Η
ζωή και ο θάνατος της Μαντάμ Ορτάνς
Η Αδελίνα Γκιτάρ,
γνωστότερη ως Μαντάμ Ορτάνς (1863 - 2 Μαΐου 1938) ήταν Γαλλίδα ιερόδουλη, η οποία έγινε
γνωστή στην Ελλάδα στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν εγκαταστάθηκε στην
Κρήτη. Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της έζησε στην Ιεράπετρα και τιμήθηκε
από τις αρχές, με το να δοθεί το όνομά της σε δρόμο της πόλης.
Γεννήθηκε στη Γαλλία και για
τον ακριβή τόπο γέννησής της ερίζουν οι πόλεις Παρίσι, Τουλόν και Μασσαλία. Πολύ
νεαρή, σε ηλικία 16 ετών, έγινε πόρνη.
Ήταν μία πολύ λεπτή,
ευγενική και όμορφη Γαλλιδούλα που σε κατακτούσε με τους λεπτούς της τρόπους
και τη συμπεριφορά της. Ήταν μία χορεύτρια-τραγουδίστρια, «σαντέζα» όπως τις
έλεγαν τότε που προτιμούσε να χορεύει καν-καν επιδεικνύοντας έως πάνω τα καλλίγραμμα
πόδια της. Λέγεται ότι για ένα διάστημα χόρευε και στο γνωστό Παρισινό κέντρο
διασκέδασης το Μουλέν Ρούζ.
Όμως η μοίρα τα έφερε έτσι
ώστε η Αδελίνα Γκιτάρ στα 35 της χρόνια, το 1898, να φύγει από την Γαλλία και
να καταλήξει στην Κρήτη.
Όλα ξεκίνησαν όταν ξέσπασε
η μεγάλη εξέγερση των Κρητικών κατά των Τούρκων στα 1896 που προκάλεσε την στρατιωτική
επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και που είχε ως αποτέλεσμα την αυτονομία της
μεγαλονήσου. Μια αυτονομία η οποία
άνοιξε το δρόμο για την πολυπόθητη ένωση της Νήσου, το 1913, με την Ελλάδα.
Έτσι όταν ξεκίνησε η
κατοχή της Κρήτης, το 1898 και έφθασαν 10.000 περίπου στρατιώτες της
πολυεθνικής δύναμης στο νησί, αφίχθησαν επίσης μαζί τους στα Χανιά και κάμποσα
«κορίτσια» για να προσφέρουν τις υπηρεσίες της στους άνδρες αυτούς των Μεγάλων
Δυνάμεων που υπηρετούσαν στους στόλους.
Η
Μαντάμ Ορτάνς στα Χανιά
Ήταν η εποχή της
συμμαχικής κατοχής της Κρήτης, τότε που οι μεγάλες δυνάμεις έστειλαν στη Σούδα
πολεμικά πλοία για την προστασία, όπως έλεγαν, του επαναστατημένου Κρητικού
Λαού. Στην πραγματικότητα, όμως τα έστειλαν για να δηλώσει η κάθε μια την
παρουσία της και για να προλάβει την κατάληψή της Κρήτης από κάποια άλλη εκ των
Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Η παραμονή των ξένων στόλων στη Σούδα κράτησε από
το 1897 μέχρι και το 1907.
Μεταξύ των κοριτσιών που
ήρθαν στα Χανιά ήταν και η Γκιτάρ, η «Ορτάνς» που στα Γαλλικά σημαίνει ορτανσία
και που «νονός» της υπήρξε ο Γάλλος Ναύαρχος Ποττιέ παλιός της γνώριμος και τώρα πρόεδρος του
συμβουλίου των ναυάρχων, στην Κρήτη.
Στα Χανιά η Γκιτάρ έφθασε
με ένα μικρό μπαλέτο αποτελούμενο από Γαλλίδες χορεύτριες και τραγουδίστριες που
πρόσφεραν ένα ωραίο για την εποχή εκείνη θέαμα, με χορούς και τραγούδια στο
καλύτερο για την κοσμικό κέντρο της εποχής το «Λόντον Μπάρ», το οποίο
λειτουργούσε στην πόλη των Χανίων περίπου έως το 1960. Βρισκόταν εκεί που
σήμερα είναι το ξενοδοχείο «Κύδων», απέναντι από τη Δημοτική Αγορά.
Πλήθος Χανιωτών καθώς και
Αξιωματικοί των Συμμαχικών Δυνάμεων πήγαιναν τα βράδια στο «Λόντον Μπάρ» για να
ακούσουν την γλυκιά Ορτάνς και να χαρούν την φινέτσα της, τα ωραία τραγούδια,
τον χορό της και την γοητεία της Παριζιάνικης ζωής που έφερε μαζί της.
Παροιμιώδη έμειναν τα γλέντια με την Μαντάμ Ορτάνς και τους Χανιώτες Δον Ζουάν της εποχής που άνοιγαν
ντουζίνες μπουκάλια με σαμπάνιες για χάρη της και την έπιναν μέσα στο γοβάκι
της.
Για την ψυχαγωγία τόσων
ξένων αξιωματικών του ναυτικού οι αρτίστες του Λόντον Μπάρ έκαναν ό,τι
μπορούσαν. Παρεπιπτόντως δε να αναφέρουμε ότι για τους απλούς ναύτες υπήρχε
ένα… «δευτερότερο» Καφέ Σαντάν, του Χουρχουδά, στη συνοικία της Σπλάντζιας.
Στα Χανιά η Μαντάμ Ορτάνς
κατοικούσε σε ένα γωνιακό σπίτι που βρισκόταν στις οδούς Ποτιέ και Σήφακα στα
Μαχαιράδικα.
Κάθε απόγευμα φεύγοντας
από το σπίτι της ακολουθούσε την οδό που βγάζει στην οδό Χάληδων και πήγαινε
στην Καθολική Εκκλησία. Έβαζε στο κεφάλι της ένα μαύρο δαντελένιο μαντήλι και
έκανε την προσευχή της.
Οι Χανιώτες γλεντζέδες της
εποχής εποφθαλμιούσαν τα θέλγητρα της ωραίας Γαλλιδούλας και της έστελναν
ακριβά δώρα και λουλούδια για να τη δελεάσουν.
Η Ορτάνς, όμως, δεν
έκλεινε ραντεβού με κανένα, δίδοντας τους απλά αόριστες υποσχέσεις. Εξαίρεση γι’
αυτήν ήταν ο Ιταλός Ναύαρχο Κανναβάρο ( Felice Napoleone Canevaro) με τον οποίο
ήταν σφόδρα ερωτευμένη όπως άλλωστε ήταν και αυτός μαζί της.
Αυτό που γράφεται στο
βιβλίο του Καζαντζάκη «Αλέξης Ζορμπάς» ότι πήγαινε και περνούσε νύχτες
ολόκληρες με τους Ναυάρχους των 4 μεγάλων δυνάμεων και τους αναγνώριζε στο
σκοτάδι από την κολόνια τους είναι φαντασία του συγγραφέα. Η πραγματικότητα
είναι ότι ήταν σφόδρα ερωτευμένη και «πήγαινε» μόνο με τον Κανναβάρο.
Λέγεται πως κάποια στιγμή κάποιος
Χανιώτης, πολύ ωραίος και λεβέντης, ένας γνήσιος Μπον Βιβέρ, την φλέρταρε και
πήγαινε κάθε βράδυ στο κέντρο που τραγουδούσε να την δει και να της στέλνει
λουλούδια. Καθόταν στα πρώτα τραπεζάκια του κέντρου, πάντα καλοντυμένος με
ακριβά κοστούμια και μεταξωτά πουκάμισα και κάποτε την προσκάλεσε να πάνε να
της προσφέρει ένα ωραίο δείπνο και για το χάρη της θα άνοιγε να πιούν και μια γαλλική
σαμπάνια Ντόν Περινιόν. Η γλυκιά Ορτάνς του απάντησε ότι τον εκτιμά, της αρέσει
η ευγένειά του αλλά θα έβγαινε μαζί του υπό ένα απαράβατο όρο: «Να με σεβασθείς
και να φερθείς σαν ιππότης», γιατί δεν ήθελε να πατήσει τον «όρκο πίστης» που
είχε δώσει στον αγαπημένο της Ιταλό ναύαρχο. Έτσι και έγινε! Βγήκαν, έφαγαν
αλλά μετά τον δείπνο ο καθένας πήγε σπίτι του. Η τιμή του Ιταλού ναυάρχου
σώθηκε….
Η
ζωή στον Αγιο Νικόλαο Λασιθίου
Έπειτα από την επανάσταση
στο Θέρισο, το 1905, η Μαντάμ Ορτάνς έφυγε και περιπλανήθηκε στην ανατολική
Κρήτη και ειδικότερα στο Ηράκλειο, στη Σητεία και στον Άγιο Νικόλαο.
Αρχικά πήγε το 1905 στη
Σητεία. Το μαγαζί όμως δεν έβγαινε εκεί και το 1908 αποφάσισε και πήγε στον
Άγιο Νικόλαο. Εδώ η Ορτάνς άνοιξε καφωδείο στην προκυμαία της πόλης στην
βορειοανατολική άκρη της. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, σε σημείο που να χρειαστεί
παράταση ωραρίου λειτουργίας. Πράγματι, χωρίς τις συνήθεις χρονοβόρες
γραφειοκρατικές διαδικασίες έβαλε τα μεγάλα μέσα και ο τότε νομάρχης Λασιθίου
υπέγραψε πάραυτα απόφαση με την οποία επιτρεπόταν στον ιδιοκτήτη του μαγαζιού «Νικόλαον Χανιωτάκην, καφεπώλην, κάτοικον
Αγίου Νικολάου να έχη ανοικτόν το εντός της κωμοπόλεως Αγίου Νικολάου και κατά
την ακτήν κείμενον καφενείον του μέχρι της 3ης μετά το μεσονύκτιον ώρας».
Δουλειές με φούντες η Ορτανσία στον Άγιο.
Όμως η τάξις και η ηθική,
οι οποίες εκπροσωπούντο στην πόλη από τον Σταθμάρχη (αστυνομικό διοικητή της
πόλης) επαγρυπνούσαν. Η ανωτέρω απόφαση του νομάρχη εξεδόθη παρανόμως, απεφάνθη
ο Σταθμάρχης, διότι στο καφωδείον σύχναζαν «γύναια
αναιδέστατα, εψιμιθυωμένα και ασέμνως ενδεδυμένα (τα οποία) δια προκλητικών του
σώματος κινήσεων παρασύρουν τον απλόν κόσμον εις τον βόρβορον της εξαχρείωσης».
Η ιστορία έφθασε σε σημείο να δημιουργηθεί διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ της
Ύπατης Αρμοστείας και της πρεσβείας της Ιταλίας. Ο Σταθμάρχης τα έριχνε στον
νομάρχη σημειώνοντας σε σχετικό έγγραφο προς τους ανωτέρους του: «Εις τα ανωτέρω άτοπα συντελεί κατά μέγα
μέρος η διαγωγή του ενταύθα κ. Νομάρχου, όστις ως διαδίδεται ευρίσκεται εις
αθεμίτους σχέσεις μετ’ αυτών, δι’ ο και ενθαρρύνει αυτάς εις το να παραμείνουν
ενταύθα και εξασκώσι κρυφά το επάγγελμα της πόρνης».
Προκλητικές του σώματος
κινήσεις, αθέμιτες σχέσεις, το θέμα έλαβε διαστάσεις κωμικοτραγικές και
συντάχθηκαν έγγραφα απείρου κάλους. Ενδεικτικά: «Λαμβάνω την τιμήν ν’ αναφέρω υμίν, εις συνέχειαν της υπ’αριθμ. 3459 ε.
ε. αναφοράς μου, ότι αι ενταύθα διαμένουσαι Ιταλίδες αοιδοί, μετά του Νικολάου
Χανιωτάκι και της συζύγου αυτού Ορτάνς Αδελίνα, Γαλλίδος, εξακολουθούν να
διατηρώσι δήθεν καφενείον, όπερ ουδέν άλλο είναι ή χαμαιτυπείον, κατόπιν δε των
εν αυτώ διαπραττομένων οργίων, έπαυσε λειτουργούν το ενταύθα χαμαιτυπείον, των
γυναικών απελθουσών. Εις σχετικάς δε παρατηρήσεις υπό της Χωροφυλακής εδήλωσαν
ότι ως ξέναι υπήκοοι, ουδένα σεβασμόν ή ευπείθειαν εις τους τους εγχωρίους
Νόμους οφείλουσι. Τούτου ένεκα και επειδή τοιαύται παρεκτροπαί εις κέντρα οία
και το του Αγίου Νικολάου, γίνονται αισθηταί, ποιούσι δε την χειρίστην
εντύπωσιν εις τους εντίμους κατοίκους, καθό προσβάλουσαι την δημοσίαν ηθικήν,
δια ταύτα παρακαλώ υμάς, όπως ευαρεστούμενοι, ενεργήσετε τα δέοντα, όπου δει
και ούτω διαταχθή το κλείσιμον του εν λόγω καφενείου ει δυνατόν δε και η
απέλασις των εν λόγω γυναικών».
Όλα αυτά είχαν σαν
αποτέλεσμα την κάμψη της πελατείας σε σημείο που να φθάσει το «μαγαζί» να βάλει
λουκέτο. Η Ορτανσία μετά του συζύγου της Ν. Χανιωτάκη πήραν το δρόμο της
Ιεράπετρας με καΐκι, όπως λένε τα σχετικά ντοκουμέντα προς αναζήτηση καλύτερης
τύχης.
Στην
Ιεράπετρα
Τελικά, στις αρχές του
1910 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ιεράπετρα, όπου άνοιξε χαρτοπαικτική λέσχη και «εστιατόριο
στην Μεσοκαστελλιά απέναντι από μια αρχινισμένη εκκλησιά…», όπως σημειώνει ο
Μαμάκης («Ανατολή» 10,11,12 & 13 Μαρτίου 2009).
Η ίδια η Ορτάνς έγραψε σε
μια φίλη της για την Ιεράπετρα: «Είναι ένα φανταστικό μέρος, ανάμεσα ακριβώς από
Ευρώπη και Αφρική. Δεν έχει την αφόρητη ζέστη της Αφρικής αλλά και δεν ξέρει τι
θα πει κρύο. Ποτέ δεν έχει χιονίσει, παλτό δε φοράει σχεδόν κανένας, σπάνια στα
σπίτια ανάβουν μαγκάλια… Ο Νικόλας σηκώνεται πρώτος από τα χαράματα, μπαίνει
στη βάρκα του και ανοίγεται στο πέλαγος για ψάρεμα… Τώρα πια είμαι σίγουρη για
την αγάπη του… Τώρα πια κάνω για πρώτη φορά κάτι στη ζωή μου που μου δίνει
ξεχωριστή χαρά: ασχολούμαι με το νοικοκυριό».
Η Ορτανσία όμως έκανε δυο
λάθη ταυτόχρονα παραβιάζοντας ισάριθμους θεμελιώδεις κανόνες στο θέμα διατήρησης
μιας σχέσης: ήταν σίγουρη για τον έρωτα του συζύγου της και την εύρισκε με την
ποδιά της κουζίνας. Οι τίτλοι του τέλους άρχισαν να εμφανίζονται. Η αυλαία του
έρωτά τους έδειχνε να πέφτει. Η εμπειρότατη μαντάμ δεν το κατάλαβε. Τα τηγάνια,
οι κατσαρόλες, η σφουγγαρίστρα και η σιγουριά είχαν μηδενίσει την έλξη του
Νικόλα γι’ αυτήν. Τον Νικόλα όμως τον απασχολούσε το θέμα, και μια ωραία πρωία,
σαν έτοιμος από καιρό, πήρε την απόφαση και τα λεφτά της μαντάμ και μην τον
είδατε. Για τη μαντάμ, ακόμα και στην ηλικία της, δεν άρμοζε να τρέχει πίσω από
έναν άντρα και έτσι δεν τον αναζήτησε ποτέ.
Εν συνεχεία η Μανταμ
Ορτάνς λειτούργησε ένα ξενοδοχείο ύπνου, στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα το
«Hotel Creta». Το ξενοδοχείο εκείνο ονομαζόταν «Η Γαλλία».
Αργότερα η Ορτάνς έγινε άμισθη
υποπρόξενος της Γαλλίας και πολλοί την υποπτεύονταν για κατάσκοπο. Το τελευταίο
επιβεβαιώνεται από τον Αιμίλιο Δασύρα που σε άρθρο του γράφει ότι ο νονός του που
ήταν Άγγλος υπήκοος κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε
στρατολογηθεί από την Αγγλική Μυστική Υπηρεσία πληροφοριών για να συλλέγει
στρατιωτικές πληροφορίες που αφορούσαν τις κινήσεις του πολεμικού ναυτικού της
Γερμανίας.
Κάποτε του έδωσαν εντολή
να πάρει σημαντικές πληροφορίες για το πολεμικό ναυτικό της Γερμανίας, από μία
πράκτορα που ζούσε στην Ιεράπετρα. Όταν πήγε εκεί, συνάντησε την Μαντάμ Ορτάνς,
περίπου σε ηλικία 52 ετών, η οποία συνέλεγε πληροφορίες και σημείωνε τα
Γερμανικά πλοία που περνούσαν από την Ιεράπετρα και ό,τι αλλο ήταν χρήσιμο για
την υπηρεσία πληροφοριών.
Η ωραία Ναταλί Γκιτάρ παρά
τα χρόνια της, ήταν τότε 52 ετών, διατηρούσε τη χάρη και την ομορφιά της.
Ζήτησε λοιπόν από τον νεαρό Άγγλο, να μείνει το βράδυ στο σπίτι της, γιατί δεν
γινόταν να επιστρέψει στα Χανιά και θα του έστελνε ένα χανουμάκι από αυτά που είχε στο σπίτι της, να
τον συντροφέψει όλο το βράδυ. Όπως και έγινε.
Όταν τέλειωσε ο Α΄ Παγκόσμιος
πόλεμος η μαντάμ Ορτάνς ανέπτυξε έντονη κοινωνική δραστηριότητα και καταξιώθηκε
στην Ιεράπετρα, όπου πέθανε το 1938.
Η
μαντάμ των τεσσάρων ναυαρχών
«Ήταν μια αγία η μαντάμ
Ορτάνς. Δεν ξέρω αν αμάρτησε στα νιάτα της, εξάλλου ποιός είναι ο αναμάρτητος;
αλλά ορκίζομαι στο σταυρό που κρατώ και στη λειτουργία που κάνω ότι έζησε στα
στερνά της σαν αγία και πέθανε σαν αγία κάνοντας χιλιάδες καλοσύνες και
βοηθώντας από το υστέρημά της τους συνανθρώπους της…»
Είναι ένας παπάς που τα
λέει όλ’ αυτά. Ένας σεβάσμιος γέροντας, ο παπά Μανώλης Τζοβαλάκης, που έως το
1982 λειτουργούσε ακόμη στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στην Ιεράπετρα. Είναι
ο ίδιος που έσπευσε στο προσκέφαλο της μαντάμ Ορτάνς στα τελευταία της και της
άλειψε το μέτωπο με άγιο μύρο, που της έδωσε συγχώρεση για τα όσα, εκούσια τε
και ακούσια, αμαρτήματα είχε κάνει στην πολυτάραχη ζωή της. Ο παπάς αυτός είναι
και ο τελευταίος άνθρωπος που είδε και άκουσε την θρυλική εταίρα, την
πολυαγαπημένη των τεσσάρων ναυαρχών στα τέλη του περασμένου αιώνα. Του Γάλλου
Ποτιέ, του Ιταλού Καναβάρο, του ρώσου Αντρέωφ και του Άγγλου Χάρις. Και οι
τέσσερις είχαν σπεύσει με τους στόλους τους στην Κρήτη να προστατεύσουν τους
ομόδοξούς τους Χριστιανούς από τους Τούρκους, αλλά και να εξυπηρετήσουν, ο
καθένας κρυφά από τον άλλο, τα πολιτικά συμφέροντα της πατρίδας του.
Δεν είναι όμως μόνο ο
παπάς που θυμόταν ακόμα την «αμαρτωλή» Γαλλίδα και δάκρυζε από συγκίνηση. Ήταν
και η παπαδιά του, γύρω στα 75, ήταν και η Αμαλία, 90 χρονών και πιστή φιλενάδα
της Ορτάνς, ήταν και όλα τα γεροντάκια, παλιοί εραστές ή απλώς θαυμαστές της
μαντάμ που ζούσαν έως τότε και τη θυμούνταν με νοσταλγία. Θυμούνταν τη μαντάμ
Ορτάνς που η ζωή της αγκάλιασε δυο πολυτάραχους αιώνες, τον 19ο και τον 20ο σαν
μυθιστόρημα, σαν μια παράξενη και ατελείωτη περιπέτεια. Γιατί η ζωή της μαντάμ
Ορτάνς, που ο παπά Μανώλης της σφάλισε τα μάτια, ήταν συνεχώς σε μια διαρκή
κίνηση, σε μια αέναη ερωτική δραστηριότητα και αναζήτηση. Ένας θηλυκός Οδυσσέας
που σαν τον ήρωα του Ομήρου « πολλών ανθρώπων οίδε αστεα και νόον έγνω…»
Η
Μαντάμ Ορτάνς στην λογοτεχνία
Η Μαντάμ Ορτάνς αποτέλεσε
την ηρωίδα σε πολλά λογοτεχνικά έργα, όπως στο "Βίος και Πολιτεία του
Αλέξη Ζορμπά" του Νίκου Καζαντζάκη, ενώ στον κινηματογράφο την υποδύθηκε η
ηθοποιός Λίλα Κέντροβα. Επίσης, στα πάρεργα του Γεώργιου Πάγκαλου αναφέρονται
αφηγήσεις της Ορτάνς. Στο έργο του Πρεβελάκη Χρονικό μιας Πολιτείας βρίσκουμε
την Μαντάμ Ορτάνς ως Φατμέ. Βιογραφία της έγραψε και ο Ιωάννης Μανωλικάκης.
Ο Γιώργος Μανουσάκης
γράφει στο βιβλίο του «Η μαντάμ Ορτάνς και τα τέσσερα λογοτεχνικά πορτραίτα της»
:
[...] Η καθαρά ανθρώπινη
πλευρά της Αδελίνας Γκυττάρ, της γνωστότερης ως μαντάμ Ορτάνς, βάρυνε ίσως πιο
πολύ από την "ιστορικότητα", την ψυχολογική πλευρά και τη
"γραφικότητα" στη λογοτεχνική της "αξιοποίηση". Και στους
τέσσερις συγγραφείς ή ποιητές που ιστόρησαν τη ζωή της είναι ευδιάκριτη η
φυσική συμμετοχή σ' ότι αφηγούνται ή παρουσιάζουν λυρικά. Τούτη η συμμετοχή
είναι πιο κραυγαλέα, με μελοδραματικούς τόνους, στο διήγημα "Ορτάνς"
της Γαλάτειας Καζαντζάκη, πιο "στοχαστική" στο απόσπασμα από το
"Χρονικό μιας πολιτείας" του Παντελή Πρεβελάκη, πιο
"υπαρξιακή" στο ποίημα "Ορτάνς" του Άρη Δικταίου, ενώ ο
Καζαντζάκης, στον "Βίο και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά", μια κρύβει,
μια φανερώνει, πίσω από το παιγνίδι και το σαρκασμό του, τη συμπάθεια του για
το αντιφατικό και το παράλογο της ανθρώπινης μοίρας.
Η λογοτεχνική Ορτάνς
μπορεί να μην είναι πιστή εικόνα εκείνης που υπήρξε στην πραγματικότητα. Έτσι
όμως μεταμορφωμένη απέκτησε μια πολλαπλότητα, κέρδισε σε βάθος και συνεχίζει
τώρα μια δεύτερη ζωή στις σελίδες της λογοτεχνίας.
Γνώρισα
τη Μαντάμ Ορτάνς.
Γράφει η Ιωάννα Κατροτζανή-
Στεφάνου
Πολλές φορές φέρνω στη «μνήμη
μου γεγονότα παλιά από την παιδική μου ηλικία και μ' αρέσει να τα διηγούμαι
όπως τα έχω ζήσει, χωρίς λογοτεχνικές φιοριτούρες.
Στα όμορφα προπολεμικά
χρόνια που δεν υπήρχαν τηλεοράσεις οι άνθρωποι ήτανε πιο μονιασμένοι και συχνά
κάνανε επισκέψεις στα φιλικά σπίτια. Βεγγέρες τις λέγανε. Έτσι λοιπόν,
ερχόντουσαν και στο σπίτι μας στη Γεράπετρο. 'Όταν ήτανε χειμώνας καθόμαστε
γύρω από το μαγκάλι και το καλοκαίρι κάτω από την κρεβατίνα. Πεντάχρονο κοπέλι
εγώ τότε έπιανα το σκαμνάκι μου κι εκάθιζα κοντά τους να γροικώ είντα ιστορίες
λένε. Κάποιες φορές λοιπόν η κουβέντα γύριζε στη Μαντάμ Ορτάνς, την ηρωίδα του
Καζαντζάκη. Λέγανε γι’ αυτήν πως ήτανε μεγάλη σαντέζα (chanteuse=τραγουδίστρια) στη Γαλλία
και ότι το πραγματικό της όνομα ήτανε Αδελίνα Γκιτάρ. Το Ορτάνς ήτανε
καλλιτεχνικό. Αυτή λοιπόν ακολουθούσε το στόλο όπου πήγαινε και την είχε μαζί
του ένας Γάλλος ναύαρχος, ο Ποτιέ. Αυτός την είχε φέρει, λέει, στην Κρήτη. Λέγανε
ακόμη πως οι αξιωματικοί πίνανε σαμπάνια μέσα από το γοβάκι της και ότι στη
Γαλλία τη σαμπάνια την είχανε όπως εμείς στην Κρήτη τη ρακή.
Για το πώς ξέμεινε στη
Γεράπετρο, αυτό δεν το ξέρω μα φαίνεται ότι τη βαρέθηκε ο Ναύαρχος. Ήτανε,
λέει, δασκάλα στη δουλειά της και άλλα πολλά που το κοπελίστικο μυαλό μου δεν
τα καταλάβαινε.
Είχε λοιπόν η μαντάμ
Ορτάνς ένα μαγαζάκι με ζαχαρωτά απέναντι από το Δημοτικό σχολειό, και τα
κοπέλια του σχολειού παίρνανε από κει καραμέλες.
Απ' όλα αυτά που άκουγα,
μου είχε γεννηθεί η λαχτάρα να τη γνωρίσω και βιαζόμουνα να πάω κι εγώ στο
σχολειό για να τη δω.
Πέρασε ο χρόνος κι έφτασε
η μέρα που με πήρε ο πατέρας μου απ' το χεράκι να με γράψει στην πρώτη τάξη.
Αφού γράφτηκα, με πήγε να μου πάρει καραμέλες. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη γνωριμία
μου με τη μαντάμ Ορτάνς τη μέρα κείνη.
Φαίνεται πως ο πατέρας μου
την ήξερε, γιατί, μόλις μπήκαμε στο μαγαζάκι, της λέει: «Ορτανσία, έτσι την
έλεγε, από παέ είναι το μικρό μου κοπέλι και θα 'ρχεται να παίρνει καραμέλες».
Εγώ δεν εγροίκου πράμα,
μόνο ξάνοιγα θαμπωμένη τα κόκκινα χείλη, τη μακριά ρόμπα της που είχε φτερά στο
λαιμό και στα μανίκια και τα πασούμια της που ήτανε μεταξωτά και κεντημένα.
Παναγία μου πώς μου φάνηκε, σαν νεράιδα απ’ τα παραμύθια που μου λέγανε.
Από τότε, κάθε πρωί
περνούσα από το μαγαζάκι της Ορτάνς για ν' αγοράσω καραμέλες με τη δραχμή που
μου 'δίνε ο πατέρας μου. Όμως, δεν πήγαινα για τις καραμέλες, μα για να βλέπω
τι φορούσε κάθε φορά. Κάποια μέρα η μητέρα μου λέει στον πατέρα μου.
Γιάντα Μανό, (κρητικό
υποκοριστικό του Μανώλη), λες του κοπελιού να πηγαίνει ολοένα να παίρνει
καραμέλες από τη σαντέζα, δεν έχει αλλού ζαχαρωτά;
- Σώπα Μαργή, (υποκοριστικό
της Μαρίας), μη λες ετσά κουβέντες για τη σαντέζα. Να ξέρεις ότι είναι πολύ
χρήσιμη στον τόπο μας. γιατί αυτή μαθαίνει στσι ντελικανήδες μας πολλά πράματα.
Όϊ σαν και μας που ήμαστε βούγια και δεν ξέραμε από πού βγαίνει ο ήλιος.
Πράγματι αυτή η γυναίκα
άνοιξε για τα νιάτα της μικρής μας πόλης καινούργιους δρόμους. Όλοι οι
προύχοντες της Γεράπετρος την είχανε στην προστασία τους. Ακόμη και οι
γυναίκες, που στην αρχή τη θωρούσανε με μισό μάτι, την αγαπήσανε γιατί σεβότανε
τις οικογένειες και μόνο τα παλληκαράκια δεχότανε στο ονταδάκι της, όπως έμαθα
αργότερα, μεγάλη πια. Έκανε μεγάλες αγαθοεργίες, βοηθούσε φτωχές οικογένειες
και σε κάθε ανάγκη έτρεχε.
Το τέλος της ήρθε το 1942
μέσα στην κατοχή. Πέθανε στην ψάθα. Τη θάψανε στο νεκροταφείο σαν ορθόδοξη και
ο παπάς της ενορίας την προσφώνησε «αγία» για τα καλά που είχε κάμει. Το μνήμα
της υπάρχει ακόμη και σήμερα στη Γεράπετρο.
Αυτή τη γνωριμία μου με
την περιβόητη σαντέζα θα τη θυμάμαι πάντα. Θα θυμάμαι που κάθε φορά που μ'
έβλεπε μου έλεγε «Ζανέτ, τέλεις καραμέλα;».
Ήταν μια γυναίκα που ήρθε
με δόξες με το γαλλικό ναυτικό στην Κρήτη, έμεινε κι έζησε στο νησί κι όταν
πέθανε τάφηκε σαν Κρητικιά γιατί αγάπησε πολύ την Κρήτη. Έγινε ηρωίδα του
Καζαντζάκη γνωστή στα πέρατα του κόσμου κι εγώ... ίσως είμαι από τους λίγους
που τη γνώρισαν προσωπικά.
Πηγές
Περιοδικό «Του Ψηλορείτη
οι Στράτες»
Περιοδική έκδοση της Αδελφότητας Κρητών Ρόδου «Ο Ψηλορείτης»,
τεύχος 76, Νοέμβριος 2009-Ιανουάριος 2010
Περιοδική έκδοση της Αδελφότητας Κρητών Ρόδου «Ο Ψηλορείτης»,
τεύχος 76, Νοέμβριος 2009-Ιανουάριος 2010
Αιμίλιος Δασύρας, http://mydaimoncom.blogspot.com/2015/04/blog-post_29.html
Ο Μιχάλης Χουρδάκης Νίσπιτας έγραψε :
ΑπάντησηΔιαγραφήΛέγεται ότι η Μαντάμα όταν ήρθε - γριά πια - από τον Άγιο Νικόλαο με την παρέα της στη Νεάπολη σε γλέντι που οργάνωσε ο τότε Τουρ. Όμιλος Νεαπόλεως στο"Καζίνο του Χαλκιαδάκη" είπε του Διαλλινομιχάλη όπως εστάθηκε ομπρός του να της πει μια μαντινιάδα και της είπε ο Πίνδαρος του Λασιθιού όπως την είδε μπουντραρισμένη : Άσκημα πάει του φτωχού το χάσικο κουλούρι , άσκημα πάει κι ο μπογιάς στη σουφρωμένη μούρη .,