλήγει σε μικρότερη ξύλινη, η οποία φτάνει ως την είσοδο. Στον τοίχο του ισογείου υπάρχει η καντονάδα, η οποία καταλήγει στο λεγόμενο κορδόνι των οχυρώσεων, χαρακτηριστικό οριζόντιο κυμάτιο. Όπως και σε κάθε οχυρωματικό έργο, πάνω από την κυρίως είσοδο υπάρχει η γνωστή καταχύστρα, έτοιμη να περιλούσει με ζεματιστό νερό ή λάδι κάθε επίδοξο εισβολέα.
Άλλο στοιχείο που παραπέμπει απευθείας στην Κρητική Αναγέννηση είναι ο τοξωτές διαμορφώσεις των εισόδων, με παραστάδες και διακοσμήσεις, και τα δίλοβα παράθυρα με φουρούσια. Κυρίως, όμως, τα σπίτια της περιόδου της Κρητικής Αναγέννησης ξεχωρίζουν για τα δώματα τους, δηλαδή τις επίπεδες, επικαλυμμένες με χώμα και ασβεστωμένες οροφές τους. Τα δώματα έδιναν τη δυνατότητα να περνάει κανείς εύκολα από τη μια στέγη σ' εκείνη του διπλανού σπιτιού. Υπάρχουν κείμενα που αφηγούνται πώς στις ταράτσες αυτές των σπιτιών μπορούσε κανείς να κυκλοφορεί με τον ίδιο τρόπο που θα κυκλοφορούσε και στο δρόμο.
Τα εξοχικά σπίτια των φεουδαρχών που δεν έχουν φρουριακό χαρακτήρα λέγονται βίλες. Τα μορφολογικά τους στοιχεία μαρτυρούν τη μεγάλη επιρροή που άσκησαν στους αρχιτέκτονες του νησιού,    τα Αναγεννησιακά εγχειρίδια αρχιτεκτονικής του Παλάντιο και του Σέρλιο. Τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα τέτοιων κατοικιών είναι η βίλα Ροτόντα στο χωριό Καλάθανες, στην επαρχία Κισσάμου, και η βίλα Τρεβιζάν, στο Κόκκινο Μετόχι Κισσάμου.
Από την περίοδο της Ενετοκρατίας σώζονται, επίσης, ελαιοτριβεία που ξεχωρίζουν για τις εσωτερικές τους καμάρες και πύλες (πορτέλες), από τις οποίες αρκετές έχουν διασωθεί ως είσοδοι νεότερων κτηρίων. Στα κτίσματα της περιόδου της ύστερης Ενετοκρατίας εντυπωσιάζει η άριστη προσαρμογή Αναγεννησιακών στοιχείων στις τοπικές συνθήκες, που οδηγεί σ' ένα συνεχές παιχνίδι με τα παραδοσιακά στοιχεία της αρχιτεκτονικής του Αιγαίου.

Αγροτική/λαϊκή αρχιτεκτονική


Τα αγροτικά σπίτια διατηρούν τη λιτότητα και την αυστηρότητα των προϊστορικών οικιών της Κρήτης. Πρόκειται για απλούς κύβους με ελάχιστα ανοίγματα, από πέτρα, ξύλο και χώμα. Ένας ιδιαίτερος τύπος αγροτόσπιτου είναι τα λεγόμενα θολιαστά. Πρόκειται για κατασκευές που τις συναντάμε διάσπαρτες σε όλο το νησί (γνωστές και ως μιτάτα), εξ ολοκλήρου κατασκευασμένες από σχιστόπλακες, με ιδιότυπη στέγαση από πέτρες που σχηματίζουν ένα είδος θόλου. Μοναδικά τους ανοίγματα είναι η μικρή χαμηλή είσοδος και μια τρύπα στο κέντρο της οροφής, απ' όπου φεύγει ο καπνός. Μια παραλλαγή του θολιαστού σπιτιού συναντάμε στο οροπέδιο του Ασφένδου, στα Σφακιά. Εδώ ο θόλος είναι πολύ χαμηλωμένος και συνήθως σκεπάζεται με δώμα.
Ο τύπος του αγροτόσπιτου που συναντάμε σήμερα πιο συχνά στα μετόχια και στους εποχιακούς οικισμούς είναι το μονόχωρο, πλατυμέτωπο ή στενομέτωπο, σπίτι με δώμα. Το εμβαδόν αυτών των σπιτιών σπάνια ξεπερνάει τα 35 τ.μ. Πρόκειται για χώρους που φιλοξενούν όλες τις δραστηριότητες (ύπνο, μαγείρεμα, κ.λ.π.), λειτουργούν ως αποθήκες και στεγάζουν τα κατοικίδια ζώα. Συνήθως υπάρχει ένα απλό γωνιακό τζάκι, με παραστιά. Το τζάκι είναι και ο φούρνος του σπιτιού, γι' αυτό και δίπλα του υπάρχει συχνά ένα μικρό παράθυρο. Στο χώρο του ύπνου, που βρίσκεται απέναντι από το τζάκι, χτίζεται συνήθως πεζούλα, που χρησιμεύει για κρεβάτι. Μια πιο εξελιγμένη μορφή της γωνιάς του ύπνου είναι η διαμόρφωση παταριού, που λέγεται σοφάς και του οποίου το κάτω μέρος είναι αποθηκευτικός χώρος (μαγαντζές). Στους πλαϊνούς τοίχους υπάρχουν εσοχές που χρησιμεύουν ως ντουλάπια. Εκεί βρίσκεται και τι θέση της στάμνας, ο λεγόμενος λαϊνοστάτης. Γύρω γύρω στους τοίχους χτίζονται πεζούλες. Συχνά το απλό μονόσπιτο έχει στεγασμένη στοά που στηρίζεται σε ξύλινους στύλους.
Το ξύλο και η πέτρα χρησιμοποιούνται εδώ ως δομικά υλικά με τη λιγότερη δυνατή επεξεργασία. Στραβά ξύλα και ακανόνιστα κομμάτια ασβεστόλιθου δημιουργούν κενά και διχάλες, που αξιοποιούνται λειτουργικά, ώστε να προκύπτει θαυμαστή οικονομία χώρου. Στα μεγαλύτερα σπίτια, μεσοδόκι υποβοηθά τη στήριξη του δώματος. Το μεσοδόκι στηρίζεται σ' έναν ή δύο ξύλινους στύλους, που ονομάζονται κέντηδες ή στάτες και κατάγονται απευθείας από τη Μινωική εποχή. Στις πιο εξελιγμένες μορφές κατοικίας το μεσοδόκι αντικαθίσταται από λίθινο ημικυκλικό τόξο που λέγεται καμάρα. Αυτά τα καμαρόσπιτα είναι ο πιο διαδεδομένος και αγαπητός τύπος αγροτικού σπιτιού σε όλη την Κρήτη. Η καμάρα χωρίζει το σπίτι σε δύο τμήματα, που λέγονται σπάλες. Έτσι, σχηματίζονται τέσσερις κόγχες από τούς πεσσούς της καμάρας και τους τοίχους, που λέγονται καντούνια ή κουλτούκια. Στο ένα καντούνι της μιας σπάλας βρίσκεται ο χώρος που χρησιμοποιείται ως κουζίνα και το τζάκι. Πεζούλες και θυρίδες που χρησιμοποιούνται ως ντουλάπια και ξύλινα ράφια συμπληρώνουν τον λειτουργικό εξοπλισμό του χώρου, όπου μαζεύεται π οικογένεια τις κρύες μέρες του χειμώνα. Πάνω από το τζάκι βρίσκεται ο ανηφόρας, δηλαδή η καπνοδόχος, που καταλήγει σε μια τρύπα του δώματος, η οποία καλύπτεται από  το σπασοπίθαρο (δηλαδή, ένα σπασμένο πιθάρι παραχωμένο στο δώμα, το οποίο μετατρέπεται έτσι σε εξωτερικό τμήμα της καπνοδόχου).
Στο άλλο καντούνι της ίδιας σπάλας βρίσκεται συνήθως το πατητήρι, που, όταν δεν χρησιμοποιείται, σκεπάζεται και γίνεται κρεβάτι. Αν δεν υπάρχει πατητήρι, τοποθετείται κάποιος σοφάς με αποθήκη από κάτω, ενώ άλλες φορές στήνεται εκεί ο αργαλειός. Ο κεντρικός χώρος του σπιτιού λέγεται σάλα και αποτελεί το δωμάτιο της υποδοχής. Η εξέλιξη του καμαρόσπιτου είναι τα δικάμαρα σπίτια, που, όπως φανερώνει και το όνομα τους, προκύπτουν με την προσθήκη μιας δεύτερης καμάρας.
Το δάπεδο των σπιτιών ήταν από πατημένο χώμα, καλυμμένο με τη λεγόμενη ασβεστοταράτσα, μείγμα που περιείχε ασβέστη, άμμο και άλλα υλικά. Στα πλουσιότερα σπίτια, το δάπεδο ήταν βοτσαλωτό ή καλυμμένο με σχιστόπλακες.
Οι τοίχοι είναι σοβαντισμένοι με μείγμα από ασβέστη και τρίχες κατσίκας που το βοηθάνε να δέσει. Στους ορεινούς οικισμούς, οι τοίχοι εξωτερικά μένουν ασοβάντιστοι, γεγονός που κάνει τα σπίτια σχεδόν να μη διακρίνονται μέσα στο φυσικό τους περιβάλλον.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατασκευή του δώματος. Ο σκελετός της στέγης είναι ξύλινος, από χοντρά δοκάρια που στις άκρες τους καψαλίζονταν ώσπου να καρβουνιάσουν και να γίνουν πιο ανθεκτικά στην υγρασία. Πάνω τους τοποθετούσαν λεπτότερα ξύλα, και εν συνεχεία ξερούς θάμνους. Το χώμα τοποθετείται σε δύο στρώσεις, που κοπανιούνται για να γίνουν συμπαγείς και να αποκτήσουν τη σωστή ρήση, που στέλνει το βρόχινο νερό στο λούκι της οροφής.
Κάθε χρόνο στο τέλος του καλοκαιριού γινόταν το δωμάτισμα, δηλαδή η ετήσια συντήρηση της στέγης, κατά την οποία ξεριζώνονταν τα αγριόχορτα και απλωνόταν νέα στρώση χώματος. Το δωμάτισμα είχε ως αποτέλεσμα το συνολικό πάχος του χώματος να αυξάνεται με τα χρόνια, φτάνοντας τελικά τα 35 εκ. περίπου. Σε ορισμένες περιοχές της Κρήτης, και κυρίως στα δυτικά, το δώμα, η κατασκευή και η συντήρηση του οποίου απαιτεί αρκετό κόπο, έχει αντικατασταθεί από κεραμοσκεπή (οι στέγες είναι συνήθως μονόρριχτες ή δίρριχτες).
Τα αγροτικά σπίτια με στέγη είναι συνήθως διώροφα. Στο ισόγειο βρίσκεται το καθιστικό, ενώ στον όροφο ο χώρος ύπνου, που λέγεται οντάς. Η επικοινωνία του ισογείου με τον όροφο γίνεται μέσω εσωτερικής ξύλινης σκάλας που κλείνει με καταπακτή. Τα σπίτια έχουν συνήθως και εξωτερική πέτρινη σκάλα. Σε πολλές περιπτώσεις το ανώγι είναι μικρότερο από το ισόγειο, κι έτσι δημιουργείται μια βεράντα, χρήσιμη στις αγροτικές εργασίες. Η αυλή είναι κλεισμένη με ψηλό μαντρότοιχο, ο οποίος έχει τοξωτή αυλόπορτα.

Πηγή: Παραδοσιακοί οικισμοί εκδ. DK /Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου