Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Melvin L. Marks : Ένα αηδόνι τραγουδούσε



Ένα αηδόνι τραγουδούσε

του Melvin L. Marks

Είναι έξι το πρωί και βρίσκομαι στο αεροδρόμιο, καθ' οδόν για την Φιλαδέλφεια. Δεν έχω κοιμηθεί καλά· Χτες το βράδυ γύρω στα μεσάνυχτα άνοιξα το ραδιόφωνο. Ο Ρέυ Έμπερλε τραγουδούσε σε διασκευή του Γκλεν Μίλλερ το «Ένα αηδόνι τραγουδούσε στην πλατεία Μπέρκλεϋ». Μου θύμισε το Λονδίνο του 1944 και το «Ραίηνμποου Κόρνερ» και το σφύριγμα από τις βόμβες που διέσχιζαν την Μάγχη. Εκείνες τις μέρες η ζωή είχε μιαν αμεσότητα. Το μέλλον είχε τον ορίζοντα του στο τώρα, στο σήμερα, στην κάθε στιγμή, στα ντροπαλά βλέμματα και τα ζεστά χαμόγελα των κοριτσιών στο Πικαντίλλυ.
Έχω ακόμη πολλή ώρα για το αεροπλάνο μου. Μπαίνω στο μπαρ του αεροδρομίου και παραγγέλνω καφέ κι ένα μικρό ποτήρι τοματόζουμο. Η σερβιτόρα, μια ελκυστική νεαρή γυναίκα, γυρίζει πίσω σε λίγο.
  Μου είπατε μικρό ή μεγάλο τοματόζουμο; ρωτάει.
  Μικρό, της λέω.
Είμαι κουρασμένος και ανυπομονώ για λίγο καφέ. Χτες τη νύχτα ο Έμπερλε τραγουδούσε: «Εκείνο ακριβώς το βράδυ, το βράδυ που σε γνώρισα, η νύχτα έξω ήταν μαγική. Οι άγγελοι δειπνούσαν στο Ριτς κι ένα αηδόνι...»
Η σερβιτόρα μου φέρνει χυμό πορτοκάλι.
  Σας ζήτησα τοματόζουμο.
  Αποφασίστε επιτέλους τι θέλετε.
Τσεκάρω το εισιτήριο μου, παίρνω τον αριθμό της θέσης μου και περνάω την έξοδο. Ο νους μου γυρίζει πίσω, στον πόλεμο και στην Ανίτα, που γνώρισα στην καντίνα του Χόλλυγουντ. Βρισκόμουν τότε στο στρατόπεδο Ίργουϊν στην έρημο Μοχάβε, εκπαιδευόμενος για την Βόρεια Αφρική. Της έγραφα όλη την εβδομάδα και τα Σαββατοκύριακα έκανα ωτοστόπ μέχρι το Λος Άντζελες για να τη συναντήσω όποτε είχα άδεια. Για τις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις έτριβα τη στολή μου με στρατιωτικό σαπούνι, και πριν την ξεβγάλω, την άπλωνα να στεγνώσει στον ήλιο της ερήμου. Ξέβαφαν έτσι μ' έναν ομοιόμορφο τρόπο κι έδειχναν παλιά, κάνοντας με να μοιάζω με βετεράνο που είχε υπηρετήσει στο Περλ Χάρμπορ. Το κόλπο μου το είχαν μάθει κάτι τύποι του τακτικού στρατού που στρατοπέδευαν στο Σκόφηλντ.
Κάναμε  βόλτες  με την Ανίτα στη λεωφόρο  Χόλλυγουντ  ή  στεκόμαστε έξω από το εστιατόριο της μόδας για να δούμε σταρ του σινεμά. Τις περισσότερες φορές όμως περνούσα την ώρα μου περιμένοντας   την   να  τελειώσει  την βάρδια της  στην καντίνα. «Πες μου πότε θα σε ξαναδώ,» τραγουδούσε η Ναν Γουήν στα τζουκ-μποξ. «Θα ξανασυναντηθούμε την Κυριακή, την Δευτέρα ή παντοτινά;» Ήταν το 1943 κι εγώ ήμουν μόλις 18 χρόνων. Ακουγα το τραγούδι τόσο συχνά, που έγινε ένα κομμάτι από την Ανίτα. Ήταν ψηλή, μεγαλύτερη   από  μένα και πολύ πιο ώριμη. Είχε έντονα χαρακτηριστικά κι απαλά ξανθά μαλλιά, κι ήταν πολύ καλή μαζί μου. Αργότερα μου έγραφε τακτικά στην Αγγλία, την Γαλλία και την Γερμανία. Διέσχισα την Ευρώπη κλαίγοντας  τα  βράδια με την ανάμνηση της.
Μπαίνω στο αεροπλάνο κι ακουμπώ το καπέλο και το παλτό μου στο ράφι πάνω από το κάθισμα μου. Αρχίζω να αναπολώ τα γεγονότα της ημέρας που πέρασε. Περπατούσα προς το γραφείο μου στην λεωφόρο Μίσιγκαν. Το πρωινό ήταν ολόφωτο κι είχα τα κέφια μου.. Καθώς πλησίαζα την είσοδο του κτιρίου, έκοψα κατά λάθος το δρόμο σε μια νεαρή γυναίκα. Δεν την άγγιξα καν, το πολύ να της έκοψα για μια στιγμή το βήμα. Ήταν πολύ όμορφη, καλοντυμένη, φρέσκια και γεμάτη αυτοπεποίθηση.
  Συγγνώμη, της είπα.
Με κοίταξε με περιφρόνηση.
  Ειλικρινά λυπάμαι.
— Άντε χάσου.
Έτσι και φτάσεις στα 60, ο χρόνος αποκτά μεγάλη σημασία.
Όταν το 1944 ήμουν στην Αγγλία, ο χρόνος ή ήταν όλος στη διάθεση μας, ή ήταν τόσο λίγος που δεν σου άφηνε την πολυτέλεια να σκεφτείς το διάβα του. Είχαμε στρατοπεδεύσει έξω από το Φόλκστοουν, πάνω στο πέρασμα των βομβαρδιστικών. Τα αντιαεροπορικά μας ήσαν στραμμένα προς την Μάγχη, περιμένοντας να φτάσουν στην ακτίνα βολής μας οι τηλεκατευθυνόμενες βόμβες που τραβούσαν για το Λονδίνο. Μια νύχτα σ' ένα παμπ συνάντησα την Νταϊάν, ένα κορίτσι από το Γυναικείο Στρατιωτικό Σώμα. Ήταν κοντούλα και γεμάτη, η καφέ μάλλινη στολή δεν της πήγαινε και πολύ, αλλά ήταν νόστιμη κι είχε γλυκό χαμόγελο. Κρατιόμαστε από το χέρι στους περιπάτους μας στα δρομάκια του Κεντ και στα καλντερίμια του Χάυθ. Προς το τέλος εκείνης της άνοιξης έφυγα για το Σαουθάμπτον, με τελικό προορισμό την Νορμανδία. «Να προσέχεις,» μου είπε με το φιλί του αποχαιρετισμού. Ήμαστε και οι δύο μόλις 19 χρόνων.
Το αεροπλάνο απογειώθηκε. Αισθάνομαι πολύ κουρασμένος. Νιώθω σαν να έχω έξαφνα ξυπνήσει σε έναν κόσμο ο οποίος έχει αλλάξει από πολλές απόψεις που δεν τις πολυκαταλαβαίνω. Το μόνο που ξέρω είναι πως η αθωότητα και η ευγένεια μοιάζουν να έχουν εξαφανιστεί κι αυτό που απόμεινε δεν μου αρέσει καθόλου.
Θυμάμαι ένα πρωινό, πριν λίγες εβδομάδες, που έτρεχα στον ασφαλτόδρομο κατά μήκος της λίμνης του Σικάγου. Ήταν ένα ολόφωτο πρωινό κι ο ήλιος ήταν ευχάριστος στο πρόσωπο μου. Έτρεχα κοντά στον τοίχο της προκυμαίας στα δεξιά μου, αφήνοντας πάνω από πέντε μέτρα στα αριστερά μου για να περνούν οι ποδηλάτες. Πολλοί δρομείς είχαν πρόσφατα παρασυρθεί από ποδηλάτες στο μέρος αυτό, και γι' αυτό κοίταζα κάθε τόσο πάνω από τον αριστερό μου ώμο μήπως με πλησιάζει κανείς. Ξάφνου ένα ποδήλατο τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα πέρασε ξυστά από τα δεξιά μου, ανάμεσα στον τοίχο και τον ώμο μου και σχεδόν με πέταξε κάτω. Η ποδηλάτισσα είχε μακριά ηλιοκαμένα πόδια και δούλευε με δύναμη τα πετάλια, ενώ τα ξανθά, ξανοιγμένα από τον ήλιο μαλλιά της ανέμιζαν στην πλάτη της.
— Ε, ποδηλάτισσα, της φώναξα, την άλλη φορά να προειδοποιείς.
Ήταν καμιά εικοσαριά μέτρα μπροστά μου, αλλά δεν παρέλειψε να γυρίσει για να με διαολοστείλει.
Χαζεύω έξω από το παράθυρο του αεροπλάνου. Συνειδητοποιώ ξαφνικά ότι οι αναμνήσεις μου από τα χρόνια του πολέμου - χρόνια υποτίθεται σκληρά και φρικτά - είναι θερμές και ολοζώντανες, τόσο ζωντανές όσο και τα σύννεφα που ταξιδεύουν έξω από το παράθυρο μου. Πού χάθηκαν όλα αυτά τα χρόνια; Τι να απόγινε η Τζοζεφίν; Τώρα πια θα είναι σίγουρα μια χοντρή Ολλανδέζα, νοικοκυρά. Όταν όμως την πρωτογνώρισα ζούσε με τους γονείς της σ' ένα μικρό αγρόκτημα κοντά στο Μάαστριχτ, πολύ κοντά στο παρατηρητήριο μου. Το 1944 πλησίαζε στο τέλος του, και σε άλλους έξι μήνες ο πόλεμος στην Ευρώπη θα είχε τελειώσει. Έμεινα λίγο καιρό με την οικογένεια της. Μου έγραφε ολόκληρο εκείνον τον κρύο χειμώνα του 1945, στην αρχή ολλανδικά, αργότερα αγγλικά. Το τελευταίο της γράμμα το έλαβα όταν το τάγμα μας πλησίαζε το Αννόβερο. Το θυμάμαι απ' έξω.
«Λίιβε Μέλβιν,» μου έγραφε. «Ήδη πολύς καιρός πέρασε χωρίς να έχουμε νέα σου. Φιλοξενήσαμε πολλά παιδιά από το στρατό στο σπίτι μας, αλλά δεν γνώρισα κανένα τόσο καλό παιδί σαν και σένα. Πάντα σε σκεφτόμουν και ελπίζω πως δεν με ξέχασες. Εγώ δεν σε ξεχνώ ποτέ.»
Με σκέφτεσαι άραγε ακόμη, αγαπητή Τζοζεφίν, όπως σε σκέφτομαι εγώ τώρα; Όπου κι αν είσαι σήμερα, αναρωτιέσαι άραγε κι εσύ, όπως κι εγώ, αν ο τρόπος που βλέπεις τον κόσμο οφείλεται απλώς στην ηλικία σου; Ή μήπως βρίσκεις κι εσύ τον κόσμο το ίδιο αλλαγμένο;

Από το New York Times Magazine 19.1.1986
 ΕΠΟΛΟΓΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου