Τρίτη 16 Απριλίου 2019

Τάσος Βουρνάς : ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΑ ΕΥΘΥΜΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Μιλούν ο Μάρκος Αυγέρης και  η «Μικρά Κούλα» των «Τραγουδιών του Θεού»

Γράφει ο Τάσος Βουρνάς

Ο Παπαδιαμάντης! Το Όνομά του και μόνο μας φέρνει πίσω στις παιδικές μας μνήμες, στο αναγνωστικό των νέων ελληνικών, πού οι σκυθρωπές, κατά τ' άλλα, σελίδες του φωτίζονταν από το ανέσπερο φως του «Φτωχού Αγίου», του βοσκού που οι «Αγαρηνοί αλαλάζοντες» τον έσφαξαν—μάρτυρα αυτόν του γένους — κοντά στα μπεντένια του παλιού χωρίου, του Κάστρου της Σκιάθος. Και το ανυπέρβλητο, το πνευματικό αυτό τοπίο, το καθαγιασμένο με το αίμα του «πτωχού αιπόλου (γιδοβοσκού)», μας ξαναφέρνει στη μνήμη τη μορφή του δημιουργού του. Ό κυρ Αλέξανδρος, ο πράος άνθρωπος με τη μεγάλη χριστιανική καρδιά, την κοσμοφοβία του, την αγάπη του για τα ταπεινά πλάσματα του θεού και τους λαϊκούς ανθρώπους, με το κανελί πανωφόρι του, το μπαστούνι του, το σκληρό καπέλο του, τη διχαλωτή κοντή γενειάδα του και τα ήμερα εταστικά (διερευνητικά) μάτια, περνά, ανάμεσα στα πλάσματα της φαντασίας μας και τραβά ίσια για το εικονοστάσι της καρδιάς μας να καθήσει με σταυρωμένα χέρια και με κλειστά μάτια, σαν άγιος στο τέμπλο της εκκλησιάς, ψιθυρίζοντας τα αγαπημένα του «τραγούδια  του  θεού».
Κάπως έτσι σώζεται στη φαντασία των νεώτερων   γενεών   η   ειδή (μορφή)   του   Παπαδιαμάντη.
Ασκητικός,   πτωχαλαζών (πτωχός και αλαζόνας),   αμίλητος   με   την ακινησία βυζαντινής τοιχογραφίας.  Φέτος πε­νήντα χρόνια από το θάνατο του η μνήμη μας τον ανακαλεί εντονώτερα κ' η ανανέωση της επαφής  μας  με το έργο του γίνεται  πνευματική   ανάγκη.

Αναμνήσεις τον Μάρκου Αυγέρη


Περνούν τα χρόνια.  Απ' όσους τον γνώρισαν λίγοι ζουν ανάμεσα μας. Οι περισσότεροι έφυγαν για τον ασφόδελον λειμώνα, όπου απέδρα πάσα λύπη, πόνος και στεναγμός. Η ζωή προχωρεί αμείλιχτη, δεν έχει συναισθηματισμούς. Η τρελλή νεότητα της εποχής του Παπαδιαμάντη έφυγε για πάντα και μόνο μερικοί σεβάσμιοι πρεσβύτες σαν τον Μάρκο Αυγέρη, το «γιατρό» των γραμμάτων μας, βρίσκονται ακόμα -ευτυχώς! -ανάμεσα μας για να μας ανιστορήσουν την επική εκείνη εποχή για την πνευματική μας παράδοση.
Βρήκαμε το γιατρό ένα πρωί στο σπίτι του, ζωηρό, γιομάτο πνευματικές ανησυχίες και με το αιώνιο νεανικό του κέφι. Ακούγοντας το σκοπό της επίσκεψης μας - αναμνήσεις από τον Παπαδιαμάντη! - παίρνει φωτιά με  το  πρώτο.
Πώς τον γνώρισα; Το θυμούμαι σαν και τώρα. Ήταν στα 1905. Νεαρός τότε φοιτητής είχα έρθει τον προηγούμενο χρόνο στην Αθήνα και ή μεγαλύτερη επιθυμία μου ήταν να γνωρίσω τον Παπαδιαμάντη πού τον ήξαιρα από το έργο του και  από τη φωτογραφία του Νιρβάνα, δημοσιευμένη στα «Παναθήναια». Ανέβηκα  πολλές φορές στη Δεξαμενή, άλλα δεν στάθηκα τυχερός. Ώσπου ένα σούρουπο βροχερό, με δυνατό άνεμο πού ξεμάλλιαζε τις πελώριες λευκές της Δεξαμενής, τον πέτυχα. Μπαίνοντας στο καφενείο του κύρ Γιάννη τον είδα να κάθεται στο μισοσκόταδο τυλιγμένος στο παλτό του, με το μπαστούνι ανάμεσα στα γόνατα του και το πηγούνι στηριγμένο στη λαβή του μπαστουνιού πού έμοιαζε   με   πατερίτσα   Ιερατική.
- Αυτός είναι ο Παπαδιαμάντης, μου ψιθύρισαν. Ένοιωσα ένα ιερό δέος σα να έβλεπα κάτι το υπερφυσικό. Μέσα στη βροχή και τον άνεμο μου φάνηκε σαν μαύρο πουλί, διωγμένο από την καταιγίδα, που ήρθε ν’ απαγκιάσει στο φτωχό καφενεδάκι.
Αύτη ήταν η πρώτη μου εντύπωση. Τις επόμενες μέρες με παρουσίασαν στον Παπαδιαμάντη ο Κονδυλάκης κι ο Βλαχογιάννης. Με δέχτηκε με ευμένεια και καλωσύνη. Αν και πολύ νέος ήμουν γνωστός κι όλας στους φιλολογικούς κύκλους από το δράμα μου «Ανάμεσα στους ανθρώπους» πού είχε παίξει στη Νέα Σκηνή ο Χριστομάνος εκείνη τη χρονιά. Ο Ξενόπουλος και ο Τσοκόπουλος είχαν γράψει πολύ επαινετικά για το έργο μου κι ο Παπαδιαμάντης  τάχε διαβάσει.
Από τότε γίναμε φίλοι, ο πιτσιρίκος εγώ κι αυτός ο φτασμένος. Του φερόμουν με σεβασμό  και  πάντα σύμφωνα   με την τραυματισμένη ψυχολογία του, γι’ αυτό  με συμπαθούσε  και   με  καλούσε  να  τον  συντροφεύω   στο καφενείο της Δεξαμενής, χώρια βέβαια, από την θορυβώδη και ασεβέστατη παρέα μου, που ο Παπαδιαμάντης την έβλεπε  με κάποιο δέος.

Ένα επεισόδιο με το Βάρναλη


—Εκείνες τις μέρες έτυχε να γράψει στο «Άστυ» ο Μαλακάσης κάτι εντυπώσεις του ποιητικές από μια εκδρομή του στο παλάτι της δούκισσας της Πλακεντίας στην Πεντέλη. Ό Παπαδιαμάντης, πού τον αγαπούσε πολύ και ήθελε πάντα να τον προβάλλει, με ρώτησε το πρωί καθώς πήγα να τον καλημερίσω  στο   καφενείο.
-Διάβασες το  χρονογράφημα  του Μίλτου στο «Άστυ»;
Δεν το είχα διαβάσει. Μού ‘δωσε την εφημερίδα κ' εγώ άρχισα να το διαβάζω. Όταν τελείωσα με ρώτησε:
— Ε,  δεν είναι έκτακτο;
Δεν μου είχε πολυαρέσει, ιδίως γιατί άρχιζε με κάτι αφόρητες γενικές. Από σεβασμό συμφώνησα  μαζί του.
—Ωραίο είναι!
—Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ο Βάρναλης. Με τον Παπαδιαμάντη δεν είχε προσωπική γνωριμία,  ούτε ταίριαζαν τα χνώτα τους.
—Τι  διαβάζεις;   με ρώτησε.
Τούδωσα το «Άστυ» τρέμοντας  ότι θα πει οπωσδήποτε κάτι πειραχτικό. Και πραγματικά   αφού διάβασε στις πρώτες γραμμές τις απανωτές γενικές, αγανάχτησε!
—Γκέον, γκέον, γκέον! έκανε κοροϊδευτικά, μου πέταξε την εφημερίδα και απομακρύνθηκε. Έπρεπε νάβλεπες εκείνη τη στιγμή τον Παπαδιαμάντη! Πρώτη και τελευταία φορά τον   είδα   έτσι  οργισμένο.
—Ποιος είναι αυτός; με ρώτησε τρέμοντας.
—Γνωστός    μου...ψέλισα...ποιητής!...
Ο Παπαδιαμάντης σηκώθηκε όρθιος και φώναξε!
— Ορίστε φίλε μου νέοι!... Τί ασέβεια!... Και  απομακρύνθηκε  αγαναχτησμένος.
Αργότερα, βέβαια, γνωρίστηκε με το Βάρναλη και τον είχε δεχτεί κοντά του καθώς και τους άλλους «οργισμένους νέους», πού όμως μπροστά στον Παπαδιαμάντη γίνονταν αμίλητα πρόβατα. Τόσο σεβασμό ενέπνεε η παρουσία του, ώστε κι αύτη η αδίστακτη μποεμαρία της Δεξαμενής, πού δε λογάριαζε τίποτε και θορυβούσε ως τα ξημερώματα, λούφαζε και τον άκουγε με θρησκευτική προσήλωση, τόσο αυτόν, όσο και τους φίλους του και συμπότες του ανθρώπους τού λαού, πού κάθονταν στο τραπέζι του — ένα σοβατζή και μερικούς πηγαδάδες, καταπληκτικούς λαϊκούς τόπους με μεγάλη καρδιά και αφηγηματικό ταλέντο ανυπέρβλητο.

Η «μικρά Κούλα» και τα «Τραγούδια του Θεού»

 Η «μικρά Κούλα» και η μητέρα της Πολυξένη Μπούκη, 
την εποχή πού πέθανε ο Άλ. Παπαδιαμάντης (1911).



Σ’ ένα ταπεινό και πρόσχαρο σπιτάκι της λαϊκής συνοικίας των Πετραλώνων συναντήσαμε μια ηρωίδα του Παπαδιαμάντη. Δεν είναι υπόθεση φανταστική όσα θα σας αφηγηθώ εδώ, είναι πραγματικότητα πού ξεπερνά και το  πιο   θαυμαστό   παραμύθι.
Δεν υπάρχει αναγνώστης και φίλος του έργου του Παπαδιαμάντη πού ν’ αγνοεί το μικρό και τρυφερό διήγημα του «Τα τραγούδια του Θεού». Ως τώρα πιστεύαμε όλοι ότι το αφήγημα εκείνο περιγράφει ένα πραγματικό γεγονός πού συνέβη μέσα στο στενό φιλικό κύκλο του Σκιαθίτη διηγηματογράφου. Είναι γνωστό πώς ο Παπαδιαμάντης συνδέονταν με φιλικούς δεσμούς με τον κυρ Νίκο το Μπούκη, έμπορο-μανάβη της Λαχαναγοράς και τη γυναίκα του Πολυξένη. Απλοί και ταπεινοί άνθρωποι, ενορίτες στο εκκλησάκι του Προφήτη Ελισαίου στό Μοναστηράκι, όπου ο Παπαδιαμάντης έψελνε, είχαν γνωριστεί μαζύ του κ’ είχαν δεθεί με θερμή φιλία. Στο σπίτι του Νικόλα του Μπούκη εύρισκε ο Παπαδιαμάντης τη θερμή οικογενειακή ατμόσφαιρα που του έλειπε.
Στο ταπεινό σπιτάκι τους μέσα σ’ ένα αδιέξοδο δρομάκι της οδού Σαλαμίνος φιλοξενούνταν συχνά. Εκεί έτρωγε, εκεί έγραφε, εκεί ξεκουραζόταν.
Το ζευγάρι των λαϊκών αυτών ανθρώπων είχε και μια κορούλα, εφτά χρονών τότε, την «μικράν Αγγελικούλαν». Αλλα και το «θυγάτριον μικράν Κούλαν», που ο Παπαδιαμάντης τη λάτρευε    κυριολεκτικά.     Άλλα    και     το    «θυγάτριον» έτρεφε αισθήματα αγάπης στο μπάρμπα-Αλέξαντρο που τραγουδούσε «τα τραγούδια του Θεού», όπως έλεγε την ψαλτική του Παπαδιαμάντη στην παιδική της γλώσσα.
Του   μικρού αυτού  κοριτσιού το θάνατο και το    ξόδι    έχει    περιγράψει    με   σπαραγμό ο Παπαδιαμάντης   στο   διήγημα   του   «Τα   τραγούδια του Θεού»  και  όλοι  ως  τώρα πιστεύαμε ότι   πραγματικά  το   κοριτσάκι   εκείνο πέθανε.  Έ, λοιπόν, η «μικρά Αγγελικούλα» του  Μπούκη ζει και βασιλεύει!   Είναι Η κυρία Αγγελική  Κ.   μητέρα  ενός  φίλου και  συνεργάτη  μας.   Ζωηρή,   λιγνή   και   κοντακιανή   γριούλα, εξήντα   ενός  χρόνων   σήμερα,   με   δέχτηκε  στο απλό σπιτικό των Πετραλώνων όπου ζει με το μικρότερο γιό της και τη νύφη της και με πολλή   προθυμία   μας   αφηγήθηκε   τις   αναμνήσεις της από τον   Παπαδιαμάντη.

Η «μικρά Κούλα» το 1961

—Ώστε  ζείτε,  κυρία   Αγγελική!
— Όπως   βλέπετε...Ζω   και   γερνάω!
—Ο κυρ Αλέξαντρος, λοιπόν, σας πέθανε στο χαρτί, σε ηλικία εφτά χρονών. . .
Η συμπαθέστατη κυρία Αγγελική χαμογελάει:
—Όσο θυμάμαι τη φασαρία πού του έκανε   η   μακαρίτισσα   η   μάνα   μου...
—Αφηγηθείτε μας, λοιπόν, την παράδοξη αυτή  Ιστορία...
—Ήταν, όπως άκουσα από τη μάνα μου ένα πρωινό χειμωνιάτικο. Η μακαρίτισσα καθόταν    στην    αυλή    του    σπιτιού    και    καθάριζε χόρτα, όταν χτυπάει η πόρτα και καταφθάνει μια κουμπάρα μας από τα Σεπόλια, η Αγγελική η Βίδαινα. Ο πατέρας μου κ’ η μάνα μου είχαν πολλές τέτοιες κουμπαριές στα γύρω της Αθήνας. Μπήκε, λοιπόν, ή κουμπάρα σαστισμένη και κοιτούσε γύρω-γύρω σαν κάτι νάψαχνε. Ή μάνα μου παραξενεύτηκε !
—Καλό στην κουμπάρα, κάθησε. Πώς κι’ αυτό;
— Ε, κάνει η άλλη με μισή φωνή, πέρασα να  σάς   δω...Τι   κάνετε;
—-Καλά, απαντάει  ή  μάνα .
—Τί κάνει η Κούλα; ρωτάει δειλά η κουμπάρα.
—Καλά είναι, όπου νάναι θάρθει από τα σχολειό.
Ή κουμπάρα καθόταν στα καρφιά. Απάνω στην ώρα χτυπάει πάλι ή πόρτα και φανερώνεται  άλλη  κουμπάρα.
—Κουμπάρα μου, καλώς σάς βρήκα, κάνει κι αύτη με ψεύτικο χαμόγελο. Πώς τα πάτε; Καλά, λέει η μάνα μου και σαστίζει περισσότερο.
—Τί κάνει το παιδί;
—Καλά, όπου νάναι θάρθει! . .
Πήγε ή μακαρίτισσα μέσα να της φέρει καρέκλα κ’ οι δυό κουμπάρες έσκυψαν τα κεφάλια τους και κάτι μουρμούριζαν η μια στην άλλη. Το αυτί της μάνας μου άρπαξε τις λέξεις!
—Τόχασε, φαίνεται, το μυαλό από τη λύπη  την πολλή!...
—Δε μου λέτε, εσείς, τις ρώτησε νευριασμένη   πιά,   τι  πάθατε;   Τι   συμβαίνει;
—Κουμπάρα, κάνει η μια κομπιάζοντας, είσαι  βέβαιη  ότι  το παιδί  είναι  καλά;
—Χριστός και Παναγιά, λαχτάρισε ή μακαρίτισσα, έπαθε τίποτα στο σχολείο και μου το κρύβετε;
—Ποιο σχολείο;   Δεν. . .   πέθανε χτες;
—Κουνήσου, χριστιανή μου, από τη θέση σου!   Τί σου ήρθε;

 Το σπίτι των Μπούκη στο αδιέξοδο της οδού Σαλαμίνος

—Έμενα  μου ήρθε; νεύριασε η άλλη. Δεν κοιτάς τί γράφει στην εφημερίδα ο μπαρμπ' Αλέξαντρος; της ξεδίπλωσε την εφημερίδα «Ομόνοια» όπου ο Παπαδιαμάντης δημοσίευε το διήγημα του «Τα τραγούδια του θεού».
Η  μάνα μου γίνηκε  μπαρούτι.
—Μπα που να φάει το κεφάλι του, ό καταραμένος!  Μπα, πού μου πέθανε το παιδί! . . .
Κατά τη μία το μεσημέρι ήρθε στο σπίτι ό Παπαδιαμάντης. Η μακαρίτισσα τον έπιασε απ' τα μούτρα.
—Τί σ' έπιασε, χριστιανέ μου, στα καλά καθούμενα, κ' έγραψες στις φημερίδες Ότι μάς πέθανε το παιδί;  Τρελλάθηκες;
Ο    Παπαδιαμάντης   χαμογέλασε:
—Μη φοβάσαι Πολυξένη! Το παιδί δεν παθαίνει τίποτα! Ζει και θα ζήσει πολλά χρόνια!   Άκου  με πού στο λέω!
Με τα πολλά μαλάκωσε τη μακαρίτισσα. Ωστόσο για πολλές μέρες έφταναν στο σπίτι συγγενείς και φίλοι να συλλυπηθούν τη μάνα μου για το. . . θάνατο μου. Και κάθε φορά ή μακαρίτισσα νεύριαζε και τάβαζε με το μπαρμπ' Άλέξαντρο.
—Από τις παιδικές σας αναμνήσεις έχετε να  μας  πείτε τίποτα για τον   Παπαδιαμάντη;

 Ή μικρή αυλή όπου έγραφε ο Παπαδιαμάντης όταν έγινε το επεισόδιο με  το τόπι.



—Βέβαια, λέει η κυρία Αγγελική. Θυμάμαι ένα πρωινό στην αυλή μας εγώ έπαιζα τόπι κι ο μπαρμπ' Αλέξαντρος έγραφε. Το τόπι τον ενοχλούσε και δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί.
—Πάψε,  Κούλα!   μου κάνει.
Μαζεύτηκα.   Πέρασε   λίγη   ώρα,   ξεθάρρεψα και  ξανάρχισα.
— Ένα, δύο, τρία, τέσσερα. . . Και κοπανούσα το τόπι  στις πλάκες.
—Πάψε,  Κούλα!
Πάλι μαζεύτηκα. Άλλα, σε λίγο, ξανάρχισα.
-Σκάσε, λοιπόν, Κούλα! μού κάνει θυμωμένος.
Η μάνα μου, που παιδευόταν στην κουζίνα, το άκουσε και της κακοφάνηκε.
—Να σκάσεις εσύ μπαρμπ’ Αλέξαντρε! του λέει  θυμωμένη.
Ο μπάρμπ' Αλέξαντρος αιφνιδιάστηκε από την κουβέντα της μάνας μου. Σηκώθηκε μάζεψε τα χαρτιά του, φόρεσε το καπέλλο του δρασκέλισε την πόρτα και έφυγε.
Η μάνα μου τάχασε με το φευγιό του και για να ξεσπάσει μ’ άρπαξε εμένα και άρχισε να  μου δίνει  της  χρονιάς  μου.
Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι ο Παπαδιαμάντης ξαναγύρισε. Ταπεινός, μετανοιωμένος για το φέρσιμο του, χριστιανός στα αισθήματα του, πήγε και ζήτησε συγγνώμη της μάνας μου, αφού πρώτα, εννοείται, με απόσπασε από τα χέρια της. Κ’ εκείνη, πού του είχε ιδιαίτερη αδυναμία, συγκινήθηκε αφάνταστα και άρχισε να τον παρακαλεί αύτη πιά να τη συχώρεσε για την κουβέντα της. Ήταν μια σκηνή, που την έζησα και δεν θα την ξεχάσω ποτέ».

ΤΑΣΟΣ ΒΟΥΡΝΑΣ (1961)
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ/ τ. 73-74 / Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1961

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου