Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Ο κύριος Φου και η κυρία Τσανγκ



Ο κύριος Φου και η κυρία Τσανγκ

Για το ηλικιωμένο ζευγάρι, ο ήλιος στη δύση του είχε χάσει κάμποση από την λαμπρότητά του. Η θέα του όμως εξακολουθούσε να είναι υπέροχη

του Chiang Hsiao-yun

Μια αχτίδα πρωινού ήλιου, περνώντας από κάποιο άνοιγμα της κουρτίνας, βρήκε το κρεβάτι του κυρίου Φου. Ο γεράκος γύρισε ανάσκελα κι έστησε αυτί. Το σπίτι ήταν ήσυχο, τα εγγόνια θα πρέπει να 'χαν φύγει πια για το σχολείο, κι οι γονείς τους για τη δουλειά. Άλλη μια μέρα, όπως όλες, διαγραφόταν αργή και βαρετή, κι αυτή η προοπτική έκανε τον κύριο Φου να μην τον χωράει ο τόπος. Θα σηκωνόταν, θα ξεκοκάλιζε την πρωινή εφημερίδα, αλλά μετά απ' αυτό δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο που θα μπορούσε να κάνει. Ήταν ολομόναχος.
Ολομόναχος! Στάθηκε μπρος στο παράθυρο και κοίταξε κατά τα βουνά. Τα σμιχτά του φρύδια και τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του, του έδιναν μια όψη βλοσυρή. Γκρίζες φαβορίτες σκέπαζαν τα αξύριστα μάγουλα του, και τα κατακόκκινα μάτια του έμοιαζαν σαν καθρέφτες της θλίψης του.
Το περασμένο βράδυ, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, είχε ακούσει το γιο του και τη νύφη του να κουβεντιάζουν γι’ αυτόν: «Δεν έχει κανένα χόμπυ, κι ούτε νοιάζεται ν' αποκτήσει. Κάθεται όλη μέρα στο σπίτι, αναστενάζοντας και βαρυγκωμώντας μοναχός του. Λες και του ζήτησα νά ' ρθει να μείνει μαζί μας για το κακό του.»
«Μα το ξέρεις καλά ότι ο μπαμπάς δεν ήταν έτσι παλιά... όταν ζούσε η μητέρα.»
Τα τζιτζίκια άρχισαν να τραγουδάνε τόσο δυνατά πάνω στα βουνά, ώστε ακουγόντουσαν μέχρι το σπίτι - το πρώτο σημάδι του καλοκαιριού. Τον έπιασε μια ξαφνική λαχτάρα να σκαρφαλώσει στο βουνό. Μια και η ώρα ήταν περασμένη για τους πρωινούς ορειβάτες, το μονοπάτι ήταν όλο δικό του - μόνος με το κελάηδημα των πουλιών, τα τζιτζίκια και τον άνεμο που συνέθετε τις μελωδίες του βουνού.
Την άλλη μέρα, ο κύριος Φου πήγε πάλι ορειβασία. Εκείνο το βράδυ, στο τραπέζι, καθώς είχε κάτι να πει κι ο ίδιος, δεν ήταν πια ένας βουβός ακροατής μονάχα, και τα κέφια του ήταν πολύ καλύτερα. «Θέλουμε να έρθουμε μαζί σου!» φώναζαν τα παιδιά. «Την Κυριακή, πρωί-πρωί, θα πάμε,» απάντησε ο γέρος.
Την Κυριακή ξεκίνησαν πράγματι νωρίς. Περπάτησαν πάνω από μισή ώρα για να φτάσουν στην κορυφή, κι από εκεί ο κύριος Φου τους οδήγησε από ένα άλλο μονοπάτι σ' ένα πάρκο μ' ένα ξύλινο περίπτερο κι ένα παρατηρητήριο με υπέροχη θέα.
Μια γυναίκα, που στεκόταν στην άκρη του παρατηρητήριου, άρχισε ξάφνου να ψιλοτραγουδά. Σίγουρος ότι ήταν μεγαλύτερος της, ο κύριος Φου περίμενε να τελειώσει το τραγούδι και τη ρώτησε με δήθεν αδιάφορο ύφος: «Πόσων χρόνων είστε;»
«Είμαι 67,» απάντησε η γυναίκα. Τα μαλλιά της ήταν κοντά και είχε ένα πρόσωπο κάπως τετράγωνο, με σκούρο δέρμα και μάτια που έλαμπαν από εξυπνάδα.
Ήταν δυο χρόνια νεώτερη του. «Δεν σας φαίνονται τα χρόνια σας,» της είπε ο κύριος Φου.
Η γυναίκα χαμογέλασε και γύρισε να φύγει.
Κατεβαίνοντας, την είδε και πάλι, να περπατά με μια ομάδα ηλικιωμένων αντρών και γυναικών, που τη φώναζαν κυρία Τσανγκ. Όταν ο κύριος Φου και τα παιδιά έφτασαν κοντά της, η κυρία Τσανγκ ρώτησε: «Τα εγγόνια σας; Τι ευτυχία!» Κι ύστερα, η κάθοδος έγινε ευκολότερη, καθώς υπήρχε κάποιος να κουβεντιάζει μαζί του.
Από τότε, ο κύριος Φου ακολουθούσε ένα καινούριο ημερήσιο πρόγραμμα. Σηκωνόταν νωρίς και συναντούσε την ομάδα της ορειβασίας, κι ύστερα γύριζε για να αποχαιρετήσει τα εγγονάκια του πριν φύγουν για το σχολείο. Συναντούσε την κυρία Τσανγκ σχεδόν κάθε πρωί, και σιγά-σιγά άρχισαν να ξανοίγονται ο ένας στον άλλο. Ξέροντας ότι ήταν κι αυτή χήρα και ζούσε με την κόρη της και το γαμπρό της, ο κύριος Φου έβγαλε το συμπέρασμα ότι θα είχε κι αυτή οικογενειακά προβλήματα, κι έτσι θα μπορούσε να νιώσει τα δικά του.
«Όταν εκείνοι βλέπουν ταινίες, εγώ δεν τους παραπονιέμαι που μου χαλούν τον ύπνο. Γιατί, λοιπόν, με κατηγορούν εμένα ότι αναστατώνω τα μαθήματα πιάνου των παιδιών ή την ετοιμασία τους για το σχολείο όταν θέλω να παρακολουθήσω την όπερα του Πεκίνου; Πάλι καλά που είμαι οικονομικά ανεξάρτητος. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν τα πράγματα αν θα έπρεπε να τους ζητάω χρήματα.»
Η κυρία Τσανγκ έμεινε για αρκετή ώρα σιωπηλή. «Η κόρη μου κι ο άντρας της μου φέρνονται καλά,» είπε. «Αλλά δεν θέλω να ζω σε βάρος τους για τίποτε. Δεν θέλω να με κοιτούν οι άνθρωποι αφ' υψηλού.»
Η εποχή των βροχών ήρθε νωρίς εκείνη τη χρονιά, κι έβρεχε αδιάκοπα για μέρες ολόκληρες. Οι ορειβάτες εξαφανίστηκαν. Οι ρευματισμοί ξαναχτύπησαν τον κύριο Φου και τον καταδίκασαν να μένει καθισμένος, με φοβερούς πόνους στην πλάτη, σε μια καρέκλα πλάι στο παράθυρο, απ' όπου κοιτούσε αδιάφορα το έμπα του μονοπατιού για το βουνό.
Ώσπου μια μέρα, άκουσε να τον φωνάζουν - ήταν η κυρία Τσανγκ.
Σηκώθηκε με δυσκολία, πάτησε το κουμπί για ν' ανοίξει η εξώπορτα κι άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. Εκείνη μπήκε γελώντας. «Κοίταξε με! Όταν ξεκίνησα δεν έβρεχε, και έτσι δεν πήρα ομπρέλα. Αλλά καθώς έφτανα εδώ, άρχισε να βρέχει. Αποφάσισα, λοιπόν, να σου κάνω επίσκεψη.»
Παρ' όλο που η πλάτη του πονούσε πάντα, ο κύριος Φου της ζήτησε επίμονα να μείνει για να φάνε μαζί. Ήταν πολύ καλός στο μαγείρεμα ορισμένων φαγητών της ιδιαίτερης πατρίδας του, και η κυρία Τσανγκ παίνεσε θερμά την τέχνη του. Όσο έτρωγε μοναχός του, ο κύριος Φου είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για το μαγείρεμα, αλλά τώρα την κάλεσε για ένα ακόμη γεύμα. Σε ανταπόδοση, η κυρία Τσανγκ προσφέρθηκε να του κάνει το τραπέζι με μερικά παραδοσιακά πιάτα των βόρειων επαρχιών. Άρχισαν να τρώνε μαζί οι δυο τους μία ή δύο φορές την εβδομάδα. Στην αρχή, ο κύριος Φου έλεγε στην οικογένεια του για τις συναντήσεις τους αυτές, αλλά σιγά-σιγά έπαψε να τις αναφέρει.
Ένα βράδυ, ο κύριος Φου κρυφάκουσε το γιο του και τη νύφη του να κουβεντιάζουν:
«Η φιλενάδα του πατέρα σου ήρθε πάλι σήμερα.»
«Πώς το ξέρεις;»
«Όλα τα πιάτα είναι ανακατεμένα και τοποθετημένα σε λάθος θέση.»
Το ζευγάρι γέλασε, κι ο κύριος Φου έπιασε τον εαυτό του να χαμογελάει κι ο ίδιος. Δεν το 'χε καταλάβει ότι άφηναν τέτοια ίχνη.
«Λες ν’ αποκτήσουμε μια καινούρια μητέρα;» ρώτησε η νύφη του. «Η γιαγιά Τσανγκ κι ο μπαμπάς ταιριάζουν πολύ. Ένας ηλικιωμένος χρειάζεται συντροφιά.»
Μόλις εκείνη τη στιγμή πρωτοπέρασε απ' το μυαλό του κυρίου Φου η ιδέα να παντρευτεί την κυρία Τσανγκ. Κόντευε τα εβδομήντα και να ξαναπαντρευτεί; Εβδομήντα! Και λοιπόν;
Αλλά αυτές οι συναντήσεις τους για γεύμα διακόπηκαν σιωπηρά, πριν πάρει τέλος η εποχή των βροχών. Ήταν η σειρά της κυρίας Τσανγκ να τον καλέσει, κι εκείνη δεν έδωσε σημεία ζωής. Αυτός, κλεισμένος στις κρυφές του σκέψεις, δεν έκανε τίποτε για νά έρθει και πάλι σ' επαφή μαζί της.
Ώσπου, ένα απόγευμα η βροχή σταμάτησε και, εντελώς ξαφνικά, μια λαμπρή λιακάδα απλώθηκε παντού. Αυθόρμητα, ο κύριος Φου σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε την κυρία Τσανγκ. «Βλέπω ανθρώπους ν' ανηφορίζουν το βουνό,» της είπε ψέματα. «Θα 'θελες να πάμε μια βόλτα;»
Εκείνη δίστασε, μα στο τέλος δέχτηκε να τον συναντήσει. Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, έτρεξε στο μπάνιο να ξυριστεί. Κοιτώντας στον καθρέφτη αισθάνθηκε ανόητος. Να κοντεύει τα εβδομήντα, κι όμως, ένα ραντεβού να είναι ικανό να τον αναστατώσει τόσο!
Ο ήλιος είχε πέσει πίσω από το βουνό, και το μονοπάτι ήταν σκιερό και δροσερό. Μετά τον χαιρετισμό που αντάλλαξαν, περπατούσαν σιωπηλοί. Σε μια στιγμή, η κυρία Τσανγκ παραπάτησε. Όρμησε να τη στηρίξει. «Πρόσεχε!» της είπε. «Γλιστράει. Να, πάρε το μπαστούνι μου.»
'Ένιωσε αδύναμος χωρίς το στήριγμα του μπαστουνιού, κι ο πόνος της πλάτης του ξανάρχιζε. «Γεράματα,» αναστέναξε. «Και δεν είναι καλά τα γεράματα δίχως συντροφιά.»
«Το ίδιο ακριβώς μου έλεγε και η κόρη μου,» είπε η κυρία Τσανγκ.
«Κυρία Τσανγκ...» Ήθελε να της εξηγήσει, αλλά μάταια προσπαθούσε να βρει τα κατάλληλα λόγια.
Γύρισε προς το μέρος του και του είπε: «Όταν άκουσα την κόρη μου να λέει τέτοια πράγματα, ένιωσα ξαφνικά άσχημα. Γι' αυτό δεν σου τηλεφώνησα. Την ξέρεις την κυρία Βανγκ, τη γειτόνισσα μας στον κάτω όροφο. Αυτή το είπε στην κόρη μου για μας τους δυο. Αχ! Ποτέ, σ' όλη μου τη ζωή, δεν έκανα τίποτα που να επιτρέπει στους άλλους να μιλούν για μένα. Ξέρω πώς πρέπει να φέρομαι.»
«Ασ' τους να λένε! Αν μας ευχαριστεί να είμαστε μαζί, θα είμαστε. Δεν θα μας πει κανένας τι πρέπει να κάνουμε!» Δεν είχε σκοπό να πει τόσα πολλά, μα αφού η ευκαιρία είχε δοθεί, αποφάσισε να τα πει όλα. «Τα παιδιά και τα εγγόνια είναι αίμα μου, αλλά η διαφορά της ηλικίας δυσκολεύει την επικοινωνία. Τον Αύγουστο που μας έρχεται θα κλείσω τα εβδομήντα. Πόσα χρόνια μας μένουν ακόμη; Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η συντροφιά. Ένας άνθρωπος δίπλα μας, κάποιος που να μπορούμε να κουβεντιάσουμε μαζί του, να πάμε κάπου μαζί του, να μας ρωτάει πώς νιώθουμε όταν είμαστε άρρωστοι. Δεν είμαστε δα ερωτοχτυπημένα νεαρούδια.»
Είχε αρχίσει λιγάκι να εξάπτεται, και σταμάτησε το περπάτημα. Η κυρία Τσανγκ σταμάτησε κι αυτή, και σιγανά του απάντησε: «Το καταλαβαίνω, μόνο που... οι άνθρωποι κουτσομπολεύουν.»
«Μα για ποιο πράγμα να κουτσομπολέψουν; Αν δεν φροντίσουμε εμείς τους εαυτούς μας, ποιος θα το κάνει;
Κυρία Τσανγκ, έχω μια καλή σύνταξη κι έχω κι ένα σπιτάκι στο Λιου-Τσανγκ-λι. Αν το θες κι εσύ, μπορούμε να ζήσουμε όμορφα οι δυο μας.»
Μετά από μια μακριά παύση, η κυρία Τσανγκ είπε: «Για να είμαι ειλικρινής, η κόρη μου δεν θα έχει αντίρρηση σ' ό,τι κι αν αποφασίσω. Αλλά είμαι 67 χρόνων. Να γίνω ξαφνικά περίγελως; Τόσα χρόνια πέρασαν και ν' αλλάξω τώρα, σ' αυτή την ηλικία το όνομα μου...» Άρχισε πάλιν' ανηφορίζει.
Έφτασαν σ' ένα σημείο όπου συνήθως έστεκαν για λίγο, να πάρουν ανάσα. Εκεί, σ' ένα κοίλωμα ανάμεσα σε δύο βράχια, κάποιος είχε φτιάξει ένα μικρό προσκυνητάρι με πέντε-έξι είδωλα. Υπήρχαν σπίρτα, κεριά και λιβάνι για τους πιστούς.
Η κυρία Τσανγκ έκαψε λίγο λιβάνι κι ύστερα έσμιξε τις δυο παλάμες της και υποκλίθηκε. «Αν υπάρχουν θεοί, προσεύχομαι και ζητώ τη θεία τους καθοδήγηση.» Έκανε ένα βήμα πίσω και υποκλίθηκε ξανά.
Στο μέτωπο της έλαμπαν σταγόνες ιδρώτα. Τις πρόσεξε και τη ρώτησε, «Κουράστηκες;».
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Μ' ένα σύντροφο η ζωή θα είχε, ασφαλώς, περισσότερο νόημα.
Πλάι-πλάι, το ηλικιωμένο ζευγάρι γύρισε και κοίταξε την απέναντι κορυφή του βουνού. Μεγαλόπρεπα χρωματισμένα σύννεφα γέμιζαν τον ουρανό και στεφάνωναν τον χρυσό ήλιο της δύσης. Ο ήλιος είχε χάσει πια την λαμπρότητά του. Μα εξακολουθούσε να προσφέρει ένα υπέροχο θέαμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου