Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Ο χρονογράφος που ξεχνιόταν στα δικαστήρια



Ο χρονογράφος που ξεχνιόταν στα δικαστήρια

Ο Δημήτρης Ψαθάς έγινε χρονογράφος επειδή ξεχνιόταν στα δικαστήρια

Ο μύθος θέλει τον 18χρονο Δημήτρη Ψαθά να ξεκινά την καριέρα του το 1925 στο τότε «Ελεύθερον Βήμα», στην αρχή ως παιδί για τα θελήματα: πηγαινοερχόταν για δουλειές στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Αργούσε όμως να επιστρέψει και όλοι στην εφημερίδα απορούσαν, γιατί το Αρσάκειο απείχε λίγα μόλις μέτρα από τα γραφεία της εφημερίδας, στην οδό Εδουάρδου Λω 3 – μετέπειτα Χρήστου Λαδά 3.
Εκείνος τους εξηγούσε ότι ξεχνιόταν στους χώρους των δικαστηρίων. Έβρισκε εξαιρετικά ενδιαφέρον το να παρακολουθεί δίκες. «Δηλαδή, τι είναι αυτό που σε μαγνητίζει;» τον ρωτούσαν. Και ο Δημήτρης Ψαθάς άρχιζε να τους διηγείται με το νι και με το σίγμα καθετί που είχε συμβεί μέσα στην αίθουσα. «Ε, τότε, λοιπόν, γράψε αυτά που παρακολουθείς» φαίνεται πως του είπαν και έτσι ξεκίνησε η δημοσιογραφική του καριέρα ως δικαστικού συντάκτη.
Δέκα χρόνια μετά συνέχισε την πορεία του στον χώρο μετακομίζοντας στα τότε «Αθηναϊκά Νέα» του συγκροτήματος Λαμπράκη με στιγμιότυπα από τα δικαστήρια και με το ψευδώνυμο «Ο μάρτυς». Το 1937 ανέλαβε το χρονογράφημα στην ίδια εφημερίδα, η οποία μεταπολεμικά ονομάστηκε πλέον «Τα Νέα», όπου και παρέμεινε για περίπου 40 χρόνια. Με τα «Εύθυμα και σοβαρά» του, που δημοσιεύονταν στην πρώτη σελίδα, ο Ψαθάς εμπότισε το χρονογράφημα με μπόλικη δόση πολιτικής.
«Μέσα στη δεκαετία του ΄60, εποχή ταραγμένη και δύσκολη, το χρονογράφημα του Ψαθά ήταν (μαζί με τη γελοιογραφία του Δημητριάδη) εξοντωτικό πολιτικό όπλο. Σε βαρύτητα μετρούσε περισσότερο από το κύριο άρθρο των «Νέων»» έγραφε το 1991 ο Νίκος Δήμου στο δοκίμιό του «Ο θάνατος του χρονογραφήματος».
Το χρονογράφημα είδος που μετρά περίπου 100 χρόνια ζωής και το οποίο καλλιέργησαν ουκ ολίγοι πριν από τον Ψαθά, μεταξύ των οποίων ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Σπύρος Μελάς και ο Παύλος Παλαιολόγος, στην αρχή ήταν περισσότερο λογοτεχνικό είδος, που εξελισσόταν όμως όλο και περισσότερο σε πολιτικό. «Καθημερινή ιστορία της ζωής και φιλοσοφία της» το είχε χαρακτηρίσει ο Νιρβάνας στον εναρκτήριο λόγο του στην Ακαδημία Αθηνών. «Είναι η ιστορία της ζωής και του δευτερολέπτου» είχε προσθέσει.

«Βonjour jeunesse»




«Ήμουν στο γραφείο με τον Ψαθά από το 1963 ως τότε που έφυγε από «Τα Νέα»» θυμάται ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. «Καθημερινά ερχόταν κατά τις 10.30-11. Έμπαινε μέσα σοβαρός, έλεγε μια καλημέρα και καθόταν να γράψει. Το γραφείο του ήταν πλάτη με τον τοίχο που μας χώριζε από το γραφείο του Νίτσου, που ήταν τότε διευθυντής. Μαζί με τον Ψαθά κι εμένα, στον ίδιο χώρο ήταν ο Φάνης Κλεάνθης, που έκανε ύλη στα καλλιτεχνικά, ενώ διαγωνίως του Ψαθά καθόταν ο Φωκίων Δημητριάδης, ο μεγαλύτερος τότε γελοιογράφος στον κόσμο. Εκεί έγραφαν αργότερα και ο Πηλιχός, ο Σταματίου και η Μαρία Παπαδοπούλου. Κοντά στο δικό μου γραφείο, που ήταν στην άκρη δεξιά, καθόταν και ο Ανδρέας Σακαλής».
«Θυμάμαι ότι, ενώ όλοι τότε γράφαμε στα γνωστά δημοσιογραφικά μπλοκ, εκείνος ζητούσε από τον καφετζή ένα μαχαίρι για να κόψει στη μέση τα χαρτιά. Κι έτσι έγραφε στο μισό χαρτί με μια χρυσή πένα Πάρκερ – ποτέ με στυλό ή απλό Μπικ. Όσο έγραφε δεν σήκωνε καθόλου το κεφάλι του. Μόλις τελείωνε, πήγαινε να παραδώσει το χειρόγραφό του στην ύλη. Υπεύθυνος ήταν τότε ο Μαγγανάρης, στον οποίο το παρέδιδε με τη φράση «bonjour jeunesse» («καλημέρα νιότη»), μια φράση που χρησιμοποιούσε πολύ ο υλατζής, γιατί δεν ήταν πια και τόσο νέος… Έπειτα επέστρεφε στο γραφείο, έπινε ένα ουζάκι με ένα φθηνό μεζεδάκι, άναβε ένα τσιγάρο και έφευγε». 


Η ζωή του ήταν περισσότερο σχετική με του Φωκίωνα Δημητριάδη, με τον οποίο συζητούσαν κάθε μέρα προτού πιάσουν δουλειά. «Ο Ψαθάς τού έδινε ιδέες για γελοιογραφίες. Αλώστε, και ο Δημητριάδης ήταν αμίλητος… Το χρονογράφημά του έμπαινε στην πρώτη σελίδα αριστερά, σε μια εποχή που η κυκλοφορία της εφημερίδας στην Αθήνα και στον Πειραιά ήταν 250.000… Ήταν εξαιρετικά δημοφιλής. Ο κόσμος τού έστελνε γράμματα, εκατοντάδες γράμματα. Είχε δύναμη και επιρροή με αυτά που έγραφε στην εφημερίδα. Στο γραφείο δεν δεχόταν κόσμο – μόνο τον Γιάννη Γκιωνάκη θυμάμαι, που μια εποχή ερχόταν συχνά γιατί θα ανέβαζε ένα έργο του».
«Τότε, στην Αποστασία, κατέβηκε από το Καστρί ο Γεώργιος Παπανδρέου στη Λέσχη των Φιλελευθέρων, που στεγαζόταν απέναντι ακριβώς από «Τα Νέα» στη Χρήστου Λαδά. Όταν βγήκε ο Γέρος στο μπαλκόνι να χαιρετίσει το πλήθος που είχε μαζευτεί, πήγαμε κι εμείς κοντά στο παράθυρο. Τότε ο Παπανδρέου αντάλλαξε από απόσταση θερμή χειραψία με τον Ψαθά. Μια άλλη φορά θυμάμαι που του τηλεφώνησε ο διευθυντής του γραφείου του Καραμανλή – το τηλέφωνο τότε στο γραφείο ήταν ντούμπλεξ… Παντοδύναμος πρωθυπουργός τότε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δεν ήταν σύνηθες να τηλεφωνεί σε δημοσιογράφους».
Ήταν το 1976 όταν ο Δημήτρης Ψαθάς αποφάσισε να φύγει από «Τα Νέα» για τη νεοσύστατη τότε «Ελευθεροτυπία», όπου και παρέμεινε ως τον ξαφνικό θάνατό του, τον Νοέμβριο του 1979, σε ηλικία 72 ετών.


Η «Μαντάμ Σουσού» μια ηρωίδα γέννημα του Ψαθά




Η πορεία της ηρωίδας του Ψαθά από τον Μπίθουλα (στην Ακαδημία Πλάτωνος) ως το Κολωνάκι ξεκίνησε ως ευθυμογράφημα στο προπολεμικό εβδομαδιαίο περιοδικό «Οικογενειακός θησαυρός» (1939), στη συνέχεια έγινε βιβλίο (1941), νούμερο κατοχικών επιθεωρήσεων, θεατρικό έργο (1942), κινηματογραφική ταινία (1948), ραδιοφωνική εκπομπή (1950), τηλεοπτικό σίριαλ (1972 και 1986). Ως βιβλίο και θεατρικό έργο έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει παιχτεί με επιτυχία εντός και εκτός Ελλάδος.

 Από άρθρο στην εφημερίδα Το ΒΗΜΑ


Διαβάστε επίσης


 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου