«Κείων
νόμιμον» η διαχρονική λύση του συνταξιοδοτικού από τις ελληνικές κυβερνήσεις
Με
αφορμή τις επικείμενες ευρωπαϊκές εκλογές και επειδή δεν βλέπω καμιά κίνηση προς
την βελτίωση των συντάξεων θεώρησα καλό
να σας θυμίσω την διαχρονική ευθύνη των κυβερνήσεων των κομμάτων που
ανταγωνίζονται σήμερα για να μας πείσουν να τους ψηφήσουμε.
Το
τι μειώσεις στις συντάξεις έφερε –παρά τις περί του αντιθέτου εξαγγελίες της η
κυβέρνησης Τσίπρα όταν επιζητούσε την ψήφο μας – αλλά και το τι ζημιά προκάλεσε
στους συνταξιούχους η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ παλιότερα αξίζει να μην το
ξεχάσουμε όταν βρεθούμε μπροστά στην κάλπη.
Σε συνάντηση κατά το 2012 του τότε υπουργού
Οικονομικών της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου,
του Γιάννη Στουρνάρα, με τους επικεφαλής του κλιμακίου της τρόικας, Πόουλ
Τόμσεν (ΔΝΤ), Ματίας Μορς (ΕΕ) και Κλάους Μαζούχ (ΕΚΤ) αποφασίστηκε και
υιοθετήθηκε η κατακρεούργηση των συντάξεων των ελλήνων συνταξιούχων με μειώσεις
και κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα, Επίδομα αδείας. Όμως η κοροϊδία εις βάρος των συνταξιούχων
είχε ξεκινήσει ήδη πολύ πιο πριν.
Χαρακτηριστικό είναι το διαχρονικό και προφητικό χρονογράφημα του Παντελή
Μπουκάλα στην εφημερίδα με τίτλο «Κείων
νόμιμον» που αξίζει να το διαβάσετε μαζί με την αναφορά μας στο τι ήταν κατά
την αρχαιότητα το «Κείων νόμιμον». Όσο για το τι επακολούθησε μετά το 2007 στις
συντάξεις όλοι το γνωρίζετε και δεν αξίζει να το επαναλάβω.
Κείων
νόμιμον
Γράφει ο Παντελής
Μπουκάλας
«Αν δεν μπορεί κάποιος να
ζει καλά, ας μη ζει καν κακά». Κάπως έτσι θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε το
«Κείων νόμιμον», το έθιμο δηλαδή των κατοίκων της αρχαίας Κέας οι οποίοι, με
γενεσιουργό αιτία την πολιορκία τους από τους Αθηναίους, προχώρησαν σε μια
βαριά απόφαση, όπως την αναφέρει ο Στράβων: να παίρνουν κώνειο όσοι ξεπερνούσαν
τα εξήντα χρόνια της ζωής τους και να πεθαίνουν, ώστε να επαρκεί η τροφή για
τους υπόλοιπους («προσέταττε γαρ ο νόμος τους υπέρ εξήκοντα έτη γεγονότας
κωνειάζεσθαι και του διαρκείν τοις άλλοις την τροφήν»). Μια γουλιά κώνειο
λοιπόν, δυο κουβέντες παρηγόριας από τους περιλειπόμενους, που ξέρουν ότι θα
βρεθούν κι αυτοί αργά ή γρήγορα μπροστά στο ίδιο σταυροδρόμι, στο ίδιο έθιμο,
και ιδού μια σίγουρη και ριζική λύση του συνταξιοδοτικού, που δεν μπορεί, θα
ταλάνιζε και τους αρχαίους ημών, αφού όλα από αυτούς τα έχουμε πάρει, τα καλά
και τα κακά.
Ιδέες δεν θέλω να δώσω,
και μάλιστα κακές, για την επίλυση του
ασφαλιστικού, που μια χαρά θα λυνόταν αν οι κυβερνητικοί έκαναν απλώς τη
δουλειά για την οποία θρυλείται ότι έχουν επιλεγεί. Αν φρόντιζαν δηλαδή δύο τινά: πρώτον, να δώσουν στο ακέραιο και όχι σε
αστείες δόσεις τα χρωστούμενα (και είναι εκατομμύρια ευρώ) οι μεγαλο-οφειλέτες
(αλλά πώς αλλιώς θα γίνονταν μεγάλοι οι μεγαλοεργολάβοι, οι
μεγαλοεπιχειρηματίες και οι λοιποί μεγιστάνες)· και, δεύτερον, να ενταχθούν στα
Ταμεία οι εκατοντάδες χιλιάδες ανασφάλιστοι νεοσκλάβοι της μαύρης εργασίας, Έλληνες
και μετανάστες. Άλλωστε, η φαρμακευτική πατέντα, το συνταξιοδοτείν διά του «νυν
απολύοις τον δούλον σου», δεν μπορεί να υιοθετηθεί στις εξελιγμένες,
ανθρωπιστικές ημέρες μας για τον επιπλέον λόγο ότι ούτε ο κ. Μαγγίνας ούτε
ο κ. Αλογοσκούφης κατάγονται από την Κέα, νυν Τζια.
Στην
εποχή μας, πάντως, το κώνειο μπορεί να πάρει μορφές ποικίλες, περισσότερο
εύπεπτες και δεν είναι ανάγκη να μας το προσφέρει η «βοτάνη δηλητήριος» των
παλαιών. Φαρμάκι είναι, επί παραδείγματι, το δήθεν μέγα δώρο,
ότι δηλαδή αν μείνεις τρία χρόνια παραπάνω στη δουλειά, θα αποζημιωθείς
πλουσιοπάροχα με πενήντα ευρώ μηνιαίως. Φαρμάκι είναι η αύξηση των τριών ευρώ
ημερησίως στους μισθούς που ευαγγελίζεται ο νέος προϋπολογισμός. Και πιο πολύ φαρμάκι είναι αυτό το στυλ του
παντελώς αθώου, με το οποίο οι υπουργοί ανακοινώνουν τα κοσμοσωτήρια μέτρα
τους, τόσο αποσπασματικά και αντιφατικά, που θαρρείς και προέρχονται από δέκα
διαφορετικά παζλ. Μα, καλά, πιστεύουν στ' αλήθεια πως θα τους πιστέψουμε
όταν αφήνουν να εννοηθεί ότι παρέλαβαν καμένη γη από τον ίδιο τους τον εαυτό;
Κείον το νόμιμον κατά την αρχαιότητα
Με το υποδειγματικό πολιτικό σύστημα της αρχαίας
Κέω ασχολήθηκε και ο μεγάλος φιλόσοφος Αριστοτέλης στο σύγγραμμά του «Κείων
Πολιτεία», του οποίου όμως διασώζεται ένα μόνο απόσπασμα. Από την Κέα καταγόταν
κι ο νομοθέτης Αριστείδης, ένας από τους εφτά μεγάλους σοφούς της αρχαιότητας,
που φημιζόταν σε όλη την επικράτεια για τους πρότυπους κι αυστηρούς του νόμους.
Ένας από αυτούς ήταν το «Κείον το νόμιμον», ένα ιδιάζον έθιμο -μοναδικό στον
ελλαδικό χώρο- που διατηρήθηκε μέχρι την επικράτηση του χριστιανισμού (3ο αι.
π.Χ.). Σύμφωνα με αυτό, όσοι υπερέβαιναν το 60ο έτος της ηλικίας τους
«αυτεκωνιάζοντο», αυτοκτονούσαν δηλ. με κώνειο από το φυτό Μανδραγόρας. Ο
πολίτης που ένιωθε ότι δεν είναι πλέον χρήσιμος στην κοινωνία λόγω γήρατος
όφειλε να εκθέσει στους άρχοντες της πολιτείας τους λόγους της απόφασής του,
ώστε να του δοθεί άδεια αυτοκτονίας. Παρουσία των συμπολιτών του και μετά από
εορταστική ιεροτελεστία, εκτελούσε το χρέος του, πίνοντας πρόθυμα το κώνειο. Μ’
αυτόν τον τρόπο επιτυγχανόταν τόσο η ανάγκη για εξασφάλιση τροφής για τους
νεώτερους -σε μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι έφταναν σε μεγάλη ηλικία λόγω καλού
κλίματος- όσο κι η επιθυμία των ίδιων των πολιτών να αποχωρούν ακμαίοι κι
υπερήφανοι. Σύμφωνα με την ιστορία, το τζιώτικο κώνειο ήταν αυτό που πήρε κι ο
Σωκράτης για να φύγει από τη ζωή.
Επιβιώσεις
εκ του νόμου αυτού
Αράχωβα:
Ο Γεροντόβραχος
μια
κορυφή της Λιάκουρας του Παρνασσού
Σύρος:
Το Γερούσι
Ύδρα:
Ο Ζαστάς και το καλάθι
Το
θέμα λοιπόν, φαίνεται να είναι διαχρονικό.
«Ήξεραν για τον θάνατο,
όμως δεν τους τάραζε. Οι γέροι πέθαιναν ήσυχα, όπως όταν κανείς αποκοιμιέται,
τριγυρισμένοι από φίλους, που τους αποχαιρετούσαν και τους κατευόδωναν με
χαμόγελα. Δεν έκλαιγαν, γιατί δεν είχαν απώλεια. Ο θάνατος ήταν γι’ αυτούς το
ήσυχο τέλος των ήσυχων ερώτων τους. Είχαν έτσι, νομίζω μεγάλη επικοινωνία με
τους νεκρούς. Δεν καταλάβαιναν γιατί τους ρωτούσα για την αιώνια ζωή. Ήταν
φανερό ότι δεν τους απασχολούσαν τέτοια ερωτήματα, γιατί πίστευαν ακράδαντα σε
αυτήν».
Φ.
Ντοστογιέφσκυ «Το όνειρο ενός γελοίου», 1877
μτφρ.
Ά.-Σ. Τζίμα.
Ο Έλληνας δεν θέλει έναν
ταπεινωτικό και αναξιοπρεπή θάνατο, και προ παντός δεν θέλει κλάματα, λυγμούς
και οδυρμούς στον θάνατό του, αλλά χαρές, γέλια και χορούς. Το αποτυπώνει
υπέροχα ο θαυμάσιος λαϊκός ποιητής και στιχουργός, Κώστας Βίρβος:
Όταν πεθάνω σ’ ένα γλέντι μια βραδιά
να μην κλάψτε, μα τραγούδια να μου πείτε..
Και στον σταυρό μου να μου γράψετε, παιδιά,
ένας μπατίρης ευτυχής ενθάδε κείται.
Ενθάδε κείται ο μπατίρης ο Λουκάς,
που είπε τούτη την κουβέντα την μεγάλη:
Πως τα λεφτά σου, όσο ζεις, αν δεν τα φας,
όταν πεθάνεις, θα στα φάνε κάποιοι άλλοι…
Γι’ αυτό γλεντήστε μέσ’ στον ψεύτικο ντουνιά,
μη σας σκλαβώνει η κακία και το χρήμα
και να θυμάστε την κουβέντα του Λουκά
πως «ούτε φράγκο δε θα πάρετε στο μνήμα»…
Τους στίχους αυτού του Κώστα Βίρβου, έντυσε με μουσική
ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, και τους ερμήνευσε, το 1972.
Πηγές :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου